Εκείνο που θυμάμαι από κείνη τη βραδιά είναι το περιστατικό που μας διηγήθηκε το Νικολέττι.
Ήτανε καλοκαίρι απόβραδο, που λέτε και ήμαστε όλοι οι γειτόνοι καθισμένοι όξω στα ριμίδια κι ηβεγγερίζαμε. Εκεί περνούνε δυο τουρίστες, ένας άντρας και μία γυναίκα: - - Καλησπέρα , μας λένε με μισοελληνικά – Μπογκιόρνο κάνω εγώ ιταλικά που ηθυμούυμουνε από τσοι Ιταλοί!!...- Κα , που ηβρεθήκανε οι κακόσορτοι εδωδά, τέτοια ώρα;…. Ίσα Ισα ημαγείρευα μανέστρα με τη φρέσκια ντομάτα, όπως κάθε βράδυ- Μμμμ…. Μμμμμ ηκάνανε οι τουρίστες που των άρεσε η μυρωδιά.
- Κα Γιώργη, κα να συγχωρεθούνε τα πεθαμένα σου, συνεχίζει το Νικολέττι, να τωνε πουμε να ρθουνε να φάνε ένα πιάτο μανέστρα, γιατί τσοι νοιώθω ξενηστικωμένοι;
- Κα βέβαια, ξένοι ανθρώποι…… Ελάτε παιδιά μέσα, Ελάτε ματζάρε, τωνε γνέφει ο Γιώργης,
Καθίζομε στο τραπέζι, βάζω τηνμανέστρα στα πιάτα κι ότι άλλα είχαμε κι αρχίζομε να τρώμε….. Μμμμ ωαια η κιούπα ( Ωραία η σούπα, ηθέλανε να πούνε). Αμα ηποφάαμε λέω πάλι του Γιώργη – Κα, που θα πάνε τέτοια ώρα να κοιμηθούνε οι ανθρώποι; Να τσοι βάλωμε εδωδά, στσοι καναπέδες να πέσουνε, γιατί είναι κρίμα! Τότες η Σαντορίνη , δενείχε ούτεξενοδοχεία, ούτεδωμάτια, ούτε πράμμα, μόνο ένα ξενοδοχείο είχε στα Φηρά. Τωνε στρώνω στσοι καναπέδες, κι εγώ με το Γιώργη ηπέσαμε στο κρεββάτι, αφού ήβαλα το μάνταλο στην πόρτα κι ήσβυσα τη λάπα. Σε λιγάκι μπάρεμου σκουντώ το Γιώργη. – Κα φοβούμαι , δεν μπορώ να κοιμηθώ. – Ίντα φοβάσαι; Κοιμήσου και μη μιλείς! Κα ξέρω γω ίντα αθρώποι είναι τουτοιδά. Ω ίντα τρεζάδα ήκαμα!!1……. Να μην σας τα πολυλέω ετσαδα ηξημερώθηκα, καθισμένη απάνω στο κρεββάτι!.....
Αυτά μας διηγήθηκε τότε το συγχωρεμένοτο Νικολέττι, μια αγιασμένη γυναίκα της Σαντορίνης……- Κα Γιώργη, κα να συγχωρεθούνε τα πεθαμένα σου, συνεχίζει το Νικολέττι, να τωνε πουμε να ρθουνε να φάνε ένα πιάτο μανέστρα, γιατί τσοι νοιώθω ξενηστικωμένοι;
- Κα βέβαια, ξένοι ανθρώποι…… Ελάτε παιδιά μέσα, Ελάτε ματζάρε, τωνε γνέφει ο Γιώργης,
Καθίζομε στο τραπέζι, βάζω τηνμανέστρα στα πιάτα κι ότι άλλα είχαμε κι αρχίζομε να τρώμε….. Μμμμ ωαια η κιούπα ( Ωραία η σούπα, ηθέλανε να πούνε). Αμα ηποφάαμε λέω πάλι του Γιώργη – Κα, που θα πάνε τέτοια ώρα να κοιμηθούνε οι ανθρώποι; Να τσοι βάλωμε εδωδά, στσοι καναπέδες να πέσουνε, γιατί είναι κρίμα! Τότες η Σαντορίνη , δενείχε ούτεξενοδοχεία, ούτεδωμάτια, ούτε πράμμα, μόνο ένα ξενοδοχείο είχε στα Φηρά. Τωνε στρώνω στσοι καναπέδες, κι εγώ με το Γιώργη ηπέσαμε στο κρεββάτι, αφού ήβαλα το μάνταλο στην πόρτα κι ήσβυσα τη λάπα. Σε λιγάκι μπάρεμου σκουντώ το Γιώργη. – Κα φοβούμαι , δεν μπορώ να κοιμηθώ. – Ίντα φοβάσαι; Κοιμήσου και μη μιλείς! Κα ξέρω γω ίντα αθρώποι είναι τουτοιδά. Ω ίντα τρεζάδα ήκαμα!!1……. Να μην σας τα πολυλέω ετσαδα ηξημερώθηκα, καθισμένη απάνω στο κρεββάτι!.....
Αργυρούλα Παπανδρεοπούλου – Αναγνώστου
«Θηραϊκά Νέα» - Ιούνιος 2000 αριθμ ೨೫೦
Ειμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που είχα την τιμη να γνωρίσω και να θυμάμαι τόσο το Νικολέττι του Μεγαλοχωριου, όσο και το συγχωρεμένο πια αντρα της Γιώργο του Κοφινά. Η οικογένεια τους είναι ιδιαίτερα αγαπημένη σε μένα.... Νικολέττα, Ηλία, Ανάργυρε και αδερφέ Πρόδρομε, οι δυο αυτοί στυλοβάτες του σπιτιου σας, προσωπικά μ έχουν στιγματίσει θετικά με τηζωή τους..... Ειναι μορφές της παλιάς Σαντορίνης που δυστυχώς στο πέρασμα του χρόνου χάνονται......Πόσες αρχόντισσες και πόσοι μερακλήδες υπάρχουν κρυμμένοι στα χωριά μας...... Κοιτάξτε με πόση ανθρωπια άνοιγαν το σπίτι στους τουρίστες... εστω και με τον αγνό φόβο νατους κυριευει......
Θα προσπαθήσω φέτος το καλοκαίρι να σας παρουσιάσω πολλούς μα πάρα πολλούς τέτοιους γέροντες από το νησί και νομίζω ξέρω από που θα αρχίσω... κ. Ειρήνη σας έρχομαι..... επίσης Ελευθερία και Λίτσα ετοιμαστείτε γιαβεγγερα αλλοτινη.......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου