Άλλο ένα
από τα πιο άγνωστα σημεία της ιστορίας του νησιού είναι και οι εκκλησιαστικές
παραμέτροι αυτής. Συγκεκριμένα ένα από τα θέματα στο κομμάτι της εκκλησιαστικής
ιστορίας που δεν έχει τόση μεγάλη φήμη, είναι οι μορφές μοναχισμού στο νησί.
Σήμερα
θα σταθούμε στα ασκηταριά και τους Κολλυβάδες. Οι
Κολλυβάδες ήταν μέλη ενός κινήματος εντός της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας
που ξεκίνησε το δεύτερο μισό του δέκατου όγδοου αιώνα στην μοναστική κοινότητα
του Αγίου Όρους και το οποίο αγωνίστηκε για την αποκατάσταση των παραδοσιακών
πρακτικών σε αντίθεση με αδικαιολόγητες καινοτομίες[α] και το οποίο μετατράπηκε
απροσδόκητα σε κίνημα πνευματικής αναγέννησης. Οι Κολλυβάδες υπήρξαν ο
αντίποδας των ευρωπαϊστών, δηλαδή των επηρεασμένων από τις αρχές του
Διαφωτισμού και του Εγκυκλοπαιδισμού.
Κόλλυβα
Το όνομα
του κινήματος προέρχεται από τα κόλλυβα (βρασμένο σιτάρι) που χρησιμοποιούνται
για την τέλεση των μνημοσύνων. Οι υποστηρικτές του κινήματος ήταν Αθωνίτες
μοναχοί που ήταν αυστηρά προσκολλημένοι στην Ιερή Παράδοση και επέμεναν ότι τα
μνημόσυνα δεν πρέπει να τελούνται τις Κυριακές, γιατί αυτή είναι η ημέρα της
Αναστάσεως του Κυρίου, αλλά το Σάββατο, που είναι η συνηθισμένη ημέρα για να
τιμάται η μνήμη των νεκρών. Ήταν επίσης υπέρ της συχνής λήψης της Θείας
Κοινωνίας και εξασκούσαν την αδιάκοπη προσευχή της καρδιάς.
«Το 1822
έφτασε στη Θήρα, ένας περίεργος μοναχός. Φόραγε φθαρμένα ράσα τα
οποία έδενε με σκοινί στη μέση του, είχε καλυμμένο το κεφάλι μέχρι τα μάτια του
με το «επιριπτάριον», έφερε στον ώμο του δισάκι, μετέβαινε από χωριό είς χωριό
και από σπίτι σε σπίτι, διακόνευε, πρόσφερε ευλογίες και ευχές, μιλώντας για το
Άγιο Όρος, και διηγούμενος τα θαύματα των Αγίων του Θεού.τις νύχτες, «κόνευε»
όπου ευρίσκετο, στα εξωκκλήσια, στα και στις σπηλιές. Το όνομα του μοναχού
αυτού ήταν Αγάπιος Μεταξάς από την Κωνσταντινούπολη. Έμενε σε ένα σπήλαιο στον
Μονόλιθο από κάποια περίοδο και ύστερα. Το ασκηταριό του όμως σύντομα μετεβλήθη
σε τόπο προσκυνήματος των κατοίκων του νησιού.
Την εποχή
εκείνη εμόναζε εις την Μονή του Προφήτου Ηλία ο ιερομόναχος Πορφύριος Μηνδρινός
από την Γωνιά. Ο αγαθός αυτός μοναχός ήταν πολύ ευσεβής, επόθει να ζήσει
μακριάν των εγκοσμίων είς μία σκήτη και εκεί, ακολουθών τους «ησυχαστές» να
αναπέμπει αίνον και δόξα στο Θεό. Κατάλληλο τόπο ενόμιζε ένα μέρος, πέραν της Αρχαίας
Θήρας, απόμερο και απόκρημνο, ώστε να μην δύναται άνθρωπος να φθάσει έως εκεί.
Αυτό ζήτησε από τον τότε ηγούμενο του Μοναστηριού Γεράσιμο Μαυρομμάτη, αλλά
εκείνος δεν του έδωσε την άδεια γιατί οι μοναχοί στη Μονή ήταν λίγοι.
Εν τω
μεταξύ φτάνει η φήμη του Αγάπιου στην Μονή. Όταν επληροφορήθη ο Πορφύριος
Μηνδρινός τη δράση του τον προσέλκυσε, έγινε οπαδός των «Κολλυβάδων» και
αυτάδελφος του Αγαπίου. Και οι δύο αναχωρούν από τη Θήρα για την Ύδρα ώστε ο
Πορφύριος να διδαχθεί κοντά στους άλλους αδελφούς τις αρχές των Κολλυβάδων.
Με την
επιστροφή τους στο νησί, δημιουργείται γύρω από αυτούς τους μοναχούς ένας όμιλος
πιστών, ανδρών και γυναικών πράγμα που θορύβησε σημαντικά την επίσημη
εκκλησιαστική αρχή. Ο Πορφύριος είχε πάψει να έχει επαφή με την Μονή του
Προφήτη. Μεταφέρθησαν στη Γωνιά και λειτουργούσαν στον ναό της Μεταμόρφωσης,
επιθυμώντας να ιδρύσουν δική τους Μονή. Εκείνη
την εποχή οικοδομεί και το Ασκηταριό πάνω από τον ορμίσκο «Κίονι» στο Καμάρι.
Μια εντυπωσιακή οικοδομή περιτοιχισμένη με τείχη ψηλά σαν φρούρια ολίγιστα
δωμάτια χωρητικότητας ενός μόνο ανθρώπου,
η οποία έκλεινε από σιδηρά θύρα. Μέσα στην οικοδομή αυτή υπήρχαν και
εικόνες αγίων Μόλις τελείωσε το ασκηταριό στο Καμάρι, ίδρυσαν και άλλο ένα στη
Γωνιά μόνο για γυναίκες
Το 1844
ο Αγάπιος εξεδήμησε εις Κύριον και ετάφη στο Ασκηταριό . οι πιστοί έδωσαν
εντολή στον αγιογράφο Μερκούριο Σιγάλα να κατασκευάσει δύο εικόνες του Αγαπίου.
Λίγο
καιρό αργότερα βρίσκεται σε χωράφι του
αδελφού του Αγάπιου, Γεράσιμου Μενδρινού η εικόνα του Σταυρού στην Περίσσα,
όπου χτίζεται και ο μεγαλοπρεπής ναός. Ζητάνε από τον έτερο των πρωτοστατών τον
Πορφύριο να λειτουργεί εκεί, όπερ και εγένετο.
Το 1845 όμως
ο Αρχιεπίσκοπος Κυκλάδων Δανιήλ μεταβαίνει στη Θήρα και πληροφορούμενος τις κινήσεις
των Κολλυβάδων ζητάει από τον Πορφύριο να αποκηρύξει τις κακές δοξασίες. Αυτός αρνήθηκε
οπότε υπέβλήθη αίτημα στην Ιερά Σύνοδο ώστε να εξοριστεί ο Πορφύριος στη Σκιάθο όπου και απέθανε.