Πηγή: Γιάννης Κοκκαλάκης: « Η Σαντορίνη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», Εκδ. Α.Σταμούλης
«Βρισκόμαστε στο
χειμώνα του 1943 μας λέγει ο Μάρκος Αβ.Ρούσσος. ο πόλεμος κατά θάλασσα έχει
φθάσει στο κατακόρυφο. Το πέλαγος γύρω από τη Σαντορίνη και τα γύρω νησιά ήταν
σε συνεχή συναγερμό. Οι κρότοι των τηλεβόλων ο βόμβος των αεροπλάνων και οι
λάμψεις των βομβαρδισμών ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο για τους κατοίκους του
νησιού, αλλά περισσότερο σε μας τους τρατάρηδες που περνούσαμε τις νύχτες στη
θάλασσα. Μια τέτοια νύχτα, ξεκίνησαμε και τα πέντε αδέρφια άμμο άμμο από την
Περίσσα μέχρι τον Αναβρητόν. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. […] προχωρούσαμε
ψάχνοντας για συντρίμμια ναυαγίων ή για κανένα βαρέλι πετρέλαιο ή λάδι. Ενώ
προχωρούσαμε ο μικρότερος αδελφός μου
σκόνταψε πάνω σε ένα μαύρο πράγμα και έπεσε κάτω με μια φωνή τρόμου. Τρέξαμε
κοντά του. Αλλά στην φρίκη μας είδαμε ένα πτώμα. Είναι ιταλός τους είπα, πάμε
να φύγουμε.
Προχωρήσαμε φοβισμένοι
στην ιδέα πως αντί για κανένα βαρέλι βρούμε και άλλους πνιγμένους. Πράγματι λίγα
μέτρα μακρύτερα συναντήσαμε άλλα δύο πτώματα κι άλλο ένα να πλέει στους αφρούς
των μανιασμένων κυμάτων. [..] Δεν πρέπει να προχωρήσουμε τους είπα, η ρίβα είναι
γεμάτη πτώματα. Κάποιο ιταλικό πλοίο βύθισαν πάλι τα Αγγλικά πολεμικά και
γέμισε η θάλασσα πνιγμένους, πάμε στο σπίτι μέχρι να ξημερώσει ….[…] Μετρήσαμε
22 πτώματα από την Περίσσα μέχρι τον Περίβολο.
Εν τω μεταξύ ξημέρωσε
και στην ρίβα κατέβηκαν και άλλοι ψαράδες. Κάποιος ειδοποίησε την Γκαζέρμα και
σε δύο ώρες Ιταλοί αξιωματικοί και στρατιώτες με τον καθολικό ιερέα Δον Ζαχαρία
Δουράτσο, ενήργησαν για την περισσυλογή των πνιγμένων στρατιωτών και τον ενταφιασμό
τους. Ο ενταφιασμός έγινε επι τόπου κοντά στο χώμα και πάνω από κάθε τάφο
στερέωσαν ένα πρόχειρο χωρίς όνομα.
Όταν πια όλα είχαν
τελειώσει και η αμμουδιά της Περίσσας είχε σκεπάσει τα 22 κορμιά, ούτε μία λέξη
δεν είπε κανείς από τους Ιταλούς αξιωματικούς που παρευρέθηκαν στον τόπο της ταφής.
Αλλά ούτε ένα δάκρυ δεν ράντισε την άμμο από τα μάτια κανενός για τους συμπολεμιστές
και πατριώτες αυτών που χάθηκαν στον πόλεμο.
Ο πόλεμος κάνει τους ανθρώπους
σκληρούς. Μονάχα το βουητό της θάλασσας έγινε θρήνος και τα κύματα ράντιζαν τους
νιόσκαφους τάφους με τους πρόχειρους σταυρούς καμωμένους από σανίδια και κλαδιά
κάποιας συκιάς της Περίσσας. Ήτανε το κλάμα των μανάδων που μάταια περίμεναν να
γυρίσουν από τον πόλεμο. Μα δεν γύρισαν ποτέ., όπως εκατομμύρια άλλα παιδιά. Οι
μανάδες των 22 Ιταλών ποτέ δεν έμαθαν ότι τα παιδιά τους είναι θαμμένα κάτω από
την ρίβα της Περίσσας…»