Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

Η φάβα της Σαντορίνης - Μια κυκλαδίτικη νοστιμιά

Σχέδιο Νίκος Νομικός 
Η φάβα της Σαντορίνης - Μια κυκλαδίτικη νοστιμιά
Του Φίλιππα Κατσίπη
Πηγή: Περιοδικό Κυκλαδικά Θέματα, τόμος Δ’ τεύχος 23, Αθήνα 1987
Σε κανένα μέρος του κόσμου δεν έχει ακουστεί η ληστρική εκμετάλλευση της γης που γινότανε στη Σαντρίνη. Αφού κατά κανόνα τη μία χρονιά σπέρνανε τα χωράφια τους με κριθάρι (το σιτάρι δεν ευδοκιμούσε) και την άλλη φυτεύανε ντομάτες. Βέβαια τα ανεγέρνανε, τα σκάβανε βαθιά και τα κοπρίζανε. Η γης όμως δεν έπαιρνε την ανάσα της, να ξεκουραστεί. Άσε που πολλές φορές μερικοί μερικοί μόλις θερίζανε το κριθάρι φυτεύανε αμέσως ντομάτα. Γι αυτό και η απόδοση ήταν μικρή σε σύγκριση με άλλα μέρη. Μα η φτώχεια δεν έχει νόμους και η ανάγκη τα πάντα κατεργάζεται.
Για τούτο ακόμα και τα αμπέλια τα σπέρνανε πότε με κριθάρι, πότε με φακή πότε με φασόλια (μαυρομάτικα) και ιδίως με αρακά. Κι ας έγραφε ο μακαρίτης ο Βαρβαρρήγος στη «Σαντορίνη» : «ουδαμού του κόσμου συμβαίνει να σπείρωσιν εις τους αμπελώνας». Κι από τον αρακά κάνανε τη φημισμένη Σαντορινιά φάβα. Νοέμβρη με Δεκέμβρη σπέρνανε τον αρακά στα αμπέλια και Μάη με Ιούνη τον θερίζανε. Επειδή όμως τα χώματα του νησιού μας είναι φάφουλα ( ελαφρά), τόσο το κριθάρι όσο και τα άλλα φυτά, τον καιρό του θερισμού τα ανεσπούσανε (τα εκριζώνανε) με τα χέρια κι ουδέποτε μεταχειριζόντουσαν δρεπάνι. Για τούτο κι ο θερισμός γινόταν τις πολύ πρωινές ώρες που είχε ανεπαλαγιά ( υγρασιά) για να μη θρυμματίζονται τα φυτά καθώς τα ξερριζώνανε. Ακόμα και το κουβάλημα του αρακά από τα αμπέλια στα αλώνια γινότανε πάλι την αυγή, προτού να τονε χτυπήσει ο ήλιος και θραύσει. Τα’ αλώνια ήτανε πέτρινα και τα περισσότερα ήτανε σε υψώματα κοντά στο χωριό. Μα ούτε για κουβάλημα του κριθαριού και του αρακά, ούτε για το αλώνισμα παίρνανε οι γαδουρολάτες (οι αγωγιάτες) αγώι. Γιατί δικαιωματικά παίρνανε τα μισά άχερα κι αυτή ήταν η πληρωμή τους. Ντάλα μεσημέρι κι όταν ήταν κοψά (ζεστή μέρα, για να αλωνίζονται εύκολα τα στάχυα) ζεύανε τα μουλάρια στα αλώνι. Κι όταν τελειώνε ο αλωνισμός, πιάνανε τα διχάλια (ξύλινα και σιδερένια  λιχνιστήρια) κι αρχίζανε το λίχνισμα. Γρήγορα, με το φύσημα του αγέρα, γινότανε ο χωρισμός του αρακά απ τα άχερα κι ύστερα με το αρηό δρομόνι (μεγάλο σιδερένιο κόσκινο) δρομονίζανε τον αρακά για να φύγουν τα άχερα, οι πέτρες και οι κοπριές. Κατόπιν τον σακκιάζανε και τον κουβαλούσανε στο σπίτι του νοικοκύρη.  Σε μεγάλες ξύλινες κασέλες τον αποθηκεύανε κι από κει τον έπαιρνε η νοικοκυρά για να τον αλέσει στο χερόμυλο. Πριν όμως αρχίσει το άλεσμα του καθαριζε καλά από τις πετρούλες και μετά καθόταν μπροστά στο χερόμυλο.
Από δύο πέτρες ήταν ο χερόμυλος: η κάτω λεγότανε καταριά κι η απάνω απαναριά ή απανάρι, που είχε μία τρύπα κι έμπαινε το καρφί της κάτω πέτρας και είχε στην άκρη ένα ξύλινο χερούλι για να το γυρίζει. Από την τρύπα του καρφιού έρριχνε τον αρακά με το ένα της χέρι και με το άλλο γύριζε το απανάρι κι έτσι κοβότανε ο αρακάς  και γινότανε η φάβα. Μετά μ ένα ντούμπανο (μικρό κόσκινο χωρίς τρύπες) το ντουμπάνιζε για να φύγουν τα φλούδια (τα φλύδια) του αρακά κι έμενε καθαρή η φάβα. Μα πάλι την καθαρίζανε σε πιάτα, για να μην έχει μικρά φλύδια και πέτρες κι έτσι την είχαν έτοιμη για πούλημα ή για το σπίτι.

Σε πήλινο τσουκάλι τη μαγειρεύανε με σιγανή φωτιά και μέσα βάζανε κομμένο κρεμμύδι και  λάδι και βράζανε όλα μαζί. Κι αν θέλετε δοκιμάζετε κι εσείς αυτή τη συνταγή. Μα μην ξεχάσετε το κρεμμυδι, γιατί καθώς λέει η παροιμία «φάβα χωρίς κρομύδι, γάμος χωρίς βιολί». 

Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...