της Μαρίας Πελεκάνου, Προέδρου του Πολιτιστικού Συλλόγου Μεγαλοχωρίου "Το Μετόχι"-
Συσκότεινα ήτανε ακόμα, όταν φτάσαμε στο εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου τσι Παλάδες στο Μεγαλοχωριό, για να λουτρουήσομε και να τιμήσομε το Δοξασμένο για τη γιορτή του.
Ημπήκαμε στο κλησίδι με τα λιγοστά καντήλια αναμμένα κι ακούαμε το παπά-Μάρκο να ψαλλοδιάται γιατί ήργησε ο ψάλτης και «θα μεσημαριαστούμε» είπε.
Χρόνια είχα να πάω και πεθύμησα εφέτος να λουτρουηθώ εκεί. ΄Ηναψα το κερί μου και ήκατσα κοντά στο παραθύρι, για να παίρνω αγέρα. Όπως δεν είχε ξημερώσει καλά η μέρα, αγνάντευα μέσα από την εκκλησά την μοναδική ομορφιά απόξω που δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω, το λιγοστό φως έπεφτε πάνω στην Καμμένη και έδινε την εντύπωση ότι ένα Θεός ξαφνικά την έκανε χρυσή. Ηρεμία υπήρχε παντού και μόνο τον ψάλτη ήκουες να διαβάζει «τον Προοϊμιακό». Η καρδιά μου ανεπετάριζε βλέποντας τόση ομορφιά … και σκέφτηκα τι όμορφα που είναι τα εκκλησάκια μας σε αυτή την περιοχή. Τρία ξεχωριστά κλησσίδια , κάθε ένα με την χάρη του. Στο φτέλος ακριβώς (στο φρύδι της Καλντέρας) στέκονται για χρόνια τώρα, σαν κάτασπρα περιστέρια μέσα στην μαυρόη , το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου και δίπλα ακριβώς η Αγιά Παρασκευή. Και από πάνω, λές και «γράφει τους πάντες με την πένα Του» στέκει επιβλητικά ο Μέγας Ταξιάρχης. Η συχωρεμένη η κερά Αργυρούλα η Νοικοκυρά του ( γιαγιά της αδελφικής μου φίλης Αργυρούλας Παπανδρεοπούλου), που έμεινε χήρα (35) χρονών έλεγε ότι «Ο Ταξιάρχης μου είναι η ζωή μου. Πιο καλά τον έχω από τα παιδιά μου..».
Βέβαια δεν μπορούσα να μην θυμηθώ το συχωρεμένο το Μιχάλη το Σαμπούκο που ηδιακόνεβε για να τυποδέσει τα εκκλησάκια αυτά. Τι πίστη αλήθεια…
Ούτε μπορώ να ξεχάσω το μπάρμπα μου το Γιάννη το Γλίνη με τα μεγάλα ψωμιά που εξεκίνα νύχτα με φεγγάρι (γιατί την ημέρα δεν ηπρολάβενε, που ήτανε φουρνάρης) το Γενάρη, μαζί με τη «Σταυρούλα» τη γαδούρα του για να κοπρίσει το χωράφι του, που ήτανε κάτω ακριβώς από τον Αη Δημήτρη. Και τι ντομάτες αλήθεια ήβγαζε… «Η καλύτερη περιοχή μας ήτανε ο Ταξιάρχης , πριν τσι Παλάδες»..Συνεχίζει ακόμα και σήμερα να λέει, να μάννα μου «Τα πιο μυρωδάτα μαυροτράγανα , ήκανανε αυτά τα αμπέλια. Ήτονε γης για αμπέλι… ».
Με τις όμορφες αυτές σκέψεις, ηκόντεψε να πολουτρουήσει και εγώ ακόμα ησυλοούμουνε. Ηγυρήσαμε το Δοξασμένο και ηκάτσαμε να φάμε το πανηγύρι, στο τοιχάρι, μέσα στην αυλή του Αγίου. Πιο νόστιμο δεν έχω ξαναδεί. Φαίνεται ο μάγειρας μας ο Ευτύμιος το Κουτσάκι, έβαλε για μια φορά ακόμα τη τέχνη του, κρέας με πατάτες. Τι μυρωδιά είχε η δάφνη και το πιπέρι!, Άς είναι βοήθεια ντως και των συγχωριανών μου που φροντίζουν τα εκκλησάκια μας και για την πανηγυρή ντως. Το μαϊστράλι που «ήπαιζε ελαφρά» στα μαλλιά μας και η μυρωδιά τση θάλασσας και τσι θρύμπας που ήρχουντα από το φτέλος, ανεκατεμένη με τη μυρωδιά τση πανήγυρης, μας καθήλωσε για ώρα πολύ .
Ξαφνικά ηπέρασε από το μυαλό μου πώς είναι δυνατόν μια τέτοια περιοχή με τόση ομορφιά και τόση αγάπη που της έχομε, να μας βασανίζει τους Μεγαλοχωριανούς «εν πολλοίς και πολλάκις», όπως έλεγε και το Δοξαστικό του Αγίου. Στην αρχή με τα Ορυχεία και τώρα με την επιμονή κάποιων να θέλουν να κάνουν εκεί εργοστάσιο απορριμμάτων; Ξαφνικά ακούω ένα συγχωριανό μου με καμάρι να λέει : « Δεν πάνε να λένε ότι θέλουνε, εμείς δεν θα τους αφήκομε…».
Όμως ηκόντεβε να μεσημεριάσει και δε μας έκανε καρδιά να φύομε. Επιτέλους ησηκωθήκαμε, αφού δώσαμε ραντεβού σε καμιά δεκαριά μέρες αποπάνω στο Ταξιάρχη, για να γιορτάσομε και εκείνο το Δαξασμένο και να φάμε το ωραίο φάβα που μαγειρεύει δεξιότεχνα ο ξάδελφος μου ο Νικόλας του Τζανάκη και είναι συνταγή του πατέρα μου…
ΘΗΡΑ 29-10-2013
Συσκότεινα ήτανε ακόμα, όταν φτάσαμε στο εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου τσι Παλάδες στο Μεγαλοχωριό, για να λουτρουήσομε και να τιμήσομε το Δοξασμένο για τη γιορτή του.
Ημπήκαμε στο κλησίδι με τα λιγοστά καντήλια αναμμένα κι ακούαμε το παπά-Μάρκο να ψαλλοδιάται γιατί ήργησε ο ψάλτης και «θα μεσημαριαστούμε» είπε.
Χρόνια είχα να πάω και πεθύμησα εφέτος να λουτρουηθώ εκεί. ΄Ηναψα το κερί μου και ήκατσα κοντά στο παραθύρι, για να παίρνω αγέρα. Όπως δεν είχε ξημερώσει καλά η μέρα, αγνάντευα μέσα από την εκκλησά την μοναδική ομορφιά απόξω που δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω, το λιγοστό φως έπεφτε πάνω στην Καμμένη και έδινε την εντύπωση ότι ένα Θεός ξαφνικά την έκανε χρυσή. Ηρεμία υπήρχε παντού και μόνο τον ψάλτη ήκουες να διαβάζει «τον Προοϊμιακό». Η καρδιά μου ανεπετάριζε βλέποντας τόση ομορφιά … και σκέφτηκα τι όμορφα που είναι τα εκκλησάκια μας σε αυτή την περιοχή. Τρία ξεχωριστά κλησσίδια , κάθε ένα με την χάρη του. Στο φτέλος ακριβώς (στο φρύδι της Καλντέρας) στέκονται για χρόνια τώρα, σαν κάτασπρα περιστέρια μέσα στην μαυρόη , το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου και δίπλα ακριβώς η Αγιά Παρασκευή. Και από πάνω, λές και «γράφει τους πάντες με την πένα Του» στέκει επιβλητικά ο Μέγας Ταξιάρχης. Η συχωρεμένη η κερά Αργυρούλα η Νοικοκυρά του ( γιαγιά της αδελφικής μου φίλης Αργυρούλας Παπανδρεοπούλου), που έμεινε χήρα (35) χρονών έλεγε ότι «Ο Ταξιάρχης μου είναι η ζωή μου. Πιο καλά τον έχω από τα παιδιά μου..».
Βέβαια δεν μπορούσα να μην θυμηθώ το συχωρεμένο το Μιχάλη το Σαμπούκο που ηδιακόνεβε για να τυποδέσει τα εκκλησάκια αυτά. Τι πίστη αλήθεια…
Ούτε μπορώ να ξεχάσω το μπάρμπα μου το Γιάννη το Γλίνη με τα μεγάλα ψωμιά που εξεκίνα νύχτα με φεγγάρι (γιατί την ημέρα δεν ηπρολάβενε, που ήτανε φουρνάρης) το Γενάρη, μαζί με τη «Σταυρούλα» τη γαδούρα του για να κοπρίσει το χωράφι του, που ήτανε κάτω ακριβώς από τον Αη Δημήτρη. Και τι ντομάτες αλήθεια ήβγαζε… «Η καλύτερη περιοχή μας ήτανε ο Ταξιάρχης , πριν τσι Παλάδες»..Συνεχίζει ακόμα και σήμερα να λέει, να μάννα μου «Τα πιο μυρωδάτα μαυροτράγανα , ήκανανε αυτά τα αμπέλια. Ήτονε γης για αμπέλι… ».
Με τις όμορφες αυτές σκέψεις, ηκόντεψε να πολουτρουήσει και εγώ ακόμα ησυλοούμουνε. Ηγυρήσαμε το Δοξασμένο και ηκάτσαμε να φάμε το πανηγύρι, στο τοιχάρι, μέσα στην αυλή του Αγίου. Πιο νόστιμο δεν έχω ξαναδεί. Φαίνεται ο μάγειρας μας ο Ευτύμιος το Κουτσάκι, έβαλε για μια φορά ακόμα τη τέχνη του, κρέας με πατάτες. Τι μυρωδιά είχε η δάφνη και το πιπέρι!, Άς είναι βοήθεια ντως και των συγχωριανών μου που φροντίζουν τα εκκλησάκια μας και για την πανηγυρή ντως. Το μαϊστράλι που «ήπαιζε ελαφρά» στα μαλλιά μας και η μυρωδιά τση θάλασσας και τσι θρύμπας που ήρχουντα από το φτέλος, ανεκατεμένη με τη μυρωδιά τση πανήγυρης, μας καθήλωσε για ώρα πολύ .
Ξαφνικά ηπέρασε από το μυαλό μου πώς είναι δυνατόν μια τέτοια περιοχή με τόση ομορφιά και τόση αγάπη που της έχομε, να μας βασανίζει τους Μεγαλοχωριανούς «εν πολλοίς και πολλάκις», όπως έλεγε και το Δοξαστικό του Αγίου. Στην αρχή με τα Ορυχεία και τώρα με την επιμονή κάποιων να θέλουν να κάνουν εκεί εργοστάσιο απορριμμάτων; Ξαφνικά ακούω ένα συγχωριανό μου με καμάρι να λέει : « Δεν πάνε να λένε ότι θέλουνε, εμείς δεν θα τους αφήκομε…».
Όμως ηκόντεβε να μεσημεριάσει και δε μας έκανε καρδιά να φύομε. Επιτέλους ησηκωθήκαμε, αφού δώσαμε ραντεβού σε καμιά δεκαριά μέρες αποπάνω στο Ταξιάρχη, για να γιορτάσομε και εκείνο το Δαξασμένο και να φάμε το ωραίο φάβα που μαγειρεύει δεξιότεχνα ο ξάδελφος μου ο Νικόλας του Τζανάκη και είναι συνταγή του πατέρα μου…
ΘΗΡΑ 29-10-2013