Ή πως δυο γενιές μιας οικογένειας αποτυπώνουν τα της Σαντορίνης
Μνήμη Μάρκου Αβερκίου Ρούσσου
Ένας από τους λόγους ύπαρξης του «Καλλιστορώντας», είναι εκτός των άλλων η προσπάθεια ανάδειξης της ιστορίας της Σαντορίνης αλλά και ευρύτερης διάδοσής της. Πόσο δε μάλλον όταν αυτή γίνεται μέσα από έρευνές Θηραίων παλαιότερων αλλά και σύγχρονων. Στην ανάρτηση αυτή θα συνδεσουμε την επιτόπια έρευνα ( και όχι μόνο ) ενός άγνωστου αλλά ιδιαίτερου Θηραίου ερευνητή λαογραφίας , του Μάρκου Αβέρκιου Ρούσσου μαζί με την έρευνα της εγγονής του Ελισάβετ Καφούρου στο μεταπτυχιακό του Πανεπιστήμιου Πειραιά και αναμενόμενο τίτλο : « Η Σαντορίνη ως γαστρονομικός προορισμός[1]»
Γράφει το λοιπός ο Μάρκος
Αβέρκιος Ρούσσος στα «Λαογραφικά της Σαντορίνης» το 1971 ως προς την
καλλιέργεια τομάτας και την παρασκευή τοματοπολτού: « ... Επί τη ευκαιρία θα
πρέπει να αναφέρω και ένα χαρακτηριστικό που συνέβη τον Αύγουστο του 1925. Αν
και ήμουν πολύ μικρός το ενθυμούμαι καλώς διότι μου είχε κάνει εντύπωση. Οι
ταράτσες του Εμπορείου – πηγή του τοματοπολτού- ήταν κατακόκκινες από τα
σκαφίδια με το τοματοπελτέ, όταν ξαφνικά μέσα σε λίγα λεπτά έγιναν από κόκκινα
μαύρα σαν το κατράμι. Αιτία ήταν η ξαφνική πτώση της ψιλής μαύρης τέφρας από
τον ουρανόν από την έκρηξη του ηφαιστείου. Η καταστροφή του τοματοπολτού ήταν
τελεία, οι παραγωγοί παρατηρούσαν με σταυρωμένα τα χέρια να χάνονται οι κόποι
και ο ιδρώτας τους, ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την μαύρη σκόνη που έπεφτε από
τον ουρανό. Οι παραγωγοί εκείνης της εποχής ήταν αληθινά μάρτυρες εργάζονταν
από τα χαράματα μέχρι την νύχτα και ποτέ δεν χόρταιναν ψωμί. Παρακολουθούσαν με
καρτερία την μανία όλων των στοιχείων της φύσης
που απο αιώνες χτυπούν το νησί. Σεισμοί και εκρήξεις, φωτιά και καπνός,
λάβα και μύδροι, θειάφι και βρώμα από καυτό σίδηρο ήταν γνωστά πράγματα σε αυτούς.
Όμως ποτέ οι Θηραϊοι παραγωγοί και οι κάτοικοι του νησιού γενικότερα δεν άφησαν
αυτό το πολύχρωμο τσουρουφλισμένο διαμάντι των Κυκλάδων, την Σαντορίνη, αλλά
αντίθετα την αγαπούσαν όλο και περισσότερον και την αγάπη τους αυτή για το νησί
την παρέδωσαν σαν κληρονομιά και στις επομένες γενιές» - Όπως έκανε και ο ίδιος.....
Aρκετά
χρόνια αργότερα η Ελισάβετ προσθέτει ερευνητικά στην αφήγηση του παππού της μέσα
από την μεταπτυχιακής της εργασία : «Η παραγωγή και η
προώθηση των τοπικών προϊόντων μίας περιοχής κατέχουν ιδιαίτερο ρόλο στην
τοπική οικονομία και αναδεικνύουν τον γαστρονομικό προορισμό δίδοντας
προστιθέμενη αξία. Το κλίμα αλλά και το ιδιαίτερο έδαφος του νησιού περιορίζουν
την καλλιέργεια πολλών και διαφορετικών ειδών. Η άνυδρη καλλιέργεια είναι
γεγονός σε συνδυασμό με το ιδιαίτερο μικροπεριβάλλον της Σαντορίνης, όμως
συμβάλλουν τα τελευταία χρόνια στην δημιουργία μίας ξεχωριστής ποικιλίας
προϊόντων, τα οποία συνεπάγουν την νέα σαντορινιά κουζίνα και την σαντορινιά
γεύση κατ’ επέκταση. [...]Στη Σαντορίνη ο γαστροτουρίστας μπορεί να βρει μια
πληθώρα δραστηριοτήτων, ώστε να έρθει σε επαφή με την παράδοση και τη
γευσιγνωσία των τοπικών προϊόντων. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν πολλά ξενοδοχεία
που προσφέρουν μαθήματα οινογνωσίας, δοκιμές κρασιών σε συνεργασία με ντόπιους
παραγωγούς ενώ διαθέτουν ποικιλίες τοπικών κρασιών σε καταλόγους και κελάρια».
Η Ελισάβετ, παρουσιάζει
ταυτόχρονα και την έρευνά της που διεξήχθη εξαιτίας της διπλωματικής εργασίας
της: « Συνοψίζοντας, παρατηρούμε ότι για
αυτό το δείγμα, η γαστρονομία ήταν βασικός παράγοντας σε κάθε ταξίδι του. Αυτό
φαίνεται για παράδειγμα από το ότι τουλάχιστον το μισό του προϋπολογισμού τους
για τα ημερήσια έξοδα δίνονταν στο φαγητό. Οπότε το ποσοστό 37.5% από την
πλευρά των ξένων και 40% από την πλευρά των Ελλήνων που προτείνουν τη Σαντορίνη
σαν προορισμό γαστρονομίας είναι αρκετά ενθαρρυντικό. Επίσης, η τάση τους να ξανά
επισκεφτούν το νησί παρουσιάζει υψηλά αποτελέσματα, 62.5% οι ξένοι, 31.7% οι
Έλληνες και το φαγητό σίγουρα είναι ένας από τους παράγοντες που επηρέασαν την
επιλογή τους γιατί στο 47.5% των ξένων και στο 46.7% των Ελλήνων άρεσε το
φαγητό που δοκίμασαν στο νησί. [...] Εν κατακλείδι, ο γαστρονομικός τουρισμός
ανήκει την πολιτική έξυπνης ανάπτυξης. Αυτό συμβαίνει γιατί η ανάπτυξή του δεν
απαιτεί μεγάλες επενδύσεις σε πάγια και άλλα στοιχεία. Στο βασικό προϊόν της
Σαντορίνης υπάρχει καλό φαγητό και καλό κρασί. Το μόνο που χρειάζεται είναι η
κατάλληλη ανάπτυξη και η εφαρμογή μίας στρατηγικής marketing , η οποία
θα έχει ως στόχο της τη δημιουργία μίας ποιοτικής μορφής τουρισμού
(γαστρονομικού τουρισμού), τη δημιουργία υπεραξίας στον γαστρονομικό τουρίστα
και την άμβλυνση της εποχικότητας της τουριστικής περιόδου. Με άλλα λόγια
πρέπει να τεθούν γερές βάσεις ώστε η γαστρονομία ως τουριστικό προϊόν να
προσφέρει ποιοτικές γαστρονομικές εμπειρίες και πρωτόγνωρες απολαύσεις
αναβαθμίζοντας την γαστρονομική προσφορά και προσελκύοντας περισσότερους
τουρίστες».
[1] Πηγή: Ελισάβετ Καφούρου : «Η
Σαντορίνη ως γαστρονομικός Προορισμός»,
ΜBA in Tourism Management, Πανεπιστήμιο
Πειραιά, 2015 βλ. www.academia.edu.
(Eνημέρωση Φεβρουάριος 2016). (
Άδεια αναδημοσίευσης)