Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Η εξημέρωση του Κυκλαδικού φωτός από τον Χριστόφορο Ασιμή

του Γ. Νομικού

 Η φύση αποτελούσε διαχρονικά μια ανεξάντλητη
 πηγή θεμάτων για τους εικαστικούς. Ακόμα και σήμερα που η τέχνη έχει έναν ισχυρότερο πολιτικοκοινωνικό ρόλο και ισότιμη σχεδόν θέση σχολιαστή των εξελίξεων, υπάρχουν ακόμα μορφές που εστιάζουν την προβληματική τους στη σχέση ανθρώπου – φύσης. Στο παραπάνω περιλαμβάνεται και η αστική τοπιογραφία ως προέκταση του φυσικού τοπίου. Είναι δεδομένο ότι το ρεπερτόριο των θεμάτων της φύσης είναι ανεξάντλητο, ακόμα και ένα δέντρο θα μπορούσε να απασχολεί αιώνες πλήθη καλλιτεχνών. 

Αυτό που περιορίζεται είναι οι οπτικές ματιές, οι τρόποι προσέγγισης, η κατάθεση του διαφορετικού, του προσωπικού ύφους. Με αυτή τη βασανιστική διαδικασία παλεύουν όταν αναμετρούνται με αυτό το στοιχείο. Πάνω εκεί θα δώσουν είτε μια μεταφυσική προέκταση και μια νοηματοδότηση ή απλά ένα  αδιάφορο έργο.



Τα χαρακτηριστικά του Ελληνικού φωτός 

Το Ελληνικό τοπίο έχει μια ιδιαίτερη ποικιλομορφία στα στοιχεία που το συνθέτουν.
Αυτό όμως που το αναδεικνύει είναι η σύσταση του φωτός που το περιβάλλει. Στη Θεσσαλία θολό από τη πρωινή πάχνη του κάμπου, να παραπέμπει σε Βορειοευρωπαϊκό ορίζοντα, στο Ιόνιο πιο «χρωματισμένο» και «γλυκό» από την υγρασία και τις πολλές βροχές. Το Ελληνικό φως βρίσκει τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του στο Νότιο Αιγαίο και την Αττική.
Ένα φως διάφανο, αμείλικτο, αιχμηρό αλλά ταυτόχρονα τόσο πνευματικό. Είναι το ιδιαίτερο φως για το οποίο έγραφε ο Ελύτης και έδινε τη μεταφυσική διάσταση στο κάθε τοπίο που έλουζε.


Δανείζομαι δύο αποσπάσματα του Ευγένιου Αρανίτση από τη μονογραφία «Χρόνος και Παράδεισος κατά τον Ελύτη», είναι χαρακτηριστικά : «Έδωσε στην ηλιοφάνεια ένα μυσταγωγικό νόημα, συνέδεσε τον «καιρό» με τις πιο ουσιαστικές σημασίες της ανθρώπινης περιπέτειας, τη νοσταλγία του Παραδείσου, το βίωμα της παιδικής αθωότητας, το ποιητικό θαύμα, τη διαφάνεια ως τον τρόπο αναγνώρισης του αρχέτυπου στο φυσικό κόσμο, την ίδια τη μεταφυσική του τοπίου» και ... «Το φως εδώ είναι αποκαλυπτικό, αιώνιο, συνεκτικό των πάντων, ακριβές όργανο ενός τέλειου ζυγίσματος, ορατού και αοράτου, που ο Ελύτης το αποκαλεί «Δικαιοσύνη»… το αρχικό φεγγοβόλημα των ιδεών καταλήγει, χάρη σε τούτο το θάμβος, σε πυράκτωση, σε μια ραγδαία νοηματοδότηση που συντρίβει την κυριολεξία των πραγμάτων ελευθερώνοντας το ονειρικό, το συμβολικό τους εκτόπισμα».
 Εστιάζοντας στη φυσική του διάσταση, το φως αυτό σε πλήρη ένταση εξαϋλώνει τη φόρμα και τα περιγράμματα των όγκων, απορροφά τα χρώματα. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο το φαινόμενο η απόδοση του τοπίου με το συγκεκριμένο φως να «φοβίζει» αντί να έλκει τους Έλληνες δημιουργούς. Αντίθετα, στη Βόρεια Ευρώπη, το φως της ημέρας δεν είναι διαπερατό, δεν αναλύεται σε όλες τις συνιστώσες του. Η μία απόχρωση που συνήθως επικρατεί αναδεικνύει τα περιγράμματα των κτιρίων και του ορίζοντα, προκαλεί θετικά την απεικόνισή τους. Καθόλου τυχαίο το κύρος της τοπιογραφίας στη Δυτική εικαστική κουλτούρα . Είναι ενδεικτικό ότι το φως της Νότιας Γαλλίας που παραπέμπει λίγο σε Ελληνικό ήταν η βασικότερη αφορμή για τη γέννηση μιας νέας οπτικής αντίληψης και στη συνέχεια ενός ολόκληρου κινήματος, πρόδρομο του Μοντερνισμού.



Το δύσκολο εγχείρημα της αναμέτρησης με το Ελληνικό φως  
Για να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα, τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν πριν, απέτρεπαν τους Έλληνες τοπιογράφους να αναμετρηθούν στα ίσια με το φως. Οι περισσότεροι αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο και τη ματαιότητα της προσπάθειας και πολύ συνετά εστίασαν τη δυναμική τους κυρίως στη διαμόρφωση της φόρμας όπως είχε κάνει ο Σεζάν με το βουνό Sainte Victoire.
Από τους παλαιότερους, ενδεικτικά αναφέρω τον Μαλέα, τον Παρθένη, τον Παπαλουκά, τον Γκίκα ενώ από τους νεότερους τον Στέρη, τον Κοκκινίδη κλπ. Από αυτούς που επιχείρησαν την άμεση αναμέτρηση με το φως, οι περισσότεροι εκτέθηκαν. Υπήρχε μία μειοψηφία, ωστόσο, που χάρισε  ανεπανάληπτη τέρψη μέσα από αυτή τη ριψοκίνδυνη απόπειρα. Ο νατουραλισμός των νεοκλασικών του Τσαρούχη, κάποιες θαλασσογραφίες του Βολανάκη σε απογευματινές ώρες, το καλοκαιρινό φως στα τοπία του Νικόλαου Λύτρα, η κολορίστικη δυναμική του Τέτση, οι κολυμβήτριες της Φιλοπούλου.

Θα αφιερώσω δύο παραγράφους όμως σε ένα σύγχρονο, ενεργό ζωγράφο που αναμετρήθηκε με τη δυσκολότερη έκφραση του Ελληνικού φωτός και δικαιώθηκε απόλυτα, τον Χριστόφορο Ασιμή. Ο Ασιμής ζει και εργάζεται στη Σαντορίνη, έναν τόπο όπου το φως, ειδικά το καλοκαίρι, αποδίδει την ύψιστη ενέργειά του. Ο Τσαρούχης είχε σοφά πει ότι το Ελληνικό τοπίο το αναδεικνύει η αρχιτεκτονική. Προφανώς εννοούσε τη σχέση της έντεχνης ανθρώπινης παρέμβασης ως προέκταση του φυσικού τοπίου που όταν γίνει αρμονικά (και όχι όπως π.χ. στην Ανάβυσσο ή στη Σαλαμίνα) το ένα απογειώνει το άλλο σε μια κορύφωση αισθητικής.
Όταν πας να αποτυπώσεις μία τέτοια τέλεια σχέση όπως είναι π.χ. η Καλντέρα, πρέπει να επικεντρώσεις σε στοιχεία που θα δικαιολογήσουν την απόπειρα αυτή αλλιώς είναι εντελώς περιττή η προσπάθεια. Ο Ασιμής συνεχίζει ακούραστα και εμπνευσμένα να αναδεικνύει τη σχέση του φωτός και της γεωμετρίας των όγκων, είτε της αρχιτεκτονικής είτε του τοπίου. Για να το επιτύχει αυτό έχει εμπεδώσει τη κλασική αρχή της ζωγραφικής ότι η γραμμή είναι και χρώμα. Ότι δύο όμοιες φόρμες παίρνουν άλλη διάσταση με διαφορετικό χρωματισμό. 
Όταν μισοκλείνουμε τα μάτια αντικρίζοντας μια σύνθεση άσπρων όγκων κάτω από έντονο φως, πρέπει να «καδράρουμε» σε μια λεπτομέρεια και να τη ζωγραφίσουμε φευγαλέα, όπως φευγαλέα σκεδάζεται το κάθετο φως πάνω στους τοίχους. Από εκεί και πέρα, πρέπει να είσαι βαθύς γνώστης του άσπρου, του δυσκολότερου στη χρήση χρώματος (στη φυσική του μορφή είναι χρώμα) . Πρέπει να βγάλεις αποχρώσεις χρωμάτων μέσα από αυτό, να αναδείξεις τη διαφάνειά του. 
Πότε να χρησιμοποιείς τιτάνιο, πότε τσίγκο. Πόσο και τι κίτρινο να βάλεις μέσα για να δώσεις την απόλυτη λάμψη, πόση πάστα στο φως και πόση στη σκιά. Αυτή η μαστοριά απαιτεί εκτός από καλή τεχνική, άψογη αντίληψη και κατανόηση του αντικειμένου. 
Το καταπληκτικό άσπρο του Τσαρούχη στο φανελάκι του Dominique και στις στολές των ναυτών έκρυβε από κάτω το χρώμα του δέρματος και την επίδραση του γύρω φωτός, απόδειξη της αυξημένης οπτικής του αντίληψης και της πλήρους κατανόησης της Βυζαντινής τετραχρωμίας. 
Θυμάμαι έναν καθηγητή μου που εύστοχα έλεγε ότι το χρώμα είναι σχέση. Ένας πρωτότυπος ορισμός που όμως επιβεβαιώνεται συνέχεια, κανένα χρώμα δεν μπορεί να κρατήσει στο φυσικό περιβάλλον το μήκος κύματός του. Η σύστασή του αλλάζει από τις εναλλαγές του φωτός και την επίδραση του χρώματος των άλλων αντικειμένων γύρω του. 
Δεν είναι λοιπόν τυχαία τα λιλά, τα μπλε, τα πορφυρά, οι ώχρες που αναδύονται μέσα από τα άσπρα του Ασιμή. Χρώματα και φόρμες που μπορούν να αναδειχθούν από τα χέρια του σε ένα οποιοδήποτε σοκάκι ενός ταπεινού χωριού εκτός Καλντέρας και όχι μόνο σε «καρτποσταλικά» δημοφιλή σημεία.

Η μεταφυσική του τοπίου στις Κυκλάδες. 
Η επιλογή αρχικά του δικτάτορα Μεταξά και μετέπειτα της Φρειδερίκης (για λόγους ομοιομορφίας και υγείας ο πρώτος, για τουριστική προβολή η δεύτερη) να ασβεστωθούν όλα τα μη νεοκλασικά σπίτια των Κυκλάδων, εξαφάνισε τις καταπληκτικές ώχρες που εναρμόνιζαν τους όγκους με το ξερό τοπίο. Παρ’ όλα αυτά, αναδείχθηκε ένα ομοιόμορφο οπτικό γεγονός που είχε τα δικά του ενδιαφέροντα. Ένα από αυτά είναι το παιχνίδισμα του φωτός στις ανομοιομορφίες των ασβεστωμένων τοίχων. Εκεί, σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας γίνεται η απόλυτη ανάλυσή στις συνιστώσες του με το άσπρο να λειτουργεί και ως πρίσμα. Άριστος γνώστης του φαινομένου, ο Ασιμής εγκλωβίζει αυτό το μεγαλείο μέσα στους άπειρους συνδυασμούς της Θηραϊκής αρχιτεκτονικής. 
Με φυσικότητα, άλλοτε ιμπρεσσιονιστικά και άλλοτε εξπρεσιονιστικά, εντάσσει κόκκινα, κίτρινα γαλάζια μέσα σε αυτή τη συμφωνία χωρίς να διαταραχθεί διόλου η αλήθεια. Είναι μέρος της μεταφυσικής του συγκεκριμένου τόπου, μια μεταφυσική που δεν μπορεί με τίποτα να προκύψει από τα παράθυρα αλουμινίου και το αδιάλυτο ακρυλικό χρώμα στους απόλυτα ίσιους τοίχους των νεόδμητων «ανένταχτων» οικοδομών.
Σεβασμός μεγάλος στο Μαλέα, το Γκίκα και άλλους δημιουργούς, κατέθεσαν πολύ σημαντικές προτάσεις στο ζήτημα της δομής του Σαντορινιού τοπίου. Στην ιεραρχία όμως, ας μου επιτραπεί το θράσος, θα βάζω πάνω αυτόν που αναμετριέται με όλα τα σημαντικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον τόπο και όχι μόνο με τη φόρμα. Αυτόν που απέδωσε τη «ψυχή» του, το χαρακτήρα του. Όπως ακριβώς ο Τέτσης που «κατάλαβε» το φως της Ύδρας και το απέδωσε ιδανικά.
Πρώτα είδε, μετά κατάλαβε και μετά ζωγράφισε. Η επιλογή αρχικά του δικτάτορα Μεταξά και μετέπειτα της Φρειδερίκης (για λόγους ομοιομορφίας και υγείας ο πρώτος, για τουριστική προβολή η δεύτερη) να ασβεστωθούν όλα τα μη νεοκλασικά σπίτια των Κυκλάδων, εξαφάνισε τις καταπληκτικές ώχρες που εναρμόνιζαν τους όγκους με το ξερό τοπίο. Παρ’ όλα αυτά, αναδείχθηκε ένα ομοιόμορφο οπτικό γεγονός που είχε τα δικά του ενδιαφέροντα. Ένα από αυτά είναι το παιχνίδισμα του φωτός στις ανομοιομορφίες των ασβεστωμένων τοίχων. Εκεί, σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας γίνεται η απόλυτη ανάλυσή στις συνιστώσες του με το άσπρο να λειτουργεί και ως πρίσμα. Άριστος γνώστης του φαινομένου, ο Ασιμής εγκλωβίζει αυτό το μεγαλείο μέσα στους άπειρους συνδυασμούς της Θηραϊκής αρχιτεκτονικής. 

Με φυσικότητα, άλλοτε ιμπρεσσιονιστικά και άλλοτε εξπρεσιονιστικά, εντάσσει κόκκινα, κίτρινα γαλάζια μέσα σε αυτή τη συμφωνία χωρίς να διαταραχθεί διόλου η αλήθεια. Είναι μέρος της μεταφυσικής του συγκεκριμένου τόπου, μια μεταφυσική που δεν μπορεί με τίποτα να προκύψει από τα παράθυρα αλουμινίου και το αδιάλυτο ακρυλικό χρώμα στους απόλυτα ίσιους τοίχους των νεόδμητων «ανένταχτων» οικοδομών.
Σεβασμός μεγάλος στο Μαλέα, το Γκίκα και άλλους δημιουργούς, κατέθεσαν πολύ σημαντικές προτάσεις στο ζήτημα της δομής του Σαντορινιού τοπίου. Στην ιεραρχία όμως, ας μου επιτραπεί το θράσος, θα βάζω πάνω αυτόν που αναμετριέται με όλα τα σημαντικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον τόπο και όχι μόνο με τη φόρμα. Αυτόν που απέδωσε τη «ψυχή» του, το χαρακτήρα του. Όπως ακριβώς ο Τέτσης που «κατάλαβε» το φως της Ύδρας και το απέδωσε ιδανικά.
Πρώτα είδε, μετά κατάλαβε και μετά ζωγράφισε.
Τελειώνοντας, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω κάποιες διαπιστώσεις με αφορμή το θέμα του κειμένου. 
Η τοπιογραφία φαίνεται να απωθεί σύγχρονους εικαστικούς γιατί δεν βρίσκουν αντικείμενο μελέτης, μία πρόκληση έμπνευσης.
Προτιμούν τη δυναμική ενός σύγχρονου κοινωνικού θέματος όπου από μόνο του θα ενεργοποιήσει το θεατή χωρίς απαραίτητα ιδιαίτερη επεξεργασία ή κατάθεση τεχνουργίας. Η τοπιογραφία είναι σαν ένα πορτραίτο όπου απώτερος στόχος είναι να αποδοθεί αυτό που κρύβεται από πίσω.
Σαν ένα μινιμαλιστικό σενάριο στο κινηματογράφο, που δεν προκαλεί αρχικά εννοιολογικό ενδιαφέρον αλλά ο σκηνοθέτης του δίνει οντότητα και δυναμική. Το Ελληνικό φως είναι η σημαντικότερη αφορμή γι αυτή τη δημιουργική διαδικασία. Να βρεις τον τρόπο να το δαμάσεις, να το μεταχειριστείς εσύ σε αυτό που θέλεις. Όπως ακριβώς κάνει δεκαετίες τώρα ο Ασιμής ανανεώνοντας συνέχεια τις προσεγγίσεις του πάνω σε αυτό το μυστήριο της ζωής προς μεγάλη τέρψη των συνοδοιπόρων θαυμαστών του.    


Η Σαντορίνη το 1991


Τόσο κοντινό μα τόσο μακρινό ....! Τι εικόνες Θέε μου !!

Το εντόπισα στο www.laponta.gr

Το βαμβάκι της Σαντορίνης


του Δ. Πράσσου 
Ο Ντομένικο Πιζάνι, υπήρξε «σώγαμπρος» στη Σαντορίνη. Ήταν ένας βενετσιάνος άρχοντας –μάλλον τυχοδιώκτης, όπως οι περισσότεροι αριστοκράτες της εποχής- που κέρδισε το λαχείο, νυμφευόμενος (το 1480) την πανέμορφη πριγκιποπούλα Φιορέντζα Κρίσπη και για την ευφυή του επιλογή, έλαβε ως προίκα τη Σαντορίνη. «Φαίνεται δε, πως είτανε καλός και μυαλωμένος, άρχοντας», αναφέρει ο Θηραίος συγγραφέας-λαογράφος Φίλιππος Κατσίπης, «γιατί βλέποντας τη φτώχεια του νησιού μας, εφρόντισε να φυτέψουνε αμπέλια και εληές και να σπείρουνε βαμβάκι». («Σαντορίνη» -Μιχαήλ Δανέζης- επιμέλεια Εμμανουήλ Λιγνός. Αθήνα – 1971). Η προίκα του Πιζάνι, δεν περιείχε σπουδαία πράγματα, γιατί η πετραία και αυχμηρή γη της Σαντορίνης, δεν προοιώνιζε μεγάλες πολυτέλειες στον πορφυρογέννητο βενετσιάνο. Άλλωστε, όπως έγραφε δύο αιώνες αργότερα (Παρίσι 1657) ο Γάλλος ιερωμένος Francois Richard, που γνώρισε καλά τη Σαντορίνη: «Η φτώχεια του νησιού έχει κάνει την αργία ανύπαρκτη. Όλοι, ακόμη και τα παιδιά, δουλεύουν και οι γυναίκες ξεπερνούν τους άνδρες, μια και αυτές δε σταματούν ποτέ τη δουλειά. Υφαίνουν βαμβακερά υφάσματα, αλλά ασχολούνται και με την καλλιέργεια της γης». Ο φιλόπονος Ιησουίτης κατέγραψε με θαυμαστή πληρότητα την οικονομική και κοινωνική ζωή της Σαντορίνης, στο «Relation de ce qui s’ est de plus remarquable a Saint-Erini» (Παρίσι 1657), περιγράφοντας το ταξίδι στο νησί όπου πάντως παρέμεινε επί αρκετά χρόνια. Και βέβαια, η διατροφή των ντόπιων, ήταν τότε εξαιρετικά λιτή, με κύριο φαγητό το κρίθινο παξιμάδι (απαράδεκτο για τους λεπτεπίλεπτους γάλλους), τα ελάχιστα λαχανικά και τα πουλιά τα οποία αιχμαλώτιζαν και πάστωναν την εποχή της αποδημίας τους. Αλλά και στην εγκυκλοπαίδεια «Le Grand Dictionaire geographique et critique» που εξέδωσε το 1737 ο Antoine-Augustin Bruzen de La Martinière, πολυμαθής γάλλος επιστήμονας και ευνοούμενος του καθολικού βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου του πέμπτου, γίνεται σαφής αναφορά, στη βαμβακοκαλλιέργεια. «Τίποτα δεν είναι πιο άνυδρο και άγονο από το νησί της Σαντορίνης (Sant-erini στο πρωτότυπο)», γράφει «το έδαφος αποτελείται από θρυματισμένη ελαφρότετρα, ωστόσο η φιλοπονία των κατοίκων το έχει μετατρέψει σε κήπο[…] βγάζει λίγο σιτάρι, πολύ κριθάρι, πολύ βαμβάκι και κρασί σε αφθονία. […] τα λικέρ (σ.σ μάλλον εννοεί το Βινσάντο) και τα βαμβακερά υφάσματα αποτελούν τις κύριες πηγές εμπορίου». Αναφέρει μάλιστα ότι το φυτό καλλιεργείται ως θάμνος, κάτι που επαναλαμβάνουν και άλλοι περιηγητές, όπως ο Ολλανδός υποπλοίαρχος Heinrich Leonard Pasch van Krienen, ενώ ο Γερμανός Frieseman, αναφέρει ότι το κρασί και τα βαμβακερά, ήταν τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα του νησιού.
Η πιο πολύτιμη μαρτυρία για το θηραϊκό βαμβάκι, έρχεται από τον σπουδαίο ιατροφιλόσοφο και «άνθρωπο της επιστήμης» (man of science, τον αποκαλούσαν ξένες εφηερίδες της εποχής- Times Ιούνιος 1966) Ιωσήφ Δεκιγάλλα που διακρίνει το πολυετές είδος «Gossypium arboretum», από το ετήσιο «Gossypium berbaceum», που σύμφωνα με τον ίδιο «δεν ευδοκιμεί στο νησί». Αλλά ο Δεκιγάλας, δίνει και μια μάλλον αμφιλεγόμενη πληροφορία, σύμφωνα με την οποία «βεβαιούσιν ότι υπάρχουσιν άμπελοι επέκεινα των 350 ετών και βαμβακίαι 200 ως έγγιστα (σ.σ περίπου) ετών». Αλλά και ο Κατσίπης, αναφέρει ότι «ζούσε πάνω από εκατό χρόνια», κάτι που μάλλον φαίνεται αστήρικτο με βάση τα σημερινά δεδομένα. Χωρίς πάντως να αποκλείεται πλήρως.
Εκείνη την εποχή πάντως, σύμφωνα με τον Δεκιγάλλα, η παραγωγή του νησιού έφτανε τις 4.050 οκάδες (περίπου 5 τόνους) και επωλείτο έναντι μιας δραχμής η οκά, όσο δηλαδή και το ημερομίσθιο ενός στιβαρού εργάτη. Σημειώνει ακόμα πως «αι γυναίκες υφαίνουσιν εξ επιτοπίου βάμβακίου πανία, μάλιστα δίμητα, αρκετά καλής ποιότητος και προς τούτοις πλέκουσι περικνημίδας, σκούφους και βαμβακομαλλίνους φανέλας αρίστης ποιότητος». Οι κάλτσες μάλιστα, αποτελούσαν σημαντικό εξαγώγιμο προϊόν, καθώς το 1839, εξάγονταν 8.000 ζευγάρια.
Περιήγηση στο νησί, έκανε και ο Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής, που όμως φαίνεται να εμπιστεύεται απόλυτα τον Δεκιγάλλα, καθώς αντιγράφει πιστά όλες τις αναφορές του σπουδαίου ιατροφιλόσοφου, που απαρνήθηκε μια μεγάλη καριέρα για να υπηρετήσει το νησί του (ήταν καθολικού δόγματος και οι σπουδές του ήταν λαμπρές, ενώ πολλά φημισμένα πανεπιστήμια τον καλούσαν να διδάξει). «Αι δε γυναίκες υφαίνουσιν εξ επιτοπίου βάμβακος πανία», αντιγράφει πιστά ο Ραγκαβής το 1850.Η πρώτη όμως οικονομοτεχνική αναφορά στο σαντορινιό βαμβάκι, γίνεται το 1849, όταν ο Διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας, Γ.Δ. Κανακάρης σε αναδρομική έκθεση του (κατατέθηκε το 1874), αναφέρει ότι η παραγωγή βάμβακος ήταν 1.500 οκάδες με τιμή 1 δραχμή η οκά (τόσο έκανε και το σουσάμι). Η παραγωγή του βαμβακιού, άρχισε όμως να δημιουργεί και τις προϋποθέσεις για μια ακόμα βιοτεχνία που έφτασε κάποτε σε σπάνια ακμή. Ήταν η καλτσοβιομηχανία ή «περικνημιδιομηχανία», που πρωτο-οργανώθηκε από τον Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη που μέσω της «Θηραϊκής Καλτσοβιομηχανίας» εξήγαγε περίπου 15.000 από τα 25.000 ζευγάρια που κατασκευάζονταν στο νησί. Ήταν μάλιστα από τους πρώτους, που συνεργάστηκε με «αυτοαπασχολούμενους βιοτέχνες», καθώς σύμφωνα με τον Κατσίπη, προμήθευε με χειροκίνητες πλεκτομηχανές πολλά κορίτσια από διάφορα χωριά και αγόραζε την παραγωγή τους. Το επόμενο εργοστάσιο, άνοιξε από τον εφοπλιστή Πέτρο Μ. Νομικό και ίσως δεν είναι τυχαίο πως τις δύο οικογένειες )Νομικού- Μαρκεζίνη) τις χώριζε και αβυσσαλέα πολιτική διαφορά. Πάντως το εργοστάσιο Νομικού έκλεισε γρήγορα, αλλά άνοιξε ένα καινούριο ο Γρηγόριος Δημητρίου Κουτσογιαννόπουλος, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος στη Ρωσία, απ’ όπου έφυγε κυνηγημένος από την Επανάσταση των Μπολσεβίκων για τη Σαγκάη, για να επιστρέψει στη γενέτειρα του το 1926. Το 1929, δημιουργήθηκε ένα ακόμα εργοστάσιο από τον Ιάκωβο Δαρζέντα που το 1945 μετεγκατασταθεί στην Αθήνα, με την επωνυμία «Dar». Ακολούθησε (1960) το εργοστάσιο του Ευάγγελου Δαμίγου (στην Οία, όπως και αυτό του Δαρζέντα) που το 1967 συνέχισε στη Χαλκίδα με την επωνυμία «Damson».

«Βαμβακερές» ιστορίες


Αλλά, ενώ ο Φίλιππος Κατσίπης, απονέμει απλόχερα την πατρότητα της καλλιέργειας του βαμβακιού στη Σαντορίνη, στον προικοθήρα (;) Πιζάνι, ο Ομότιμος Καθηγητής Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτριος Γκόφας, έχει άλλη άποψη. «Το Μάιο του 1368 οι βενετικές πηγές μας αποκαλύπτουν την αποστολή φορτίου βαμπακιού παραγωγής Σαντορίνης, το οποίο στάλθηκε στην Κρήτη, όπου όμως κατά τη διάθεσή του αποδείχθηκε όπως φαίνεται χειρότερης ποιότητας, από ο’τι αναμενόταν», γράφει στον τόμο «Σαντορίνη» (Ιωάννη Δανέζη- επιμέλεια Εμμανουήλ Λιγνός. Αθήνα – 2001). Σύμφωνα με τον ίδιο, το θηραϊκό βαμβάκι, πήρε την εκδίκησή του καθώς 20 χρόνια αργότερα οι εξαγωγές του, είχαν αυξηθεί τόσο πολύ «ώστε για τη μεταφορά του προϊόντος να απαιτείται πια η συγκρότηση ειδικής νηοπομπής». Ο Καθηγητής διαπίστωσε επίσης, πως μισό αιώνα πριν την Άλωση της Πόλης (Μάρτιος 1405- Ιανουάριος 1409) ο «όγκος του εξαγόμενου βαμβακιού από το νησί είχε ακόμα περισσότερο αυξηθεί».
Πολυετές ή αιωνόβιο;


Το βαμβάκι της Σαντορίνης, ήταν όμως ιδιόμορφο και σύμφωνα με τον Φ. Κατσίπη, «ήτανε χαμηλό σαν τις αμπελιές και το καλλιεργούσανε στα χωράφια, στις πεζούλες και τους τράφους, που τους ονομάζανε μπαμπακώματα και τα κουκούλια που είχανε το σκαμάγκι (μπαμπάκι) τα λέγανε βαβούλια. Ακόμα σημειώνω, πως ο θηραϊκός βάμβαξ ήτανε «ερυθρωπός ως η μέταξα διό και ιδιάζουσα έχει αξίαν». Αναφέρεται μάλιστα και σε επιστολή (1830) του Δικαστή Σαντορίνης Παναγιώτη Βαφόπουλου, προς τον Υδραίο Ναύαρχο Λάζαρο Κουντουριώτη που συνοδευόταν από 18 ζευγάρια κάλτσες. « Είναι κοκκινόχροαι, διότι είναι αλεύκασται και η κλωστή των σαντορηνιά ωσάν οπού είναι η δυνατωτέρα. Δεν είναι του αυτού μεγέθους και ποιότητος επειδή ενταύθα δυσκόλως ευρίσκει τις από μιαν και την αυτήν οικίαν πολλά ζευγάρια εις έλλειψιν όντες από βαμβάκι», αναφέρει ο λαογράφος σημειώνοντας παράλληλα πως τα 18 ζευγάρια του ρεγάλου, είχαν τιμή 134,20 γρόσια (σ.σ ένα γρόσι αντιστοιχούσε στο 1/100 της τουρκικής χρυσής λίρας).
Ήταν χρωματιστό; 

Αλλά για το χρώμα του βαμβακιού, υπάρχουν στοιχεία πως δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. «Υπάρχουν όμως βαμβάκια με ωραία φυσικά χρώματα», αναφέρει η Δέσποινα Παπακώστα- Σταθοπούλου (Βιομηχανικά φυτά, Θεσσαλονίκη 2002, εκδόσεις Σύγχρονη Παιδεία), και προσθέτει (σελ 153) « Τα βαμβάκια αυτά ανήκουν τόσο στο Gossypium hirsutum, όσο και στο Gossypium Barbandense». Κανένα πάντως από αυτά δεν υπάρχει στα είδη που περιγράφει ο Δεκιγάλας (Gossypium arboretum και Gossypium Berbaceum).


Η «περικνημιδιομηχανία»

Εκείνη την εποχή όμως, δεν είχε προχωρήσει η εκβιομηχάνιση της παραγωγής κι έτσι οι «περικνημιδιομηχανία», ήταν μια –κάπως προσοδοφόρος- χειροτεχνία. « Εις τας νυχτερινάς αποσπερίδας, παρατηρεί τις, κύκλωθεν της τραπέζης 5-10 νεάνιδας μετά ταχύτητος θαυμασίας, άμα και επιμελείας καταγινομένας εις το πλέκειν», γράφει ο Κατσίπης, επικαλούμενος το Θηραίο Λαογράφο του 19ου αιώνα Ιωάννη Κυριακό. «Οι παραγωγικές βεγγέρες της «περικνημιδιομηχανίας», διανθίζονταν από ιστορίες που διηγούνταν οι ηλικιωμένες «διδακτικάς και προς τον βίον ιδίως τον νεανικόν παραδειγματικάς», αλλά και με αστεία και παραμύθια, που συνοδεύονταν από την άμιλλα των κοριτσιών για το πλέξιμο. «Εν τη περιπτώσει ταύτη, μεγίστην αναπτύσουσιν ταχυδακτυλουργίαν αι διάλευκαι και λεπταί των διαγωνιζομένων χείρες».
Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΗΣ ΚΑΛΤΣΟΒΙΟΜΗΧΑΝΟΣ

Ο Φίλιππος Κατσίπης, είναι απολαυστικός, όταν παραθέτει το βιογραφικό του πρώτου που έκανε προσπάθεια συστηματοποίησης της καλτσοπαραγωγής στο νησί. Που λέτε το 1887, υπήρχε στη Μεσαριά ένας μηχανικός ονόματι Γρηγόρης Φιλιππάκης», γράφει, « έκανε τον αγιογράφο, είτανε ρολογάς, (έφτιαξε ένα μεγάλο ρολόι στο καμπαναριό της Αγίας Ειρήνης που χτυπούσε τις ώρες), είχε ασχοληθεί με τα αστρονομικά θέματα και είτανε ο … πρώτος σοσιαλιστής». Αυτός ο Φιλιπάκκης, δημιούργησε το πρώτο κλωστήριο χρησιμοποιώντας την αιολική ενέργεια, ενώ δημιουργούσε ο ίδιος κα ι τα χρώματα βαφής. Ο ονειροπόλος σοσιαλιστής, δεν φαίνεται να τα πήγε καλά στον επιχειρηματικό κλάδο, καθώς αναγκάστηκε να κλείσει το εργοστάσιο του και το 1889 ο Αντώνιος Μαρκεζίνης (πατριάρχης της πασίγνωστης πολιτικής οικογένειας) έφερε δύο καλτσομηχανές στη Μεσαριά. Η οικογενειακή επιχείρηση, συνεχίστηκε στην Αθήνα με την επωνυμία «Βιομηχανία Καλτσών Γεώργιος Αντ. Μαρκεζίνης».
ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΦΥΤΟ
Η εγκατάλειψη του νησιού, μετά το σεισμό του 1956, επέφερε μαρασμό και το κυριότερο την εξαφάνιση του τοπικού βαμβακιού. Η ανάμνησή του επιζούσε σε κάποιους ηλικιωμένους αγρότες, αλλά το φυτό δεν βρισκόταν πουθενά. Το ανακάλυψε το 2010, ο επιχειρηματίας κ. Μάρκος Ζώρζος που έχοντας τις αναμνήσεις από τις διηγήσεις των παλαιοτέρων, ενδιαφέρθηκε για ένα άγνωστο φυτό που βρισκόταν στον περίβολο μιας ημι -εγκαταλελειμμένης οικίας. Αμέσως άρχισε να το καλλιεργεί και μάλιστα το έστειλε σε εργαστήρια, τα οποία αποφάνθηκαν ότι το προϊόν (το κουκούλι), είναι εξαιρετικά μακρόινο (κριτήριο ποιότητας για το βαλμβάκι), και υπορόδινο. Η έρευνα όμως συνεχίζεται και ίσως δεν είναι μακριά η στιγμή που η Σαντορίνη θα προσφέρει ένα αγροτικό προϊόν, με μεγάλη εμπορική αξία.



Στο Σπήλαιο του Θηραίου Αρχέδημου


  Στο σπήλαιο αυτό έζησε, τον 5ο αιώνα π.Χ., ο λαϊκός γλύπτης Αρχέδημος, από τη Σαντορίνη, και ήταν αφιερωμένο στις νύμφες και στο θεό Πάνα. Η είσοδος του σπηλαίου είναι περιφραγμένη και παραβιασμένη. Μερικά μικρά σκαλοπάτια, φαγωμένα από τον χρόνο και επικίνδυνα, μας οδηγούν στο εσωτερικό της σπηλιάς.

Ο Αρχέδημος άφησε την υπογραφή του στο χώρο με δύο επιγραφές και ένα ανάγλυφο του εαυτού του. Στη μία επιγραφή γράφει «Αρχέδημος ο Θηραίος και Χολείδης ταις Νύμφαις οικοδόμησε», δηλαδή «ο Αρχέδημος ο Θηραίος ως δημότης Χολλειδών οικοδόμησε το Νύμφαιον». Η άλλη επιγραφή αναφέρει «Aρχέδημος ο Θηραίος νυμφόλυπτος φράδαισι νυμφών τα άντρον εξηργάσατο», δηλαδή «ο Αρχέδημος ο Θηραίος, ο νυμφόληπτος, διασκεύασε το άντρο σε ιερό νυμφών, ενεργώντας υπό την επήρεια τους». 
Αυτές οι επιγραφές φανερώνουν ότι ο χώρος ήταν αφιερωμένος στις Νύμφες, προσωποποιήσεις των φυσικών δυνάμεων. Κατοικούσαν στα όρη, στα δάση, στις σπηλιές και στις πηγές. Σκοπός τους ήταν να βοηθούν το ανθρώπινο γένος και να επιτηρούν τα μέρη όπου κατοικούσαν. Για παράδειγμα, το Νυμφαίο της Βάρης επειδή φιλοξενούσε αναβλύζουσα πηγή είχε αφιερωθεί στις Ναϊάδες (η λέξη Ναϊάς ετυμολογείται από το ναίω ή νάω που σημαίνει ρέω, εκχειλίζω). 
Μάλιστα, σχετικά με τις Ναϊάδες, υπάρχει ένας πολύ ωραίος ύμνος στον Απόλλωνα: «Αυτές ω Απόλλων, που στα σπήλαια της Γης διαμένουν, άνοιξαν εκεί πηγές νοερών υδάτων και καλοπροαίρετες, καλόκαρδες, εμπνευσμένες απ' την Μούσα, θεόπνευστες ιερές μαντείες δίνουν. Αυτές διέρρηξαν το έδαφος νερά να ρέουν παντοτινά για τους θνητούς, ολοκάθαρα γλυκά νάματα για καθαρμό». 

 

…Βγαίνοντας έξω διαβάζουμε ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο του John Cam Hobhouse, που περιγράφει την επίσκεψή του στο σπήλαιο μαζί με τον Λόρδο Βύρωνα την 19η Ιανουαρίου 1810.
Περιγράφει ένα τοπίο άγνωστο στους κατοίκους της Αθήνας του 21ου αιώνα. Ανέβηκαν με άλογα τον Υμηττό και διέσχισαν το δάσος (!!!) του λόφου που κρύβει το σπήλαιο του Νυμφόληπτου. Μέσα στη σπηλιά εντυπωσιάστηκαν οι περιηγητές από την αρχαία πηγή που τότε ανέβλυζε ακόμη.
     
  



Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...