Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Λουκάς Ν. Νομικός (1886-1969) … ο Πειραιώτης!

Λουκάς Ν. Νομικός (1886-1969)
… ο Πειραιώτης!

Μέρος Β…

Μετά το Α μέρος (http://kallistorwntas.blogspot.gr/2017/09/1886-1969.html)  συνεχίζουμε το μικρό ταξίδι μας στο πρώτο λιμάνι της χώρας για να γνωρίσουμε τις άγνωστες  -για εμάς εδώ στην Σαντορίνη- πτυχές της ζωής του Λουκά Νομικού: την ζωή και την δράση του στον Πειραιά. Όχι όμως σαν εφοπλιστής, αλλά σαν δημότης, πολίτης και μόνιμος κάτοικος αυτής της πόλης.



Η σχέση του με την «Ιωνίδειο Σχολή Πειραιά»


Η «Ιωνίδειος» Σχολή Πειραιά είναι ένα από τα πιο ιστορικά δημόσια σχολεία (Γυμνάσιο-Λύκειο) του Δήμου Πειραιά. Ιδρύθηκε το 1847 με χρήματα του Κωνσταντίνου Ιωνίδη, ο οποίος το 1844 με επιστολή του προς τον τότε Δήμαρχο Πειραιά Πέτρο Ομηρίδη-Σκυλίτση  δήλωνε ότι διαθέτει το ποσό των 30.000 δρχ. για την ανέγερση σχολείου σε οικόπεδο που θα διατεθεί από τον Δήμο. Το οικόπεδο βρέθηκε στο κέντρο της πόλης, στην πλατεία Κοραή απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο και τα εγκαίνια έγιναν στις 21 Μάιου 1847. Το 1932  κατεδαφίζεται το αρχικό μικρό παλαιό κτίριο και στη θέση του ανεγείρεται το πολυόροφο κτίσμα που υπάρχει μέχρι σήμερα με δαπάνη η οποία καλύφθηκε με δάνειο που σύναψε η Σχολική Εφορία.
Στο site των αποφοίτων της «Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά» (www.saisp.gr/ionideios/?q=article/το-σχολείο-/49) διαβάζουμε για την θέση του Λουκά Νομικού στην Σχολική Εφορία:
 «….30 Οκτωβρίου 1933.   Θεμελιώνεται το νέο κτήριο. Η απόφαση της Σχολικής Εφορίας:  Γ. Ματσόπουλος (ιατρός, πρόεδρος), Ηλίας Βλασσόπουλος, Ματθαίος Χαμογεωργάκης, Αλκιβιάδης Μαντάς, Δημήτριος Γιαννουκάκος (υποδιευθυντής), Λουκάς Παπαγεωργίου, Σωτήριος Γιαννακάκης (γυμνασιάρχης), Δ. Πετρόχειλος, Α. Κυριακάκος, Λουκάς Νομικός, Σβορώνος και Μητσόπουλος και Γ. Εμμανουήλ (Διευθυντές).  Η ανέγερση του νέου κτιρίου, ειδικότερα όμως η απόφαση της τότε Σχολικής Εφορείας και του Διευθυντή της Σχολής να κατασκευασθούν στο ισόγειο του κτιρίου καταστήματα, εξασφάλισαν στη Σχολή τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για την κανονική και ομαλή λειτουργία της, ως προτύπου. Η τότε Σχολική Εφορεία μπορεί να θεωρηθεί μετά τον Κ. Ιωνίδη και τον Δήμο Πειραιά, τρίτος ευεργέτης της Σχολής…»
Από την «Ιωνίδειο» πέρασαν μαθητές: ο «άγιος των γραμμάτων» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο ακαδημαϊκός & σκηνοθέτης Σπύρος Μελάς, ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας, ο λογοτέχνης Αλέξανδρος Πάλλης, ο συγγραφέας Παντελής Χορν, ο ηθοποιός Αιμίλιος Βεάκης. Στα θρανία της έμαθαν γράμματα πολλοί μετέπειτα πανεπιστημιακοί, βουλευτές, εφοπλιστές, εκδότες, γιατροί, δικηγόροι και πλήθος προσωπικοτήτων καταξιωμένων στον κοινωνικό και επαγγελματικό στίβο του Πειραιά αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας. Μαθητές της Ιωνιδείου υπήρξαν και οι γιοι του Λουκά Νομικού, Νίκος και Δημήτρης.
170 χρόνια μετά την ίδρυση της, η Ιωνίδειος Σχολή εξακολουθεί να προσφέρει με την πνευματική και κοινωνική  της παρουσία στην εκπαίδευση του Πειραιά.
Το όνομα του Λουκά Νομικού αναφέρεται στις μαρμάρινες πλάκες των ευεργετών του σχολείου που κοσμούν το εξωτερικό του σχολείου.






Ο  «Ελληνας Ποντοπόρος» στον Τινάνειο Κήπο

Ο Λουκάς Νομικός υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος πρόεδρος της Ένωσης Εφοπλιστών Μικρών Αποστάσεων η οποία δημιουργήθηκε το 1940 στον Πειραιά. Διατέλεσε την πρώτη θητεία στα δύσκολα χρόνια του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου και της Γερμανικής Κατοχής 1940-1945, τον διαδέχτηκε ο Ανδρέας Συνοδινός 1945-1949  και εν συνέχεια έγινε ξανά πρόεδρος από το 1949 ως το 1964 με μια διετία διακοπής κατά τα έτη 1950-1952 όπου πρόεδρος είχε αναλάβει ο ανιψιός του Αλέξανδρος Σιγάλας, (γιος της εξαδέλφης του Καδιώς Σιγάλα).  Επί προεδρίας του λοιπόν, η Ένωση  δώρισε στον Τινάνειο Κήπο του  Πειραιά το άγαλμα του «Έλληνα Ποντοπόρου», έργο του γλύπτη Κώστα Βαλσάμη. Ο «Τινάνειος Κήπος» είναι ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα του Δήμου Πειραιά δίπλα στον Άγιο Σπυρίδωνα και δημιουργήθηκε το 1854 από τον Γάλλο ναύαρχο Τινάν από τον οποίο πήρε και το όνομα. Έχει ιδιαίτερη ιστορική σημασία καθώς σε δέντρο του είναι «καρφωμένο» τμήμα του πλοίου Clan-Fraiser που εξερράγη κατά την διάρκεια του βομβαρδισμού του Πειραιά τον Απρίλιο του 1941 από τους Γερμανούς και διαθέτει μεγάλη ποικιλία χλωρίδας με συκιές, πλατάνια, λεύκες, πεύκα, ακακίες Κων/πόλεως, ελιές, φοίνικες, βραχυχίτωνες, δάφνες, εσπεριδοειδή, αγγελικές, κουτσουπιές, θάμνους, μουριές, κυπαρίσσια και έλατα.  Στην κέντρο λοιπόν του Τινάνειου Κήπου βρίσκεται το άγαλμα να «ατενίζει» την θάλασσα, με την επιγραφή:
 Εις τον συντελεστή της νίκης Έλληνα Ποντοπόρον 
Η Ένωσις Ελλήνων Εφοπλιστών -  1949












«Ο καλός μου πατέρας και… το μαθιασμένο φουρνί». - Ηθογραφία μιας άλλης Σαντορίνης



Μεγάλη σκάση είχε ο καλός μου πατέρας, που η μάνα μου δεν ήξερε να τζιμπά μελιτίνια. Γιατί ήπρεπε, για να κάμομε τα δικά μας μελιτίνια να ψήσει ο καημένος στο φουρνί μας άλλων γυναικών τα μελιτίνια, για να βοηθήσουνε και εκείνες με τη σειρά ντως τη μάννα μου. Βλέπετε στο σπίτι μας είχαμε φουρνί με τα ξύλα, μιας και η λαλά μου το Καλλίτση ήτονε από το σόϊ των Ραϊσιδων γνωστών φουρνάρηδων.

Ο πατέρας μου ιδέα δεν είχε από φουρνί, αλλά μιας και υπήρχε στην αυλή μας, τετραπέρατος και προκομένος όπως ήτονε, γρήγορα το ΄μαθε. Και τι δεν ηκάναμε σε αυτό το φουρνί : ψωμί, ντάκο παξιμάδι, σταφιδιές, φεσκουλιές…

Αλλά η μεγάλη βόγα του φουρνιού ήτονε τσι ημέρες τσι Λαμπρής που είχε τη τιμητική του. «Το μαρτύριο» του καλού μου πατέρα ηξεκίνα απολούτρουα τσι Κυριακής των Βαγιών και ητέλειωνε το Μεγάλο Σαββάτο το βράδυ…. Και που ξύλα ο Χριστιανός, που ήπρεπε να τα φέρει με τον ώμο ή με το γάδαρο από το αμπέλι. Ευτυχώς ξύλα είχαμε, αφού είχαμε δικά μας αμπέλια.

-Κα, μακαριά των γωνιών σου Βάγγελε, θα μου ψήσεις και εμένα τα μελιτίνια μου; Και εγώ πάλι ότι θές…

-Να σου τα ψήσω, αλλά θώριε το μόνο που θέλω είναι να μάθεις τη Μαρία μου να τσιμπά μελιτίνια, γιατί μεγάλο καμό έχω. Να ψήνω εγώ, να τζιμπά η Μαρία μου, κανένανε πιο να μην έχομε ανάγκη.

Πράγματι σε ηλικία (8) χρονών, το όνειρο του καλού μου πατέρα έγινε πραγματικότητα και τζιμπούσα μελιτίνια. Μεγάλη χάζη είχα να βλέπει κανείς τα αφράτα και μικρά δακτυλάκια μου να κάνουν το μελιτίνι ολοστρόγγυλο με ψιλά-ψιλά τζιμπιά, λές και ήτονε από γρανάζι… Θυμούμαι, ερχότανε οι νοικοκυρές στο σχολειό και λέγανε στη δασκάλα μου τη Βάσω (Θεός σχορέστην) : Κα, άφησε λιγάκι το θυατεράκι να μου τζιμπήσει ένα τενεκέ μελιτίνια και να ρθεί πάλι… Και εγώ πιο δεν ήβλεπα την ώρα να πάω να τζιμπώ.

Τέλος πάντων. ΄Ητονε Μεγάλη Τρίτη. Από το πρωί στο πόδι εγώ με τον καλό μου πατέρα. Είχαμε να ψήσομε τα μελιτίνια, τσι Ματζουράνας, του Μαρουσού,και τσι Χαβαδιάς. Με το που βάζομε τα ξύλα μέσα στο φουρνί και ξεκινούσανε οι ερδινιές πως θα ανάβω το φουρνί, ξεσπά μια βροχή, άλλο πράμα.

-Ε! ποσό θα κρατήσει η εποχή που είναι, θα σταματήσει ήντα θα κάμει. Λιγάκι υπομονή. Βρέ πάει μεσημέρι και να ρίχνει καρέκλες.

-Βρε Βάγγελε, πες των γυναικών να πάνε στα σπίθια ντως, ο λεβάντες είναι τρελός, άμα πιάσει δεν ξεστερεύει. Μας φώναξε από απέναντι ο Σέργιος το Γαλί, που ήξερε καλά τσι καιροί, σαν μυλωνάς που ήτονε. Το σπίτι μας γεμάτο τενεκέδες (λαμαρίνες) μελιτίνια που τα χανε φέρει οι γυναίκες, καμωμένα , έτοιμα για ψήσιμο. Μέχρι και απάνω στο κρεβάτι είχανε βάλει.

-Και ήντα να γενώ τώρα. Ήντα να πω των γυναικών; Που να τα πάνε; Μεγάλη σκάση, μεγάλος βραχνάς. Οι γυναίκες να κλαίνε και η βροχή να μη σταματά.

Επιτέλους το απόγευμα, κατά τις πέντε η ώρα βγαίνει η νεραντζούλα με τα όμορφα χρώματα και φέρνει τη χαρά και το γέλιο στα χείλη μας.

-Άντε, Μαρία μου, φέρε ξύλα να άψομε γιατί σίγουρα εδώ δά θα ακούσομε τη Κασσιανή. ‘Άμ δε, που άναβε το φουρνί. Τα ξύλα ήτονε βρεμένα, που να ανάψει .

-Βρε τι με βρήκε σήμερο, να λέει ο καλός μου πατέρας. Όχι τη Κασσιανή, αλλά Λαμπρή θα κάμομε εδώ δά.

Μάταια προσπαθούσε ο καημένος να ανάψει. Μόλις ανάβαμε αμέσως ήσβηνε.

Από τσι φωνές και τα παρακάλια μας στο Θεό, ήκουσε η γειτόνισα η Ανάργυρη του Χλαπιού.

-Μωρή, πας ήρθε καθόλου η Άννα η Χαβαδιά εδώ ; Αν ήρθε, αυτή ηθάρμισε το φουρνί. Ο Θεός να σε φυλάει από το… μάτι τσι Χαβαδιάς.

-Μαρία, πήαινε μάνι-μάνι απάνω τσι λαλάς του Ζαμπιού, νάρθει να ξεθαρμίσει το φουρνί και το πατέρα σου, μου λέει η μάνα μου και τα μάθια τσι ητρέχανε δάκρυα, όπως και των άλλων γυναικών.

-Κα ω λαλά. Έλα γρήγορα γιατί αυτή η παγιοχαβαδιά ηθάρμισε το φουρνί και δεν ανάβει. Όλα τα μελιτίνια είναι μέσα στο σπίτι και απάνω στα κρεβάθια.

-Έρχομαι μάθια μου. Αλλά πες τσι μάνας σου να ρίξει μέσα στο φουρνί λιγάκι Τρανό αγιασμό και να θυμιάσει με καλό λιβάνι τα τέσσερα καντούνια του φουρνιού, να πεί και το κοντάκιο των Αγιά-Νεργύρων και έρχομαι. Ά, πες και του αφέντη σου (τον πατέρα μου εννοούσε) να βγάλει το λουρί του και έρχομαι…

Η λαλά το Ζαμπιώ, ήξερε και ήβγαζε το θαρμό με το μέτρημα και τσι παλάμες, με ένα ρούχο μακρύ, εκείνου που ήτανε ματιασμένος. Όπως καταλαβαίνετε, το λουρί (ζώνη) του πατέρα μου ήτονε το καλύτερο για την περίπτωση.

Οι οδηγίες τσι λαλάς δοθήκανε και αμέσως ξεκίνησε το λιβάνισμα. ‘Ηρθε , ήβγαλε το θαρμό του φουρνιού και του καλού μου πατέρα και αμέσως, ω! του θαύματος, άναψε περίτρανα. Οι τενεκέδες με τα μελιτίνια πηγαινοερχόντουσαν στο φούρνο και το χαμόγελο επιτέλους ήρθε στα χείλη όλων μας.

-Μωρή Μαρία, φέρε μάνι-μάνι να ψήσομε τσι Ματζουράνας, γιατί αυτή είναι και αποτσιπωμένη, μη μας δώκει και καμμιά παρόλα.

Όμως, η ώρα περνούσε και ο παπά –Λευτέρης σήμαινε για τον εσπερινό και πράγματι εμείς μείναμε στο φουρνί και ακούαμε από μακριά την «Κασσιανή».

Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτή την Μεγάλη Τρίτη, όπως ποτέ δεν θα ξεχάσω και ακόμα είναι στα θρούνια μου, η όμορφη μοσχοβολιά του λιβανιού, ανακατεμένη με το καμμένο ξύλο της αμπελιάς, με τη μαστίχα και τη βανίλια των μελιτινιών και τη φρεσκοριγμένη βροχή…

Βέβαια, ο καλός μου πατέρας (δάσκαλος πάντα για μένα) με έμαθε και το φουρνί να ανάβω και να μην ξεχνώ αυτά που κάναμε και ψήναμε αντάμα στο φουρνί μας . Και τα χαλάκια μας (παξιμάδια πασχαλινά με ζαφορά και τριμένο τυρί -χλωρό) και τσι σταφιδιές μας και το ντάκο μας κάνομε εμείς και τώρα, πάντα με συνταγή δικιά του.

Άς είναι καλά εκεί που είναι ο καλός μου ο πατέρας, συντροφιά με το μικρό θυατέρι που έχομε στην αυλή μας… το μικρό μας εκκλησάκι, την Αγία μας Καλλιόπη”.


Μαρία Πελεκάνου - Πρόεδρος Πολιστικού Συλλόγου Μεγαλοχωρίου - Το Μετόχι
Πηγή:
www.santonews.gr

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Τα προϊόντα της Σαντορίνης τον 17ο αιώνα

Ένας από τους πιο γνωστούς Ιησουίτες ήταν και π. Φραγκίσκος Richard ο οποίος κατέγραψε με τρόπο γλαφυρό την ξεχωριστή έκρηξη του 1650 του Κολούμπου. Στο πόνημά του : “Relation de ce qui s'est passé de plus remarquable à Sant-Erini, isle de l'Archipel”, παρουσιάζει εκτός των άλλων και τα προϊόντα της Σαντορίνης εκείνης της εποχής. 
«η Σαντορίνη παράγει αρκετό κριθάρι, όχι όμως ςκαι σιτάρι που θα μας επέτρεπε να ισχυριστούμε ότι το νησί αυτό είναι πραγματικά πλούσιο. Σπάνιοι είναι και οι βοσκότοποι εφόσον δεν υπάρχουν ρυάκια ή βρύσες. Το πόσιμο νερό που συγκεντρώνεται στις στέρνες προέρχεται από τον ουρανό αν δεν βρέξει τότε οι Σαντορινιοί είναι καταδικασμένοι σε θάνατο εκτός βέβαια αν πιουν από το γλαφυρό νερό των παραλιακών πηγαδιών. Το καλοκαίρι η γη δεν έχει ανάγκη από νερό. Και αν κάποτε βρέξει εμφανίζονται έντομα που καταστρέφουν όλη την παραγωγή. 


Παρόλο που το έδαφος είναι ξηρό σαν να έχει περάσει από πάνω του φωτιά, η υγρασία που απορροφά τη νύχτα παράγει άφθονα προιόντα: κριθάρι, φασόλια, και αρακά, που οι ιταλοί ονομάζουν Φάβα. Όταν ψηθεί γίνεται ένας νοστιμότατος πουρές. Παράγει ακόμα κεχρί, σουσάμι, κολοκύθια, αγγούρια και πεπόνια ζουμερά. Μεγαλώνουν χωρίς νερό ή περιποίηση όπως συμβαίνει στη Γαλλία. 
Τα πεπόνια φυτρώνουν από τον ίδιο σπόρο και μίσχο με τα αγγούρια που εδώ τα ονομάζουν «κατζούνια». Τα κλήματα έχουν ύψος μισό πόδι. Είναι φυτεμένα σε αρκετή απόσταση το ένα από το άλλο για να απορροφούν όσο γινεται περισσότερο χυμό από την ξερή γη. Ένα μέρος από τα κρασιά της Σαντορίνης εξάγεται στη Χίο, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη. Επι των ημερών μας, τα κρασιά είναι εξαιρετικής ποιότητας και πωλούνται πιο ακριβά από εκείνα της Νάξου και της Πάρου. 
Η καθημερινή τροφή των αγροτών συνίσταται σε παξιμάδι από κριθαρόψωμο. Το φθινόπωρο τρώγουν πολύ κυνήγι, ιδίως ορτύκια. Τα παιδιά ροκανίζουν το ψωμί με αρκετή όρεξη. Εάν κάποιος όμως το δοκιμάσει για πρώτη φορά, κινδυνεύει από αιμορραγίες. 
Εκτός από τα παξιμάδια συνηθισμένη τροφή είναι και τα χορταρικά. Το κρέας είναι σπάνιο. Μόνο οι πλούσιοι φτιάχνουν μια φορά το χρόνο παστά . Σφάζουν ένα παχύ βόδι και αφού το ξεκοκαλίσουν το κόβουν σε μικρά κομμάτια. Το βρέχουν με ξύδι, το αλατίζουν, και ύστερα το απλώνουν στον ήλιο για μία βδομάδα. Το παστωμένο κρέας διατηρείται όλο το χρόνο. Άλλοι το τρώνε ωμό. Άλλοι το μαγειρεύουν. 


Πηγή: Μ.Ρούσσος – Μηλιδώνης Ιησουίτες του 17ου και του 18ου αιώνα περιγράφουν το Αιγαίο, Εκδόσεις Δήμου Ανω Σύρου

Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...