Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Λαγκαδάς Αντώνης, ο Φωτογράφος της Σαντορίνης


Ο Αντώνης Λαγκαδάς γεννήθηκε το 1874 στο Καστέλι του Πύργου Σαντορίνης όπου και έζησε τα παιδικά του χρόνια. Τελείωσε το Σχολαρχείο στον Πύργο και μετά ακολούθησε τον αδελφό του στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Τους συνόδευσε ο πατέρας τους, αφήνοντας στη Σαντορίνη τη μητέρα και τις τέσσερις αδελφές του. Η συχνή αλληλογραφία ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας αποτέλεσε βασική πηγή για την ταξινόμηση του υλικού του.Η ενασχόληση του με τη φωτογραφία ξεκινάει σε ηλικία 16 ετών, το 1890 στην Αθήνα, με τη στήριξη της Σοφίας Τρικούπη, η οποία του έδωσε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή. Τα επόμενα 30 χρόνια επιδόθηκε ερασιτεχνικά στη φωτογραφία παράλληλα με τη συγγραφή άρθρων και την έκδοση λογοτεχνικού περιοδικού. Οι πρώτες του φωτογραφίες απεικονίζουν μορφές και τοπία από την Αθήνα και την Πάτρα.Το 1897 ο διερευνητικός χαρακτήρας του τον οδήγησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, για να εργαστεί στην εταιρεία «Χωρέμη-Μπενάκη» και σύντομα εξελίχθηκε στον βαθμό του Γενικού Διευθυντή.














Το 1910 επέστρεψε στην Αθήνα όπου συνέχισε να εργάζεται στις επιχειρήσεις Μπενάκη. Αργότερα διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Δήμου Αθηναίων και Διευθυντής του Α’ Νεκροταφείου στην Αθήνα. Όταν συνταξιοδοτήθηκε, επέστρεψε στη Σαντορίνη, όπου έμεινε μέχρι τον θάνατό του το 1961. Ενήμερος για τις τεχνικές εξελίξεις και τις αισθητικές αντιλήψεις που επικρατούσαν στην Ευρώπη εκείνη την εποχή, ο Αντώνης Λαγκαδάς δίνει άλλη διάσταση στις εικόνες του. Θαυμαστής του Βρετανού Peter Emerson, επηρεάστηκε από τις απόψεις του για τη νατουραλιστική φωτογραφία, ενώ παράλληλα αναφέρεται σε συνθέσεις των φωτογράφων που τους διακρίνει μια εικονογραφική προσέγγιση, ιδέες με τις οποίες πειραματίστηκε στις περιηγήσεις του στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τα χρόνια που έζησε στην Αίγυπτο έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της σχέσης του με τη φωτογραφία.
 Ηρθε σε επαφή με Δυτικοευρωπαίους και Αμερικανούς φωτογράφους που ταξίδευαν στη Μεσόγειο σε αναζήτηση τοπίων αρχαιολογικού και αισθητικού ενδιαφέροντος. Η Αίγυπτος μαζί με την Ελλάδα και τους Αγίους Τόπους αποτελούσαν βασικό προορισμό αυτών των φωτογράφων περιηγητών, οι οποίοι συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη της τεχνικής αλλά και της αισθητικής της φωτογραφίας.
Η επιρροή από αυτά τα διαφορετικά πρότυπα παρατηρείται στις εικόνες του Λαγκαδα μετά το 1903. Την εποχή εκείνη οι φωτογράφοι στην Ελλάδα απεικονίζουν την “πραγματικότητα”, με φωτογραφίες από στατικά τοπία ή ανέκφραστες προσωπογραφίες σε κλειστούς χώρους ή υπαίθρια στούντιο. Ο Αντώνης Λαγκαδάς συνδυάζει και τις δύο τάσεις στην ίδια λήψη.
Οι μορφές στέκουν σε φυσικό χώρο με απελευθερωμένη την έκφραση από την ανησυχία του στησίματος Η δημιουργία εικόνας γίνεται ποιο σημαντική από την αποτύπωση τοπίων και προσώπων ή την απλή καταγραφή γεγονότων. Με βασικό εργαλείο το φως και τη σκιά κατορθώνει να δώσει νόημα στις εικόνες του, ενώ παράλληλα οι πειραματικές του συνθέσεις υπερβαίνουν τις επικρατούσες αρχές Δημιουργίας που στις μέρες μας με την εξέλιξη τις τεχνολογίας δεν προκαλούν εντύπωση, έναν αιώνα πριν όμως θεωρούνταν πρωτοποριακές.
Το αρχείο του βρέθηκε στο σπίτι του και  περιλαμβάνει αρνητικά σε γυάλινες πλάκες βρωμιούχου αργύρου και μερικές εκτυπώσεις σε χαρτί αλμπουμίνας. Οι περισσότερες πρωτότυπες εκτυπώσεις, τις οποίες είχε ταξινομήσει ο ίδιος σε χειροποίητα λευκώματα, κλάπηκαν μαζί με τα περισσότερα αντικείμενα από το σπίτι σε διάρρηξη τον χειμώνα του 1992. Οι χρονολογημένες σειρές αρνητικών ξεκινούν το 1891 και σταματούν το 1916, όταν, για άγνωστο λόγο, διέκοψε τη συστηματική φωτογραφική δραστηριότητα.
Οι φωτογραφίες και το αρχείο του ερασιτέχνη φωτογράφου Αντώνη Λαγκαδά συνδέονται άμεσα με τήν εξέλιξη της φωτογραφικής τέχνης στην Ελλάδα


Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Τσι Σαντορινιοί τσι μύλοι

φώτο: Αρτεμία Αργυρού


«…Και απίτης επογεύτημε όλοι εμαζοκτήκαν
και εις το μύλον στο δροσό πολλοί απ' εμάς διαβήκαν
Και στην γαλήνη πάντοτε πολλοί απ' εμάς θωρούμεν
και μερικοί εφοβούντανε και μεις τους εγελούμεν…»
Που την μπονάτζα κι αουλιάς οι μύλοι δεν γυρίζουν
κι όσοι δεν είχασι ψωμί όλοι τους μουρμουρίζουν»
Απόσπασμα από Έμμετρη λαική αφήγηση της έκρηξης του 1650 του Κολούμπου


Μιας και σε προηγούμενη ανάρτηση λακριτίσαμε για λίγο τα των μύλων ας δούμε τι λέει χαρακτηριστικά  το βιβλίο : « Η Σαντορίνη που χάνεται όπως τη βλέπουν οι μαθητές της Α Γυμνασίου 1985 – 1986[1]»
 «Οι μύλοι
    Σε τοποθεσίες, που είναι εκτεθειμένες στους αέρηδες, που είναι συχνοί και δυνατοί στη Σαντορίνη, συναντάει κανείς πολλούς μύλους. Άλλοι είναι σχεδόν ερείπια, άλλοι μισοκατεσταμένοι, άλλοι έχουν επισκευαστεί και έχουν αξιοποιηθεί τουριστικά.
     Ανεμόμυλοι: Κατάλοιπα μιας άλλης εποχής, που οι κάτοικοι του νησιού με τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα με σακιά γεμάτα σιτάρι ή κριθάρι έτρεχαν για να αλέσουν και να πάρουν αλεύρι.
     Ο μύλος ήταν κατασκευασμένος από ηφαιστειακές πέτρες , που τις έχτιζαν με χώμα, νερό και ασβέστη. Ήταν στρογγυλός, 6μ. ψηλός, ενώ η εξωτερική περιφέρεια της βάσης του ήταν 30μ. Ο μύλος ήταν χτισμένος πάνω στον «τράλικα», μια κυκλική πλατιά βάση που ήταν θεμελιωμένη μέσα στη γη. Το ύψος του τράλικα από την επιφάνεια της γης ήταν 1-150μ. ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους. Έτσι, για να φτάσεις στην είσοδο του μύλου, έπρεπε ν’ ανέβεις σκαλάκια.
          Ο «τράλικας» εσωτερικά ήταν κούφιος, σχημάτιζε μία σπηλιά. Εκεί έμενε ο μυλωνάς. Στη σπηλιά έμπαινες από μία πόρτα, που ήταν ανοιγμένη στον τράλικα. Η σπηλιά επίσης συνδέονταν με το εσωτερικό του μύλου με μια εσωτερική σκάλα.
         Η σκεπή του μύλου, η «κουκούλα» ήταν φτιαγμένη από άχυρα. Λίγο πιο κάτω από την κουκούλα εξείχε  ένα ξύλο, ο «άξονας», που πάνω του ήταν προσαρμοσμένες δώδεκα ξύλινες «αντέντες» σε κυκλική διάταξη. Σχημάτιζαν μια ρόδα, μια και συνδέονταν μεταξύ του με σκοινί. Κάθε αντέντα είχε μήκος 5,80μ. και πάνω της ήταν αναρτημένος μουσαμάς, ανθεκτικό πανί για να μη σχίζεται από τους ανέμους. Όταν ο μύλος δούλευε, τα πανιά ήταν σηκωμένα, ενώ, όταν δε δούλευε, ήταν μαζεμένα.
φώτο: Αρτεμία Αργυρού
      Δεξιά της εισόδου του μύλου, υπήρχε η «καταπακτή», που συνέδεε το μύλο με τη σπηλιά, ενώ αριστερά μια σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο του μύλου. Η σκάλα ήταν κυκλική , χτισμένη από πέτρες και αποτελείτο από δώδεκα σκαλιά. Κάθε σκαλί ήταν 20 εκατοστά φαρδύ, είχε 45 εκατοστά μήκος και 20 εκατοστά ύψος. Στο υπόγειο του μύλου άφηναν τα τσουβάλια που ήταν για άλεσμα. Στον πρώτο όροφο βρίσκονταν όλα τα εξαρτήματα, με τα οποία ο μύλος λειτουργούσε, και φωτιζόταν από τέσσερα μικρά παράθυρα.
       Καθώς οι αντένες γύριζαν με τη δύναμη του ανέμου, έθεταν σε κίνηση τον άξονα, που με τη σειρά του κινούσε την «ανέμη». Η ανέμη ινούσε το «καταμούχλι», τα «εξάρτια», τα εξάρτια τις «μυλόπετρες», δυο μεγάλες στρογγυλές πέτρες, που ανάμεσα τους έβαζαν το σιτάρι ή το κριθάρι για άλεσμα. Στο κέντρο υπήρχε μια τρύπα, η «φάκα», απ’ όπου έπεφτε το αλεύρι στο ισόγειο του μύλου και συγκεντρώνονταν στη «σέσουλα», είδος μπαούλου. Ο μυλωνάς δεν πληρώνονταν με χρήματα γι το άλεσμα, παρά έπαιρνε το 10% του αλευριού. Η αμοιβή του αυτή λέγονταν «αξάι».»

Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...