Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Ανώνυμο (1650 μ. Χ.): Έμμετρη Διήγηση Φυσικής Καταστροφής Σαντορίνη

Η έμμετρη λαϊκή ρίμα που παρουσιάζεται εδώ, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο «Αττικό Ημερολόγιο» του Ειρηναίου Ασωπίου το έτος 1879. Αναφέρεται σ' ηφαιστειακή έκρηξη που 'λαβε χώρα στη Θήρα το 1650 και συνοδεύτηκε από παλιρροϊκό κύμα (τσουνάμι). Το έμμετρο αυτό ποίημα είν' Ανώνυμο αλλ' αποτελεί δείγμα λαϊκής δημιουργίας νησιωτικού χώρου της εποχής της Βενετοκρατίας μάλιστα σε μια κρίσιμη εποχή, όταν ήτανε σ' εξέλιξη οι Βενετοτουρκικοί πόλεμοι. Τα όρια ανάμεσα στο σύγχρονο ρεπορτάζ και τη λογοτεχνική δημιουργία είν' ακόμα ρευστά.   
                                            (Στέλα Κοντογιάννη)
-----------------------------------------------------------------------


Διήγησις ωραιότατη για το κακό που γίνη
Λέγω όντας ήψε η φωτιά επά στη Σαντορήνη
Με δόξαν του Ιησού Χριστού οπ' όλοι προσκηνούμεν
για να μου δώση δύναμιν λόγον καλόν να πούμεν
Δυο βέρσα που βουλήθηκα στον κόσμον δια να δώσω
πασανός για να τα γρικά ωσάν τ' αποτελειώσω
Κι όποιος διαβάσει και βρη τα κι είναι πολλά σφαλμένα
και εις τον τόπον που ζητούν δεν είναι συνθεμένα
Παρακαλώ τονε λοιπόν εμέ να συμπαθήση
γιατί ακόμη αμαθής βρίσκομαι σ' τέτοια φύσι
Μα 'γώ αυτός μου δεν μπορώ τα βέρσα ν' αρχηνήσω
και βούλομαι παρακαλιά σ' Θεόν μου να ποιήσω
Θεέ μου παντοδύναμε και πλαστουργέ, τ' ανθρώπων
πού τούπες πάντοτε να ζη με ίδρωτα και με κόπον
Με κόπον και με ίδρωτα θέλω κι εγώ ν' αρχίσω
και δόσμου την σην φώτησιν για να μετανοήσω
Εκ τα πρωτινά μου κρίματα , απ' αυτά να απέχω
κι εις το δικό σου θέλημα πάντοτε να ξετρέχω
Θεέ που όλα τα βαστάς και όλα τα σηκώνεις
και τα κρυφά και φανερά , εσύ όλα τα γνώνεις
Εσέν και γω παρακαλώ και σένα έχω θάρρος
άνε και σφάλω πούβετις* μηδέν το πάρης βάρος
Εσύ Θεέ τα δύνεσαι όλα να μου τα δώσης
και τους νεκρούς από την γήν δύνεσαι να σηκώνης
Καθώς με μιαν σου φωνήν Λάζαρος ενεστάθη
και εσηκώθηκεν ορθός, ποκάτω απού τα βάθη
Λοιπόν Θεέ μου που αυτή ήκαμες θαυμασίαν
δος και σεμένα τον φτωχόν δύναμιν και σοφίαν
Για να μπορώ με τ' όμορφο μόδο να τα τελειώσω
αυτήνα που εβάλθηκα σε ρίμα να τα δώσω
Χριστέ δέξε την δέησιν ετούτην οπού κάνω
ιδέ μου και την όρεξιν και κόπον οπού βάνω
Πάτερ αγέννητε Θεέ κύριε των κυρίων
και συ Χριστέ μου γεννητέ σύν πνεύμα το αγίον
Τριάδα ομοούσιος που είστε μία θεότης
καίχετε μία βούληση και μία αγιότης
δόξαν λοιπόν να έχετε ομάδι και τα τρία
μαζί και με την δέσποινα Μαρίαν την αγία
Λέγω μητέραν του Χριστού , παρθένα τω παρθένων
πάντοτε πρέσβευε γιαμε τον πολλά αμαρτεμένον
Αξίωσέ με δέσποινα να σε έχω παντοχή μου
.......................................................................
Και εις τους κόλπους του Αβραάμ να έλθω και να φτάσω
όσα μου προετοίμασε ο υιός σου να απολαύσω
Λοιπόν αγία δέσποινα μυριοχαριτωμένη
που με θεόν και σον υιόν είσαι δεδοξασμένη
Εσείς και με αξιώσετε να έβρω άνεσιν καμπόση
και στείλετε άγγελον αγαθόν βοήθεια να μου δώση
'Αγγελε φύλαξ, βλέπε με από τα κακά να απέχω
και στου θεού το θέλημα πάντοτε να ξετρέχω
Ο κύριος σε ώρισε να είστε συντροφιάν μου
οπού και ανεβρίσκομαιν να σέχω βοήθειά μου
Μηδέ μ αφήσης μοναχόν και βρει και με τραβήξη
οχθρός μου ο παμπόνηρος και σαμαρτία με ρίξη
Λοιπόν άγιε άγγελε πρέσβευε ογιαμένα
Δια όλα μου τα κρίματα να είν' συμπαθημένα
Και όλοι οι αρχάγγελοι ποιείτε ικεσίαν
διαμένα τον αμαρτωλόν να έβρω σωτηρίαν
Και συ πρόδρομε βαπτιστά δέσποτα του Χριστού μου
δια μένα πρεσβέβευσε λοιπόν εμπρός στου ποιητου μου
Τα κρίματα που ήκαμα να 'ναι συμπαθημένα
και ας χαρίση την ψυχήν σήμερον απ' εμένα
Ανδρέα μου πρωτόκλητε, με τσ' άλλους αποστόλους
εβγάλετε κι εσείς, από του εχθρού τους δόλους
Επειδή γυρεύει πάντοτε εμένα να πειράζη
από του θεού την συνταγή γυρεύει να με βγάζη
Παρακαλώ πρεσβευσατε βοήθεια να μου δώση
κεις κόλασι παντονή να μη με αποδώσην
Ω! άγιε Βασίλιε, Χρισόστομε Ιωάννη
Γρηγόριε Θεόλογε πάς ένας σας ας κάμη
Ήγουν ωσάν παράκλησι, πρέσβευσε ογιαμένα
δια να μου δώση ο Θεός συμπάθειαν στα φταισμένα
Γεώργιε, Δημήτριε, Θεόδωρέ μου Τήρων
οπού επολαύσετε και σείς τον κλήρον των μαρτύρων
Που εχύσετε το αίμα σας διαγάπην του Χριστού μου
γλυτώσετέ μου την ψυχήν και σεις από του εχθρού μου
Αντώνιε, Χριστόδουλε, Σάββα ασκητών το κλέος
νέον παιδί τις δαίμονες είπετε κείχε........................
Χορός μαρτύρων γυναικών και ασκητών οσίων
οπού κι εσείς εβρίσκεστε με πάντων των αγίων 
Παρακαλέτε καισείς κύριον τον Θεόν μου
δια να με βγάλη γρήγορα εκ τα βάσανα του κόσμου
Να έρθω και να χαίρομαι στην άνω βασιλείαν
να μη ζητά πλιό το κορμί να κάνη αμαρτία
Αξίωσέ με κύριε τι άρχισα να τελειώσω
και τα κακά οπού κάμα όλα να μετανιώσω
Να βρίσκομαι στην χάρι σου στα έργα τα δικά σου
για να θυμούμαι πάντοτε και τα μυστήριά σου
Να κοινωνώ μιαν φοράν κάθε σαρακοστή σου
καθώς επαραγγείλασι πατέρες οι εδικοί σου
Μόνον Θεέ συμπάθειον ασείν στα κρίματά μου
γιατί πολλά σου ήσφαλα κύριε ποιητά μου
Και τώρα αρχήν με θέλημα το εδικόν σου βάνω
και από τώρα και ομπρός να μην σου αμαρτάνω
Μονάχα σε παρακαλώ δος μου να τελειώσω
τα όσα 'δω ελόγιασα σε ρίμα να τα δώσω
Λοιπόν τούτα αρχήνωτα με θέλημα δικόν σου
και μην μας αποχωρήσης πλιό Χριστέ το πρόσωπόν σου
Μα στείλε μου το πνεύμα σου νάρθη να με φωτίση
ωσάν τους αποστόλους σου και μένα να οδηγήση
Δόξαν Χριστέ μονογενή να το οπού κατεβαίνει
το πνεύμα σου το άγιον και εισεμέ εμπαίνει
Λοιπόν ετώρα βούλομαι κι εγώ άρχοντες ν' αρχίσω
τα είδασι τα μάτια μου μιαν πάρτη να μιλήσω
Γιατί κατέχω δεν μπορώ όλα να σας τα δώσω
ήγουν να τα γρικήσετε ουδ' έγω να σας τα δώσω
Και αγκαλά και ο λογισμός μου λέει μην απλώσης
ν' αρχίσης πράγμα περισσό να μην μπορείς να σώσης
Πάλιν θωρών την όρεξιν, οπού πολύ με βιάζει
και δια να γράψω την αρχήν με σύρνει συ............
Τώρα λοιπόν ηνκλήνομαι της όρεξης να δώσω
εκείνο που βουλήθηκα και ως μπορώ αποσώσω
Και έτζι σας παρακαλώ με πόθον φικρασθείτε
όσα που σας διηγούμαι 'δω αλλού να τα μιλείτε
Μη δεν θαρρήτε Χριστιανοί πως θέλω ν' αρχηνίσω
να λέγετε και μπουφουνιές θέλω να σας μιλήσω
Και έτζι σας παρακαλώ κλαίγετε μετ' εμένα
και λέγω σας αλήθεια  το πως κλαίσι και μένα
Τα μάτια θυμώντας τα εκείνα του είχαν δούσι
τα χείλη μου του ταπεινού φρίττουσι κι απορούσιοπού 'δαμεν εμείς επά κι στα νησά τα άλλα
Μα το περίσσο έγινε επά στην Σαντορήνη
οπού λογιάζαμεν πως ποτέ τέτοιον να μην εγίνη
........τα λέγω γρικήσομεν πάρτη από τους γονιούς μας
..........ξανάψεν η φωτιά με γνώμην του Θεού μας
Χριστέ μου και λυπήσου τους δόστωνε σωτηρία
να μην ιδούσι οι φτωχοί του εχθρού την τιμωρία
Αξίωσέτες κύριε σ' παράδεισον να μπούσι
και μ' όλους σου τους δίκαιους να σε υμνολογούσι
Να χαίρονται τ' αγάλουνται κόσμου να μη θυμούνται
γονέους παιδιά εφήκασι να μην τους ελυπούνται
Τούτα λοιπόν τα ύστερα έγιναν την Δευτέρα
οπούτονε του Νοέμπριου η τετάρτη ημέρα
Μια φορά μόνο ήβγανε αυτήνην την ημέραν
και πλέον δεν εφάνηκε και ήρθεν η εσπέρα
Και Τρίτη εξημέρωσε πάλι 'δαμεν και κάνει
πότε σ' μνιάν ώραν πότε σ'δυό μιαν φοράν εβγάνει
Κι άνθρωποι εξεφοβήθησαν στον άμμον εδιαβήκαν
δεν ημπορώ να σας ειπώ τα ψάρια οπού βρήκαν
Κοφινια εγεμώσασι και φέραντα απάνω
και ήφαγα και 'γω απ' αυτά καθώς αναθιβάνω
Λοιπόν ήμπε και Δεκέβριος και τους σεισμούς συχνιάζει
και λέγαμεν τα σπήτια μας πας ένας να τ' αδειάζη
Εκ τους περίσσους τους σεισμούς μην πέσου και χαλάσου
άνθρωποι ναι να σκοτωθού και ρούχατους να χάσου
Κι όσον επλήθυναν οι σεισμοί η φλέγα αδυναμίζει
και να σχολάζη τον θυμόν οπού 'χεν αρχηνίζει
Και εις τας πέντε του αυτού Πέμπτη ημέρα πάλι
του άγιου Νικολάου το σπερνό εθέλασιν εψάλλει
Και είπαν πως ανέβηκε η θάλασσα παράνω
μα νέφος δεν εφάνηκε καθώς αναθιβάνω
Τότες το ητι εγέννηκε εγώ ουδέν το είδα
γιατί 'μουνε στην εκκλησά οπούτον πανηγύρα
Κήρθεν η Πέφτη το ταχύ και φλέγα ουδέν βγάνει
σαν πάντοτε οπού 'ζαρε δύο και τρεις να κάνει
Βλέποντας εχαρήκαμεν ολίγον οι θλιμμένοι
......τάς πως εσκόλαζε η φλέγα η οργισμένη
Και ειστόν καιρόν των έγινε νησί που λέν καμένη
ογδόντα χρόνοι είπασι πως να 'ναι περασμένοι
Και σφάλαν οι γονέοι μας, τάδασι δεν τα γράψαν
και πήρασιν τα είδασι και μαζίτως τα θάψαν
Μα 'ν είχα μας στα γράψουσι ουδέν τα λησμονούμαν
και είσε στράταν θεϊκήν θυμόντας τα επερνούμαν
Μα οι γέροντες επόθαναν κι οι νέοι εποξεχάσαν
κι αφήκαν όλοι τα καλά και τα κακά επιάσαν
Ο φθόνος επερίσσευε, πορνίες και κλεψίες
οι ζούρες και ζηλοφθονιές και οι καταλαλήσεις
Γιαυτό ο Θεός θωρώντας μας θέλει να μας παιδέψη
φόρση μετανοήσωμεν σημεία σαν μας πέψει
Κάρχισε κήκανε σεισμόν μιαν φοράν τον μήνα
και πάλιν μετά τον σεισμόν, μας ήπεψε και πείνα
Και μεις εις το χειρότερο πάντα επορπατούμαν
ούτε θεού θυμούμεσταν ούτε φτωχόν λεούμαν
Και γράφ' τώρα αρχήν, ποτέ του που ερχηνίσαν
σεισμοί καθημερούσιοι και μας εφοβερίσαν
Χίλιους εξακόσιους πενήντα που βαστούμεν
τον μήνα τον Σεπτέβριο έγινε το διηγούμεν
Σάββατο μέρα ήτονε ύψωσις του σταυρού μας
κι όλοι μας ενηστεύαμεν δι' αγάπην του Χριστού μας
Τότε λοιπόν κάνει σεισμόν και ήτονε μεγάλος
μα 'μεις δεν ελογιάζαμεν πως θένα γένη κι άλλος
Κυριακήν εξημέρωσε κι όλη την νύχτα κάνει
τα κλάματα ηρχίσαμεν πολλά μας κακοφάνη
Ευρίσκαμεν τους γέροντας κι όλους τους ρωτούμεν
λόγον καλόν να μας ειπούν να παρηγορηθούμεν
Λέση μας φυσικόν της γής είναι σεισμούς να κάνη
με τις μπονάτζιες τις καλές γι' αυτό άνεμο δεν κάνει
Όλο μπονάτζιες ήτονε και όλοι το λογιάζαν
.......να είναι καθώς λέμεν έτζι το λογαριάζαν
Μα αρχίζει κάμνει κι άνεμος και οι σεισμοί κρεσέρου
μου δε την νύχτα παύουσι αλλούθε ταχυτέρου
Η εβδομάδα εμέσωσε και τόσον εσυχνιάζαν
και τότες πάλι οι φρόνιμοι άλλα ελογαριάζαν
Οι γέροντες αρχίζουσι να κλαίσι να βρυχούνται
και όσοι εφρονούσασι με φόβον τους φικρούνται
Λέσιν παιδία κατέχζετε και κατά που θωρούμεν
φωτιά θ' ανάψη στο νησί και θένα φοβηθούμεν
Μα ας βγάλομεν κονίσματα Θεού να δεηθούμεν
κι ας δώσομεν και των φτωχών εκείνο που μπορούμεν
Μήπως και πάψη τον θυμόν και να μεταγνωμήση
να μην την άδη στο νησί και θέλει μας κεντήση
Ήτονε μέρα Κυριακή, τότες οπού τα λέγαν
και κείνοι που τ' ακούγασι ερχίσασι και κλαίγαν
Τότε επρωτοβγάλασι κονίσματα οι παπάδες
κι όλοι τους ακλούθησαν οι νέοι και οι γράδες
Επήγαμεν γυρίσαμεν καστέλι φοβισμένοι
λέμεν βοήθησε Χριστέ γιατίμεστεν φταισμένοι
Και πήγαμεν σταλάραμεν εις την άγιαν Θεοδοσίαν
και οι παπάδες στον Χριστόν ποιούν την ικεσίαν
Και το καστέλι και αυτό γυρίσαμέν το μέσα
και πάλε τα κονίσματα στις εκκλησίες τα θέσα
Τότες εμελετήσασι Τετράδην αν εζούμεν
στις πλιά αλάργου εκκλησές όλοι μας να διαβούμεν
Λοιπόν την Τρίτην απόσπερού καμπάνες διαλαλούσι
Τετράδη εάν ξημερωθή όλοι να μαζοκτούσι
Ετσι σαν εξημέρωσε όλοι εμαζοκτήκαν
μικροί τρανοί και γέροντες γιατί όλοι φοβηθήκαν
Και οι παπάδες αρχηνούν παράκλησιν ποιούσι
και όλοι απάνω στο βουί είπασι να διαβούσι
Παίρνομεν τα κονίσματα και πιαίναμεν με βία
Σε μίαν ώραν σώσαμεν στο άγιον Ηλίαν
Διαβάζουσι και λειτουργού λέσι σεισμού κανόνα
οπού εμείς γρικώντας στην τα μάτια μας βουρκώνα
Μάλιστα στην ενάτην ωδή είπασι ένα τροπάρι
που όποιος το πρωτόγραψε είχεν περίσσα χάρη
Και θεναγράψω την αρχήν και πιάσετε να το δείτε
για να μετανοήσετε θεού να θυμηθείτε
Η γη οπού είναι άγλωσσος βοά και μας λέγει
για τις δικέσας αμαρτίες κύριος με σαλεύγει
Τούτα εμείς ακούγοντας ετρέμαμεν σαν ψάρη
πως μας εκαταδίκαζε εκείνο το τροπάρι
Και άλλα πολλά διαβάσαμεν και λένε να τραβούμεν
μέσα στον άγιον Στέφανον όλοι μας να διαβούμεν
Κινούμεν οι κακότυχοι με φόβον περπατούμεν
σαυτήνη την κακοστρατιά πως να την κατεβούμεν,
Και με την χάρην του Χριστού όλοι εκατεβήκαν
και ειστόν άγιον Στέφανον επήγασιν και μπήκαν
Τότε κι εκεί οι παπάδες μας αρχίζου λειτουργούσι
πάρτη απ' εμάς διψούσασι δεν είχασι να πιούσι
Γιατί νερό δεν ήν και πήγασι να βρούσι
και οπού να το φέρουσι παπάδες λειτουργούσι
Λοιπόν ωσάν το φέρασι ήπιαν όσοι διψούσαν
και παρευθύς αρχίζουσι την στράταν επερπατούσαν
Και ειστό Καμάρι επήγαμεν και όλοι καρτερούμεν
και λειτουργούσι και εκεί και απόκεις διακινούμεν
Κεις την κεράν την Μπισκοπή κινήσαμεν και πάμεν
όλοι μας επεινούσαμεν δεν είχαμεν τι φάμεν
Και απ' εκεί εσιμώσαμεν λαόν πολύν θωρούμεν 
από το κάστρον ήτανε κι εκει συνομιλούμεν
Και αποχαιρετιστήκαμε την στράταν τως αρχίσαν
πάσι ειστό καστέλιν τως και μας εκεί εφήσαν
Την στράταν τως επιαίνασι και όλον εμάς θωρούσι
όπως εβρέθημεν πολλοί εκείνοι απορούσι
Εδιάβαμεν στην Μπαναγιά κι όταν ελειτουργούμαν
σεισμόν μεγάλον ήκαμε και όλοι απορούμαν
Παίρνομεν δυο κονίσματα από την Παναγίαν
κειστο καστέλι ερχούμεσταν με φόβον και με βίαν
Ερχούμεσταν σιμώνομεν απέξω στο καστέλι
και πάλι σεισμόν ήκαμε και να μας φάει θέλει
Έρχουνται αρωτούμεν τους γιατίποτις μαντάτο
λεν τα καστέλια εκόντεψα να πάσι άνω κάτω
Από σεισμούς τους φοβερούς , πολλούς και δυνατοί ήσαν
πάρτη σπίτια εχαλάσασι και πάρτη εραγίσαν
Αρχίζομεν και κλαίγαμεν και όχι διά την ζωήν μας
μα δια τα έργα τα κακά κλαίγαμεν την ψυχήν μας
Διατί αναποθάνουμεν αφνίδια οι καημένοι
κατέχω οι περισσότεροι ήμεστεν κολασμένοι
Α αμή ο παλυέλεος να μας συμπαθήση
και από την παράδειςον να μην μας εχωρίση
Και οι παπάδες μας λέγουσι αύριον Πέφτη είναι
και ξεύρετε η εορτή του Θεολόγου είναι
Και αν θέλετε ας πάγομεν όλοι στην εκκλησίαν
και άνδρες γυναίκες και παιδιά να κάμομ' αγρυπνίαν
Και παρευθύς εδιάβημεν, από βραδύ ντελόγκου
ογια να κάμομεν αγρυπνία του αγίου Θεολόγου
Και όλην την νύχτα έτρεμε η γής η καϋμένη
μα μείς δεν εξανοίξαμεν την νύχτα τι εγένη
Γιατί 'παν κήψε η φωτία τότες τη νύχτα 'κείνη
είσε χωρία κατοικούν, οπού την είδαν 'κείνοι
Γιατί οπού είπαν κείδαν τη έγινε η γαλήνη
καθώς θέλομεν σας 'πει ύστερα τι εγίνη
Και επήγαμεν στη λειτουργιά στο μοναστήρι εμπήκαν
στου Θεολόγου την εορτήν όλοι εμαζοκτήκαν
Έκαμαν αρχή να λειτουργού πάλιν σεισμόν γρικούμεν
........ποτέ του δυνατός και όλοι απορούμεν
Αφάνη πως η εκκλησία γέρνει να μας πλακώση
άψαλτους ακοινώνητους  είθε να μας χώση
Οοικονόμος λειτουργά δώνει τ' αντιδεράκι
και παίρνει μας εις το κελί και δώνει μας ρακάκι
Και σαν μας αποκέρασε λέγει εδά διαβείτε
στα όξω σπίτια γυρίσετε και απόκεις γευθείτε
Πάμε λοιπόν στα ξώπορτα κι εκεί βρώμον γρικούμεν
τόσον εβρώμην άσκημα και όλοι απορούμεν
Ωσάν τζεντίνα καραβιού σου φαίνεται και ήτον
η βρώμα ουδέτινάς δεν ήξευρε τι ήτον
Και ως τάφη και ως μπόλμπερη κι ως λάσπη βουρκιασμένη
καθολικά σου φαίνουντο η βρώμα οπού βγαίνει
Και εις την πόρτα επήγαμεν και λέσιντο και 'κείνοι
πως τέτοια βρώμα ουδέποτε δεν είδασι αυτοίνοι
Πέρνα επήγασι άνθρωποι να ειδούσι
και παρευθύς εδράμασι και ήρθαν να μας πούσι
Το πως γαλήνη είδασι σαν να 'τονε σημάδι
και όσοι έτυχαν εδεκεί εδράμαμεν ομάδι
Μιαν αλωνάδα βλέπομεν και όλοι θαυμαστήκαν
Πολλοί ελόγιασαν κείπασι σημάδι να μην ήτο
μα ύστερα στανιότονε εμολογήσασίν το
Και βάνουσι και στοίχημα από μπονάτζα νάναι
ένα 'κοσάρι εβάλανε να πάσι να το φάνε
Πολλοί απ' εμάς εστέκαμεν όλοι εκεί θωρούμεν
και ο Κονόμος μας μηνά να πάμεν να γευτούμεν
Όσοι λοιπόν εθέλαμεν πάμε για να γευτούμεν
και κείθεν που γευούμεστεν για την φωτίαν μιλούμεν
Κηκλέγαμεν ο είς τ' αλλού λες κι φωτία θενάψη
αν άψη στην γαλήνη αυτή όλους θενά μας κάψη
.....σιμά εξάνηκε λέσι να 'ναι μίλια έξι
.....έκαμεν μέγαν κακό επάθελε να βρέξη
Εκ τον Κολούμπο ήδεικτε αντίκρυς Αιρακλείας
φόβος γαρ ήτονε σε μας τρόμος τε και δειλία
Λοιπόν, λίγον ενέπαυσε η βρώμα που εφάνη
και ο Κονόμος αρχηνά και το ποτήρι πιάνει
Και τα γεμάτα ερχίσαμεν κι αφήνομεν τον βρώμον
παπά Ανετόλιον τον λέν αυτόνον τον Κονόμον
Και απίτης επογεύτημε όλοι εμαζοκτήκαν
και εις το μύλον στο δροσό πολλοί απ' εμάς διαβήκαν
Και στην γαλήνη πάντοτε πολλοί απ' εμάς θωρούμεν
και μερικοί εφοβούντανε και μεις τους εγελούμεν
Το μεσημέρι βλέπομεν και ωσάν βουνάκι βγάζει
λέγω από την γαλήνη αυτή και πάνω το ανεβάζει
Ντελόγκο ερχηνίσαμεν και όλοι μοιρολογούμεν
τα στήθη μας εδέρναμεν Θεόν παρακαλούμεν
Δέσποτα πολυέλεε και κάμε λεμοσύνη
και πάψε αυτόνο το κακό π' εφάνη στην γαλήνη
Κι όταν αβράδυαζε ο Θεός άλλο ένα εβγάνει
ωσάν το απάνω που είπαμεν και την γαλήνη εφάνη
Και βασιλεύει ο ήλιος πάμεν στις εκκλησίες
στανιό από τον φόβον μας κάνομεν αγρυπνίες
Και τα λοιπά καστέλια και αυτά εφοβηθήκαν
για το σημάδι που είδασι όλα παραπαρθήκαν
Μα μείς επαντέχαμεν πότε να ξημερώση
να πάμεν στην κερά-Παναγιά, βουλή 'χασι μας δώση
Όλοι παπάδες το 'πασι εμάς για να διαβούμεν
δίχως φαϊ δίχως πιοτό να πάμεν και να 'ρθούμεν
Έτσι σαν εξημέρωσε κονίσματα εβγάναν
και οι παπάδες αρχηνούν και δέησιν εκάναν
Περίσσοι εμαζέκτηκαν και όλοι μας κινούμεν
και απάνω που κινούσαμεν μια φωνή γρικούμεν
Λέσι, Χριστέ βοήθησε και σα βουνί εβγήκε
.....του την γαλήνη αυτήν κι απάνω ενεβήκε
'Ασπρο και μαύρο ήτονε στον ουρανό παγαίνει
το άσπρο με τα νέφαλα ανάκατα εγένη
Γιατί τα μαύρα είπασι πέτρες και χώμα να'το
θωρώντας πως εγύρισαν και πήγασιν εκάτω
Τότε φρονίμοι ελόγιασαν απάνω μη διαβούμεν
ήγουν στην κερά Παναγιά να να δυσκολευτούμεν
Και οι παπάδες λέσι μας παιδιά μη φοβήθητε
και δεν μας βλάπτει η Παναγία μον' όλοι σας να 'ρθείτε
Και με τον λόγον αυτονόν αρχίζομεν τον δρόμον
αμίλητοι εδιαβαίναμεν με φόβον και με τρόμον
Εφτάξαμεν στην Παναγίαν με φόβον λειτουργούσι
την Παναγίαν παρακαλού δια να μας υπακούσι
Και ο παπά-Μακάριος είπεν την λειτουργίαν
και αντίδωρα εφάγαμεν γυναίκες και παιδία
Και πάραυτα κινήσαμεν κάτω να κατεβούμεν
στον άγιον Ηλίαν σταλάραμεν νεράκι ογιά να πιούμεν
Τότε πάλιν εσήκωσεν ένα βουνό μεγάλο
κι εκείνο εφοβήθημεν παρά κανένα άλλο
Σαν κομματίες εκτύπησεν και όλοι τις γρικούμεν
την στράταν εκινήσαμεν και όλοι εγλακούμεν
Και μια βάρκα είδαμεν κι θάλασσα την παίρνει
και πάλι ματαγύρισε στον άμμο την εφέρνει
Λέμεν παιδία ας πάγουσι άνδρες να τη γλυτώσου
και κείνοι που την έχουσι θέλουσι τις πλερώσου
Αμή τινάς δεν ήθελε να πάγη να την εύρη
καλλιά η βάρκα να χαθή παρ' άλλος να παρτήρη
Πάμε λοιπόν ογλήγορα πλιο δεν καρτερούμεν
γιατί όλοι εσπουδάζαμε στα σπίτια μας νάρθούμεν
Λοιπόν, ήρθαμεν και κατέβημεν στον Πύργο κουρασμένοι
είμεστα εκ τη πίκρα μας ωσάν ξεψυχησμένοι
Και απήν εβράδυνε ο Θεός πάμε να κοιμηθούμεν
Το Σάββατο εξημέρωσε γαλήνη παναδούμεν
χειρότερα εκρεσέριζε κι όλοι μοιρολογούμεν
Ήβγανε και εσκόλαζε το μαύρο κατεβαίνει
το άσπρο φαίνουνταν καπνός στον ουρανό ανεβαίνει
Ολημερούσιο ήβγανε μα πότε που και λίγου
ημέρα οπού είχαμεν χάριτος του αγίου
Το Σάββατο εβράδιασε πάμε στις εκκλησίες
και πάλιν ελογιάζαμεν να κάμομεν αγρυπνίες
Εμείναμεν στις εκκλησές ήως να ξημερώση
και τον παπά ενεμέναμεν απόλυσι να δώση
Έκαμε την απόλυσι και βγαίνομεν να δούμεν
και ρόδιζε η ανετολή και όλοι την θωρούμεν
Τα πράγματα οπούδαμεν μην είχαμεν να δούμεν
ποιος ήθελεν πειν οπ εμάς  πως θενα 'βραδιαστούμεν
Μικροί τρανοί εμπροβάλαμεν να δούμεν την γαλήνην
και δα δηγούμαι, ανήμπορα ηντάδαμεν...................
Εις την γιαλήνη ήβγηκε ωσάν βουνό μεγάλο
μ' αυτό ουδέν εσκόλαζε ωσάν σκολάζει το άλλο
Μ' άλλον απάνω ενέβηκε και άλλο κατεβαίνει
κι απάνω εκ την κορυφήν φωτιά είδαμεν και βγαίνει
Και πάραυτα με την φωτιά κτύπους βροντές γρικούμεν
και λέγαμεν εκ του φόβου μας πως θένα τρεζαθούμεν
Ήτονε μέρα Κυριακή, Κυριακού του Αγίου
εικοσιεννέα είχαμεν τότε του Σεπτεβρίου
Εδράμαμεν στις εκκλησές και έρχισα λειτουργούσα
και όποιοι ήταν άξιοι ανθρώποι κοινωνούσα
Και κάνοντας απόλυσι πάμε ογια να δούμεν
και πάντα εκρεσέριζε και όλοι απορούμεν
Μαύρος εγίνη ο ουρανός κι θάλασσαα φορμίζει
πάρτη χωράφια παίρνει μας κίσηρα τα γεμίζει
Κι όλοι μας ετρομάξαμεν κονίσματα αρπούμεν
και οι παπάδες λέσι μας το γύρω να διαβούμεν
Καστέλι να γυρίσωμεν μικροί τε και μεγάλοι
τότε σ' αυτό γυρίσαμεν μας είπασίνε πάλι
Αμέτε εις τα σπίτια σας αθέτε να γευτείτε
άμε φυλάγεστε κρασί κανεί σας να μην πγείτε
Επήγαμεν μα όρεξη δεν είχαμεν να φάμεν
και παρευθύς εφύγαμεν και ειστην πόρτα πάμεν
και το κακό ουκ έπαυε μα πάντα του εβγάνει
και κτύπους και αστραπόβροντα όλην την μέρα κάνει
Και τόσον οπού σήκωνε την θάλασσα πληθαίνει
και λέγαμεν κατακλυσμός, Χριστέ μου, να μην γένη
Γιατί όσο εμεσημέριαζε ετόσον και πληθαίνα
λάντζες βροντές και αστραπές που την γιαλήνη βγαίνα
Κη γης ουδέν εσκόλαζε μα πάντα της ςσούντο
και πας ένας ήρχισε και από καρδιάς βριχούντο
Καινας του αλλού ηλέγαμεν το έχομεν να γενούμεν
και πάλε εις την εκκλησιά είπαμεν να διαβούμεν
Εδιάβημεν στην εκκλησιά εις αγία Θεοδοσία
σημά στην μπόρτα βρήσκεται αυτή η εκκλησία
Όλοι μας εμαζέκτημεν τα κλάματα αρχηνούμεν
κι ένας τον άλλον σκύφταμεν συγχώρεσι αιτούμεν
Παπάδες εδιαβάζασι εκείνο που μπορούσα
κι ένας τον άλλονε και αυτοί συγχωρούσα
Ήντα καρδία λιγιάζετε πως είχαμεν οι καϋμένοι
καθολικά φερνούμεστεν ωσάν αποθαμένοι
Κι από το κάστρον είδασι και όλοι τως κατεβαίνου
μα μείς ουδέν εξέραμεν την στράταν που πηγαίνου
Κι είπαμεν ας πάγομεν με αυτούς νανταμωθούμεν
γι' όλοι να γλυτώσωμεν γη όλοι να χαθούμεν
Βγαίνομεν μαζευτούμεστε κι εμείς δε διακινούμεν
αφήνομεν τα σπίτια μας και πάμεν που μπορούμεν
Παπάδες, νέοι, γέροντες, άρχοντες ακλουθούσι
Μανάδες οι κακότυχες τα βρέφη τως βαστούσι
Και πάρτη εγυρίζαμεν τα σπίτια μας θωρούμεν
κλαίμεν τα δεν ολπίζοντες πλέον σ' αυτά να μπούμεν
Αρχίσαμεν παγαίναμεν εις Μαρίναν την Αγίαν
και στου Χριστού φωνάζαμεν να μας εδώση υγείαν
Και απίτης εσιμώσαμεν στον άγιον Ανδρέαν
μας είδαν οι καστριγιανοί κι αρχίσανε κι εκλαίγαν
Λέγω αυτοίνοι μου 'παμεν το πως κατεβαίναν
μέσα ειστον Αρχάγγελο μας είπαν πως πηγαίναν
Κι απήν ενταμωθήκαμεν μιαν στράταν περπατούμαν
κι ένας τον άλλον μας θωρώ κι όλοι μοιρολογούμαν
Εις την αγίαν Μαρίναν επήγαμεν και κεί 'παν να σταλάρου
ένας από τον άλλο μας συγχώρεσι να πάρου
Μεγάλη ανεκάτωσι έγινεν εις εκείνον
τον τόπον που στεκούμεστα εκ των παιδών τον θρήνον
Δένομεν τα χεράκια μας και πόρτα στις παπάδες
επήραμεν συγχώρεσι και ύστερα στις μανάδες
Κλίνομεν το κεφάλι μας πάμεν ειςς τους γονιούς μας
λέσι έχετε συγχώρεσι τέκνα απού του θεού μας 
πήραμεν συγχώρεσι ένας τ' αλλού φιλούμεν
γονοί μας συγχωράτε μας και πλιο δεν σας θωρούμεν
Η γλώσσα μου δεν δύνεται οσάδα να τα γράψη
μόνον ας 'πω δια την φωτιά που 'θελε να μας κάψη
Εκεί που συγχωρούμασταν αστροπελέκι φτάνει
'σ' πέτρα μεγάλη ριζιμνιά κομμάτια την εκάνει
Ειστο πλευρό μας έπεσε δεν φτάνει μισό μίλι
μα τα κομμάτια δεν μπορού να τα μετρούν τα χείλη
Λέγω της πέτρας αυτήνής ετόσα μου γενήκαν
κι αλάργα που την πέτραν αυτή σας λέγω και διαβήκαν
Μα τότε δεν την είδαμεν γιατί 'μεστεν πεσμένοι
στην γην από τον φόβον μας ωσάν αποθαμένοι
Τ' αστροπελέκι επέρασε  και 'ναν σεισμόν γρικούμεν
......ωσάν και τη φωτιά είχαμεν φοβηθούμεν
Κι ύστερα πάλι εκ του σεισμού αστροπελέκι βγαίνει
κι εμείς στην γην επέσαμεν πίμητα οι καϋμένοι
Και πάλιν εσηκώθημεν και οι σεισμοί δεν μπάγου
αυτίνοι μονιταρικώς ήθελαν να μας φάγου
Και οι παπάδες οι φτωχοί παντοτεινό διαβάζου
ζωήν ερεφουδάρουσι τον θάνατον λογιάζου
Και στέκαμεν με λογισμόν το πως να πορευτούμεν
και απάνω εφοβούμεσταν και κάτω να διαβούμεν
Δεν το λογιάζαμεν ποτέ πως θε να βραδιαστούμεν
και θρήνον ερχηνίσαμεν κι όλοι μοιρολογούμεν
Αρχίζουσι οι καστρινοί στον αρχάγγελο διαβαίνου
εδώτονε τα κλάματα που 'ρχησαν να παγαίνου
Όλοι ποιούσιν ασπασμόν πως θενα χωριστούσι
ο είς υπέρ του άλλουνού πλέον να μην ειδούσι
Κι έσυρνε ο κύρης τον υιόν, τα τέκνα τον πατέρα
και οι γυναίκες τ' όμοιον μάνα την θυγατέρα
Διατί εκ το κάστρο ήτανε στον μπύργο παντρεμένη
τ' όμοιον και εκ τον πύργον μας σ' κάστρο 'τον διαβασμένοι
Λοιπόν πας ένας ήθελε να 'ν με την γυνήν του
και κίνησε και διάβαινεν κι αφήνει τον γονήν του
Ήντα καρδία λογιάζετε άρχοντες να βαστούσαν
παιδιά να φέγου εκ τους γονιούς θρήνον πολύ ποιούσαν
Παιδιά μου χωριζούμεστε πλέο να μην σας 'δούμεν
που ελογιάζαμεν απόσας πολλήν χαρά να δούμεν
Και αφνίδια χωριζούμεστε τέκνα ηγαπημένα
και αποθαίνομεν όλοι μας με χείλη πικραμένα
ήλιε υπέρφωτε γιαντά 'κρυψες το φώς σου
την σήμερον απ' εμάς οπού είναι χωρισμός σου
Θαύμα μεγάλο βλέπομεν την σήμερον ημέρα
τον ήλιον δεν είδαμεν και ήρθεν η εσπέρα
Χριστέ οπού μας εστέρησες τον ήλιον τον λαμπτήρα
...κιας τη νύκτα δείξε μας τον δεύτερο φωστήρα
Κάμε, Χριστέ μου, έλεος, μην αποχωριστούμεν
τον ήλιον και σελήνη σου μα πάλιν να τα δούμεν
τέκνα και θυγατέρες μας και τάχα να μας δήτε
σαν ξημερώσει ο Θεός και εισεμάς να 'ρθήτε
Πρόφθασε, Παναγία μου, να κάμη λεημοσύνη
όσος υιός λέμεν σ' εμάς μα όχι δικαιοσύνη
Λοιπήσου, Παναγία μου, τα νήπια πως φωνάζου
και αμάρτημα δεν έχουσι μον' Κύριε ελέησον κράζου
Παιδιά μας κακορίζικα τι βάπομεν ομάδι
όλοι μας αποθαίναμενκαι πάμεν ειστον 'Αδη
Μα σέχομεν υπομονή γιατί άλλος κυριεύει
για των γονέων τα κακά τα νήπια παιδεύει
Σήμερον φαίνεται εις εμάς δευτέρα παρουσία
που θένα κάνει ο κύριος την δικαιοκρισίαν
Καθώς το γράφουν τα χαρτιά πως θένα χωριστούσι
γονοί εκ τα παιδιά τωνε πλέο να μην τα δούσι
Σήμερον τις γυναίκες στως χάνουν οι παντρεμένοι
κλαίσι και δεν μερεύγου και 'χουν καρδιά καϋμένη
Σήμερον τα σπιτάκια μας ολόκερα 'πομένου
κι αμπέλια και χωράφια μας εις το καλό διαβαίνου
Αφήνομεν το έχει μας, χάνομεν τα παιδιά μας
και πάμεν ειστην κόλασι για τ' αμαρτήματά μας
Το σκιάς ας εκατέχαμεν ανέσιν ανεβούμεν
μη χάσαμεν και την ζωήν κι εις κόλασιν να μπούμεν
Κάμε Χριστέ μου έλεος εις παράδεισον να μπούμεν
και αν μας πάρης την ζωήν ουδέν την εψηφούμεν
Ταύτα και άλλα περισσά μικροί τρανοί φωνάζαν
και γέροντες και νήπια «Βοήθα Χριστέ» εκράζαν
Μέγας κλαυθμός εγένηκεν εκείνην την ημέραν
λοιπόν διαβαίνου οι καστρινοί γιατί 'τονε εσπέρα
Και πάσι στον αρχάγγελο μέσα στο Ακρωτήρι
κι εμείς Πύργο ανεβαίνομεν πάλι οι κακομοίροι
Κι εκεί που ανεβαίναμεν ένας τ' αλλού κτυπούμεν
εκ τους σεισμούς οπού 'καμε κι ολίγον εγκαλούμα
Είχα να γράψω περισσά πράγματα μα φοβούμαι
να μην παραλογιάσετε και ψόματα δηγούμαι
Και εδεπά ας αφήσομεν τα είδαμεν την ημέραν
και ας επούμεν τα λοιπά που έγιναν την εσπέραν
Απίτης ενεβήκαμεν την θάλασσα θωρούμεν
κι άλλα σημεία είδαμεν πως θένα χαθούμεν
Και μιαν βουλήν εδώκαμεν όλοι μας να διαβούμεν
να βρούμεν τους πνευματικούς να ξομολογηθούμεν
Ντελόγκο εδιάβηκα κι εγώ οδιά να ξαγορεύσω
τα όσ' πλείστα μου κακά για να τα εξολοθρεύσω
Επήγα στον πνευματικόν λέγω τα κρίματά μου
και δώνει μου συγχώρεσι εις όλα τα κακά μου
Λέσι παιδί πολλά κακά ήν που έχεις καμωμένα
μ' απο την σήμερον και μπρός να κρέμουνται σε μένα
ωσάν τα πρώτα που 'πραξες μην κάμη το κορμί σου
Και αύριον ή όταν θές σύρε να κοινωνήσης
να πας στην παράδεισον οπόταν ξεψυχήσης
Σύρε παιδί μου στο καλό και ο Θεός να μας ξιώση
και από τούτο το κακό να μας ελευθερώση
Έφυγα με τα κλάματα στο σπίτι δεν πηγαίνω
μα κεί σιμά στη Παναγιά άρχισα και διαβαίνω
Εμπήκα ειστην εκκλησιά και κάθουμου και κλαίγω
και τώρα του εφημέριου το όνομα σας λέγω
Παπά-Αντώνη τον ελέν αυτόν που 'φημερεύγει
μ' απο τον φόβον του κι αυτός κλαίγει και δεν μερεύγει
Και η εκκλησία οπούμεστεν την λέσι Παναγία
κι αυτίνη επρεσβεύομεν να μας εδώση υγεία
Βάζει παπάς εβλοητόν αρχίζω εγώ διαβάζω
........περισσότερον το κλάμμα δεν σκολάζω
Αγάλι-αγάλι εδιάβαζα γιατί 'μου' βραχνιασμένος
κι από την πίκραν ήμουνε ωσάν απεθαμένος
Και κει οπού διαβάζαμεν ήρχισε να τινάσση
από σεισμόν η εκκλησιά ήθελε να χαλάση
Πολλά μας φάνη δυνατός κι εβγήκαμεν να 'δούμεν
ανεγλυτώσα κι οι λοιποί να πάμεν να τους βρούμεν
Ω! γιατί όλοι ελογιάσαμεν πως τότε χωρίς άλλο
τ' αντρόγυνα χωρίζονται ο εις από τον άλλο
Ήτον μιαν ώραν της νυκτός τότε σεισμός που γίνη
και βγαίνομεν εκ την εκκλησιά να δούμεν την γαλήνη
Θωρούμεν τη και ήρχισεν ολίγον και σκολάζει
μα πλείσα ετρομάξαμεν στην βρώμα που εβγάζει
Την βρώμα εγέμαν η εκκλησές κι έρχισαν και θυμνιάσαν
κι ανθρώποι απ' έξω ήρθανε και μας εξελεγιάσαν
Λέσι μας βγάτε γρήγορα να δείτε τι μυρίζει
και πάσα ένας ήρχισεν για να καλοκαρδίζη
Εβγήκανε, θαμάζαμεν την τόση μυρωδία
και ποιος διηγήσεται Θεού τα τόσα μυστηρία
Που μόσχος γη γαρούφαλα να θέλασι μυρίζει
ωσάν τη μυρωδιά Θεού που μας χαρίζει
Εκλαίαμεν από την χαρά Θεόν ευχαριστούμαν
και την Μητέραν του Χριστού όλοι δοξολογούμαν
Καθολικά ο κύριος μας ήδειξε σημάδι
το πως μας ελευθέρωσε ετότε από τον 'Αδη
Η μυρωδιά που φάνηκε, χριστιανοί μου, ετότες
ουδέ σε μας ουδ' άλλου θέλει φάνη αλλότες
Κι εις μιαν ώρα πέρασε η μυρωδία πάλι,
και πάσα ένας απ' εμάς εκλαίγαμεν επάλι
Πως ήφυγε η μυρωδιά που είχαμεν οι καϋμένοι
και μείναμε εκ του φόβου μας ωσάν ξεψυχισμένοι
Ολοτελής επέρασε η μυρωδιά κι εχάθη
.......ερχινίσαμεν και μπαίναμεν στα πάθη
Την βρώμα πάλι ήφερε και όλους μας βρωμίζει
και απαυτόνο το κακό τα σπίτια μας γεμίζει
Καλά και τ' αστραπόβροντα και κτύπους ουδέν βγάζει
απόσταν ήρθε η μυρωδιά αυτάνα 'χε σκολάζει
Πάμε, λοιπόν, στις εκκλησιές έως να ξημερώση
κι αρχίζει πάλι ο παπάς τα 'φηκε να τελειώση
Ήβαλεν πάλε χερικά να ψάλη ο καϋμένος
αμήτον ο καλότυχος περίσσα βραχνιασμένος
Ήψαλεν και εκλαίγαμεν Θεόν παρακαλούμεν
Κύριε και ξημέρωσε το φώς σου να ειδούμεν
Και ήρθεν το μεσάνυχτο και βγήκα να ειδούσι
πάλι είδαν το και σήκωσε κι ήρθασι να μας πούσι
Πως πάλε κτύπαν και βροντές κι ήβγαινε και φωτίες
και εκ τον φόβον στέκαμεν μέσα στις εκκλησίες
Σαν ήρχιζε ξημέρωνε επήραμεν βουλή μας
να πάμεν να προσπέσομεν πάλιν του ποιητή μας
Στον Μπύργο μας εβρίσκουντα κι οι Απανωμερίται
βγαίνομεν και θωρούμεν τους λέσιν τι μας θωρείτε
πάμε να λειτουργήσωμεν στον άγιον Ηλίαν
και ύστερα να πάγωμεν κάτω στην Παναγίαν
Αρχίσασι διαβαίνουσι πλέον δεν καρτερούσιν
πως αποχωριζόμεστεν το κλάμα αρχινούσι
Και μαζοκτήκαμεν κι εμείς και όλοι διακινούμεν
και μέσα στην κατεριανήν είπασι να διαβούμεν
Τον δρόμον ερχηνίσαμεν πάμεν στον Εμπορείον
λέσι επήγασι κι εμάς στον άγιον Μερκουρίον
Λέγω πάντα κονίσματα αυτά τα Μποργιανέκα
ούτε άνδρας εναπόμεινε κι ούτε καμνιά γυναίκα
Ογιά να κάμου δέησιν κι ογια να παν δούσι
το θάμασμα που έγινε όλοι τως απορούσι
Θάλασσα 'πήρε, χριστιανοί, τρεις-τέσσαρες 'κκλησίες
......, οπού βρίσκουνται (..............)στις παραβραχίες
Τους Μποργιανούς 'νταμόναμεν κάτω στην εκκλησίαν
στον άγιον Γεώργιον εις την παραβραχίαν
Μα τίποτις δεν είδαμεν σημάδι εκκλησίας
ούτε κομμάτι εβρίκαμεν τραπέζος της αγίας
Όλοι μας ερηνίσαμεν παράκλησιν ποιούμεν
την θάλασσαν που ενέβηκε αλάργα επορούμε
Ένα-δυο μίλια 'νέβηκεν η θάλασσα απάνω
Χωράφια επήρε περισσά καθώς αναθιβάνω
Πέτρες μεγάλες ήβγανε όλοι μας τες θωρούμεν
μέστα χωράφια τζ' ήφερε θωρώντας θες απορούμεν
Κεις την περίσσα εδιάβημεν και κει γιανά ειδούμεν
τα όσα είδαμεν και κει ετώρα τα διηγούμεν
Τον άγιον Γεώργιον επήραν κι αποκείθεν
Τόσα χοντρή η θάλασσα ετότε οπού ήρθεν
Ακόμη δύο εκκλησιές εκείθεν εβρεθήκαν
και από τη μέσι και αυτές σας λέγω χωριστήκαν
Μεγάλη χάρις του Χριστού σημάδια που φανήκαν
παρακαλώ ακούσετε και τ' άλλα που βρεθήκαν
Στον ρόπον οπού είπαμεν ήγουν εις την Περίσσα
τα μάρμαρα που ξέχωσε πολλά 'τονε περίσσα
Και βρέθηκαν και σπίτια με μάρμαρα κτισμένα
και μνήματα με κόκκαλα είδαμεν γεμισμένα
Κι αυτά θωρώνταστα εμείς είπαμεν να ήτον χώρα
πρωτύτερα μα βούλησε και διάβη στην κακή ώρα
Έτσι ελέγαμεν κι εμείς το πως θενα χαθούμεν
μ' αλήθεια στην παράδεισον λίγοι 'χαμε να μπούμεν
Για τα πολλά μας κρίματα Κύριος μας παιδεύει
να δείξωμεν μετάνοιαν απ' όλους μας γυρεύει
Τότε αλήθεια μοναχά στανιό μετανοούμεν
και ύστερα στα πρώτα μας κρίματα περπατούμε
Λοιπόν, εδιαβήκαμεν που 'χαμεν πρωτοπούμεν
απάνω στην κατεριανή ηθέλαμε ανεβούμεν
Εκεί ελειτουργήσασι και όλοι προσκινούμεν
αντίδερον εφάγαμεν, την στράταν μας κινούμεν
Με βίαν ανεβαίναμεν γλήγορα περπατούμεν
νάρθωμεν στο καστέλι μας τα σπίτια μας να δούμεν
Κι απίτης εσιμώσαμεν, άνθρωποι κατεβαίνου
για να μας συνεπάρουσι μ' αυτοί μας παραπαίρνου
Λέσι μας να κατέχτε τα γρόσα εμαυρίσαν
κι όσοι βαστούσασι μπουκιά ντελόγκο τα ελύσαν
Βλέπουν τα γρόσια ολόμαυρα και όλοι θαυμαστήκαν
και μέσα ειστά σπίτια τως πάρτη απ' εμάς διαβήκαν
Και βρίσκουσι τις κούπες τως οπού είχαν ασημένιες
και φαίνουντα καθολικά ωσά χαρκωματένιες
Βατζέλια, καντηλέρια, πηρούνια εθεωρούμεν
κουτάλια και μαυρίζασι και όλοι απορούμεν
Και σίγλες και χαλκώματα αυτά εκοκκινίζαν
πάρτη χρυσά κονίσματα κι αυτάνα εμαυρίζαν
Και τα χρυσά των γυναικών και σκούφιες των μαυρίσα
που στις κασέλες τα 'χασι και κλειδωμένα ήσα
Ευχαριστούμεν τον Χριστόν που δεν μας απελπίζει
μα δείτε μας θαμάσματα εισέ καλόν μας γκρίζη
Και θέλοντος μη θέλοντος στανιό μετανοούμεν
γιατί σημεία φαίνουνται πως μέλλει να χαθούμεν
Ετούτα οπού είπαμεν εθέλασι γινούσι
την Κυριακή ολημερίς μας είχασιν ειπούσι
Μα 'μεις που την τραβάγια μας λίγα 'χαμεν ειδούσι
γιατί όλοι μας ελέγαμεν πως μέλλει να χαθούμεν
Και μ' αυτό την αλήθειαν δεν ξεύρουσι να 'πούσι
τα δεν είδαν τα μάτια μου τα χείλη πως να 'πούσι
Και ούτε χρυσάφι βλέπαμεν, γρόσα δεν εθωρούμεν
την κόλασιν εβλέπαμεν και όλο μοιρολογούμεν
Την Κυριακήν εγίνηκαν ετούτα δίχως άλλο
.........Δευτέρα άρχοντες καθώς αναθιβάλω
Γι' ακούτε και τα δελοιπά τότες που 'χα γενούσι
κι ήρθασι και μας τα 'πασι και όλοι απορούσι
Τον άγιον Νικόλαον μας παίρνει στο Καμάρι
ακούγοντάς το λέγαμεν έτζι μας εντοκάρει
Για θες δικές μας αμαρτίες παίρνει τις εκκλησές μας
μα μεις ουδέν σκολάζομεν πάντα εις αμαρτιές μας
Κισήρους τα χωράφια μας και πέτρες τα γεμίζει
που άθρωπος να τα θωρή έτζι παραξενίζει
Χωράφια εφάνηκε εκεί εις το Καμάρι κάτω
που τα πήρε και μάρμαρα εβρέθηκε γεμάτο
Λέμεν και χώρα να 'τονε σε κείνο το χωράφι
σαν Σόδομα και Γόμορα εβούλησε και χάθη
Τα ίδια που φάνησαν κάτω εις την Περίσσαν
έτζι κι αυτού τα ίδαμεν και φαινούντανε ήσα
Και το νησί ολόκληρο με κίσηραν το δέρνει
οι θάλασσα από μεσαθιό βάρκα κιαμνιά δεν βγαίνει
Αμή απ έξω πήρεν τις απ' όλην την ριβέραν
μα ας πούμεν και τα δελοιπά 'πογινα τη Δευτέρα
Πάρτη ετυφλωθήκανε μικροί τε και μεγάλοι
και πάσα ένας ήκλαψε θεόν επαρακάλει
Χριστέ, άνοιξον τα μάτια μου καθάρισον το φως μου
να βλέπω την εικόνα σου οπού είναι ανασωσμός μου
Κάμε, Χριστέ μου, έλεος και μην μας ετυφλάνεις
κάλλιον να ποθάνωμεν παρά 'τζι να μας κάνεις
Αποθεμένοι ανοίξετε τα μνήματα να μπούμεν
ήντα μας χρήζει η ζωή ουδέν βλέποντας να δούμεν
πλούτος και κακορρίζικο και πως να σ' αρνηθούμεν
να σ' έχομεν κι ουδέποτε εσένα να θωρούμεν
Δεν 'ξίζει πλούτος και ζωήν τυφλοί να περπατούμεν
μάγκο γυναίκα ή παιδιά δεν βλέπομεν να ειδούμεν
Εκλαίγασίνε τα παιδιά δεν βλέπου τις μανάδες
Εκλαίγασι κι οι γέροντες εκλαίγασι κι οι γράδες
Αλοί κακόν που πάθαμεν εδά στα γηρατειά μας
να τυφλωθούμεν και εμείς και 'γγόνια και παιδιά μας
Τυφλός τον τύφλον ήσυρνε δεν ξεύρου να διαβούσι
στα σπίτια τως οι ταπεινοί να τα 'βρουσι να μπούσι
Και ο ειστον άλλον αρωτά για πέμου αν 'ξανοίγης
και σύρε με στο σπίτι μας αν βλέπης να μ' ανοίγης
Πάρτη τυφλοί ετάγηκαν ανή ξετυφλαθούσι
μηδέ τυρνόν μηδέ κρέας να φάσι ώστε να ζούσι
Και άλλοι εταγήκασι καλόγεροι να γένου
μα τώρα που τα λόγια τως ερχίσασι και βγαίνου
Γιαί τότες εκλαίγασι το φως τωνε εχάσαν
μα τώρα οπού βλέπουσι το τά 'παν εξεχάσαν
Πολλοί εξετυφλάθησα Δευτέρα αποσπέρα
άλλοι την Τρίτην το ταχύ κι οι άλλοι ως την ημέραν
Τούτα εδώ ας αφήσωμεν και όλοι ξετυφλωθήκαν
μα τα άλλα ας αρχίσωμεν ετότες που εγενήκαν
Ήγουν αυτήν την βραδυνήν Δευτέρα αποσπέρα
οπότονε του Σεπτεβριού η ύστερη ημέρα
Στα πάνω μέρη είδασι τις πέτρες οπού βγήκαν
κι από την θάλασσα στην γην αλάργο ενεβήκαν
Και δράμασι με την χαράν γιατί 'χασι θαρρούσι
οι πέτρες βάρκες να 'τονε και πήγασι να δούσι
Και απίτης εσιμώσασι θωρούσινε ψαράκια
και δράμασι να τα πιάσουσι τα νιά παλικαράκια
Και όσοι σίμωσαν στο γυαλό ντελόγκο ξεψυχήσα
και άλλοι που τους είδασι την στράταν εκινήσα
Και εκ τον φόβον τως και αυτοί πάρτη ετρεζαθήκαν
παπάδες το μαθαίνουσι και πάραυτα διαβήκαν
Κι ήβραν τους και παραμιλούν και όλους τους διαβάσα
και σώσαν και συφέρασι τον κύριον δοξάσα
.....άνθρωποι εποθήνα σ' μερέαν την Απάνω
......στο Κάστρο άλλοι τρεις καθώς αναθιβάνω
Παπάς ουδέν εδιάβηκεν ετότες να τους θάψη
μ' αφήκαν τους έως ταχύ φόρσι κακό να πάψη
και πρόβατα τυφλάθηκαν γαδάροι και βουδάκια
και κότες και οι όρνιθες σκύλοι και γουρουνάκια
Και τ' άλλα τ' άγρια πουλιά και κείνα τυφλαθήκαν
κι εκείνοι που τα είδασι σ' εμέ τα διηγηθήκαν
Κι είπαν μου και κουνάδια που πιάναν τυφλωμένα
και δυό ώρες τ' αφήνασι και 'γαίναν τα καϋμένα
Και για τα ζώα που είπασι πάρτη απ' αυτά ψοφήσαν
φοβούναι να τα φάσινε κι αφήκαν τα βρωμίσαν
Κι η ρίβα του γιαλού ήτανε ψάρια γεμισμένη
άνθρωποι δεν τα πιάνασι γιατί 'ταν φοβισμένοι
Πράγματα ανηπίστευτα, χριστιανοί μου, γενήκαν
που όλα τα ποιήματα τον πλάστην φοβηθήκαν
Λοιπόν, Δευτέρα πέρασε κι η Τρίτη ξημερώνει
και τότες εσυνήπαψαν οι πρωτινοί μας πόνοι
Και ήτονε αρχιμενιά του μήνα Οκτωβρίου
που έχομεν στις 'κοσιέξ του αγίου Δημητρίου
Πάλι εις γαλήνη πήγαμεν αυτήν για να ειδούμεν
ανίσως και συνέπαψε ολίγον και χαρούμεν
Ήβγαλεν και εσκόλαζε ολίγον και μιτζάκι
και παύσασι και οι σεισμοι ετότες ελιγάκι
Και την Τετράδη το ταχύ ένα ξύλο θωρούμεν
εκεί σιμά ειστό κακό και όλοι απορούμεν
Την Πέφτη ξημέρωσε επά στην Σαντορήνη
και φοβηθήκαν το κακό 'μεις είπασιν κι εκείνοι
Κι είπαν πως ήτον εις Μοργόν την Κυριακήν ημέραν
κι όλοι τρομάξασι κι εκεί από το ταχύ ως εσπέρα
Από τους τόσους κεραυνούς κι από την βρώμα τόση
που λέγασι κι ο θάνατος θέλει να τους πλακώση
Με μιαν κουσέρβαν έρχουντα την νύκτα ξεχωρίσα
.....δεν κατέχουσι ήτα αυτοί γενήκαν
Διατί βρώμα τους επλάκωσε και όλους τους τυφλαίνει
και μες το ξύλο επέσασι ωσάν απεθαμένοι
Και μας εβάσταζε απ' αυτούς και πιάνει και τζιμάρει
τ' άλ' ξύλον επόμεινε κι αυτοί 'χαν αλαργάρει
Και λέγαν πως εβάλασι στα ρ'θούνια τως κρασάκι
και τότε τως εφύσησε και πλειότερο αγεράκι
Καμπόσον ελαργάρασι κουσέρβα δεν θωρούσι
και γι' αυτό αν εχάθησα δεν ξεύρουσι να πούσι
Και ύστερα εμάθαμεν στην Ίο τους εβρήκαν
εννέα ανθρώποι ήτανε και όλοι εκαγήκαν
Μ' ακούσετε και τα λοιπά οι Νιώτες που μας είπαν
ήντα λογής επήγασι και εις το ξύλο μπήκαν
Αλάργα το 'δαν από την γην στέκει ουδέν μαρμάσσει
εκεί οπού ξημερώθηκε πάλι 'θελε βραδιάσει
Ανάμεσα στον κίσηρα εστέκουνταν αρμένου
και εφοβούνται εις αυτό οι Νιώτες να διαβαίνου
Ύστερ' αποφασίσασι 'σ βάρκα μικρήν εμπήκαν
και τα κουπία ελάμνασι στο ξύλο εδιαβήκαν
Επήγαν εσιμώσασι στο ξύλο θενα μπούσι
και όλοι παραξενίζονται στο πράγμα που θωρούσι
Είδαν τους τους κακότυχους κι όλοι 'τονε πεσμένοι
πρησμένοι κι ανεγνώριστοι κι εκ την φωτιά καμένοι
Κι εκράτει κάθε εις τωνε το αργάνι του στη χέρα
και έτζι τους επήρασι στην Ίο τους εφέρα
Είπασι πως κι οι γλώσσες τως εφαίνουντα καμένες
όξω έναν γκινόστομον να ήτον πετασμένες
Ειδέτε πόση παιδωμή είδασιν οι καϋμένοι
που ήρχουντα στα σπίτια στως καλά πραγματεμένοι
Έτζι σας λέγω εις την Ίο επήγαν και τους χώσα
και το μαντάτο ύστερα τα σπίτια τως εδώσα
Παρακαλώ σας χριστιανοί αυτούς σε συμπονείτε
να 'μπούσι στον παράδεισον Θεόν παρακαλείτε
Και σώνει των η κόλασι οπού είδαν οι καϋμένοι
που όλοι τως εβρέθησαν ξάφνου ξεψυχισμένοι
Χριστέ μεγαλοδύναμε, δος τωνε σωτηρία
και μην τους βάλεις τους πτωχούς στ' οχθρού τέτιμωρία
Λυπήσου πολυέλεε το πλάσμα το δικό σου
βάλε τους στην παράδεισον να βλέπουσι το φώς σου
Ακούσετε, χριστιανοί, τι θαύματα μεγάλα
μας έδειξεν ο κύριος και πρέπουσί μας κι άλλα
Γιατί ουδέν σκολάζομεν λέγω, τες αμαρτίες
μα κλεύγομεν, πορνεύομεν, κάμνομεν αδικίες
Όλος ο κόσμος ήκουσε αυτάνα που γενήκαν
κι ως απ' την Κρήτην στέλλουσι ανθρώπους κι ανεβήκαν
Με βάρκαν ογια να 'δούσινε σημείον που εφάνη
γιατί κι εκεί η θάλασσα χειρότερα τα κάνει
Ως έφτασι εφύγασι να πάσι το μαντάτο
του γενεράλε που αυτός τους 'στειλε αποκάτω
Και γράψασίν του απ' εδώ όσα εγενήκα
θέλοντας και μην θέλοντας γιατί τον φοβηθήκα
Κι όλος ο κόσμος ήφρηξε στην ταραχήν που ήκουσα
κι είπαν αρμάδες πολεμούν κι ένας τ' άλλου 'ρωτούσα
Μα ύστερα τον κίσηρα οπούδανε ελογιάσα
κι η Σαντορήνη βούλησε τους φίλους των εχάσα
Και όλοι μας εκλαίγασι πως ήμεστε χαϋμένοι
στον 'Αδην τον αχόρταγο να 'μεστεν διαβασμένοι
Μα ταύτα ας αφήσωμεν να πούμεν τι εγίνη
εκεί που πρωτοφάνηκε εκείνη η γαλήνη
Καθόλου δεν εσκόλαζε αμέ λιγάκι κάνει
ως δέκα δώδεκα φορές το μερονύκτι βγάνει
Λοιπόν, πάλι την Μπαρασκή, Τετάρτη Οκτωβρίου
είπασι μιαν παράκλησι να κάνουν του Κυρίου
Επήραν τα κονίσματα κείπανε να διαβούσι
......στον Αρχάγγελον και λειτουργίαν να πούσι
Επήγαν ελειτούργησαν και όλοι εχαρήκαν
και απ' εκεί στον άγιον Νικόλαον εδιαβήκαν
Σ' μαύρον ραχίδι τηνε λέν' την εκκλησίαν
κάτω σιμά εβρίσκεται ειστην παραβραχίαν
Και κισήρους είδασι πιάνουν τους να τους δούσι
τάφη γεμάτοι ήτανε κι όλοι τως απορούσι
'Ασπροι κατάσπροι ήτανε αμ' όλοι εβρωμούσα
και βγάναν τις εκ τον γυαλόν και όλοι τις θωρούσα
Ήλεγαν κρίμα στην θωριά πο 'χουνε οι καϋμένοι
αμ' άπο κείνον το κακόν βρίσκουνται βρωμεσμένοι
Μ' ας πούμεν δα για τη γαλήνη αυτή που πάντα της εβγάνει
και θέλησε ο κύριος κι όλο μπονάτζες κάνει
Όλο γαρμπήνους ήκανε και λίγο και δαμάκι
τότε πολλοί επεινούσασι δεν έχονες ψωμάκι
Που την μπονάτζα κι αουλιάς οι μύλοι δεν γυρίζουν
κι όσοι δεν είχασι ψωμί όλοι τους μουρμουρίζουν
Και πάσα που 'θελε φυσά να κάνη γρεγαλάκι
την βρώμα πάλι ήφερνε εις όλον το νησάκι
Και πάσα που 'θελεν ερθή τα γρόσα εμαυρίζαν
και χάνασι τον κόπον τως εκείνοι που τ' ασπρίζαν
Επέρνα ο Οκτώβριος πάντα γαλήνη βγάνει
κι ακούτε πάλι για σεισμούς ποτ' έρχισεν να κάνη
Ειστις 'κοσιέξη του μηνός αυτού του Οκτωβρίου
οπού 'χαμεν την εορτή του αγίου Δημητρίου
Πάλιν έρχισαν οι σεισμοί και κάναν καθ' ημέραν
ούτε την νύκτα επαύασι ουδέ όλην την ημέραν
Κι ήρθεν η άλλη αρχιμενιά του μήνα Νοεβρίου
και ακούσετε τι έγίνηκε στις τέσσερις του ιδίου
Δευτέρα εξημέρωσε και εις σε μίαν ώραν
πάλι κακό εσήκωσε α κι ήτονε κακή ώρα
Γιατί γενήκα πράγματα που θέλετε τ' ακούσει
......και τα χείλη μου μπορούσι να τα πούσι
Μέγαν κακόν εγίνηκε εκείνην την ημέρα
λέγω μηνός του Νοεμπριού την Τέταρτην ημέρα
Μια φορά εσήκωσε μα 'τον πολλά μεγάλο
και φοβηθήκαμεν κι αυτό σαν και το πρώτο τ' άλλο
Ως ήβαλε ερχήνισε η θάλασσα κι ανέβη
απάνω στα χωράφια και πάλε εκατέβη
Κει στου Βουρβούλου τη μερά ανθρώποι εβρεθήκαν
το ζευγαράκι κάνασι κι όλοι παραπαρθήκα
Κι ως είδασινε το κακό ήρχισαν και διαβαίναν
κι η βρώμα τους επλάκωσε στην στράταν που παγαίναν
Ωσάν ανέφαλο ήριξε σ' εκείνην την μερία
και πέρασαν και ήφταξε στην απάνω μερία
Δέκα άνθρωπου επόθαναν στου Κάστρου την μερέα
και γι' άλλους δέκα είπασι στην απάνω μερέα
Και μετρημόν δεν είχασι όσοι εραθυμήσαν
μα ευχαριστούμαν τον Θεόν που δεν εξεψυχήσαν
Και πήγαν οι δικοί τωνε κι ήβραν τους τους καϋμένους
αυτούνους οπού είπαμεν κι ήτον ραθυμισμένους
Κρασάκι τις βάλασι στα ρ'θούνια και 'σεφέρα
αμέ τυφλούς και σηκωτούς στα σπίτια τως τους φέρα
Κλάμμα πολύν εγίνηκε και θρήνος ξεναρχίζει
γιατί εις όλον το νησί η βρώμα μας γεμίζει
Κι ακούσαμεν τον θάνατον και είχαμεν τον τρόμον
μην αποθάνομεν και μεις με τον περισσόν βρώμον
Λογιάζω να ψοφίσασι μιαν τριανταριά βουδάκια
και έως μιαν εικοσαρά είπασι γαδουράκια
Και πρόβατα και όρνιθες και πέρδικες ψοφίσαν
και επ' όλα τα άγρια πουλιά οι κάμποι εγεμίσαν
Μ' αυτάνα δεν λυπούμεστεν μα κλαίμεν τους ανθρώπους
μην πάσι εις την κόλασιν εις βάσανα και κόπους
...ο πολυέυσπλαχνος θέλει τως συμπαθήσει
....ειδούν την κόλασι ουδέ του εχθρού την κρίσι
Και μέρωσεν η θάλασσα και έγινεν σαν πρώτα
γιατί 'ταν πράσινη χλωμή σαν φαίνονται τα χόρτα
Γύρου τριγύρου το νησί κοκκινομελανίζει
ώρες μαύρο εφαίνουντον και ώρες πρασινίζει
Λίγος καιρός επέρασε κι η φλέγα να σκολάση
και νάψη ουδέν κανένας μας δεν είχε το λογιάσει
Μα στου μηνός του ίδιου λίγο του Δεκεβρίου
που 'τον τα προεόρτια Γέννησης του Κυρίου
Τότες πάλε ερχίνησε η φλόγα να φουσκώνη
κισήρους, πέτρες, χώματα απάνω τα σηκώνει
και έκανε καθημερνό ωσάν τις περασμένες
τις μέρες τις πρωτύτερες οπό 'χομεν γραμμένες
Και δεν ελείπαν οι σεισμοί πότε και που κτυπούσι
άλλοι δεν τις ενιώθασι οι άλλοι τις γρικούσι
Έτσι επέρνα ο καιρός κι ήρθεν ο άλλος χρόνος
κι η φλέγα δεν εσκόλαζε να μας περάσει ο πόνος
Λοιπόν, αυτήνη την χρονιάν λίγο κριθάρι 'γίνη
από την βρώμαν που 'κανε λέσιν να μην εγίνη
Και όλοι επατίραμεν μην έχοντες κριθάρι
και πάσα εις επήγαιναν εις τα νησά να πάρη
Και φέρασι εζήσαμεν Θεόν ευχαριστούμεν
τη Παναγία δέσποινα ολοδοξολογούμεν
Που πάντα έχει την έγνοια μας και δε μας παντονάρει
και βλέπει μας που τον εχθρόν που πάσκει να μας πάρη
Λοιπόν, Εσέ παρακαλώ κι εγώ Χαριτωμένη
έπαρμε στη παράδεισον Μητέρα βλογημένη
Και αν ήκαμα αμαρτήματα θα μου τα συμπαθήσει
και όντα θε να 'βγη η ψυχή εχθρός μη τη μπιδήση
            Αμήν!        Αμήν!        Αμήν!

* πούβετις = πουθενά

        Ανωνύμου «Αττικόν Ημερολόγιον» Ειρηναίου Ασωπίου Έτος 1879


http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=803

Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...