Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017

Λουκάς Ν. Νομικός ( 1886 - 1969) ... ο Πειραιώτης



Σίγουρα πολλοί θα απορήσουν διαβάζοντας τον τίτλο «μα αφού ο Λουκάς Νομικός ήταν Σαντορινιός, πως τον χαρακτηρίζουν Πειραιώτη;». Αδιαμφισβήτητα, ο Λουκάς Νομικός ήταν ένας από τους πιο καταξιωμένους Σαντορινιούς εφοπλιστές και η προσφορά του στην Ελληνική Ναυτιλία είναι γνωστή σε όλους. Ουδέποτε ξέχασε το νησί και ειδικά την γενέτειρα του Οία την οποία βοήθησε πολλάκις και το όνομα του έχει δοθεί πλέον σε ένα από τους κεντρικότερους δρόμους του χωριού.
Όμως όπως  οι Οιάτες είναι περήφανοι για τον Λουκά Νομικό, το ίδιο εξίσου περήφανοι είναι για αυτόν και οι Πειραιώτες. Και όταν λέμε «Πειραιώτες» δεν εννοούμε μόνο τους Σαντορινιούς στην καταγωγή που έχουν εγκατασταθεί στον Πειραιά.
Θα κάνουμε λοιπόν ένα μικρό ταξίδι στο πρώτο λιμάνι της χώρας για να γνωρίσουμε μια άγνωστη -για εμάς εδώ στην Σαντορίνη- πτυχή της ζωής του Λουκά Νομικού: την ζωή και την δράση του στον Πειραιά. Όχι όμως σαν εφοπλιστής, αλλά σαν δημότης, πολίτης και μόνιμος κάτοικος αυτής της πόλης.

Ο Λουκάς Νομικός γεννήθηκε στην Οία το 1886, γόνος καραβακυραίων του χωριού καθώς πατέρας του ήταν ο καπετάνιος Νικόλας Νομικός και εξαδέλφη του η μετέπειτα εφοπλίστρια Καδιώ Νομικού-Σιγάλα.  Ακολουθώντας την ναυτική παράδοση της οικογένειας του, σε εφηβική ηλικία έφυγε από την Οία στα τέλη του 19ου αιώνα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Πειραιά όπου δραστηριοποιήθηκε στην νεόφερτη τότε ποντοπόρο ναυτιλία. Μέσα σε σύντομο διάστημα είχε αναδειχθεί ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες εφοπλιστές της εποχής αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα πρόσωπα της Πειραϊκής κοινωνίας.


Η σχέση του με τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα

Κατοικούσε στο κέντρο του Πειραιά πολύ κοντά στον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα στην ενορία του οποίου ανήκε πλέον ως δημότης,  ενορίτης,  μέλος του εκκλησιαστικού συμβουλίου για πολλά χρόνια αλλά κυρίως μέγας ευεργέτης του ναού καθώς είχε συμβάλει οικονομικά πάρα πολλές φορές σε αναστυλώσεις.  Το εκκλησιαστικό συμβούλιο του ναού έχει τιμήσει εδώ και πολλά χρόνια τον ενορίτη του Λουκά Νομικό για τις οικονομικές του ευεργεσίες και την μακροχρόνια προσφορά του στον Άγιο Σπυρίδωνα με το όνομα του να κοσμεί πρώτο, εδώ και δεκαετίες, τη λίστα των «Μεγάλων Ευεργετών» του ναού στην μεγάλη μαρμάρινη πλάκα δεξιά της εισόδου σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, τιμής και αναγνώρισης στο πρόσωπο του.  Και παρότι έχουν περάσει σχεδόν 50 χρόνια από τον θάνατο του, οι δεσμοί της οικογένειας Νομικού με τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα συνεχίζουν σαν αέναο σκοινί που συνδέει το παρελθόν με το παρόν της. Πρόσφατο γεγονός στις 29 Δεκεμβρίου 2015 όπου τελέστηκε στον ναό η νεκρώσιμος ακολουθία του γιου του, Δημήτρη Νομικού σε ηλικία 91 ετών.

Και κάτι που οι νεότεροι στην Οία ίσως αγνοούν: ως γνωστόν ο Λ.Ν. υπήρξε ο ιδρυτής του συλλόγου των Οιατών στον Πειραιά το 1919 και πρόεδρος μέχρι και το θάνατο του. Τα γραφεία του συλλόγου στεγάζονταν στην οδό Καραΐσκου, εντός των ορίων της ενορίας του Αγίου Σπυρίδωνα. Την εποχή εκείνη λοιπόν το τότε εκκλησιαστικό συμβούλιο του Αγίου Σπυρίδωνα –σε ένδειξη τιμής στο πρόσωπο του Λ.Ν- φύλαγε  τιμητικά την σημαία-λάβαρο του συλλόγου των Οιατών του Πειραιά ολοχρονίς μέσα στο ναό για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, γεγονός που το αναφέρει και η Καδιώ Κολυμβα στο βιβλίο της «Οία, τόπος και ιστορία»:  «…Οι παλιότεροι Οιάτες θυμούνται πως την παραμονή της εορτής (Πάσχα) έφτανε με το βαπόρι στην Αρμένη η σημαία του συλλόγου που φυλασσόταν στον Άγιο Σπυρίδωνα του Πειραιά. Εκεί εκκλησιάζονταν οι Οιάτες του Πειραιά. Εκείνη την ημέρα όλο το χωριό κατέβαινε στην Αρμένη για να υποδεχτεί τη σημαία…».

Δημοτικός Σύμβουλος του Δήμου Πειραιά

Αλήθεια, πόσοι γνωρίζετε ότι ο Λουκάς Νομικός  -ανά περιόδους-  από το 1925 έως το 1959 είχε διατελέσει  Δημοτικός Σύμβουλος στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Πειραιά; Στο site   http://dimitriskrasonikolakis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_27.html  διαβάζουμε:



«Θεοφάνεια 1959. Μπροστά από το Ρολόι. Ήταν όλοι δημοτικοί σύμβουλοι επί δημαρχίας Δημητρίου Σαπουνάκη από Μάρτη του 1955 έως Ιούνιο του 1959. Από αριστερά στα δεξιά βλέπουμε το Δημήτριο Παινέζη (συνταξιούχο Σ.Ε.Κ., δημοτικό σύμβουλο και μετά τις εκλογές (11.5.1958) ανεξάρτητο βουλευτή Ε.Δ.Α. Α΄ Πειραιά την περίοδο 1958 - 1961), τον Κωνσταντίνο Αντωνάκο (δικηγόρο, δημοτικό σύμβουλο), το Θεοφάνη Κωνσταντινίδη (δικηγόρο, δημοτικό σύμβουλο), τον Παναγιώτη Λεούση (γιατρό ουρολόγο, δημοτικό σύμβουλο αλλά την περίοδο εκείνη ασκούσε καθήκοντα δημάρχου λόγω της τρίμηνης αργίας του Σαπουνάκη), το Λουκά Νομικό (εφοπλιστή, δημοτικό σύμβουλο), τον Εμμανουήλ Ρουσσάκη (δημοτικό σύμβουλο) και τον Κωνσταντίνο Αθανασιάδη (δικηγόρο, δημοτικό σύμβουλο και ανεξάρτητο βουλευτή Ε.Δ.Α. Α΄ Πειραιά στα 1958 - 1961)»

Η συνέχεια σε Β μέρος….

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Σεπτέμβριος στη Σαντορίνη

Του Αντώνη Σιγάλα 
 Μικρό παιδάκι πέρασα ένα Σεπτέμβριο στη Σαντορίνη. Είχαμε πάει να δούμε την προγιαγιά, τη μία και μόνη φορά που την είδα. Βγήκε στην πόρτα του μεγάλου σπιτιού της στην Οία, δίπλα από την Παναγιά την Πλατσανή, ντυμένη στα μαύρα, και μας κοίταζε ενώ η μάνα μου προσπαθούσε να της εξηγήσει ποιος ήμουνα. Μερικές τρίχες στο πηγούνι της, από αυτές που χαρακτηρίζουνε τους γέρους, και μερικά σπόρια από ντομάτα στην ποδιά της είναι αυτά που μου τη θυμίζουν κάθε φορά που προσπαθώ να φέρω την εικόνα της μπροστά μου.
Είχε ένα απέραντο φως εκείνος ο Σεπτέμβριος, αλλά και ένα σκοτάδι που με γέμιζε τρόμο. Το αεροδρόμιο ακόμα δεν είχε γίνει, ενώ η μεριά της Καλντέρας ήταν γεμάτη από χαλάσματα από το μεγάλο σεισμό του 1956 που ισοπέδωσε το χωριό.
Κάθε πρωί παίρναμε το κεντρικό μονοπάτι για να κατεβούμε κάτω στην Αρμένη, το λιμάνι που κάναμε «τα μπάνια». Το Αμμούδι ακόμα δεν υπήρχε στο χάρτη, δεν υπήρχε δρόμος αμαξωτός και εγώ πιασμένος από το χέρι της μάνας μου παρατηρούσα τα μεγάλα πέτρινα σκαλοπάτια, τα γεμάτα με τις καβαλίνες των γαϊδάρων που ανεβοκατέβαιναν όλη την ημέρα, και τρόμαζα από τη μεγάλη διαφορά της κλίμακας σε σχέση με το δικό μου μικρό μέγεθος.
Παντού έβλεπες φραγκοσυκιές να κρέμονται. Τα «φαραόσυκα», γεμάτα χυμό, ήταν ο λόγος που μιαν άλλη φορά, όταν ακόμα ήμουνα ακόμα πιο μικράκι, πέρασα ένα ολόκληρο βράδυ με τη γιαγιά μου στο σπίτι της Αθήνας να καθαρίζουμε από τ’ αγκάθια μια ολόκληρη σακούλα από δαύτα που μας έστειλε πεσκέσι η θεια μου η Μαριγούλα, η αδερφή του πατέρα μου. Η γιαγιά μου ακούραστη και παλιάς σχολής, καταγινόταν με δουλειές του σπιτιού όλη την ημέρα, κι όταν δεν είχε τι να κάνει, έπαιρνε τις σακούλες του αυγουλά, αυτές τις χάρτινες που βάζαμε μέσα τα αυγά, και τις δίπλωνε σχολαστικά, τις έβαζε κάτω από το μαξιλάρι της καρέκλας που καθόταν στην κουζίνα, μια καρέκλα παλιά σαντορινιά ξύλινη τοποθετημένη σε δεσπόζουσα θέση στο κέντρο της κουζίνας έτσι ώστε να δείχνει ποια ήταν η κυρία του σπιτιού, και τα έκανε «κωλοσίδερο». Δηλαδή καθόταν πάνω στο μαξιλάρι και αφού σηκωνόταν, συνήθως μετά από πολλές ώρες, οι σακούλες του αυγουλά ήταν ίσιες σαν καινούργιες. Τις έπαιρνε μετά και τις χρησιμοποιούσε για άλλα πράγματα, ή… δεν τις χρησιμοποιούσε ποτέ, ήταν απλώς το φετίχ της. Για μήνες μετά βρίσκαμε κάτω από τις καρέκλες ισιωμένες χαρτοσακούλες. Τα φαραόσυκα πάντως από το πεσκέσι της θειας μου ήταν άνοστα. Δοκίμασα μια φορά και μπήκαν τα αγκάθια τους στο πρόσωπό μου και έβαλα τα κλάμματα. Δεν ξαναδοκίμασα έκτοτε.
Οι μυρωδιές εκείνου του Σεπτεμβρίου ήταν μια μεγάλη εμπειρία. Μυρίζανε τα πάντα. Πρώτα πρώτα μύριζαν τα σπίτια. Η υγρασία της Οίας πότιζε την ελαφρόπετρα, που χρησιμοποιούνταν τότε ως οικοδομικό υλικό και υπήρχε ενσωματωμένη σε όλους τους τοίχους, ενώ αργότερα, με την επικράτηση του τσιμέντου έγινε το υλικό με το οποίο κύριοι και κυρίες ξύνουνε τις φτέρνες των ποδιών τους όταν ξεραίνονται από τη θάλασσα. Οι τοίχοι μύριζαν αρμύρα και η ζέστη μέσα στα σπίτια ήταν αφόρητη από το πορώδες υλικό.
Ζούσαμε μέσα σε ένα σπίτι που έδινε την εντύπωση από τη μυρωδιά και μόνο, ότι τις νύχτες έπλεε μεσοπέλαγα, παρέα με τις τράτες που έβγαιναν για ψάρεμα, ανάμεσα στην Καλντέρα και τη Θηρασά. Ιδρώναμε στον ύπνο μας και για να πάρουμε λίγο αέρα βγαίναμε έξω στο «δροσό», να μας χτυπήσει η βραδινή αύρα.
Έπειτα μυρίζανε τα σταφύλια. Πάνω στα κοφίνια, μέσα στην πιατέλα, μέσα στη γυάλα που είχανε γίνει γλυκό, ή ακόμα και στις κάναβες, τα μεγάλα πατητήρια όπου καταλήγανε τα κοφίνια με τα πράσινα και μαύρα σταφύλια για να τα πατήσουν και να γίνουν κρασί, το σαντορινιό κρασί, που μετά ταξίδευε ως εμπόρευμα σε ολόκληρο το κόσμο.
Ακόμα μύριζε η θάλασσα, απέραντη και γαλάζια μας περιέβαλλε και μας καθόριζε. Μια φορά με το μπαμπά μου βγήκαμε για ψάρεμα. Από το πρωί μέχρι το απόγευμα πιάσαμε λίγα ψαράκια, τόσο λίγα που δεν γέμιζαν ούτε ένα τηγάνι για να φάμε για μεσημέρι. Μπροστά στην ήττα της ανεπάρκειάς του ως ψαρρά, ο πατέρας μου, αθεράπευτος τσιγκούνης παρόλα αυτά, αποφάσισε να τα πετάξει πίσω στη θάλασσα να τα φάνε τα άλλα ψάρια. Έτσι έκανε την καλή του πράξη προς τη φύση κι ας μείναμε το μεσημέρι νηστικοί, δεν πείραζε. Ψάρια δεν ήθελες; Ψάρια θα σε πάω να φας. Και πήγαμε και φάγαμε στην ταβέρνα του Θεοδόση, πάνω στην Καλντέρα, που είχε λίγο τσιμπημένες τιμές, γιατί όπως λέμε καμιά φορά «αν δεν κλέψουμε και τους συγγενείς δεν κάνουμε δουλειά», αλλά εμείς φάγαμε μαρίδες και τη βγάλαμε φτηνά.
Κάποια στιγμή έκανε ένα σεισμό. Ξεκίνησε με βουητό και μετά άρχισε να κουνάει, εγώ δεν κατάλαβα και πολλά, αλλά οι άλλοι κουνηθήκανε φαίνεται πολύ, γιατί άρχισαν να τρέχουνε στα χωράφια. Ο κόσμος είχε ακόμα νωπές τις μνήμες από την καταστροφή του 1956 και με το παραμικρό ήταν ικανός να παρατήσει το βιος του για να γλυτώσει. Η πλατεία μπροστά από την Παναγιά είχε γεμίσει κόσμο κι εγώ καθόμουνα και παρατηρούσα τα αλλόκοτα φουστάνια των γυναικών, που μερικές είχανε βγει με την ποδιά που φορούσαν όταν έκαναν δουλειές στο σπίτι και με τα χέρια γεμάτα λάδια ή υπολείμματα από τρόφιμα, καθώς ήταν η ώρα που μαγείρευαν για το μεσημεριανό φαγητό. Αρνιόμουν να το κουνήσω ρούπι. Έβαλα τα κλάμματα γιατί μου άρεσε να μείνω εκεί και τελικά η επιθυμία μου εισακούστηκε. Κάτσαμε μπροστά από την Καλντέρα, όταν όλοι οι άλλοι είχαν φύγει και απολαμβάναμε μεσημεριάτικα τη σιωπή σε ένα ερημωμένο χωριό, που θύμιζε φάντασμα.
Ο Σεπτέμβριος στη Σαντορίνη είναι μήνας γιορτής. Μια ο Άγιος Σώστης, μια η κυρά Παναγιά, που γιορτάζουν κολλητά, 7 και 8 Σεπτεμβρίου, δίνουνε χαρά στους θρησκευόμενους και στις κουτσομπόλες, που πάνε και στέκονται από νωρίς έξω ή μέσα στο ναό και σχολιάζουν στα μουλωχτά κάθε γνωστό ή άγνωστο μέχρι τελικής πτώσεως. Συνήθως είναι δυο μαζί, η μια κόβει η άλλη ράβει. Από την πολλή τους την πρεμούρα να μάθουνε και να σχολιάσουνε αλλά να μην τις πάρουνε χαμπάρι, πιάνεται το χέρι τους να σταυροκοπιούνται μέσα στην εκκλησία, γιατί πάνω από όλα είναι η υπόληψη της θεοσεβούμενης.
Εμένα με είχανε βάλει να κάνω το παπαδάκι, πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή μου. Με ντύσανε με κάτι μακριά ράσα, μαύρα κι άραχλα και μου δώσανε ένα μεγάλο κοντάρι να κρατάω, που πάνω είχε ένα σχέδιο. Μόνο που δεν ήξερα τι να κάνω, δεν το είχα ξανακάνει ποτέ και κανείς δε μου έδωσε οδηγίες. Μπροστά στο να γίνω ρεζίλι στον κόσμο που κοιτούσε, αποφάσισα να κάνω ό,τι κάνανε κάτι κωλοπετσωμένα μούλικα που τα είχανε βάλει κι αυτά. Δεξιά πηγαίνανε αυτά, δεξιά κι εγώ. Ζερβά αυτά, ζερβά κι εγώ. Κάποια στιγμή τα είδα να πηγαίνουν και να στέκονται γύρω από το μεγάλο τραπέζι, την Αγία Τράπεζα, (όλα αυτά συνέβαιναν μέσα στο ιερό αλλά φαινόμασταν από την ανοιχτή πόρτα) και να μετακινούνται κρατώντας τα κοντάρια τους κυκλικά.
Άρχισα κι εγώ να κάνω το ίδιο. Πήγα και στάθηκα ανάμεσά τους και αρχίσαμε να κινούμαστε σαν τους δείκτες του ρολογιού προς τα δεξιά. Κάποια στιγμή φαίνεται ότι εγώ αφαιρέθηκα και δε μετακινήθηκα, γιατί αμέσως μετά κοπάνησα το κοντάρι μου με το κοντάρι ενός αντιπαθέστατου σκατού που από την αρχή με κοίταζε στραβά και σκάλιζε τη μύτη του. Ακούστηκε ένα δυνατό γκουπ και μετά πέσαμε επάνω στον παπά που κρατούσε το θυμιατό και γίναμε χάλια από τις στάχτες. Θυμάμαι το οργισμένο βλέμμα του όταν του σπάσαμε το θυμιατό. Συνέχιζε να ψέλνει, γιατί πάνω από όλα σημασία έχει η παράσταση και να μην καταλάβει τίποτα ο κόσμος, όπως κατάλαβα αργότερα όταν ασχολήθηκα με το θέατρο. την παράσταση ό,τι και να γίνει, δεν τη σταματάς. Βρήκε μια παύση μόνο και μου ψυθίρισε «θα σε ακοτώσω»! Μετά βγήκε έξω σα να μη συνέβαινε τίποτα και συνέχισε να ψέλνει τον εξάψαλμο. Εγώ από τη ντροπή μου εκείνο το βράδυ δεν έφαγα και είχα μονίμως κατεβασμένο το κεφάλι.
Την άλλη μέρα φύγαμε για την Αθήνα με το πλοίο. Τότε το πλοίο έπιανε και στην Οία και στα Φηρά, ακόμα το λιμάνι του Αθηνιού δεν είχε γίνει. Κατέβαζε τον κόσμο με τις λάντζες και τους ανεβάζανε με τα γαϊδούρια από το μονοπάτι. Μόνο σαν μακρινή ανάμνηση θυμάμαι ότι περιμένανε πώς και πώς να τελείωνε η κατασκευή του αεροδρομίου που άρχισε να λειτουργεί την επόμενη χρονιά και θα έφερνε «τσι τουρίστες». Στη Σαντορίνη έκανα 17 χρόνια να ξαναπάω

Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...