Απόσπασμα από το : Φ. Κατσίπης: Το Χρονικό Του Κάμπου
μας, Πηγή: Μ.Δανέζης: Σαντορίνη ( 1970 ) σ.σ 242- 244
«.... Και έτσι η πρώτη μαρτυρία για την ντομάτα ειναι του
Πυργιανού Λαογράφου Ιω. Κυριακού, που σε μία από τις συλλογές του που
βρίσκονται στα αρχεία της Ακαδημίας και έχει γραφτεί στα 1875 λέει και τα εξής:
« Τα λοιπά προιόντα, μιλεί για το κρασί), δεν είναι λόγου άξια, εξαίρεση της
κριθής, του ωχρά (αρακά) του βάμβακος , των χρυσομήλων». Και παρακάτω γράφει
για τα φυτά που βγαίνουν στα χωράφια του Προφήτη πως καλλιεργούνται ...
«χρυσόμηλα, ων γίνοεται εξαγωγή και κράμβαι (γούλες). Άρα τα χρυσόμηλα, δηλ οι ντομάτες στα 1875
ήτανε από τα αξιόλογα προιόντα του νησιού μας ( όπως το κριθάρι και ο αρακάς)
και μάλιστα κάνανε εξαγωγή. Για μπελντέ όμως δεν λέει τίποτα. Από μία μελέτη
όμως του αειμνηστου Εμμανουήλ Βασιλείου που ήταν Σχολάρχης Φηρών που
δημοσιεύτηκε στον Δ’ τόμο του Χίλλερι,
πληροφορούμεθα πως « εξ αυτών κατασκευαζέται ο περιζήτητος πολτός,
κοινώς μπελτές, όστις πωλείται εν Σύρω, Αθήναις και άλλαις της Ελλάδος πόλεσιν
Πάντως η συστηματική καλλιέργεια της ντομάτας άρχισε από το 1920 ότε «αυξάνει καταπληκτικώς η
καλλιέργεια του πλουτοφόρου φυτού της ντομάτας εις τας περιφέρειας Μέσα Γωνιάς,
Πύργου, μπορείου και λοιπών χωριών όποιυ πολλαι άμπελοι μεταβάλλονται εις χωράφια δια φύτευσιν ντομάτας. Και το
1922 , η αυτή εφημερίδα γράφει : « αυξάνουν οι αγροί και λιγοστεύουν τα
αμπέλια, διότι οι αγροί των ντοματών, αποδίδουν πενταπλάσιο εισόδημα».
Και κατ αρχάς η καλλιέργεια της ντομάτας γινότατανε σε
φυτείες και κατά τον Μάρτη μεταφυτεύανε τα φυτά στα χωράφια. Ύστερα όμως
αλλάξανε σύστημα και σπέρνανε κατ ευθεία
στα χωράφια των ντοματοσσπορο. Δηλαδή σε μικρούς λάκκους ρίχνανε το σπόρο κι
όταν φυτρώνανε τα φυτά τα αραιώνανε αφήνοντας μία δυο ρίζες τις πιο καλλίτερες.
Ένα φουφούλιασμα κάνανε μονάχα κι όταν μεγαλώνανε τα φυτά, κι αρχίζανε να
δένουνε ντομάτες, τα βουλοχώνανε ( γονατίζανε), δλδ, γέρνανε τα φυτά από κει
που δεν τα πειράζε ο καιρός και τα σκεπάζανε με χώμα από τη μία μερια. Και τούτο
γινότανε για να αντέχουνε στον αγέρα και για να μην ψηλώνουνε τα φυτά, οπότε
όλη τη δύναμη την έπαιρνε το φυτό και όχι η ρίζα.
Αρχές του Μάη βγαίνανε τα πριμαρόλια ( πρώιμες) και στα
τέλη του Ιουνίου άρχιζε η μικρή βεντέμα, όπως λέγανε τον τρυγητό της ντομάτας. Δεν
ήτανε η καταυτού βεντέμα μα πάλι δουλεύανε αι τρυγητάδες που τις περισσότερες φορές ήταν γυναίκες.
Πρωτόγονος ήτανε ο τρόπος της παρασκευής του ντοματοπελτέ
εκείνα τα χρόνια. Και γινότανε όπως θυμούμαι με τον εξής τρόπο: Αφού τρυγούσανε
τις ντομάτες στα χωράφια, τις κουβαλούσανε στην κάναβα που εκείνους τους μήνες ( Ιουνιο και Ιούλιο)
ήταν αδειανή. Εκεί σε ένα δωμάτιο ή στο ρακιδιο, είχανε μεγάλες σκάφες και με
τα χέρια τους οι γυναίκες τις λιώνανε. Ύστερα κι αφού τις στίβανε καλά
περνούσανε το χυμό από το σουρωτήρι το μεγάλο για να μην περνούν οι σπόροι. Τον
καθαρό δε αυτό χυμό, τον βράζανε σε μεγάλα καζάνια, ρίχνοντας το αναλογο αλάτι.
Και αφού έβραζε καλά τον μεταφέρανε με καθαρούς γκαζοντενεκέδες του πετρελαίου στην ταράτσα, όπου είχαε απλώσει κατά σειρά σκαφίδια ρηχά και τα γεμίζανε με τον βρασμένο χυμό και τα αφήνανε στον ηλιο να ξεραθεί. Και για να μην κολλήσει μ ένα ειδικό ξύλινο κουτάλι τον ανακατεύανε αυτό το χυμό μέχρις ότου ξεραινότανε. Κι ύστερα τον μαζεύανε και τον βάζανε σε βαρέλια. Μα και ο κάθε νοικοκύρης έκανε του σπιτιού του τον μπελ΄τέ, βάζοντας τονε για να ξεραθεί σε σκουτέλες και σε πιάτα. Κι έτσι «βλέπεις τις ταράτσες και τις αυλές πλαισιούμενας από το βαθύ ερυθρούν χρώμα του χυμού της ντομάτας και εις τας σειράς των παρατεταγμένων αβαθών και παντός σχήματος σκαφιδιών και την αναδινομένην ευοσμίαν του τοματοπελτέ πληρούσαν την ατμόσφαιραν των τοματοπαραγωγών χωριών» καθώς έγραφε ένας χρονογράφος της εποχής.
Και αφού έβραζε καλά τον μεταφέρανε με καθαρούς γκαζοντενεκέδες του πετρελαίου στην ταράτσα, όπου είχαε απλώσει κατά σειρά σκαφίδια ρηχά και τα γεμίζανε με τον βρασμένο χυμό και τα αφήνανε στον ηλιο να ξεραθεί. Και για να μην κολλήσει μ ένα ειδικό ξύλινο κουτάλι τον ανακατεύανε αυτό το χυμό μέχρις ότου ξεραινότανε. Κι ύστερα τον μαζεύανε και τον βάζανε σε βαρέλια. Μα και ο κάθε νοικοκύρης έκανε του σπιτιού του τον μπελ΄τέ, βάζοντας τονε για να ξεραθεί σε σκουτέλες και σε πιάτα. Κι έτσι «βλέπεις τις ταράτσες και τις αυλές πλαισιούμενας από το βαθύ ερυθρούν χρώμα του χυμού της ντομάτας και εις τας σειράς των παρατεταγμένων αβαθών και παντός σχήματος σκαφιδιών και την αναδινομένην ευοσμίαν του τοματοπελτέ πληρούσαν την ατμόσφαιραν των τοματοπαραγωγών χωριών» καθώς έγραφε ένας χρονογράφος της εποχής.
διαφήμιση της δεκαετίας του 1970 |
Γρήγορα όμως η παραγωγή αυξήθηκε και το 1924 ιδρύθηκε
στον Μονόλιθο το πρώτο εργοστάσιο από τους αδελφούς Μ Νομικό ( Πέτρο και
Δημήτρη) με τον γαμπρό τους το Δημήτριο Μανουδάκη. Και που τις εργασίες
συνεχίζουνε σήμερα οι Γεώργιος και Πέτρος Δ. Νομικός ( τα παιδιά του
φαμρικαδόρου).
Τελειώνοντας σημειώνω πως τις μικρές και στρογγυλές
ντομάτες, τις λένε στη Σαντορίνη ( κουμεντόρια, ασφαλώς κατά παραφθορά του pommo d oro όπως τις λέγανε οι Επτανήσιοι.