Είναι φορές που κάποια ψήγματα ιστορίας του νησιού μας, δεν θέλουν ούτε καν ερμηνεία, μόνο μία απλή παράθεση. Σε ένα από αυτά, συναντάμε τον ξεχωριστό Ιωσήφ Δεκιγάλλα να συνομιλει με έναν λεπρό της Σαντορίνης κατά τη διάρκεια
της έκρηξης του 1866
Στο συλλογικό
τόμο «Σαντορίνη», του Μιχ Δανέζη ( 1971), σσ. 397, ο Φίλιππας Κατσίπης (αντι)
γράφει τον διάλογο αυτο: Το ημερολόγιο έγραφε 18 Φεβρουαρίου 1866 .
«τότες που το νησί βογάριζε κι
όλος ο κόσμος πίστευε πως το νησί θα
βούλιαζε ....[..]
Περί την 8 μ.μ. ὥρα μετέβην ἐκτός τῆς πόλεω πρός τήν νοτιοδυτικήν
άκτήν ἱνα ἐκεῖθεν παρατηρήσω κάλλιον τὸν μεταξύ Παλαιᾶς και Νέας Καμμένης
πορθμόν ὅπου καί ἡ νῆσος Ἀφρόεσσα κεῖται.
Τά πυκνά νέφη τά μετά τοῦ μετεωριζόμενου ἀδιακόπως ἡφαιστείου ἀτμοῦ συγχεόμενα ἐκάλυπτον
τόν ἀσέλην οὐρανόν καί καθίστων ἔτι μᾶλλον ζοφοδεστέραν τήν νύκτα. Βαθυτάτη
σιγή πανταχόθεν μέ περιεκύκλου καί αἱ
φλογεραί λάμψεις τῆς Ἀφροέσσης εἵλκυαν τά
βλέμματά μου ὅθεν καθήμενος ἐπί τινός βράχου ἐτερπόμην , παρατηρῶν τήν λαμπράν
τῆς Ἀφροέσσης φωταψίαν καί ἀκούων νῦν μέν τόν φλοῖσβον των, διακόσια περίπου
μέτρα ὑπό τούς πόδας μου, προσκρουόντων εἰς τάς ἀποτόμους ακτάς κυμάτων, νῦν δὲ
τήν γοεράν καί άπαισίαμ φωνήν των ἐπί τὼν βράχων νυκτοκοράκων, ὅτε ἤκουσα
βρογχώδη φωνήν κράζουσαν με , καί στρέψας τούς ὀφθαλμούς εἶδον ὡς νυκτερινόν τι
φάσμα , ἐνώπιόν μου ἕνα τῶν ἐκεί πλησίον διαμενόντων δυστυχῶν λεπρῶν, ὅστις
τρεμούση τῇ φωνῇ καί παλλούση καρδία μοί εἶπε:
- - Εἰπέ, σέ παρακαλῶ καί εἰς ἡμᾶς, πότε θά καταβυθισθῶμεν;... Σεῖς,
ἔχετε τά ἀτμόπλοια, ἵνα σᾶς σώσουν, ἀλλα ἡμεῖς;.. ἡμεῖς οἱ ἐγκαταλελειμμένοι καί ὑπ’αὐτῶν ἀκόμη τῶν
στενότερων συγγενῶν...μακράν τῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων, εἰς ποῖον νά ἐλπίζωμεν;...
- - Κατηραμένος τῷ εἷπον, ὁ
ἐλπίζων εἰς τόν ἄνθρωπον. Αἱ ἐλπίδες ἡμῶν ἔστωσαν εἰς τήν Θείαν Πρόνοια, τήν ὑπερ
τῶν πτηνῶν καί τῶν ἑρπετῶν τῆς γῆς μεριμνῶσαν αὕτη εἰσακούουσα τάςταπεινάς ἡμῶν δεήσεις
θέλει εὐλογήσει διά τῆς κραταιᾶς αὐτῆς χειρός τήν προσφιλῆ ἡμῶν πατρίδα καί
θέλει σώσει ἄπαντας...
ο Άγιος Ιωάννης ο ελεήμων -ο χώρος του λεπροκομείου |
Μόλις εἶχον
προφέρει τάς λέξεις ταύταας ὁτε βροντώδης
κρότος μοί ἀνήγγειλε νέαν ἐκπυρσοκρότησιν ὅθενστρέψας τοὺς ὀφθαλμούς εἶδον
ἀναβάντων νέφη λευκοῦ ἀτμοῦ καί μύδρους καταπίπτοντας εἰς διάφορα τῆς θαλάσσης
μέρη.
-
Ἰδε τῷ εἶπον, πόσον μεγάλα καί λαμπρά εἰσί τά ἔργα τῆς φύσεως, καί παρηγορήσας
αὐτόν ἐπανέκαμψα εἰς τά ἴδια, ἀναπολῶν τὰ περικυκλοῦντα τήν δύστηνον ἀνθρωπότητα
ἀπειράριθμα κακά.....
- Ματαιότης
ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης...»