Γεννημένη το 1928, η Σοφία ήταν η χαρά της ζωής. Με καταγωγή από τον Καρτεράδο (το γένος Νομικού), τελείωσε τη Παιδαγωγική Ακαδημία όπου πριν παντρευτεί είχε διδάξει σε δυο διαφορετικά σχολεία. Γνωρίζει τον τότε αρχιμηχανικό πλοίων και μετέπειτα πλοιοκτήτη Λευτέρη Δαμίγο από τον Καρτεράδο και την Μεσαριά όπου και παντρεύονται στην Μητρόπολη Αθηνών. Η αγάπη της Σοφίας για τον Λευτέρη ήταν τόση που για περίπου 1 ½ χρόνο αφού γεννήθηκε η κόρη τους Τίνα ζούσαν μέσα σε πλοία κοντά του και προσπαθούσαν μετά να κλέβουν όσο πιο πολύ χρόνο να είναι μαζί.
Καταφέρνουν μετά από χρόνια και αγοράζουν μια έκταση στη Σαντορίνη. Πριν όμως την αγορά αυτή έρχονται στο νησί για διακοπές και φυσικά μένουν στα «εξοχικά» της Περίσσας, στα δωμάτια της Σπύρας και του Αρτέμη . Εκεί όπου μια γενιά υπέροχων ανθρώπων ξεβαριούνται με πειράγματα, αστεία και πολύ αγνότητα. Οι χρόνοι περνάνε , το ζεύγος του Λευτέρη και της Σοφίας γίνεται βασικός πυλώνας κεφιού και σεβασμού όχι μόνο στις βεγγέρες και τα πανηγύρια της Σαντορίνης αλλά κυρίως στις συναθροίσεις των Σαντορινιών της Αθήνας.
Ας μου επιτραπεί να μεταφέρω δύο από τις σκηνές αυτές. Από τη μία πλευρά, μία χρονιά στο Καμάρι, σε μία βεγγέρα απρόσμενη , τρεις γυναίκες ξεχωριστές που πια δεν είναι εν ζωή σιγοντάρουν η μία την άλλη και γεμίζουν τη νύχτα με τραγούδια μιας άλλης εποχής. Οι αλησμόνητες Τζένη , Ευδοκία και φυσικά Σοφία. Και από την άλλη 16 Αυγούστου στο Μεγαλοχώρι, έχει έρθει να τιμήσει την Θεώνη του Μαραγκού για το πανηγύρι του Αγίου Τιμοθέου . Με φωνάζει να τη βοηθήσω να μεταφέρουμε φυσικά την μούζικα. Στο αμάξι όμως είχε δύο θήκες. Μου λέει να τις ανοίξω να δω ποια θα πάρει. Έκπληκτος χωρίς να καταλάβω γιατί μου λέει να πάρω την άδεια θήκη ενώ οδηγούμαστε προς το σπίτι του «πανηγυρτζή» μου λέει θα σου εξηγήσω. Όταν τελείωσε ο καφές, η Μαρία Νικολοπούλου της φωνάζει « άντε βρε Σοφία μας τι κάθεσαι και χαϊδεύεις τόση ώρα τη θήκη, άνοιξε να τραγουδήσουμε». Ως εκ θαύματος και αρχικά μέσα στα γέλια, η Σοφία ανοίγει την άδεια θήκη . και κάνει λες και είναι η μούζικα μέσα. Ξεκινάνε να τραγουδάνε σαν να ακούγεται κανονικά το ακορντεόν. Αφού είπανε δύο τρια τραγούδια, γυρνάει και μου ζητάει να πάω να της φέρω την κανονική.Αυτή ήταν η Σοφία. Το χαμόγελο. Το γλέντι. Η Ξεβάρεση. Γνωρίζουν τρία εγγόνια ενώ η Σοφία καταφέρνει να δει και δισέγγονο. Δίνει την αγάπη της απλόχερα. Χωρίς να ζητάει κάτι. Έχει μια ενέργεια που δεν βρίσκεται εύκολα. Ακόμα και στο γαμπρό της , τον οποίο είχε σαν παιδί της έκανε πειράγματα μέχρι και τέλος της ζωής της. Και εκείνος όμως δεν πήγαινε πίσω . Η Σοφία ήταν ο άνθρωπος που απλά το χαμόγελο της σε γέμιζε. Δεν ήταν ψεύτικη . Στα προβλήματα υγείας της είχε τον τρόπο της να αντιστέκεται. Το τραγούδι.
Σίγουρα η Σοφία ήταν ο άνθρωπος που περιμένουν εκεί ψηλά Οι Σαντορινιοί του ουρανού. Την είχαν ανάγκη για σιγοντάρισμα στα τραγούδια. Αγαπημένη Σοφία Αγιά Παράδεισο θα έχεις και αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Να μου τους φιλήσεις όλους εκεί πάνω.