Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Της Θεοσκέπαστης στη Σαντορίνη

"...Η κυρούλα με το τυραννισμένο διψασμένο πρόσωπο, χάθηκε μες στο άσπρο φως στα μονοπάτια του Μεροβιγλίου. Κι εμείς ενώ το φως δυνάστευε τη Σαντορίνη αρχίσαμε να χαμηλώνουμε κατεβαίνοντας το δύσκολο μονοπάτι του βράχου γυρεύοντας να πατήσουμε το κάστρο της Φιορέντζας…..[…]
Άξαφνα ψίθυρος σιγονότατος, ψαλμωδία κατανυκτική, φωνή ικέτις, μπερδεύοντας με τη φωνή της ερημίας και της θαλάσσης, έφτασε στ' αυτιά μας. Xείλη γυναικεία έψελναν ύμνους χριστιανικούς. Kάτω απ' τα ερείπια του κάστρου των Φράγκων, η ταπεινή μελωδία της Oρθοδοξίας, βεβαίωση της συνέχειας, τι συγκίνηση που ήταν!
Σαν να μας έσεισε αγέρας βίαιος. Kάμαμε ακόμα λίγα βήματα. Kαι τότε πρόβαλε μπρος στα μάτια μας, όραμα θαμπωτικό, αλησμόνητο για πάντα, άσπρο, πάλλευκο: η "Θεοσκέπαστη". Πάνω απ' τα κρεμαστά νερά, στον άγριο βράχο, πάνω απ' το ηφαίστειο.

Oι ύμνοι τώρα έρχονται πιο καθαροί. Προχωρήσαμε, μπήκαμε στη Θεοσκέπαστη. Κατακάθαρο, γυμνό, κατάγυμνο ήταν το ξωκκλήσι, καθώς όλα τα ξωκκλήσια των Eλλήνων. Mονάχα ένα ξυλόγλυπτο, παλιό, παμπάλαιο τέμπλο. Kαι μπρος στο Iερό, κάτω απ' το φαγωμένο τέμπλο, γονατισμένες πάνω στις πλάκες, με σκυφτό κεφάλι, αποτραβηγμένες στη δέησή τους, μονάχες με τον εαυτό τους και με το Θεό, ξιπόλυτες, οι μαυροφορεμένες γυναίκες, που είχαμε δει από μακριά, έψελναν. H μια διάβαζε τα τροπάρια απ' τη Σύνοψη, οι άλλες, οι αγράμματες, μουρμούριζαν μαζί της. Eίχαν ανάψει τα καντήλια, έξω ήταν το πέλαγο, τα "συστήματα των υδάτων" όλα ήταν κατάνυξη κ' ερημιά. Oι γυναίκες λέγαν την Aκολουθία του Mικρού Παρακλητικού Kανόνος:

"Προστασίαν και σκέπην ζωής εμής τίθημι σε, Θεογεννήτορ Πάρθενε, συ με κυβέρνησον προς τον λιμένα σου". "Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου, Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν".

Άκουσον τα βήματά μας, μα ήταν σα να μην είμαστε, μήτε καν γύρισαν προς τα εμάς. Έτσι πάντα:σκυφτές, γονατισμένες, πνιγμένες στα μαύρα, ικέτιδες.

Mας συνεπήρε κ' εμάς το μυστήριο, η κατάνυξη, γινήκαμε σε λίγο μαζί τους ένα, προσευχηθήκαμε κ' εμείς για ό,τι αγαπούμε και για τους ανθρώπους.

Σαν τέλειωσε η παράκληση κ' οι γυναίκες σηκωθήκαν απ' τις πλάκες, ωχρές, γαλήνη ήταν στο πρόσωπό τους πολλή. Mας τριγυρίσανε, είπαν τα δικά τους, είπαμε τα δικά μας. H μια είχε παιδί σκοτωμένο στον πόλεμο, η άλλη έχει γιο στο στρατό, η άλλη έχει γιο που ταξιδεύει στη θάλασσα. Kάθε χρονιά έχουνε τάμα να πάρουν βόλτα όλο το νησί, με τα πόδια, ν' ανάψουν τα καντήλια στα ξωκκλήσια. Έτσι ξεκινήσανε και φέτος. Mε τα χαράματα πέσαν στο δρόμο απ' τον Πύργο, ξιπόλυτες, κ' η σκόνη σκέπαζε τα σκληρά, τυραγνισμένα πόδια τους. Tώρα, ύστερα απ' τη χάρη της, μετά τη Θεοσκέπαστη, θ' ανηφορίζαν για τ' άλλα τα ξωκκλήσια, κατά τα δυτικά.

Bγάλανε απ' το μπογαλάκι τους το γιόμα τους, ψωμί σταρένιο, τις μικροσκοπικές ντομάτες της Σαντορίνης, ψαράκια της τράτας τηγανητά. "Ήντλησαν" νερό απ' τη μικρή στέρνα, νερό βρόχινο, μας φιλέψαν νερό και ψωμί. Δε θέλαμε να τους το στερήσουμε που το είχαν λιγοστό - το ψωμί και το νερό. Mα επιμένανε να το πάρουμε κοιτάζοντάς μας παρακαλεστικά μες στα μάτια, σαν να το γυρεύαν για χάρη.

"Tώρα μας ένωσε η Θεοσκέπαστη", είπαν.


Αποχαιρετιστήκαμε. Εμείς μείναμε να ζήσουμε λίγο ακόμα τη Θεοσκέπαστη , μια ακόμα ελληνική ώρα. Καθώς έβλεπα να ανηφορίζουνε το σκαλισμένο στο βράχο μονοπάτι του Σκάρου, οι μαυροφορεμένες ξυπόλητες γυναίκες της Σαντορίνης πηγαίνοντας να ανάψουν τα καντήλια στα άλλα ξωκκλήσια, ικέτιδες για τα παιδιά τους, πεινασμένες, διψασμένες στην άνυδρη γη τους – θυμήθηκα απότομα την μακρινή μεγάλη πόλη την πρωτεύουσα των Ελλήνων. Ω τι ξένη πόλη, ξεκομμένη από τονκορμό της Ελλάδας, απληροφόρητη για τα βάσανα της για την πικρία και την καρτερία της ,αδιάφορη και αλάζων αυτή η πόλη των Αθηνών.

Ηλίας Βενέζης
Αφιέρωμα στη Σαντορίνη – Ηλίας Βενέζης


Περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 698 σελ 1031

Το "Καλικαντζαράκι" στο Νημποριό Σαντορίνης

Κάθε αναφορά στις μέρες των Χριστουγέννων με γυρίζει στα παιδικά μου χρόνια. Στα χρόνια μιας άλλης Σαντορίνης, ενός άλλου Νημποριού! Δεν μ’ άρεσαν τότε τα Χριστούγεννα γιατί επειδή έτυχε να έχω γεννηθεί τη συγκεκριμένη μέρα, όλοι στην οικογένεια με φώναζαν «καλικαντζαράκι». Κι ενώ εγώ η δόλια σε κάθε πείραγμα  προσδοκούσα συμπαράσταση απ’ τον παππού μου τον Μούγκρο,  που όλοι έλεγαν πως ήταν ο σοφός του Νημποριού, εκείνος απλά  παρατηρούσε  τους θείους και τις θείες μου να με κοροιδεύουν. Μάλιστα  τον τσάκωσα αρκετές φορές να γελά εις βάρος μου με τα κρύα αστεία τους. Μόνο η γιαγιά με κάλυπτε απόλυτα  με την αγάπη την τρυφερότητα και την κατανόησή της. Γι αυτό  κι εγώ της ανταπέδιδα στο πολλαπλάσιο την αγάπη μου δείχνοντάς την με κάθε τρόπο.
    Η γιαγιά μου ήταν μια γυναίκα του κάμπου. Γέννησε οχτώ παιδιά ενώ δούλευε σαν άντρας στα χωράφια χωρίς να λείψει ούτε μέρα απ τη δουλειά. «Άξα» γυναίκα, «δουλευτού». Μόνο τις Κυριακές και τις «σκόλες» δεν πήγαινε στον κάμπο. Το πρόσωπό της ήταν αυλακωμένο όχι τόσο από τα χρόνια, όσο  από τον ήλιο και τον αέρα του Λειβαδάρου, του Πρέκα, του Περετάδου κι όλων των άλλων περιοχών όπου είχαν τα χωράφια τους. Οι ρυτίδες γίνονταν ακόμα περισσότερες απ’ το γεγονός ότι από τις πολλές γέννες της είχαν πέσει όλα της τα δόντια. Παρόλα αυτά γελούσε πολύ συχνά και το στόμα της έμοιαζε με μικρού παιδιού που δεν του χει  ακόμα φυτρώσει η οδοντοστοιχία.
   Στην εκκλησία δεν πήγαινε συχνά, αλλά τα Χριστούγεννα πήγαινε πάντα ν’ ανάψει το κερί της. Εκείνα τα Χριστούγεννα μου που γινόμουν τεσσάρων χρόνων, η γιαγιά ήρθε πρωί πρωί στο σπίτι μας και με πήρε μαζί της .  Στο δρόμο  ήταν σιωπηλή και με κρατούσε προστατευτικά  από το χέρι. Όταν φτάσαμε στην εκκλησία και πήγαμε στο γυναικωνίτη, είδα πως την καλοδέχτηκαν οι άλλες γυναίκες και μερικές μάλιστα επέμειναν να της δώσουν το στασίδι τους να καθίσει παρ’ όλο που ήταν μικρότερη από αρκετές. Ανάμεσά τους αναγνώρισα πολλές συζύγους των εργατών του παππού και κάποιες απ’ αυτές μου τσίμπησαν δυνατά τα μάγουλα.  Αφού βαρέθηκα να παρακολουθώ τις αβρότητες μεταξύ τους, έστρεψα την προσοχή μου σε άλλα θέματα  πιο ενδιαφέροντα. Το φως των κεριών που βρισκονταν στο μανουάλι με τράβηξε σαν μαγνήτης. Δεν πρόλαβα να παίξω με τη φλόγα ενός κεριού που μου κλεινε το μάτι και αμέσως η γιαγιά με τράβηξε προς το μέρος της κάνοντάς μου την αναμενόμενη  παρατήρηση. «Δε σου πα να σαι καλό παιδί αμα λερώσεις το φιστάνι σου πως θα σε σουλουπώσει η μάνα σου».
Ξαφνικά το φως των κεριών έχασε τη λάμψη του. Ο μικρός Χριστούλης που είχε μόλις γεννηθεί είχε κάνει κιόλας το πρώτο του θαύμα!!!! Η γιαγιά μου είχε το στόμα της γεμάτο με κατάλευκα κι ολόισια δόντια. Το δέρμα σε όλο της το πρόσωπο  είχε τσιτώσει κι έμοιαζε με κοπέλα. Η χαρά μου και η περηφάνεια μου ήταν τόσο μεγάλη που φώναξα δυνατά για ν’ ακουστώ πάνω από τη φωνή του παπά «η γιαγιά μου έχει ντόντια, ω! τι ωραία ντόντια έχει η γιαγιά μου»!!!!
Χρόνια αργότερα ανακάλυψα πως το θαύμα της μασέλας γίνεται από τους οδοντοτεχνίτες κι εκεί το ομολογώ, η πίστη μου κλονίστηκε. Πάντως βγήκε και κάτι καλό απ’ αυτή την ιστορία,  από τότε οι θείοι μου με κοροιδεύουν πλέον  για τη μασέλα της γιαγιάς και δείχνουν να χουν ξεχάσει  οριστικά το «καλικαντζαράκι».


" Λαογραφία της Σαντορίνης"

υ.γ. Χρόνια πολλά αγαπητή "Λαογραφία της Σαντορίνης" καλωσόρισες και επίσημα στο καλλιστορώντας.

Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...