Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Παροιμίες Θήρας- Ν. Πετάλας

Εντοπίστηκαν (Περιοδικό Πλειας τ.6 αρ.5 (1882),και αλιεύθηκαν οι παροιμίες που κατέγραψε ο Ν. Πετάλας  στη Σαντορίνη.                                                                                 


·        Μήτε πικρύς και ρίξης με, μηδέ γλυκύς και φας με.
·        Α(ν) δε(ν) σφάη το πρόβατο, τ’ αλειμάν του δε (ν) φαίνεται.
·        Ή με τρέλλα ή με γνώσι, ο καιρός θα τελειώση.
·        Σαν το μπόι μου είνε πολλοί, μα σαν τη γνώμη μου κανείς.
·        Καλλίτερα διανεύτρα παρά δουλεύτρα.
·        Πέντε βούδια, δυο ζευγάρια.
·        Κι’ οι άγιοι φοβέρα θέλουν.
·        Του Γεννάρη το φεγγάρι, παρά λίου είνε μέρα.
·        Στάλα με στάλα το νερό, το μάρμαρο τρυπά το, το πράγμα π’ αγαπά κανείς γυρίζει και μισά το.
·        Τα λόγια κόβγουν άντερα.
·        Κατά μιας πήγε ο Βρηός στο παζάρι κ’ ήλλαχα και Σάββατο.
·        Σελλάτο βούδι αγόραζε και γάδαρο καμπούρη, γυναίκα στενοκάπουνη και χοίρο μακρομούρη.
·        Για να κλάψη μια γυναίκα είνε τόση δυσκολιά, Σαν να βρέξη το χειμώνα όταν είνε συνεφφιά.
·        Ηπηαμε να πιάσωμε και μας ετσακώσανε.
·        Καλλιά μοναχός παρά κακά συντροφιασμένος.
·        Εληά του παππού σου, συκιά του κυρού σου κι’ αμπέλι του χεριού σου.
·        Λιμό γαδούρι, σάκκον άχερα.
·        Η γυναίκα κάνει τον άντρα.
·        Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψώμι σου φά’ το.
·        Ο λωλός με τη λωλάδα του γεμίζει την κοιλάρα του.
·        Ώστε που ηλωνίζαμε, Βασίλη κυρ Βασίλη, Κι’ όντας ηπολωνίσαμε όξω παληκοκασίδη.
·        Παιδιού κι’ αγίου μη τάξης, Κι’ αν τάξης, μη γελάσης.
·        Ο κλέφτης το γυβέντισμα, για πανηγύρι το ΄χει.
·        Ζημιά στον κάμπο γίνεται, στο σπίτι αποσώνει.
·        Το μυριστικό κωδώνι από εκείνο που ΄χει δόνει.
·        Στων τρελλώ τη χώρα Αδραβανής ‘πίσκοπος.
·        Αν ήκουε ο Θεός των κουρουνώ, δεν ήφινε λύθι στη συκιά.
·        Από τα χείλη πηγαδιού, δε(ν) λείπει πρασινάδα, Αγάπη χωρίς πείσματα δεν έχει νοστιμάδα.
·        Όπου λυπάται του κάτη το ψωμή, τρώει ο μπετικός τα ρούχα του.
·        Ας βγάλουνε τα μάτια των με τση χρουσαίς βελόνας.
·        Τα πίσω φίδια έχουν τς΄ορυκις.
·        Εις εσέ τον γενεράλε το κατατραμ΄είνε χαζίρι, στείλε τασπρα να το πάρης.
·        Κάλλλια κόκκινο πρόσωπο παρά κίτρινη καρδιά.
·        Το καλό δεν πέφτει χάμαι.
·        Αργός δουλειά δεν έχει, τον κάτη λει και δένει.
·        Αι Γιώργη βούθα με- Σει και συ τον πόδα σου.
·        Αι μου Γιώργη ‘ φαίνε μου το πανάκι μου – Φαίνε το να ΄φαίνεται.
·        Από πήττα, που δεν τρώω, δεν με μέλλει κι αν καή.
·        Για το γείτονα μου λέω και για λόου μου γυρεύγω.
·        Θωρώντας τη γειτόνισσα το καν΄η μια την άλλη.
·        Τα αγαπά καρδιά τα’ ανθρώπου, το καλλίτερο του κόσμου.
·        Χίλια λόγια έναν άσπρο και πάλι κρίμα στ άσπρο.
·        Εκατό συλλοαίς, ένα χρέος δεν πλερώνουν.
·        Άβουλος ο νους, διπλός ο κόπος.
·        Όταν θέλης να παρηγορηθής, βλέπε το χειρότερό σου κι ‘ όχι τον καλλίτερο σου.
·        Όταν έχεις δέκα κράτει, κι όταν έχης δύο ξεπόλα.
·        Τα δε (ν) δείχν΄η τέχνη, τα φανερών η τύχη.
·        Όπου κοπελομάνη, δε(ν) γεροντοξεχνά.
·        Κοιμάται και μερώνει, ξυπνά και μεγαλώνει.
·        Τα κακά σκυλιά δεν έχουν ψόφο.
·        Το κακό σκυλί ψωριάζει, μα δεν ψοφά.
·        Πουλολόου και ψαρά, έρημο το σπίτιν του.
·        Θα σηκωθούν η πέτραις ή μικραίς να δείρουν της μεγάλαις.
·        Η δύο πέτραις κάνουν τ αλεύρι.
·        Σαν ψηλώσ’ ο νους τα ανθρώπου, άμε κάθου γύρευγε.
·        Πότ΄έγινε η κολοκύθα, πότ’ ημάκρυν΄η ουράν τση.
·        Όπου ΄χ΄αμπέλλα, βάλλ΄αργάταις και καράβια καλαφάταις.
·        Όπου λυπάται από τη σφήνα, χάνει από την καρκούνα.
·        Όσο θέλεις φούσκωνέ τα, με το ζύι θα τα πάρης.
·        Άσπρος γεννητ΄ο κόρακας και κόκκινος μαλλιάζει, Και μαύρος καταστήνεται και του κυρού του μοιράζει..
·        Άσπρος ήλιος μαύρη ‘ μέρα.
·        Που ‘ χει παιδιά και τσάτσαλα, στο γαμ ας μη πη(γ)αίνη.
·        Τον ακάλεστο στο γάμο στην άκρια τονε καθίζουν.
·         Η γούλα κάστρι πολεμά και με το ‘ δει(ν) διαβαίνει.
·        Ο άντρας με το τζουβάλι κι η γυναίκα με το κουτάλι, σπίτι ποτές δε(ν) γίνεται.
·        Τα στραβά μας παραθύρια τα τορνέτα μας τα ‘ σάζουν.
·        Φτωχός άγιος, μνήμη δεν έχει.
·        Τα δαχτυλίδια ηφύανε, τα δάχτυλα ημείνανε.
·        Ο φτωχός ηκάθουντα κι ο Θεός ηγνοιάζουντα.
·        Η αυγή θέλει το δείξει τίνος μάνας θενα λείψη.
·        Ο καιρός πουλεί τα ξύλα κι’ ο χειμώνας τ αγοράζει.
·        Σε τούτο το λωλό χωριό παπάς δεν ήταν κι ήρθα ‘ γω.
·        Όπου κρυφά παντρεύγεται, φανερά πομπεύγεται.
·        Η κοιλιά παραθύρια δεν έχει.
·        Τ’ ανηπόρπιδο καράβι σ’ αγαθό λιμάνι αράσσει.
·        Κάθε θάμμα τρίμερο και το παράθαμμα πέντε.
·        Ο Χοντρός απ’ τη σκάσιν του ηξεροκακνάκιαζε.
·        Ο φρόνιμος την πίκρα του παρηοριά την έχει.
·        Ο φρόνιμος την πίκρα του παρηγοριά την έχει.
·        Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλα.
·        Ας μπαίνει ο κόμπος κι ας λέ ο κόσμος.
·        Όντες θέλης σπείρε με, το Μαί θέρισε με.
·        Πέντε μήνες πέντε κόμποι κι ένας μήνας πέντε κόμποι.
·        Το κρίμα ναγγαστρόνεται, μετά καιρό γεννιέται.
·        Η ανάγκη της ευγενικής αδιάντροπαις τση κάνει.
·        Τον αδιάκριτό σου φίλο μηδέ, συ’ ντραπής εκείνο.
·        Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τζακίζει.
·        Τα ξερά κουκιά χτυπούνε στον τοίχο;
·        Άκουε σακκί δεμένο στον τοίχο ακουμπισμένο.
·        Μένει ποτές κρέας στο μακελλειό.
·        Τα μου’ καμες γειτόνισσα στον εδικό μου γάμο, να μ αξιώση ο Θεός διπλά να σου τα κάμω.
·        Το παιδί σου πάντρεψες, γείτονά σου το ‘ καμες, όχι καλό παρά κακό γείτονα.
·        Δεν είνε τ αξαζούμενο μόνο το χρειαζούμενο.
·        Σύδεκνε κι΄ανη μιλούμε , συχνογύριζε την πήττα.
·        Με το νου πλουταιν η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα.
·        Πήττα μπρος και πήττα πίσω, θα βγω θέλω να μιλήσω στης γειτόνισσας το δίκιο.
·        Ότι μέλλει , να ρθη θέλει.
·        Τα λία λόγια είνε χρυσά και τα μηδέ καθόλου μαλαματένια.
·        Δανείζου, καλοπλήρωνε και πάλι στρέφε κι έπαιρνε.
·        Τράβα πόνο για μορφιά.
·        Πισω  είνε τα κοφτερά.
·        Μεγάλη μπουκια να τρως και μεγάλο λόγο να μη λες.
·        Σα μάθη ο σκύλος την κάπαρη....
·        Μήτε συ, παπά βλογιά, μήτε εγώ τη λειτουργιά.
·        Τα γρόσια το Χριστό επαραδώσαν.
·        Η αρρώστια έρχεται με το τσουβάλι και φεύγει με την τρίχα.
·        Όντα ζυμώνης, χόρταινε κι ότα χοιροσφαίζης, κι ότα γεμώζεις το βουτσί, κι ότα τα’ αποστραγγίζης.
·        Τα δώσης έχεις τα φάς κερδέξης.Το ‘χεις εκεί και κοίτεται, δε ξέρεις τι σου γίνεται.

Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...