Ας φύγουμε
και πάλι και ας ταξιδέψουμε στην ημέρα
του σεισμού. Συνοδοιπόρος μας σήμερα, ο
κ. Γιώργος Αλβέρτης , Καθηγητής Γαλλικών πρώην Διευθυντής του Λεοντείου
Λυκείου Ν. Σμύρνης, μέσα από το βιβλίο του :
«Τότε που κυλούσα την πέτρα», ο οποίος μας παρουσιάζει τις επιπτώσεις του σεισμού στο νησί και κυρίως στις ζωές τους τις πρώτες ημέρες:
«[…]΄Ενα
κομμάτι από το παζλ του χρόνου μου έλειπε για το σεισμό του 1956 και να που μια
θεία που ήρθε να φάει μαζί μας, μου τον επιβεβαίωσε λέγοντας πως πετάχθηκε έξω
από το σπίτι, αφού είχε τυλίξει σε μια κουβέρτα το τρίχρονο παιδί της, γιατί
ήταν άνοιξη και είχε δροσιά…
Φωτιές είχαμε ανάψει την επομένη σ’ ένα
χωράφι μπροστά από το σπίτι του μπάρμπα Λούη και μαζευτήκαμε εκεί όλοι μαζί,
κάτι φάγαμε, οι άνδρες ρακί έπιναν και στα παιδιά μας στρώσανε να κοιμηθούμε
μέσα στ’ άχυρα που απλώσανε σ’ ένα αλώνι που ήταν στη μέση του χωραφιού και
κοιμηθήκαμε βλέποντας τ’ αστέρια γιατί φοβόμαστε να κοιμηθούμε στα σπίτια μετά
το σεισμό, κι ο αέρας ανθοβολούσε από τη μυρωδιά του λουκάνικου που ψήσανε οι
άντρες, κι ο σεισμός έφερε πιο κοντά τους ανθρώπους που η καθημερινότητα είχε αποξενώσει,
που η πολλή δουλειά είχε απομονώσει, κι έτσι γίνεται πάντα, η φύση θυμίζει στον
άνθρωπο πως δεν πρέπει να ζει μόνος του, χρειάζεται να είναι αδελφωμένος με το
γείτονα, το διπλανό του, γιατί όλα μπορούν ν’ ανατραπούν σε μια στιγμή και να
μην προλάβει κανείς να ζήσει, γι’ αυτό προσπαθώ να ζήσω κάθε στιγμή, είναι μια
φλόγα η ζωή που πρέπει να μας κάψει, να μην αρνηθούμε τίποτα, να γευτούμε όλες
τις πλευρές της, να γεμίσει η ψυχή μας μελωδίες, τοπία, λουλούδια, να μην πάει
χαμένη η ζωή μας που τόση τεχνολογία με τις εικονικές της πραγματικότητες
αλλοτριώνει και βλέπεις τα παιδιά να ρουφούν τη ζωή μέσα από το γυαλί,
προτιμώντας να δουν τη φύση ή τη θάλασσα μέσα από την τηλεόραση…
Κοιμηθήκαμε τη νύχτα αυτή, με τον απέραντο
έναστρο ουρανό μέσα στα μάτια μας και την ψυχή μας και ήρθανε σχεδόν όλοι από
το χωριό και γίνανε ένα και ο φόβος έφυγε από πάνω μας αφού βλέπαμε τους
μεγάλους να τραγουδούν, νιώσαμε σιγουριά, είχαμε γερούς προστάτες αφού χόρευαν,
τραγουδούσαν κι έπιναν αγαπημένοι, τίποτα δεν μπορούσε να μας κάνει κακό.
Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μας με το φως του φεγγαριού έβλεπα το καμπαναριό της
εκκλησίας που έπαιζε κρυφτό με κάτι ξεχασμένα σύννεφα. Γη και ουρανός έμοιαζαν
ένα κι έτσι πρέπει να ήταν, να είναι, δεν καταλαβαίνω ποιος και γιατί χώρισε
αυτά τα συμπληρωματικά στοιχεία της φύσης στα μυαλά των ανθρώπων, όπως χώρισαν
την ψυχή από το σώμα, όλα μαζί αυτά πάνε, κι έτσι που όλα μαζί τα έβλεπα, έζησα
μια νύχτα παραδεισένια, ταξιδεύοντας στο απέραντο σύμπαν, καβάλα στη φτερωτή
μου φαντασία που από τότε οργίαζε και στα όνειρά μου ξέχασα όλες τις ζημιές των
σπιτιών, δεν μου φάνηκαν πια τόσο μεγάλες και το πρωί δεν είχαμε σηκωμό τα
παιδιά, ούτε κι οι μεγάλοι, κι η άμια
Κοντσέπτα μας σέρβιρε γάλα ζεστό και φέτες με μαρμελάδα από σύκα και μπορεί να
μην είχε κοιμηθεί όλη νύχτα, αλλά ήταν τόσο γλυκιά η εικόνα της που ακόμα
επαναφέρει μέσα μου την ιδανική εικόνα της μάνας μου, που συχνά μου έλειπε, κι
αν δε θυμάμαι ακριβώς το πρόσωπό της, μου μένει σαν εικόνα Παναγιάς μέσα μου
ζωγραφισμένη και το χαμόγελο της διασχίζει το χρόνο και το συγκρίνω με όποιο
χαμόγελο προσέξω, μα ομορφότερο δεν είδα…""
Υ.γ.:
Αγαπημένε μου Καθηγητά κ. Γιώργο , οι
δρόμοι μας μπορεί να χώρισαν αλλά η
Πίστη σας στους μαθητές σας μας έδωσε ένα διαφορετικό πάτημα Ζωής….Πόσο δε
μάλλον όταν αυτό το μετερίζι διαμορφώθηκε στον ευρύτερο χώρο της Λεοντείου με εξαιρετικούς Συνοδοιπόρους – Συναδέλφους σας.
Οι κόποι σας δεν πήγανε χαμένοι …Ιωσήφ
Υ.γ.2 : Είναι χαρακτηριστικό το κείμενο που αναφέρει
η Καθημερινή (31.12.2006) για το συγκεκριμένο βιβλίο : Τότε
που κυλούσα την πέτρα « Μια παλιά οικογενειακή φωτογραφία, οι στάσεις των
σωμάτων, οι εκφράσεις των προσώπων, η θέση των χεριών ανασύρουν από τη σκιά τη
θύμηση των περασμενων. Το μικρό παιδί που αναζητάει με λαχτάρα το πατρικό χάδι,
που κρατάει αμήχανα στην παλάμη του τον χτύπο από τη βέργα της δασκάλας, ο
έφηβος που ανακαλύπτει τον σκοτεινό αδελφό και μαζί του την κατάφαση της ζωής,
ο νεαρός φοιτητής που παλεύει με τη μοναξιά της ξενιτιάς και της ψυχής τους. Οι
νεανικές μνήμες, τα άσβηστα βιώματα στο κυκλαδίτικο τοπίο με τους σπασμένους
κίονες, το κέρμα το φυλαγμένο στο σεντούκι της γης, όλα γίνονται η μαγιά της
ζωής, ο κρίκος της συνέχειας. Είναι ένα μοναχικό ταξίδι στο πριν, αναρωτιέται ο
Νίκος Δεσύπρης στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ή μια τολμηρή κατάδυση στο τώρα;
Μήπως το χθες είναι ανεξίτηλο; Μήπως η πέτρα δεν θα σταματήσει ποτέ να κυλάει;»….
Υ.γ.3.:
Αν κάποιος άλλος από τους αναγνώστες τόσο από την Τήνο όσο και από οπουδήποτε,
θυμάται την ημέρα του σεισμού, θα είναι μεγάλη μας τιμή η ανάδειξη των
αφηγήσεων ζωής εκείνης της ημέρας.