Σήμερα είναι η μέρα ενός ανθρώπου. Μιας γυναίκας. Της γυναίκας της
Σαντορίνης. Θα μείνει αλησμόνητη.
Ήτανε πρωί και είχαμε χαθεί μες στα άσπρα απίστευτα στενά καλντερίμια του
κάστρου στον Πύργο της Σανντορίνης, με τα ξωκλήσια που μύριζαν ευλάβεια και την
αγιοσύνη του παλιού καιρού, με τα καλύβια των ταπεινών ανθρώπων, τα χωμένα
στους βράχους και στα τείχη του κάστρου. Όλα ήτανε φτωχά και δύσκολα όλα λέγανε
πως εδώ βασιλεύει ο νόμος της ανάγκης. Κανένας δεν θα μπορούσε να μας κάμει να
πιστέψουμε πως εδώ ακριβώς στον Πύργο, θα συναντούσαμε την ομορφιά την πέρα από
την ανάγκη. Αυτήν που υπηρετεί άλλη δίψα του ανθρώπου, αδάμαστη που την αγιάζει
ο καιρός.
Γέροντας πανύψηλος με πρόσωπο γαλήνιο, με βήμα αργό, μας οδήγησε στο σπίτι
της. Ήταν το αρχοντικό του χωριού. Έλεγε το όνομα της ο γέροντας και το σέβας,
καθώς επρόφερνε το όνομά της γραφόταν στο πρόσωπό του.
-
Η
κυρά μας είναι καλή, η κυρά μας είναι η αρχόντισσα! Η κυρά μας θα σας δείξει τα
όσα φυλάει στο σπίτι της, πράγματα αρχαία πολύ. Θησαυρόν πολύ.
-
Πως
είπες το όνομά της γέροντα;
-
Φλορίνα,
είπα. Τη λένε Φλορίνα.
-
Είναι
όνομα που συνηθίζεται στο νησί σας ;
-
Είναι
όνομα που συνηθίζεται στο νησί μας.
-
Και
ζει μονάχη της στον Πύργο, η κυρά σας, η
Φλορίνα.
-
Ζει
μονάχη της. Με ποιον σαν κι εμάς να σμίξει να παντρευτεί; Λοιπόν ζει μονάχη της
στο μεγάλο σπίτι. Και γύρω της παντού είναι τα παλιά πράματα που μάζευε ο
πατέρας της όσο ζούσε. Ο πατέρας της ήταν ο αφέντης του Πύργου. Και καταπώς
ο καθένας στον κόσμο ετούτον έχει τη μανία του, ο αφέντης είχε τη δική
του: μαζεύε τα δικά μας τα παλαικά της Σαντορίνης, ότι του βρίσκαμε, από τα
χρόνια της βενετιάς, από τα χρόνια της Τουρκιάς, ασημικό, και κάντρα και
κασέλες και κεντήματα. Πράματα που λεει ο λόγος, τίποτα αχρείαστα, μηδέν. Εμείς
του τα πηγαίναμε να τ αγοράσει και μέσα μας λέγαμε: «Κα μας να μην το βλέπει ο
αφέντης πως είναι πράματα αχρείαστα, αφού το βλέπουμε εμείς!». Όταν μαζευτήκανε
πολλά τα παλαιά, ο αφέντης πια ζούσε και βασίλευε ανάμεσά τους. Ύστερα πέθανε
και έμεινε η Φλορίνα. Ζει και βασιλεύει τώτα αυτή μαζί τους με τα παλαιά του
πατέρα της, στο σπίτι μονάχη της. Και όλοι μας στο χωριό λέμε: «Θεός σχωρέστον
τον αφέντη, κάτι θα ήξερε αφού ο κάθε ξένος που θα ρθει στον Πύργο, γυρεύει να
δει αυτά τα παλαιά....»
Φτάσαμε στο σπίτι της Φλορίνας, μεγάλο αρχοντικό του χωριού, κι ο γέροντας
χτύπησε την πόρτα σιγανά, με σέας. Σαν μας άνοιξε η παρακόρη « οι ξένοι» είπε ο
γέροντας και στάθηκε στην άκρη, στο κατώφλι, έξω από τα άδυτα, διακριτικά. Τότε
σαν μπήκαμε στη μεγάλη σάλα με το ψηλό ταβάνι, όλα τα πράγματα είχανε αέρα
άλλον. Παντού γύρω μας ήτανε ο παλαιός καιρός, η αδάμαστη έλξη του, η γοητεία
του. Στα έπιπλα στις κονσόλες στ α ντυσίματα, στις μεγάλες κρυστάλλινες λάμπες,
στους πίνακες του τοίχου στους καθρέφτες στο ταβάνι. Σ ένα τραπέζι στη γωνιά
ήτανε μια σειρά ασημένιοι δίσκοι, δουλεμένοι με τη σοφία του ενστίκτου των
μαλιών μαστόρων των νησιών, της Βενετιάς, της Ανατολής. Τα βάζα που ήταν στα
ντουλάπια, τα ποτήρια, τα ασημικά, οι πορσελάνες, όλα λέγανε την ευγένεια και
την αρχοντιά. Το φως του Αιγαίου της φθινοπωρινής ημέρας καθώς έμπαινε από τα
παράθυρα ακινητοποιούσε πάνω στη σιωπή. Η ατμόσφαιρα επενεργούσε δραστικά με
τρόπο απροσδόκητο είχαμε αποσπασθεί από τον κόσμο τον δικό μας, φθινόπωρο του
1951, πηγαίναμε σε κόσμον άλλον. Δεν υπήρχε πια παρά ο κόσμος τούτος, ο άλλος
κατακυριεύοντας τα πάντα: τη σκέψη την αίσθηση το αίσθημα. Και η οικοδέσποινα
που ζούσε μόνη με τα πράγματα του
παλιού καιρού του νησιού της και ήταν η ώρα να έρθει... τώρα που το σκέπτομαι
δε θυμούμαι παρόμοια δραστική επενέργεια περιβάλλοντος κλειστού χώρου, παρά σε
μια άλλη περιοχή, θαλασσινή και αυτό, στο σπίτι του Σαν Μικελέ με την κατάφορτη
μνήμη των ελληνικών καιρών της Magna Graecia με τη σκιά του Άξελ Μούντε, να πλανιέται
γύρω από την κόκκινη Σφίγγα πάνω από τα νερά της Γαλάζιας Σπηλιάς.
Ανεπαίσθητος θόρυβος, βήματα ανάλαφρα που πλησιάζαν μας έκαμαν να στρέψουμε
τα μάτια. Φορούσε μακρύ φόρεμα. Ήταν αδύνατη πολύ, ψηλή, λίγο ωχρή μιλούσε με
σιγανούς τόνους, σαν να ήταν φόβος να ταράξει τη σιωπή των παλιών πραγμάτων
της. Οι κινήσεις της ήταν αργές, ελάχιστες, σχεδόν ανεπαίσθητες τόσο μόνο όσο ήταν αναγκαίεςς όχι για να υπογραμμίσουν το λόγο αλλά για να
ενωθούν μαζί του σε αρμονία. Ήταν φιγούρα που ξεπηδούσε και αυτή από κείμενα
όχι του καιρού μας, αλλά από σελίδες θυσίας και υποταγής και καρτερίας. Και ο
λόγος της ακόμα είχε ύφος άλλο από το δικό μας, από του κόσμου. Ήταν ο δικός
της λόγος. Επιβεβαιωνόταν ο ανένδοτος νόμος: Η σχέση του ανθρώπου με τα
πράγματα, τα μυστικά ρεύματα που μας ενώνουν με τούτο ή μ εκείνο και τέλος
καθορίζουνα υτά περισσότερο το τι είμαστε παρά οι πράξεις μας.
Η κυρία του σπιτιού μας καλωσόριζε. Ήταν ευτυχής που φτάσαμε στο νησί της
και στο σπίτι της. Ήταν ευτυχής που ήρθαμε να τιμήσουμε τον πατέρα της, σκύβοντας πάνω στα παλιά πράγματα της
συλλογής του πατέρα της. Ο πατέρας της είπε:
« Παιδί μου τι να σου αφήσω πλούτο φεύγοντας; Θα σου αφήσω αυτά τα
πράγματα τα παλαιά, την ευγένεια του νησιού μας. Ο πλούτος φεύγει , η ευγένεια
είναι σταθερά. Θα με ενθυμείσαι κάποτε....» Η οικοδέσποινα έβγαλε από την τσέπη
της μια αρμαθιά κλειδιά, άρχισε να ανοίγει τα συρτάρια από τις ντουλάπες, τις
βιτρίνες. Έβγαζε από τα συρτάρια τα κεντήματα, τα υφαντά τις νταντέλλες, τα
σάλια, τα απόθετε μπροστά στα έκπληκτα μάτιας, έλεγε για τον καιρό του καθενός
για την εποχή του. Έργα του χεριού, αφάνταστης υπομονής και λεπτότητας., λίγο
κιτρινισμένα από τους χρόνους. Άνοιγε τις βιτρίνες, έδειχνε τα εξαίσια βάζα τις
πορσελάνες, χαρακτήριζε...χρονολογούσε.
-
Κοιτάξετε
παρακαλώ αυτό το χρώμα. Κοιτάξετε παρακαλώ αυτό το ποίκιλμα. Ιδου και αυτά τα
βάζα των παλαιών Δούκων της Νάξου. Βλέπετε επάνω το οικόσημο τους....
Και καθώς έβλεπε στα πρόσωπά μας τη χαρά επειδή αξιωθήκαμε αυτό το πρωινό
της Σαντορίνης με την τόση ομορφιά, μνημόνευε τον πατέρα της.
-
Η ψυχή
μου αγαλλίασε που ήλθατε...Ο πατέρας μου έτσι επιζει....
Ήταν πολύ σιγανα, μόλις ψίθυρος, έτσι που έφερνε το στόμα του πατέρα της
στα χείλη, ενώ άγγιζε τα πράγματα που είχε αγαπήσει και είχε μαζέψει εκείνος.
-
Ελάτε
να πάμε τώρα στους βυζαντινούς καιρούς....
Μας οδήγησε σε μεγάλη σάλλα στο ισόγειο. Ήταν σαν πινακοθήκη. Βυζάντιο
αυθεντικό. Οι άγιοι των νησιωτών, σβησμένος καιρός, σβησμένα χρώματα. Χώρος
λίγος, πράγματα πολλά, στοιβαγμένα.
-
Ιδέστε
αυτό το χρυσόβουλον....είπε η Φλωρίνα
Το κρατούσε στα χέρια της, διάβαζε σιγανά: «Άρχων Μιχαήλ Ταγμάτων
Ουρανίων....»
-
Ζητώ
συγγνώμη που είναι τόσο πολλά, τόσο στοιβαγμένα, είπε αλλά δεν έχω χώρον. Και
δεν μπορώ να αποχωριστώ τίποτα.
Πλαί της εκείνη την ώρα ήρθε και την παράστεκε άνδρας με μαλλιά ψαρά, με καλοσύνη
απλού ανθρώπου στο πρόσωπο. Ήτανε ο επιστάτης της.
-
Μαζί
τα εφυλάξαμε, είπε η οικοδέσποινα, στον καιρό των κατακτητών. Έρχονται τότε και
μου λένε γείτονες, οι άνθρωποι του Πύργου. «Τι θα κάμετε με τα παλαιά, το έργο
του πατέρα σας; Έρχονται οι Γερμανοί! Τι θα κάμετε; Μπορεί να σας τα πάρουν!
Τότε άλλο δεν υπάρχει , είπα παρά η γη. Ήταν νύκτα και αρχίσαμε με αυτόν εδώ
τον καλό άνθρωπο και σκάβαμε στην αυλή και είμεθα όλο αγωνία. Εσκάψαμε και
εχώσαμε τα παλαιά στην γη και έτσι
διεσώθηκαν. Όλο το χωριό ήξευρε πως ήταν θαμμένο στην γη όμως κανένας δεν
επρόδωσε. Το έλεγε και η υπερηφάνεια έλαμπε στο ωχρό της πρόσωπο. Αισθανόταν το
χωριό ενωμένο μαζί της για να φυλάξουν το θησαυρό. Κι ο θησαυρός έτσι να μην
είναι σπιτική της απλώς δύναμη, αλλά να ζει, ουσία πολύτιμη, στις καρδιές των
ανθρώπων του τόπου της.
[...] Την αποχαιρετήσαμε...Στεκόταν μόνη, ψηλή, ευγενική με το μακρύ της
φόρεμα, στο κεφαλόσκαλο, ο ήλιος την τύλιγε. Γύρω, χαμηλά η γυμνή κίτρινη
άνυδρυ γη της Σαντορίνης. Κι εκείνη μόνη με τον παλαιό καιρό του Αιγαίου, με
τους Βυζαντινούς με τα Χρυσόβουλα, με τους Δούκες της Νάξου, με τα κεντήματα
και τα υφαντά τα δουλεμένα από τις νησιώτισσες τις γυναίκες των Σαντορινιών
καραβοκυραίων και γεμιτζήδων.
Της είπαμε πως τραβούσαμε για το Μοναστήρι του Προφήτη
Ηλία, κι από εκεί για την αρχαία πόλη. Δρόμος πολύ, βουνό κακοτράχαλο ήλιος
πολύς.
-
Θα
πάτε με ζώα; Ρώτησε,
-
Όχι!
Θέλουμε να την αισθανθούμε τη γη σας...Να την περπατήσουμε....
Σήκωσε το χέρι της να ευχηθεί καλή στράτα. Κι αυτή ακόμα η κίνηση θύμιζε
παλαιούς καιρούς..Χαμογελούσε ευχαριστημένη γιατί πια ήξερε πως η Σαντορίνη
ρίζωνε για πάντα μέσα μας.....
Θα την θυμούμαι έτσι: Όλορθη, ευγενική, ήρεμη μες στον αστραφτερό ήλιο,
τυλιγμένη από την ατμόσφαιρα των παλιών πραγμάτων του τόπου της, από την
κίτρινη γη , από τη συνείδηση του σκοπού που ετελειώθη...Από την Ομορφιά.....
Εφημερίδα: Το Βήμα, Τρίτη 23 Οκτωβρίου 1951
Υ.γ.1 : Νοιώθω ότι δεν τολμάω να σχολιάσω τίποτα... Ο Ελύτης μέσα από το
κείμενο αυτό σε μία χρονική στιγμή λίγο μετά την απελευθέρωση της χώρας και
λίγο πριν τον μεγάλο σεισμό της Σαντορίνης της 9ης Ιουλίου 1956, «συνομιλεί»
με μια αρχόντισσα της Σαντορίνης και μετουσιώνει την ενέργεια ....σε λόγια.... «τη
σκέψη της συνείδησης του σκοπού ...που
ετελειώθη....Στην Ομορφιά»
Υγ.2: Ας μου επιτραπεί να το αφιερώσω σε μερικές γυναίκες : Στις
αλησμόνητες Πυργιανές, Κάκη Νούσια Λαγκαδά, Σοφία Κοντοράτου, αλλά και στις Αρτεμία Αργυρού, Εύη Νομικού...εκείνες
ξέρουν... αλλά και στις Φωτεινή Πελέκη, Αντωνία Γαβαλά, Μαρία Περδίκη, Μαρία Ξεφτέρη, Mυρτώ Δακουτρού, Θεώνη Καφιέρη, ....και
εκείνες ξέρουν!!!