Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Η Κόρη μιας,.."λασπωμένης" Αγάπης

Εξ αφορμής του γεγονότος ότι τη Δευτέρα, 21/10/13 το Μουσείο Προϊστορικής Θήρας θα είναι ανοιχτό για να θαυμάσουν έστω για μερικές ώρες τη "Κόρη" του Χαράλαμπου Σιγάλα...η Θάλεια Καραμολέγκου ...μας ταξιδεύει με τον τρόπο της:

"..." Κοίτα πάνω", ούρλιαξε "πάντα πάνω" επανέλαβε. Δυο τρεις περαστικοί σταμάτησαν το βηματισμό τους και κοίταξαν προς τα 'κει. Ένας μεσήλικας άντρας στη μέση του δρόμου, στη διαχωριστική λωρίδα κοιτούσε, μία δεξιά μία αριστερά. Μονάχος του, δεν είχε κανένα κοντά του, τουλάχιστον κάποιο έμβιο ον. "Είστε τρελός άνθρωπέ μου; Φύγετε από τη μέση"... Πηγαδάκια συζητήσεων παντού..."Θα σκοτωθεί, έτσι όπως πάει", "Γέμισε ο κόσμος τρελούς"....

  Νύχτωσε.... Η Αθήνα, ένα περιδέραιο, που ξεχάστηκε από κάποιο χέρι ευγενούς κυρίας, οι δρόμοι άδειασαν, τα αμάξια αύξησαν ταχύτητα, οι άνθρωποι λιγόστεψαν, τα φώτα άναψαν, τόσες αλλαγές, μα αυτός εκεί, στην ίδια ακριβώς ευθεία με τη διαχωριστική λωρίδα, καθισμένος οκλαδόν κοιτούσε ψηλά. Τον κοίταξα, φοβήθηκα να πλησιάσω, ο κόσμος έλεγε πολλά και το χρώμα της νύχτας ήταν επικίνδυνο, σκοτάδι. Κουνήθηκα δεξιά δήθεν πως περπατάω, μα το βλέμμα μου όλο ξέφευγε προς τα κει. Δεν ξέρω τι έφταιγε περισσότερο, πως μια ζωή ό,τι μου λέγαν με έπειθε για το αντίθετο, πως από μικρή ήμουν μια περίεργη νεαρά μα πήγα από πάνω του, το βλέμμα μου συναντήθηκε με το δικό του και το χέρι μου έκανε μια διστακτική κίνηση χειραψίας και τσουπ γύρισα απ' την άλλη. "Τι έκανα Θέε μου", ήταν αργά όμως για συνείδηση και αυτοκριτικές.
  "Τι θες ξένε;" Το σώμα του ήταν όλο στραμμένο προς εμένα, δηλαδή όχι ακριβώς όλο, το κεφάλι συνέχιζε να κοιτά ψηλά. 
"Τίποτα, κατά λάθος, συγγνώμη." Η γλυκύτητα της φωνής μου θαρρείς έβγαιναν ζαχαρωτά από το στόμα μου και το πόδι μου, που έκανε αυτόματα ένα πίσω βήμα να απομακρυνθεί, με πρόδωσαν. Δεν ήμουν τίποτα παραπάνω από ένα δειλό κοριτσάκι στη μέση της πρωτεύουσας. Πείσμωσα. Τι θα μου έκανε μέσα στη μέση της πόλης;  Πίεσα το πόδι μου να κάνει ένα βήμα μπρος και με σύμμαχο το ρυθμό του τζαζ από ένα γειτονικό μαγαζί πήρα θάρρος για τη συνέχεια.  
"Σας βλέπω μέρες τώρα στη μέση αυτού του δρόμου και πάντα κοιτάτε ψηλά. Δε φοβάστε....;" Η φωνή μου δίστασε να τελειώσει την φράση. 
"Ψάχνω" απάντησε κοφτά.
"Εδώ; Στο ίδιο μέρος; Κάθε μέρα; Τι; το θάνατο;" Ήξερα ότι έγινα επιθετική, μα δεν μπόρεσα να το ελέγξω.
"Ναι ψάχνω. Τη μάνα, τη γυναίκα και την κόρη μου." 
"Μάλιστα" αποκρίθηκα, χωρίς να τον αφήσω να συνεχίσει. "Και πού είναι όλες αυτές;"
"Μια είναι δεν καταλαβαίνεις; Μια φυλακισμένη την έχουν και δε μ' αφήνουν να τη δω. Θα πεθάνω, δεν το βλέπεις, θα σκοτωθώ αν δεν την βρω..." Ο τόνος του δυνάμωσε, μα το βλέμμα του δε χαμήλωνε καθόλου.... 
"Κι εκεί ψηλά τι είναι; Γιατί δεν αλλάζετε ματιά........."
"Η θέση της" με διέκοψε "εκεί, που θα έπρεπε να είναι... Είναι κάτι τέτοιες νύχτες" μ' ακούμπησε " που της μιλάω, την καθοδηγώ, την ενθαρρύνω, τη γεμίζω ελπίδες πως θα μονοιάσουμε. Και μ' ακούει ξέρεις, το νιώθω" με έσφιξε, ανατρίχιασα και προσπάθησα διακριτικά να απομακρυνθώ. 
"Καταλαβαίνω" ψέλλισα με σχεδόν τρεμάμενη φωνή, μα δεν σταμάτησα εκεί "τι έκανε και τη φυλάκισαν;"
Το σώμα του κουνήθηκε αδέξια να ξεμουδιάσει "Ήταν υπερ πολύτιμη για αυτούς, δεν μπορούσαν να φαίνεται και την κλείδωσαν μέσα σε ένα υπόγειο. Μα εγώ της λέω πως θα έρθει η μέρα, που θα δει το φως και τότε θα λάμψει η γυναίκα μου, θα ζηλέψει η μαμά μου και θα υψωθεί η κόρη μου. Να μη φοβάται, της το λέω."
" Άρα είναι τρεις , όχι μια, θέλω να πω...."
"Μία είναι σου λέω" κραύγασε και το δάχτυλο του χεριού του υψώθηκε για να μου το τονίσει ακόμα περισσότερο. "Μία και σαν κι αυτή δεν υπήρξε άλλη καμία."
"Και πώς τη λένε;" ρώτησα περίεργη....
"Μάνα γυναίκα κόρη" ξεστόμισε αποφασισμένα, καθώς κοίταζε τα εναπομείναντα αστέρια που φωτίζουν σε έναν ουρανό γεμάτο καυσαέρια.
  Ήμουν πλέον σίγουρη πως μιλούσα με έναν παλαβό στα μυαλά του άνθρωπο, τον καληνύχτισα δήθεν ότι άφησα μια δουλειά στη μέση και απομακρύνθηκα. Η γαλάζια μου μπλούζα γέμισε από χώμα, όπως είχα σκύψει να του μιλήσω, την τίναξα και επιβιβάστηκα στο λεωφορείο. 
  Μέρες ακόμα, καθώς περνούσα από κει τον έβλεπα, στο ίδιο μέρος, τα ίδια ρούχα, το ίδιο σκηνικό, το ίδιο σύνθημα "Κοίτα ψηλά". Το χαιρετούσα που και που με ένα συμπονετικό χαμόγελο, απ' αυτά που σκέφτεται αυτομάτως το μυαλό σου "Τον καημένο", μα δε με έβλεπε ποτέ ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. 
  Κι έφτασε εκείνη η αποφράς Δευτέρα, που πήγαινα στη δουλειά. Στο σημείο του υπήρχε μόνο ένα ασθενοφόρο, κάποιος έκανε το λάθος και τον πάτησε. "Μα ήταν μες στη μέση για ώρα" μουρμούριζαν οι περαστικοί. Έσπρωξα τους μπροστινούς μου και χώθηκα στο πλήθος, στο απέναντι πεζοδρόμιο, εκεί, που του είχα μιλήσει είχε ένα πράσινο μπουφάν. Δεν άντεξα, το σήκωσα, στην τσέπη του ήταν ένα γράμμα με τίτλο "για σένα". Το άρπαξα βιαστικά μαζί με το πράσινο πανωφόρι του και απομακρύνθηκα.
   Το βράδυ πια, όταν ο ήλιος είχε τελειώσει το ωράριό του στην πρωτεύουσα και το φεγγάρι ξυπνούσε δυναμικά να εκπληρώσει τη βάρδιά του, μόνη μου στην απέναντι καφετέρια, αγκαλιά με το μπουφάν του άνοιξα το γράμμα... Δεν ήταν πάνω από μια παράγραφος. 
                                                      ΓΙΑ ΣΕΝΑ...
Για σένα μικρή μου, που γεννήθηκες τεράστια και σε μικραίνουν, για σένα, που τα βράδια μου σκέφτομαι και νοσταλγώ, για σένα, που σε υποβάθμισαν και σε έβαλαν φυλακή, μεγάλη μου μάνα, γυναίκα της ζωής μου, ελπιδοφόρα κόρη. Δεν μπορώ να ζω πια δίχως σου. Εγώ, που σε γνώρισα ένα βράδυ σαν κι αυτό, σε μια επίσκεψη παράνομη στο υπόγειό σου και σε είδα, εγώ, που σε ερωτεύτηκα παράλογα από κείνη την στιγμή, εγώ, που σε εκείνο το βροντονήσι γνώρισα την ψυχική μου γαλήνη, εσένα, εγώ, εδώ, ταπεινός σου θαυμαστής δηλώνω... Και το πάλεψα να ξέρεις να βγεις από κει, πήγα σε ημερίδες, με γιατρούς σου ξέρεις να σε βγάλουν, μα θα καταστραφείς, μου παν αν βγεις, θα σε θάψουν. Μα έμαθα θα σου ανοίξουν την πόρτα για μια μέρα, για κάποιες ώρες να σε δουν κι άλλοι. Μην τρομάξεις γυναίκα μου. Έρχομαι να σε βρω τώρα, μα δεν έχω άλλον τρόπο.Θα φύγω απ' το σώμα μου γιατί μου 'παν είναι ελεύθερη η ψυχή, όταν πια φεύγεις και πάει όπου η καρδιά σου επιθυμεί. Κι εγώ εκεί δίπλα σου θα έρθω τώρα. Κόρη μου κοίτα ψηλά και έρχομαι. Μόνο ψηλά.
Τα μάτια μου γουρλωμένα κοιτούσαν το σκίτσο από κάτω από τα γράμματα. Σαν ένας χάρτης μιας νήσου, φλεγόμενης, της Σαντορίνης και ένα βελάκι να δείχνει προς τα 'κει. Μια μάνα, γυναίκα, κόρη φυλακισμένη. Έβγαλα το κινητό και αναζήτησα. Το άγαλμα στην αποθήκη του μουσείου. Σκάλωσα. Έψαξα το μπουφάν του και τα δάχτυλά μου κάτι ανίχνευσαν. Το έβγαλαν με προσοχή προς τα έξω. Ένα αγαλματάκι από χαρτοπετσέτες προσπαθούσε να κρατηθεί ακέραιο, μα διάλυσε στα χέρια μου και μια εξ'΄αυτών χύθηκε στο πάτωμα. Γύρισα να την κοιτάξω και πάνω της κάτι έγραφε. Πλησίασα.....
"21/10 σου έρχομαι γλυκιά μου μάνα παρελθόν μου, πικρή γυναίκα το παρόν μου και στερνή μου κόρη, κοντινό μου μέλλον. Να κοιτάς πάνω. Μόνο πάνω. Εκεί, που είναι οι αξίες."....
 http://eulegein.blogspot.gr/2013/10/blog-post.html

Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...