Καταγραφή -- έρευνα Στέλλα Κοντογιάννη - ερευνήτρια λαογραφίας
(Αφηγείται η Καλίτση Μαυρομάτη )
Ο Μυλωνάς κι ο Βασιλιάς
Μια φορά κι ένα καιρό ήτανε ένας βασιλιάς .
μια μέρα κάλεσε το δέσποτα του τόπου του και του λέει :Δέσποτα θα σου βάλω τρία
αινίγματα κι αν μου τα λύσεις σε τρεις μέρες θα σου πάρω τη κεφαλή σου . Του
λέει τα αινίγματα . Μα βασιλέα μου ίντα σου φταίω εγώ και μου βάζεις αυτή τη
θηλεία ; Αυτό που σου λέω , δεσπότη μου . Ο δεσπότης καταστενοχωρημένος πήε στο
σπίτι του και τον έτρωε η συλλο(γ)ή . Οι μέρες περνούσανε και ο μυλωνάς , ο
γείτονάς του, που το μυαλό ντου έκοβε , λέει του δεσπότη. Έ(γ)νοια σου ,
δέσποτά μου , κι εγώ θα σου το κανονίσω το βασιλιά , μόνο να με λύσεις δεσπότη
και θα πάω να του τα εξηγήσω . Την άλλη μέρα μια και δυο , ο καλός σου , πάει
στο βασιλιά : Τα αινίγματα που έδωσε ο βασιλιάς ήταν1) Να μετρήσεις πόσα μέτρα
είναι η γης από τον ουρανό ; 2) Ποια είναι η ισχή μου ; 3)Τι έχω στο μυαλό μου;
Βασιλιά μου, έλα να σου πω ότι θέλεις .
Κάτσανε , το λοιπός, και αρχινά ο ψευτοδεσπότης . Θέλεις να σου πω , βασιλέα
μου πόσο είναι από τη γης ως τον ουρανό , έφερα απ’ όξω από το παλάτι σου τα
μέτρα και τα ‘χω μέσα στο κάρο , μπορείς να τα μετρήσεις κι ανι λάθος θα το
βρεις .Για το δεύτερο αίνιγμα «ποια είναι η ισχύς σου» σου εξηγώ ότι πρώτα
είναι η δύναμη του Χριστού κι ύστερα η δική σου, βασιλιά μου. Και όσο για το
τρίτο αίνιγμα «Τι έχεις μέσα στο μυαλό σου» είμαι βέβαιος ότι αυτή τη στιγμή
βλέπεις μπροστά σου το δεσπότη. Και αμέσως γδύνεται και παρουσιάζεται ο πονηρός
μυλωνάς. Έτσι ο δεσπότης γλύτωσε τη κεφαλή του.
(Αφηγείται η Καλίτση Ραΐση κατέγραψε η ίδια
)Το κείμενο αυτό ανήκει στις ευτράπελες διηγήσεις ή και στα παροιμιώδη
ανέκδοτα.
Μια φτωχιά
Ήτανε μια φτωχιά και την αγάπησε ένας φτωχός
και ντεμπέλης . Οι αδερφές του αφού το μάθανε του λένε μα αυτηδά θα πάς να
πάρεις που είναι φτωχιά και δεν έχει πράμα . Η κοπέλα τόμαθε και αφού
συναντηθήκανε του λέει ένα τραούδι . Ήμαθα πως δε με θέλεις γιατί γρόσα δεν
κρατώ , δάνεισέ μας απ’ τα δικά σου και με είκοσι τοις εκατό κι έτσι τα
χαλάσανε.
Παραμύθι (αφηγείται η Κυριακάκη Δαμασκινού)
Ο κόκκορας και η κότα
Ήτανε ένας γέρος με μια γριά αντρόϋνο και
είχανε ένα κοκκορα και μια κότα . Ήρθε ένας καιρός που η γριά δεν ήθελε το γέρο
και χωρίσανε . Συμφωνήσανε και πήρε ο γέρος το πετεινό και η γριά , πιο πονηρή
, πήρε τη κότα , για να τση κάνει τ’ αυγό.
Αφού ηχώρισε , ο γέρος δεν είχε φαγιά για να
τρώει ο κόκκορας . Ησκέφτηκε ο κόκκορας , να πάρει δρόμο να πάει να βρεί φαϊ
Στο δρόμο που ηπήαινε του παντήχτει ένα
ποτάμι . Ησκέβουντα ίντα να κάμει . Λέει στον εαυτό ντου . «Τρώε λάρουκα
(=λάρυγγα) ποτάμι , τρώε λάρουκα ποτάμι» . Στο τέλος ήπιε όλο το ποτάμι.
Έτσι συνέχισε το δρόμο ντου. Εκεί που ηπήαινε
του παντήχτει μια φωθιά.
Τι να κάνει; τι να κάνει ; Σκέβεται και λέει
: «Τρώε λάρουκα φωθιά , τρώε λάρουκα φωθιά»
Να μη ντα πολυλέμε , ήφαε όλη τη φωθιά.
Μετά πάει μεσ’ στη Χώρα και βγαίνει σ’ ένα
ψηλό μέρος και ηαρχίνισε να βρύζει το βεζύρη τον ίδιο και τσοι κόρες του , τη πρώτη
, τη δεύτερη και τη τρίτη τη κοκκινομαγουλάτη.
Ως τα άκουσε ο βεζύρης ρωτά: Ποιος τα
λέει αυτά ;
Λένε ένας κόκκορας
Αμέσως διατάζει : Πιάστε τονε και ανάψετε
φωθιά να τονε κάψετε .
Όπως ηδιάταξε ο βεζύρης , τονε βάλανε στη
φωθιά .
Να ο κόκκορας όμως και βγάζει το νερό .
Βγάζει - βγάζει ίσαμε που έσβυσε τη φωθιά.
Δε σου χάνει ο κοκκορας καιρό και βγαίνει
πάλι στα ψηλά και ηάρχισε να βρύζει .
Ε, μα δεν είχει υποφερμό , λέει ο βεζύρης .
Πιάστε τονε και βάλετονε στη κάσα μου με τα λεφτά , καλά κλειδωμένο και άστε
τόνε εκεί να ψοφήσει . Έτσι κι έγινε .
Ο κόκκορας τότε λέει «Τρώε λάρουκα λεφτά ,
τρώε λάρουκα λεφτά.» Ίσαμε που τα ήφαε όλα τα λεφτά
Μετά λέει ο κόκκορας : «Βγάζε , λαρουκα
,φωθιά . Βγάζε λάρουκα φωθιά». Ίσαμε που ηκάηκε η κάσα .Και τότες , δρόμο ο κόκκοραςς και πάει στου
γέρου.
Και λέει του γέρου : «Στρώσε μου καλά- καλά
και χτύπα μου απαλά , απαλά»
Και άρχισε ο κόκκορας να βγάζει τσοι λίρες .
Μότι είδε ο γέρος τσοι λίρες , αμέσως πάει κι αγοράζει φαγιά .
Ν’ αφήκουμε τώρα το γέρο με το κόκκορα και να
πιάσομε τη γριά .
Η γριά μότι είδε αυταδά τα πράματα , λέει του
γέρου . «Κα , ω γέρο, που τα βρήκεες αυταδά όλα τα λεφτά;»
«Ε, να τι να σου πω, πήε ο κόκκορας και μου
‘φερε τα λεφτά .»
Και τότες ησκέφθηκε η γριά . Να στείλω κι εγώ
τη κότα μου να μου φέρει λεφτά.
Για να μη τα πολυλέμε , βγαίνει η κότα στο
δρόμο και βρίσκει μια λίρα που είχε πέσει του κόκκορα. Τρώει τη λίρα . Αφού δεν
έβρισκε άλλη λίρα , γύρισε στο σπίτι και λέει τση γριάς.
«Στρώσε μου καλά- καλά και χτύπα μου απαλά-
απαλά»
Στρώνει , το λοιπός, η γριά το παπλωμα και
ήρχισε να χτυπα τη κότα . Η κότα ήβγαλε τη λίρα , μετά ήβγαλε κουστουλιές.
Ήβγαζε , ήβγαζε ώσα με που ηγέμισε το πάπλωμα κουτσουλιές.
Η γριά ίντα να κάμει , πάει και βρίσκει το
γέρο κι αγαπήσανε και περνούνε καλά κι εμείς καλύτερα.