Ο βαρελοποιός πρώτα μετράει τις «ντούγιες»(τα ξύλα που αποτελούν το βαρέλι). Τις πελεκάει με ένα μαχαίρι, που λέγεται«ταλιακούδα» και μετά τις περνάει από μια μεγάλη «πλανιά», που είναι ακίνητη και σχηματίζει την κοιλιά του βαρελιού.
Ανάλογα με το μέγεθος του βαρελιού είναι και η φόρμα, όπου το σκαρώνει. Κάθε βαρέλι είναι στα άκρα στενό ενώ στη μέση φαρδύ.
Το ένα άκρο των ξύλων το κλείνει με στεφάνια, ανάλογα με το μέγεθος του βαρελιού, ενώ το άλλο άκρο είναι ακόμα ανοιχτό. Για να σχηματιστεί η κοιλιά του βαρελιού, κάνει μια σκάρα, όπως του μαγκαλιού, βάζει μέσα χοντρά ξύλα. Αφού δώσει φωτιά παίρνει τη σκάρα και από πάνω της τοποθετεί τα βαρέλι, όπως το προετοίμασε πιο πριν, με το ένα άκρο του δηλαδή έτοιμο. Με ένα συρματόσκοινο τριγυρίζει το βαρέλι στο άλλο άκρο που είναι ακόμη ανοιχτό. Με τι βίδα ένα εργαλείο με το οποίο πιάνει το συρματόσκοινο και από τις δύο πλευρές σφίγγει τα ξύλα και σιγά σιγά το άκρο αυτό που αρχικά είχε ετοιμαστεί.
Στη συνέχεια αναποδογυρίζει το βαρέλι, χωρίς να πειράξει τη βίδα. Κόβει σίδερα ανάλογα με το βαρέλι και τα καρφώνει με περτσίνια. Αφού τοποθετήσει το εξωτερικό στεφάνι του άκρου, αρχίζει να ξεβιδώνει τη βίδα και να προσθέτει τα υπόλοιπα στεφάνια. Αν το βαρέλι είναι 500 έως 1000 κιλά βάζει δέκα στεφάνια .
Μετά κάνει το «καβάρισμα» μπροστά και πίσω στα δύο δηλαδή στρογγυλά άκρα του βαρελιού με ένα σκεπάρνι γυριστό. Για να πιάσει το «φουντί», το στρογγυλό άκρο του βαρελιού, δηλαδή το καπάκι με τον «τζινιαδόρο» κάνει την πατούρα ένα είδος αυλακιού. Αφού ετοιμάσει το φουντί, το πατάει στην «πλάνια» και μετά το καρφώνει με δίμυτες βελόνες. Το φουντί αποτελείται από πολλά κάθετα κομμάτια ξύλου. Μετά παίρνει κουμπάσο από την πατούρα που άνοιξε, επί πέντε κουμπασιές. Παίρνει το κουμπάσιο και το τοποθετεί στο μέσο του φουντιού και παίρνει τον κύκλο στρογγυλό. Αφού αλείψει το στρογγυλό με μπογιά και φαίνεται το στρογγύλεμα της κουμπασιάς, με το «ξεγυριστάρι», είδος πριονιού το κόβει και γίνεται στρογγυλό. Με την «ταλιαδόρα», μια μεγάλη μαχαίρα, κόβει το φουντί γύρω γύρω για να χωράει να μπει στην πατούρα. Ύστερα ξυνει το φουντί με ένα ροκάνι για να γυαλίσει. Στην συνέχεια βάζει ζυμάρι από αλεύρι και νερό στην πατούρα και βγάζει τρία στεφάνια για να περάσει το φουντί.
Σηκώνει το βαρέλι όρθιο, σφίγγει τα στεφάνια και εφαρμόζει όλες τις ντούγες κι έτσι το βαρέλι δεν τρέχει. Ανοίγει μια τρύπα στη ράχη του βαρελιού απ’ όπου θα μπει ο μούστος στο βαρέλι, και μια μικρή σ’ ένα από τα δυο καπάκια του για να μπει η κάνουλα απ’ όπου τρέχει το κρασί.
Πηγη Χριστόφορος Μηνδρινός : Η Σαντορίνη που χάνεται