του Μάρκου Αβ.Ρούσσου
Θυμούμαι κείνα
τα χρόνια που τα Χριστούγεννα σηκωνόμαστε αρόδιστα και κινούσαμε κάτω από τα
άστρα για να πάμε στον όρθρο της Γεννήσεως. Η εκκλησία ήτανε πανηγυρικά
στολισμένη με σημαίες και λάβαρα. [..] το απέριττο προσκυνητάρι ήταν
τοποθετημένο ανάμεσα σε δύο πανύψηλα μανουάλια και πάνω σε αυτό η πανάρχαιη
εικόνα της Γεννήσεως που κάποιος Θηραίος αγιογράφος της εποχής είχε βάλει τα
δυνατά του για να ζωντανέψει με τον χρωστήρα του όσο μπορούσε καλύτερα την
αναπαράσταση. [..] Άκουσα τα παρακάτω λόγια μιας Θηραίας χωρικής που
πλησιάζοντας για να προσκυνήσει την εικόνα της Γεννήσεως, στάθηκε για μία
στιγμή σε στάση προσευχής κοίταξε με δάκρυα θρησκευτικής συγκινήσεως τη
στενόχωρη φάτνη που φιλοξενούσε τον Αχώρητο, έκανε το σημείο του Σταυρού και
ακουμπώντας τα χείλη της πάνω στο θείο βρέφος ψιθύρισε : « Μάθια, ήντα κρυώνεις μωρό μου!»… Αυτά τα
λόγια δείχνουν πόσο οι παλαιοί Θηραίοι ένοιωθαν σαν να ζούσαν τη Γέννηση του
Χριστού[…]
Πότε δεν θα ξεχάσω
στο θάμπος του φεγγαριού τις ψυχές φωτισμένες από ολόθερμη πίστη, ανηφορίζαμε
το απόκρημνο μονοπάτι για να πάμε στο εξωκκλήσι της Γεννήσεως ψηλά στο βουνό
του Προφήτη Ηλία μας. Ακόμα και τώρα αν και πέρασαν τόσα χρόνια, φέρνω μπροστά
μου την εικόνα εκείνη της ορθρινής βιβλικής πορείας που τόσο ζωντανά έμεινε
μεταξύ των οποίων και εγώ ξεκίνησαμε από το χωρίο. Οι γυναίκες…[…] στην άκρη
του μαντηλιού τους είχαν δέσει σφιχτά λίγο μοσχολίβανο ενώ εμείς τα παιδιά
κρατούσαμε μποτζιά γεμάτα λάδι για τα κανδήλια της εκκλησίας. […]
Όταν φτάσαμε
στην εκκλησία ήταν κιολας γεμάτη από χωρικούς που είχαν φτάσει από βραδύς. Στην
αυλή, στρωμένη με αλισμαριά και φασκόμηλα κάτω από το χλώμο χειμωνιάτικο
φεγγάρι ακούγαμε με κατάνυξη τους ύμνους που έβγαιναν από την εκκλησία
αρωματισμένοι με το μοσχολίβανο « Χριστός γεννάται δοξάσαστε…..εκεί έπαιρνες το
βάπτισμα του καθαρμού μέσα σε νάματα θεικά με τα αρώματα του βουνού και του
κάμπου ….[….] θυμάμαι κάποια άλλη νύχτα Χριστουγέννων , σαν ήμουν ψαροπαίδι,
στο γιαλό κοντά στην Περίσσα μας, μαζί με τον φύλακα της ρίβας – Σαβέριος ήτανε
το όνομά του. Τον θυμάμαι χωμένο μέσα στον μανδύα του που τον είχε από τον
πόλεμο του 1897. Καθόταν πάνω στην κουπαστή μιας βάρκας και με το γέρικο μάτι
του ερευνούσε πότε τη ρίβα του γιαλού και πότε το χωμάτιασμα. Έτσι όπως ήτανε
ντυμένος με τον μαδύα και με το χονδρό
Ρωσσικό σκούφο του, έμοιαζε περισσότερο με θαλασσομάχο.στο χέρι του κρατούσε
μια χονδρή μαγκούρα που ήταν και το όπλο του ενώ στην πλάτη του είχε πάντα
ριγμένο ένα ντουρβά καμωμένο από καραβόπανο. Εκεί από την κουπαστή της βάρκας
έστριψε το βλέμμα του προς την Ανάφη και τα χείλη του ψιθύρισαν τούτα τα λόγια «
Ξημερώνει Χριστούγεννα, τώρα βγαίνει το άστρο!....» Γύρισα και κοίταξα προς την Ανατολή και κείνη
την ώρα είδαμε το άστρο της αυγής που φάνηκε πιο φωτεινό από τις άλλες νύχτες. Καθώς
άφηνε την υγρή αγκαλιά της θαλασσας κι ανεβαίνε προς τον ουρανό χάραξε μια
ολόφωτη ασημένια γραμμή πάνω στη γαλήνια επιφάνεια του νερού. Ο γέρος σαν το
είδε, γονάτισε και ακίνητος με το βλέμμα του γυρισμένο πάντα προς την
Ανατολή και τον άκουσα να λέει : Χριστός
γεννάται …» και γυρίζοντας προς εμένα πρόσθεσε
« τούτη την ώρα γεννιέται ο Χριστός τώρα δα πάει το αστέρι να δέιξει το
δρόμο στους Μάγους που πάνε να Τον προσκυνήσουν»…. […]
-
Μα τα Χριστούγεννα τα νοιώθεις πιο πολύ μπάρμπα
σαν να είσαι μοναχός πάνω στην άμμο, κάτω από τα άστρα μέσα στη νύχτα στο γιαλό
και στο κύμα;
-
Ναι! Όσο πιο μακρια βρίσκεσαι από τους ανθρώπους
τόσο πιο κοντά είσαι σστο Θεό. Κι ενώ του μιλούσα κοίταξε πάλι προς την Ανατολή
αλλά το άστρο δεν υπήρχε πια εκεί κι η
ασημένια γραμμή πάνω στα γαληνεμένα νερά είχε σβύσει και αυτή…. Ητανε
Χριστούγεννα…..
Πηγή: Λαογραφικά της Σαντορίνης