Αχιλλέας Παράσχος (1838-1885). Ο Αχιλλέας Παράσχος γεννήθηκε στο Ναύπλιο, καταγόταν όμως από τη Χίο. Η οικογένειά του είχε καταφύγει στο Ναύπλιο μετά την καταστροφή του νησιού από τους τούρκους και λίγο καιρό αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο Παράσχος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Οι πληροφορίες για τη μόρφωσή του είναι λίγες και αβέβαιες. Έμαθε τα πρώτα γράμματα κοντά στον μεγαλύτερο αδερφό του Γεώργιο, επίσης ποιητή. Είχε επίσης δύο μεγαλύτερες αδερφές που χάθηκαν στη σφαγή της Χίου και μια αδελφή ακόμη την Αιμιλία, γνωστή για την ομορφιά της, η οποία πέθανε νέα και ενέπνευσε τους ποιητές Γεώργιο Ζαλοκώστα και Ρίλγδεν. Ο Παράσχος πρωτοδημοσίευσε στίχους του στο περιοδικό Αβδηρίτις του Δημ.Βρατσάνου και στη Χρυσαλλίδα. Πολύ γρήγορα έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στην αντιοθωνική οργάνωση Χρυσή νεολαία, διώχθηκε και φυλακίστηκε. Βγήκε από τη φυλακή κατόπιν παρέμβασης του αδερφού του. Εξακολούθησε ωστόσο την ίδια τακτική, γράφοντας ποιήματα κατά του ΄Οθωνα και πήρε μέρος στην εξέγερση του 1862, η οποία οδήγησε στην πτώση του ΄Οθωνα. Μετά το θάνατο του τέως βασιλιά ωστόσο έγραψε το Ελεγείον εις τον Όθωνα, ποίημα που φανέρωνε μεταμέλεια για την προηγούμενη δράση του και τον κατέστησε ακόμη πιο δημοφιλή. Υπήρξε υπάλληλος στη Βουλή, έπαρχος Θήρας, πρόξενος στο Ταϊγάνι της Ρωσίας και γραμματέας του γενικού λογιστηρίου του Κράτους, σ΄ όλες όμως τις παραπάνω θέσεις ήταν αργόμισθος χάρη στις πολιτικές φιλίες που διατηρούσε με κάθε κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα ο Παράσχος ανήκει στους ποιητές οι οποίοι έγραφαν και κατά παραγγελία κερδίζοντας χρήματα από την τέχνη τους. Παράλληλα δημοσίευε ποιήματα σε εφημερίδες και περιοδικά, απήγγελλε ελεγεία και πανηγυρικά ποιήματα, κυρίως όμως ήταν γνωστός για τα ερωτικά του ποιήματα, τα πρώτα από τα οποία ήταν αφιερωμένα σε κάποια Μαρία. Πίσω από το όνομα αυτό κρυβόταν μια νεαρή ψυχασθενής γυναίκα η οποία νοσηλευόταν σε κάποιο μοναστήρι της Θήρας, από όπου ο Παράσχος, έπαρχος τότε του νησιού κλήθηκε να τη μεταφέρει στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Η πρώτη έκδοση ποιημάτων του Παράσχου έγινε από τον οίκο Ανδρέου Κορομηλά σε τρεις τόμους (τα επικολυρικά, τα πατριωτικά και τα ελεγεία, τα ερωτικά),οι οποίοι έγιναν ανάρπαστοι. Κατόπιν ταξίδεψε στις ελληνικές παροικίες της Ρωσίας, της Γαλλίας, της Ρουμανίας και της Αιγύπτου για να προωθήσει την παραπάνω έκδοση και έγινε παντού δεκτός με ενθουσιασμό. Ο Παράσχος στάθηκε ο πιο δημοφιλής ποιητής της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής και ο τελευταίος εκπρόσωπος της αθηναϊκής ρομαντικής ποίησης την περίοδο που έγερνε προς την παρακμή της, με όλες τις γλωσσικές και εκφραστικές υπερβολές που αυτό συνεπάγεται. Η γλώσσα του είναι άλλοτε καθαρεύουσα και άλλοτε μεικτή. Ενδεικτική της δημοτικότητάς του είναι η συμμετοχή των θαυμαστών του στην κηδεία του, την οποία παρακολούθησε και ο Βασιλιάς, ενώ κατά τη διάρκειά της εκφωνήθηκαν πάνω από είκοσι επικήδειοι και ποιήματα. Για το έργο του έγραψαν μεταγενέστεροί του λογοτέχνες όπως ο Κωστής Παλαμάς και ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αχιλλέα Παράσχου βλ. Βελλιανίτης Θ. «Παράσχος Αχιλλεύς», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 19. Αθήνα, Πυρσός, 1932, Μερακλής Μ.Γ., «Αχιλλεύς Παράσχος», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.73-74. Αθήνα, Σοκόλης, 1977, Φαρμάκης Φρ., «Παράσχος Π. Αχιλλεύς», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και χ.σ., «Παράσχος Αχιλλεύς», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
"
Να όμως που πράγματι η Σαντορίνη ήταν το θέατρο του τραγικού έρωτα ενός από τους σημαντικότερου ποιητές μας του 19ου αιώνα, του Αχιλλέα Παράσχου. Ο Παράσχος (1818-1895) καθιερώθηκε σαν «ψάλτης του Έρωτα» χάρη στα ποιήματα που έγραφε για να ξορκίσει τον καημό για τη μεγάλη του αγάπη. Το πραγματικό όνομα της Μούσας του ήταν Αμαλία Σεραφείμ, αλλά εκείνος την ονόμαζε «Μαρία». Δεν έχουμε στοιχεία ότι ήταν σαντορινιά. Θρυλείται ότι ο πατέρας της μαθαίνοντας τις πλατωνικές τους σχέσεις την ανάγκασε, κατά τα κρατούντα, να του επιστρέψει τα γράμματά του και να του δώσει «πίσω τον λόγο του», «ένα κεραυνό σε φάκελλον ευώδη κεκλεισμένον» όπως περιγράφει εκείνος ποιητικά. Ο Παράσχος απεπειράθη ν’ αυτοκτονήσει, αν και ήταν καρδιοκατακτητής., πετυχημένος συγγραφέας και πολύ ευχάριστος άνθρωπος. Η Αμαλία αναγκάστηκε να παντρευτεί με ένα νησιώτη έμπορο και την ημέρα του γάμου τρελλάθηκε. Αρχικά την έκλεισαν στο γυναικείο μοναστήρι της Σαντορίνης. Το γιατί στη Σαντορίνη δεν είναι γνωστό, αφού αυτά κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα και μόνον αργότερα ο Θ. Βελιανίτης διέσωσε κάποιες λεπτομέρειες σαν αυθεντικές και άλλες αργότερα διασταύρωσε ο Γ. Καιροφύλλας. Η κοπέλα παρέμενε στο γυναικείο Μοναστήρι Θήρας (δεν γνωρίζουμε αν ήταν στον άγιο Νικόλαο ή στο μοναστήρι των Καθολικών) όπου η κατάστασή της χειροτέρευε και συνέπεσε την εποχή που ο Παράσχος ήταν έπαρχος Θήρας ν’ αναγκασθεί ο ίδιος να μεριμνήσει για την μεταφορά της στο φρενοκομείο Κερκύρας.
Ανάμεσα στα ποιήματα που έγραψε γιαυτήν είναι και το «Προ της Παναγίας» το οποίο καταλήγει:
«Ναι, αν σου έφερα ποτέ λουλούδια μυρωμένα,
αν έχω την εικόνα σου κι εγώ λιβανισμένα,
αν στου Παιδιού σου έκλαψα τα πάθη, Παναγία,
κι έχετε ένα όνομα μαζί με τη Μαρία,
δος μου, αχ δος μου της ζωής το δροσερό βοτάνι
να δώσω στη Μαρία μου μην τύχει και πεθάνει»
Όπως αναφέρεται στην ανθολογία Περάνθη αργότερα όταν ο Παράσχος είχε επισκεφθεί ξανά τη Σαντορίνη, σε ποιητική βραδυά, παρουσίασαν μια όμορφη κοπέλα που θα απήγγειλε ποίημά του. Μόλις έγινε ησυχία η νέα άρχισε ν’ απαγγέλλει:
«Στον καφενέ καθόμουνα και έπαιζα χαρτία,
και ήλθον και μου είπανε πως πέθανε η Μαρία»
Ο ποιητής πετάχτηκε απ’ την καρέκλα του και διέκοψε την κοπέλα αγανακτισμένος
- Παύσατε δι όνομα του θεού! Δε συνέθεσα εγώ αυτάς τας βδελυγμίας. Μη μολύνετε την δυστυχή μου Μαρίαν με τοιούτους στίχους.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία για το σπίτι στο οποίο έγινε αυτό το συμβάν. Οι σαντορινιοί θεωρούμε τους εαυτούς μας ανθρώπους του κόσμου, που τηρούν τις κοινωνικές συμβάσεις και όσο κι αν υπάρχουν αρκετά ανέκδοτα για πειράγματα σε βάρος κάποιων «τύπων» του νησιού, είναι περίεργο το πώς σε κοσμική σύναξη της καλής κοινωνίας θα γινόταν τέτοιο αστείο σε βάρος κάποιου του οποίου την τραγική ιστορία είχαν όλοι ζήσει από τόσο κοντά. Ούτε γνωρίζουμε το πότε ακριβώς έγινε αυτό το περιστατικό, γιατί βέβαια ο Παράσχος μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε μποέμ και καρδιοκατακτητής ακόμη και μετά το γάμο του με την Κλειώ Κλάδου. Ίσως ακόμη για την σκηνοθεσία του καλαμπουριού να συνήργησε η τάση του ποιητή να διηγείται λεπτομερώς όλες τους τις ερωτικές επιτυχίες στους φίλους του στα καφενεία. Η μη αποκάλυψη της ταυτότητας της «Μαρίας» ίσως συνέβαλε στο να υποθέσουν κάποιοι ότι ήταν μια υπόθεση φανταστική ή ξεπερασμένη. Στην πραγματικότητα ο Παράσχος τρεφόταν λογοτεχνικά από τον τραγικό έρωτά του για τη «Μαρία» που «έφερε είκοσι φθινόπωρα και άνοιξη καμία» Άλλωστε όπως ο ίδιος ομολογεί στο ποίημά του «Έρως»
«Δεν θέλω κάλλος αύθαδες παρθένου αλαζόνος
θρασείας εκ της καλλονής, ψυχράς εκ θωπευμάτων.
Βλέμμα δεν έρριψα ποτέ εις πτέρυγας ταώνος
ουδ’ εις φιάλην στίλβουσαν, πλην στείραν αρωμάτων.
Τη θέλω ασθενή εγώ την φίλην μου, ταχείαν,
ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρικήν σινδόνην
μ’ ολίγον σώμα -άνεμος σχεδόν- ολίγην κόνιν.
Την θέλω επιθανάτιον μ’ αθανασίας μύρον
κόρην και φάσμα, σάβανον αντί εσθήτος σύρον....»
Ο Παράσχος θρηνούσε ποιητικά γιαυτήν μέχρι τέλους και την επισκεπτόταν στο φρενοκομείο Κερκύρας. Πέθανε πριν από την Μούσα του, που «μ’ ολίγον σώμα» και χωρίς ποτέ να ξαναβρεί τα λογικά της (σε μιαν εποχή που η ψυχιατρική ήταν στα σπάργανα) έφυγε μετά τον ποιητή.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου