Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Η Σαντορίνη ...το χειμώνα του 1928


Η αναφορά που ακολουθεί είναι από τη θηραία ερευνήτρια κ. Στέλλα Κοντογιάννη και την ευχαριστούμε θερμά. Απ ότι μου τόνισε θα μας τιμάει συχνά με μικρά μικρά "διαμαντάκια" ιστορικά - βιωματικά, λαογραφικα!! 



Μια μαρτυρία από την γιαγιά μου, Καλλιόπη Νομικού – Πλαστήρα, η οποία δεν βρίσκεται στη ζωή από τον περασμένο Ιούνιο κι είναι πολύτιμη κι ανεκτίμητη η παρακαταθήκη που μου άφησε με τα λεγόμενά της.
Το συγκεκριμένο απομαγνητοφωνημένο κείμενο καταγράφηκε το Μάρτιο του 1993 στο σπίτι της γιαγιάς μου που είχα πάει για να συγκεντρώσω στοιχεία για μια εργασία που είχα στο Πανεπιστήμιο. Είχα αφήσει το μαγνητοφωνάκι ανοιχτό και κατέγραφε όλη τη συζήτηση που είχαμε αλλά φυσικά δεν χώρεσαν όλα.
Η περιγραφή αναφέρεται στα γεγονότα όπως τα θυμάται το χειμώνα του  1928 λίγο πριν εγκαταλείψει η οικογένειά της το νησί χωρίς ποτέ να καταφέρει να επιστρέψει.
«…Μύριζε έντονα δύσοσμα ο αέρας. Είχε φράξει η αναπνοή μας. Σε κάποια στιγμή κάποιοι με αναμμένα κεριά κάναν τόπο μέσα απ’ το πλήθος και κρατώντας ένα χαρτί, ένας απ’ όλους, στάθηκε στη μέση. Κάτι έλεγε και προσπαθούσαμε ν’ ακούσουμε τι αλλά τα λόγια του χάνονταν από τους συριγμούς και τους μηκυθμούς και τις φωνές του κόσμου. Φώναξε όσο δυνατότερα μπορούσε: «Έρχεται πλοίο». «Δεν ημπορεί όμως να προσεγγίσει, δι’ αυτό και καλούμεθα να παραμείνουμε εις το νησί και να μην εισέλθουμε εις τας κατοικίας μας διότι θα γίνει πρώτα έλεγχος των ζημιών».
Το κρύο ήταν πραγματικά τσουχτερό κι ο αέρας βάρβαρος κι εγώ έτρεμα,  έτρεμα. Καθόμουν στα πόδια της γιαγιάς μου κι έτρεμα.
Περιμέναμε λοιπόν στην άκρη της σκάλας όλοι μαζί. Είχαμε καταλάβει πως δεν  ημπορούσε να γίνει τίποτε άλλο. Ένιωθα ξαφνικά τόσο ξεχασμένη απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Σκεφτόμουν πως τώρα σε άλλες πόλεις τα παιδάκια παίζουν ήσυχα και κοιμούνται κι εγώ ξενυχτούσα μακριά απ’ τα παιχνίδια μου, μακριά απ’ τις κούκλες που μού ‘φερε η θεία μου από την Αίγυπτο και αδημονούσα να τις δω και πάλι γιατί φοβόμουν μήπως τις χάσω.
Γύρισα και κοίταξα πίσω στο ανθρώπινο στενόμακρο ποτάμι που αραίωνε όσο απομακρυνόταν από το σημείο που είχαμε μαζευτεί. Το σπίτι μας δε φαινόταν από δω καθόλου. Σχεδόν τίποτα δεν μπορούσα να ξεχωρίσω, μόνο μερικά χέρια που κουνούσαν στον αέρα κι έψαχναν τους άλλους δικούς τους.
Ο φόβος δεν άφηνε τα χέρια μου να ζεσταθούν παρόλο που τα είχα τυλίξει κάτω από τη ζακέτα μου, μια πλεχτή ζακέτα που μου είχε πλέξει η γιαγιά μου. Δεν ήξερε κανείς τι ώρα ήταν. Μόνο σκοτάδι και καταχνιά όπου κοιτούσα.»
Εκεί έκανε παύση για λίγο και έμεινε σκεφτική. Μετά από λίγο πρόσθεσε το εξής σχόλιο.
«Αν σήμερα (1993) συνέβαινε ο σεισμός να είχε κέντρο τη Σαντορίνη τα πράγματα θα ήταν πολύ δυσοίωνα. Τώρα που το κράτος έχει «αφραγκίες» θα ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί. Μια εκτόνωση όμως στο σημείο εκείνο έχω την εντύπωση ότι έχει πολλά χρόνια να γίνει και μάλλον θα συμβεί στο αόριστο μέλλον. Αν όμως ως τότε τα οικονομικά της χώρας δεν έχουν βελτιωθεί σημαντικά η διάσταση του προβλήματος θα ‘ναι μεγαλύτερη»

Στέλλα Κοντογιάννη

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Της Υπαπαντής στη Σαντορίνη

Της Υπαπαντής σήμερα και οι μέχρι τώρα αναφορές για την εόρτια ημέρα στο kallistorwntas έχουν ως εξής:
1. Παναγιά η Σέργαινα: http://kallistorwntas.blogspot.com/2011/04/blog-post_8713.html#.TymUmYUnRyo.facebook
2. Παναγιά η Μαρουλιανή: http://kallistorwntas.blogspot.com/2010/01/2_19.html#.TymVNJ-4fh4.facebook
3. Ορθόδοξη Μητρόπολη Υπαπαντή του Σωτήρος: http://kallistorwntas.blogspot.com/2011/02/blog-post_02.html#.TymUOL_Fysk.facebook 
4. Δυστυχώς για την Φλεβαριώτισσα δεν γνωρίζω στοιχεία. Όποιος το επιθυμει και ξέρει ιστορικά στοιχεία για το ναό αν θέλει ας επικοινωνησει ηλεκτρονικά μαζί μας.

Και του χρόνου

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Η Σαντορίνη της Ελλάδας το Γιούσουρι

(*από το διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα)
Ομιλία στην τελετή βράβευσής μου από το "Σύλλογο Μεγαλοχωριτών" 1986 στον «Παρνασσό» 

της Μαρίας Αρβανίτη Σωτηροπούλου


        Η Σαντορίνη, της Ελλάδας το Γιούσουρι. Πολύτιμη κι εύθραυστη σα μαργαριτάρι, φυλαχτό στο λαιμό του Αιγαίου κατευθείαν από της γης τα σπλάχνα, μαχαιριά στη θάλασσα.
Με τον τότε μητροπολίτη Θήρας Παντελεήμονα και τον πρόεδρο Βίκτορα Ακύλα
        Τα κρίνα των σπιτιών της, ολάνθιστα πεταρίζουν στης άβυσσος τα χείλη. Τα κλήματα δειλά πασχίζουν να κρύψουν των φύλλων τις ελπίδες από τ’ άγριου βοριά τα χάδια. Πώς ξεμαλλιάζονται τ’ αγριολούλουδα τινάζοντας της θάλασσας τον ίδρω!! Όλα βαριά, όλα πικρά, όλα χυμούς γεμάτα, πηχτά, πνιχτά, χρώματα, σχήματα, καημοί, νοτισμένοι απ’ τ’ αγιάζι.
        Πώς σμίγει γης και θάλασσα κι ουράνια στην ομίχλη! Πώς βγαίνει της ντομάτας το σκληρόπετσο ζαφείρι; Πώς ξεχειλίζει του κρασιού η κάψα και η γλύκα; Κάθε τσαμπί να στάζει θείο αίμα, κάθε ρογίτσα του θηλή της οικουμένης!
        Και η γη πλημμυρισμένη ελπίδα και η θάλασσα με υποσχέσεις τρόμου!

        Και οι κάτοικοι σφιχτοδεμένοι με τη μοίρα τους μένουν, επιμένουν, μάχονται. Οι αλλιώτικοι άνθρωποι της  Σαντορίνης, οι εκλεκτοί, οι ευλογημένοι, οι τυραγνισμένοι, οι δυνατοί. Ο περιούσιος λαός, τα παιδιά του ηφαιστείου, οι αρχιτέκτονες των πάλλευκων θολωτών σπιτιών με τα χιονάτα σκαλιά και τις αιωρούμενες αυλές, τα γαλανά πορτοπαράθυρα, που αχνίζουν τη δροσιά, το φως δεν το ξορκίζουν, τ’ αγκαλιάζουν, οι εργάτες της μαύρης αφράτης γης με τα πράσινα λαήνια για να μεθούν οι ταπεινοί, οι λάγνοι, οι μεταμορφούμενοι. Το πρωί εκκλησιά, το μεσημέρι δουλειά, το γιόμα φαγοπότι, τη νύχτα χορός, τραγούδι κι έρωτας στα σκοτεινά, φεγγερά, προστατεμένα σοκάκια. Άνθρωποι που προσκυνούν κι αμαρτάνουν, δουλεύουν κι επαναστατούν, χορεύουν και ψέλνουν, μεθούν με άγια κοινωνία κι αγιάζουν καρφωμένοι αντίκρυ στου ηφαιστείου το μυστήριο, αντιπαλεύοντας με παρρησία τον τρόμο.

         Η Σαντορίνη είναι η μάνα μας. Μας γέννησε στο μεγάλο σεισμό με βόγγους και σπασμούς και ουρλιαχτά και αγωνία και τρόμο.  Είναι η πρώτη ουλή που αγγίζουμε ψαχουλεύοντας τα σκοτάδια της μνήμης μας. Πέρα απ’ αυτό, το κενό. Η ευτυχία των βαθυγάλαζων νερών που την κυκλώνουν. Μας δίδαξε το φως του κόσμου, τη δίψα για τον ουρανό, την ανθρώπινη μηδαμινότητα, τη γήινη αρπαχτικότητα, τη θεϊκή παντοδυναμία. Η Σαντορίνη σε κάνει και σκέπτεσαι, όπως σε κάνει και να τραγουδάς και να χορεύεις, ακόμη και στην εκκλησιά, προπάντων μες την εκκλησιά.
         Η Σαντορίνη είναι η χώρα των θαυμάτων! Το αφράτο χώμα που τριζοβολά σε κάθε βήμα το βαραίνει ανείπωτη σιωπή. Ο αγέρας μοσκοβολά νεύματα! Τώρα, που τα μηχανάκια σαν ακρίδες μολύνουν κάθε της γωνιά, τώρα που θαρρείς και το νησί γυαλίζεται σε κάποιο παραμορφωτικό καθρέφτη, είναι καιρός, όποιος νιώθει τα μηνύματα που κροτούν ρυθμικά σαν το σφυγμό του κόσμου κάτω απ’ τα πόδια μας, ν’ αφουγκραστεί προσεχτικά.



           Ξετυλίγω το κουβάρι τις θύμισες ευλαβικά. Ας βυθιστούμε στη σκιά του χρόνου. Κάποια σπερνά στο ρημοκλήσι το πνιγμένο στ’ αμπέλια. Ο ασβέστης ματώνει, τα μανουάλια σπιθίζουν, το θυμάρι λιβάνι κι οι καρδιές γλάροι στο ρυθμό του ανέμου που βουίζει «Φως ιλαρόν».
          Κάποιες εκδρομές, τότε που το νησί ήταν πλατύ, απίστευτα ευρύχωρο, που οι λυγαριές μοσκοβολούσαν και τα γαϊδούρια ήξεραν να σεργιανούν τα μονοπάτια του κάμπου και με κλειστά μάτια. Τ’ αγλιστήρι στο ξωκλήσι πάντα σε πρώτη ζήτηση στο ιερό, τα πορτάκια ανοιχτά -ποιός βέβηλος θ’ άπλωνε χέρι των αγίων;- τα κέρματα ακουμπισμένα δίπλα στο κερί κάτω από το μελαγχολικό βλέμμα του Παντοκράτορα.  Θυμάμαι τη γεύση του ψευτοκεφτέ πλάι στο κύμα, τη γλύκα της ντομάτας και τη στοργική αγκαλιά της θάλασσας που μόλις αφεθείς μ’ εμπιστοσύνη στα χέρια της σε αρμενίζει καλότροπα.


          Η θάλασσα γεφυρώνει το νησί με άλλες στεριές. Στην καλοκαιριά από παντού φθάνουν γνέματα από άλλους τόπους. Ολούθε νησιά κυκλώνουν τούτη την παράδοξη στεριά, λες και σκύβουν περίεργα να δουν τι θ’ απογίνει με τούτο τον αδιάκριτο γείτονα, που πότε απλώνεται και πότε μαζεύει, πότε τα σπρώχνει και πότε τα λούζει με οργισμένα σύννεφα. Οι μακρινοί μας πρόγονοι ήταν φυσικό να γίνουν ποντοπόροι. Η θάλασσα ήταν ο απέραντος γόνιμος κάμπος, που έπρεπε να οργώσουν με τα καράβια τους. Δεν ήταν πιο επικίνδυνη από μια τέτοια στεριά κι έκρυβε αμέτρητα πλούτη. Στο νησί άρχισαν να συνάζονται θησαυροί απ’ όλη την οικουμένη, ενώ το κρασί μας ζέσταινε τις απέραντες ρωσικές στέπες και φώτιζε τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες της πόλης του φωτός.
          Η θάλασσα, παντοκρατόρισσα, στέφει τη στεριά με μεγαλείο, την ευλογεί. Η ανάσα της γονιμοποιεί τα σπλάχνα της. Η Σαντορίνη αδιαφορεί για τον ουρανό και τα καμώματά του. Της αρκεί το υγρό χνώτο της θάλασσας. Με αυτό ρογιάζουν τα σταφύλια, με αυτό κοκκινίζουν οι ντομάτες, με αυτό νοστιμεύει η φάβα. Τα καρπουζάκια μια γροθιά, μα πεντανόστιμα.

 
       Η γη στη Σαντορίνη είναι ολιγαρκής. Της φθάνει λίγο νερό και άπλετο φως. Η θάλασσα είναι άπληστη. Δεν παύει να την απειλεί, δεν παύει να τη σφιχτοδένει, δεν παύει να την προκαλεί να βυθιστεί στη γαλήνη της βαθειάς σιωπής της. Πόσα δεν την κατηγορούσαν αυτή τη θάλασσα και πόσα δεν είχαν να λένε οι παλιοί ανάμεσα στα τραγούδια, πλάι στο κύμα! Ιστορίες τρομαχτικές για λάμιες και νεράιδες και  πειρατές κι αγίους και φαντάσματα για ρουφήχτρες και δυναμίτες και σεισμούς κι εκρήξεις, για βασιλοπούλες με καλόπαιδα κι αρχόντους με διακοναραίους. Ιστορίες ερωτικές, κουτσομπολιά που γίνονται τραγούδι κι οι μαντινάδες να σεργιανούν τα στενά, στις πόρτες της εκκλησιάς να δοξολογούν τον έρωτα. Κι ο έρωτας, βαρύς καημός, να σπρώχνει σε μπελάδες. Τα βαρελότα να σημαδεύουν τις μορφονιές, που λούφαζαν στης εκκλησιάς τη σκέπη την Ανάσταση. Και οι «απαγωγές» απαραίτητος προθάλαμος του υμέναιου, αξιόπρεπη λύση στην άπροικη κόρη, ατράνταχτη απόδειξη της σιγουριάς των όρκων, που αλάθευτα πολυβολούν οι νέοι τα κορίτσια.

            Θυμάμαι κείνους τους Επιτάφιους, που βγαίνοντας στη γύρα ημέρευαν τον ουρανό. Θυμάμαι πώς ριγούσαν τρομαγμένοι κάθε που διάβαζε ο παπάς «και ρύσαι ημάς από λιμού, λοιμού, ΣΕΙΣΜΟΥ, ΚΑΤΑΠΟΝΤΙΣΜΟΥ» υπόμνηση στη μοίρα μας.
            Κάθε Ανάσταση, τέτοια ανάταση, τόση φωτοπλημμύρα! Ο «Λάζαρος» μάρτυρας του θείου δράματος, αποκαθηλώνεται για να τον γευθούμε μαζί με το αναστάσιμο σώμα Χριστού, τη μέρα όπου τα πάντα καταλύονται. Και όλο το Μέγα Σάββατο μια πάχνη ν’ αγκαλιάζει το χωριό, λιγωτική υπόσχεση πανδαισίας. Τα φουρνάκια να καπνίζουν τη βεβαιότητα της αθανασίας, ενώ η φύση ξετρελαμένη ν’ ανθοβολεί τα μωβ, τα κίτρινα, τα κόκκινα και τα γαλάζια μυριστικά, χρώματα έντονα στις απαλές πρώτες υποσχέσεις των αμπελιών μας.
           Μέρες κυνηγιού, με τις «λίμνες» πανέτοιμες να συνάξουν τα διαβατάρικα, μέρες τρύγου με τον κάμπο να στενάζει από τον ιδρώτα των θνητών.
           Μέρες αλωνίσματος, με τα ζώα να γυρνούν στα γεροχτισμένα αλώνια, με το λίχνισμα να υψώνεται, ξανθή βροχή, να χρυσώνει τις μαύρες πέτρες και τα ζώα ανακουφισμένα ν’ απολαμβάνουν το φρέσκο σανό.
           Μέρες της ντομάτας με τα κοφίνια σε παράταξη, να πετροβολούν τα ζιζάνια τους τοίχους και οι νοικοκυρές να βάζουν τις φωνές -πιότερο από συνήθεια παρά από θυμό- έτσι κι αλλιώτικα θ’ ασβέστωναν το φράχτη.

              Οι γυναίκες της Σαντορίνης είναι βασίλισσες! Δεν είναι τυχαίο πως τα παιδιά τα ξεχωρίζουν με τ’ όνομα της μάνας και όχι του κύρη τους. Οι γυναίκες είχαν τη δική τους ζωή. Κυριαρχούσαν στο σπίτι έχοντας την οικονομική διαχείριση της φαμελιάς. Οι γυναίκες είχαν την ισοτιμία και την περηφάνια των κατοίκων της θάλασσας. Την ώρα που στην ηπειρωτική Ελλάδα βαφτίζουν όλα τα παιδιά αποκλειστικά από το σόι του πατέρα, η μάνα στη Σαντορίνη έχει ατράνταχτο δικαίωμα πάνω στο πρώτο της παιδί, αν είναι κορίτσι.
            Όπως παντού τίποτε δεν της χαρίστηκε. Η γυναίκα κατάκτησε αυτή την αξιόπρεπη θέση. Το εμπόριο και η ναυτιλία κρατούσαν τους άνδρες μακριά και πολλές φορές οι γυναίκες διαχειριζόντουσαν τεράστιες περιουσίες. Η ιστορική τους μνήμη ίσως να είχε περισώσει τις φανταχτερές εικόνες  από τις βενετσιάνες ρήγισσες, που αυτεξούσιες βασίλεψαν τον τόπο, την εποχή που οι τούρκοι κατακτητές της κυρίως Ελλάδας έκλειναν τις γυναίκες τους στο χαρέμι. Πάντως είναι γεγονός ότι το σπίτι του ανδρόγυνου ποτέ δεν ήταν το πατρικό και πως η νύφη δεν εξουσιαζόταν από καμιά πεθερά. Το νέο ζευγάρι είχε την ανεξαρτησία του ακόμη και στις φτωχότερες οικογένειες.
           Δεν είναι λοιπόν παράξενο πως από τις πρώτες επιστημόνισσες της χώρας είναι σαντορινιά. Θυμάμαι μάλιστα τον πατέρα μου να διηγείται πως σα μαθεύτηκε ότι μια από τις πρώτες φοιτήτριες της Ιατρικής (η Μαρίκα Λιβέρη) ήταν από το χωριό μας, η συντηρητική κοινωνία αναστατώθηκε. «Μα πώς επιτρέπεις στην κόρη σου να πηγαίνει εκεί, μαζί με τόσους άνδρες και να μαθαίνει τόσες προστυχιές; Γιατί δεν την κάνεις δασκάλα;» συμβούλευαν τη μητέρα της. Γιατί ακόμη και για τη Σαντορίνη, η Ιατρική ήταν αντρίκιο προνόμιο, ενώ δεν υπήρχε τίποτε το επιλήψιμο στο επάγγελμα της μαμής, της νοσοκόμας ή της δασκάλας.
            Όμως να μην είμαστε άδικοι. Τα κορίτσια στη Σαντορίνη, της αστικής τάξης φυσικά, μπορούσαν να μορφωθούν, έστω και αν δε χρειαζόταν να ασκήσουν κάποιο επάγγελμα. Μάθαιναν το στοιχειώδες για την εποχή πιάνο, τα γαλλικά και στη ζωγραφική αναδείχθηκαν πολλά ταλέντα. Όμως κα τα κορίτσια της εργατικής τάξης δεν έμεναν άπραγα. Από μικρά ξενοδούλευαν και είχαν για πρώτο μέλημα το να δημιουργήσουν σιγά σιγά την προίκα τους. Και αυτή η προίκα μπορούσε να περιλαμβάνει κεντίδια πιο καλοδουλεμένα και από της κυράς της, γιατί ήταν πλεγμένα με αγάπη και προσδοκία.


            Η Σαντορινιά έχει μιαν έμφυτη καλαισθησία! Άλλωστε και τα μελιτίνια μας τι άλλο είναι, έξω από μιαν επίδειξη εφήμερης δόξας της λεπτοδουλειάς πάνω στο ζυμάρι; Γύρω από το φουρνάκι συνάζεται αδελφωμένος ο γυναικείος πληθυσμός. Πότε στο σπίτι της μιας και πότε στης άλλης, ανάμεσα στη ζύμη και τον πλάστη αντάλλαζαν απόψεις κι εμπειρίες και κουτσομπολιά. Γιατί όχι; Τα κουτσομπολιά είναι θαυμάσιο ψυχιατρικό φάρμακο. Κοινολογώντας τα στραβά του διπλανού, κάνεις τα στραβά μάτια στα δικά σου κουσούρια κι ημερεύεις.
             Όμως όλοι σύντρεχαν τον καθένα, στην κάθε ανάγκη για λύπη ή σε χαρά. Όλοι εύκολα πρόσφεραν, από συνταγές γλυκών μέχρι λουλούδια. Όσο λιγοστό είναι το νερό τόσο λουλουδιασμένες είναι οι αυλές. Τα βασιλικά απαραίτητα, όπως κι ο δυόσμος και όλα τα χρήσιμα για την κουζίνα βότανα. Τα δέντρα συνήθως καταδικάζονται σε θάνατο μόλις πάρουν πολύ πάνω τους. Τούτο σημαίνει πως βρήκαν τη στέρνα και είναι σα να μας ρουφούν το αίμα της καρδιάς μας.
           Συνάξεις φεμινιστικές  γίνονταν και στις εκκλησιές. Κάθε άγιος πρέπει νάχει κατακάθαρο το σπιτικό του και μιας και οι αγγελικές φτερούγες δεν επαρκούν, τα γυναίκια χέρια αναλαμβάνουν τους αγίους κάτω από την προστασία τους, τις πιο πολλές φορές με ανταλλάγματα. Η σχέση των ανθρώπων της Σαντορίνης με τους αγίους είναι καθαρά σωματική. Δεν τους θεωρούν άψυχα φαντάσματα, μα ανθρώπους ζεστούς και πολύ δικούς μας.
             Ήταν λοιπόν πολύ φυσική η κίνηση, που έκανε η Ουρανία Συρίγου, στον άγιο Ευθύμιο του Μεγάλου χωριού, να βουτήξει το δάχτυλό της στο καντήλι και ν’ αλείψει τα μάτια του αρχάγγελου Μιχαήλ, γιατί της φάνηκαν πονεμένα. Και οπωσδήποτε ο αρχάγγελος με τόσες ζωές που είχε κόψει, λογικό ήταν να έχει πονεμένα μάτια, όμως παράλογο ήταν ότι επακολούθησε. Περνώντας μια γριά το δειλινό, είδε τα μάτια του αγγέλου να γυαλίζουν στο μισοσκόταδο, ενώ δυο χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μάγουλά του.
              -Θαύμα, θαύμα! Φώναξε η γριά κι αμέσως όλο το χωριό συνάχτηκε να κάνει ολονυχτία πιστεύοντας ότι έφθασε η συντέλεια του κόσμου. Και φυσικά η μικρή Ουρανία δε μπορούσε ν ομολογήσει ότι εκείνη έκανε τον αρχάγγελο να κλαίει. Άλλωστε ο Αρχάγγελος σάμπως να της χαμογελούσε συνωμοτικά, ανάμεσα στα δάκρυά του.


           Η θρησκευτικότητα των σαντορινιών είναι παγανιστική. Είμαστε χριστιανοί ειδωλολάτρες.
             Η Παναγιά μας δεν είναι η απρόσωπη και μακρινή μητέρα του θεανθρώπου, μα η παρηγοριά, τ’ αποκούμπι μας. Η αγάπη μας, η καλή μας γειτόνισσα. Μπαινοβγαίνει στις αυλές, σεργιανίζει στα σοκάκια, μαυροφορεί και λαμπροστολίζεται. Το βλέμμα της που μας ακολουθεί παντού, ακουμπά πάνω μας σα χάδι, δε μας τρομοκρατεί, όπως το άγρυπνο μάτι του Παντογνώστη. Κρατά στην αγκαλιά της το Χριστό και ξέρουμε ότι σίγουρα, μ’ ένα σφίξιμο του χεριού στο μικρό του ποδαράκι θα τον πείσει για όσα της ζητάμε. Πίσω της τ’ αγοράκια, ολάκερες γενιές έκαναν τις σκανταλιές τους την ώρα που ο παπάς πρόβαλε στην Ωραία πύλη κι Αυτή ποτέ δεν τα τιμώρησε, σαν αυστηρή δασκάλα. Μήπως κι Αυτή δεν ήταν σκανταλιάρα; Τη βρήκαν μεσοπέλαγα να φέγγει σα φεγγάρι, Πράματα και θάματα ιστορούν. Πως δήθεν κάθε βράδυ ξεπόρτιζε από την εκκλησιά των αγίων Αναργύρων, που την είχαν ακουμπήσει ευλαβικά οι  πατεράδες μας, μέχρι ν’ αποφασίσουν τι να το κάνουν τέτοιο θαυμαστό εικόνισμα. Μα κείνη δεν αγαπούσε τα ψηλά. Προτίμησε τη γούβα, όπως  άλλωστε κι οι πρόγονοί μας, πούχτισαν το χωριό στη ρεματιά, σαν αμπελιά στο λάκκο της, μη μας σαρώσει ο άνεμος, μη μας ζυγώνουν πειρατές. Κι ο άνεμος μας σάρωσε κι οι πειρατές μας πήραν. Κι υψώσαμε κεφάλι κόντρα στον καιρό κόντρα στους οιωνούς της Ιστορίας, κόντρα στις εμπειρίες των πατεράδων μας.
         Θυμάμαι το μεσημέρι, ώρα ιερή, ώρα φαγητού να σημαίνει ο Προφήτης και η φωνή του ν’ απλώνεται στον κάμπο, να φθάνει ως το πέλαγο, φωνή σεβαστική, προστάζει την ανάπαυση,  να κουρνιάσουμε στον ίσκιο, να γευτούμε το προσφάι και ν’ απλώσουμε το κορμί στης γης το κλινάρι.

           Η γη στη Σαντορίνη τόσο πολύτιμη, που στους νεκρούς προσφέρεται μόνο σαν καθαγιασμένη σποδός. Ο νεκρός δεν έχει ανάγκη από χώμα. Το χώμα στη Σαντορίνη είναι πηγή ζωής. Χώμα πλούσιο κι αφράτο, άνυδρο κι όμως τόσο παραγωγικό, εύπλαστο κι όμως ανθεκτικό, γίνεται σπίτι ή εκκλησιά, υπόσκαφο ή στέρνα, φρούριο ή παλάτι, ανάλογα με τις πεθυμιές μας. Το χώμα μας αλαφρό κι όμως αδιαπέραστο μετακόμισε στην Αίγυπτο για να στηρίξει το μεγάλο κανάλι του Σουέζ, ευλύγιστο κι όμως άφθαρτο διατήρησε ευλαβικά τις μνήμες των προπατόρων στ’ Ακρωτήρι που στάθηκε το σάβανό τους.
         Το χώμα μας, σαν κάθε χώμα είναι ανθρωποφάγο. Για να βλαστήσει πρέπει να ποτίζεται με ιδρώτα, αίμα και δάκρυ. Και η Σαντορίνη είναι η γη της οδύνης και της εγκαρτέρησης. Λένε πως η Σαντορίνη είναι η χώρα των γαιδάρων, πως έχει δηλαδή πιο πολλούς γαιδάρους από ανθρώπους. Φήμες της τουριστικής προπαγάνδας!


      Κάποτε η Σαντορίνη είχε πολλά ζώα, τουλάχιστον περισσότερα από αυτοκίνητα. Και ήταν η εποχή που τα ζώα δε χρειαζόντουσαν άδεια για να σεργιανίσουν τα στενά των Φηρών και τα σκαλιά για το γυαλό ήταν χρυσαφένια από την καβαλίνα. Τότε οι αγωγιάτες δε φορούσαν μήτε στολή, μήτε παπούτσια κι ούτε τα γαϊδούρια είχαν  φανταχτερά κουδουνάκια. Ήταν η εποχή, που μετά δωδεκάωρο ταξίδι με τον σκυλοπνίχτη της αγόνου, το «Δέσποινα» ή «Παντελής», έπρεπε να μπεις στη βάρκα μες τ’ αγιάζι και τη βροχή, εξουθενωμένος από το ταξίδι και να πετύχεις τετράποδο να σ’ ανεβάσει στην πρωτεύουσα κι αν ήσουν τυχερός να πάρεις το λεωφορείο για το χωριό σου. Αν όλα αυτά τα συνοδεύσεις με τα μωρά, που κλαίνε και τις βαλίτζες που συχνά αυτοκτονούσαν μεσοπέλαγα απ’ τη απελπισιά, θάχεις μια πλήρη ρομαντική εικόνα του παρελθόντος. Ήταν τότε που η Σαντορίνη ήταν μπανάλ νησί. Ντρεπόσουν να ομολογήσεις την καταγωγή σου απ’ το νησί της ελαφρόπετρας και της φάβας, συνώνυμου του κουτόχορτου. Βέβαια ήταν η εποχή προ των «Πανθέων» που μας διαφήμισαν στο πανελλήνιο σαν το προσφορότερο πεδίον εξωσυζυγικής δράσης. Εκείνη την εποχή, αν έλεγες πως είσαι από τη Σαντορίνη σε κοίταγαν με ύφος συνενοχής. Μα οι Πανθέοι μπόρα ήταν και πέρασε. Τώρα παγκόσμια πια γινόμαστε αντικείμενα θαυμασμού μόλις δηλώσουμε τη Σαντορίνη σαν τόπο προέλευσης. Τα θαυμαστικά επιφωνήματα δίνουν και παίρνουν, λες και τους λες ότι προέρχεσαι κατ’ ευθείαν μες απ΄ τον κήπο της Εδέμ.

           Η Σαντορίνη όμως ποτέ δεν ήταν παράδεισος. Αντίθετα είναι ο τόπος ο πιο κοντινός με αυτό που φανταζόμαστε για κόλαση. Δε μπορεί κανείς να ξεχάσει τα κοφίνια στα Λουβιάρικα, τα μισότυφλα απ’ το Τράχωμα παιδιά, τις ξεσπιτωμένες κοπέλες, τα ξενιτεμένα αγόρια, τους ανθρώπους, που ως χθες ζούσαν σαν δουλοπάροικοι μη κατέχοντας σπιθαμή γης. Οι ώρες του σεισμού δεν ξεχνιούνται εύκολα από όσους τις έζησαν. Στιγμές ανασφάλειας, στιγμές της εγκατάλειψης. Λες και τούτη η γόνιμη γη κουράστηκε ν’ ανθοφορεί για το χατίρι μας κι έγινε κακότροπη, αυτή που την ξέραμε καλόβολη και σπλαχνική. Θαρρείς και η θάλασσα, που μας άνοιγε τις πόρτες του κόσμου ολάκερου βάλθηκε να καταπιεί τούτη την φλούδα της στεριάς, που μένει ανυπόταχτη στην παντοδυναμία της. Θαρρείς κι ο ουρανός αρπαχτικό πουλί, με νύχια και με δόντια κατασπάραζε τα σπίτια και τις εκκλησιές, τα έργα που με τόσο κόπο οι γενιές ύψωσαν κατάντικρυ στο χρόνο.
            Ο σεισμός δεν άνοιξε μόνο ρήγματα. Γεφύρωσε τις κοινωνικές ομάδες.  Ο τρόμος της ολιγαρχίας μπροστά στην απειλή ανάγκασε τους αρχόντους να ξεπουλήσουν όσο κι όσο τις περιουσίες, που πίστευαν πια άχρηστες. Κι επιτέλους οι άκληροι απόκτησαν δική τους ευλογημένη γη. Ο σεισμός έκανε τη γενιά των ανθρώπων που έμειναν στο νησί σοφότερη. Τη δίδαξε να ζει με απόλαυση την κάθε μέρα, την έμαθε να μετρά σωστά τις ανθρώπινες δυνατότητες, να διαισθάνεται τα όριά της, να σέβεται όσα βρήκε, να πιστεύει σε όσα δε μπορεί να ερμηνεύσει.

            Η Σαντορίνη τώρα αλλάζει, μεταμορφώνεται. Είναι πια μια σκηνοθετημένη παράσταση στον εμπορικό μας κόσμο. Πασχίζει να ταυτισθεί με τα άλλα τουριστικά νησιά. Τα μπαρ και τα ρεστοράν πανομοιότυπα αντίγραφα των ανάλογων μαγαζιών της Ύδρας, της Μυκόνου και της Ρόδου. Τα εξωτικά κοκτέιλ έχουν την ίδια γεύση. Μπορείς να βρεις γνήσια γαλλικά κρουασάν, αμερικάνικο καφέ κι εσπρέσο, πίτσες και χάμπουργκερ και χοτ ντογκ. Δεν υπάρχουν πια μικρομάγαζα για την εξυπηρέτηση των ντόπιων. Τα καλοκαίρια που το νησί εποικίζεται με ιλιγγιώδη ρυθμό ανοίγουν τα μαγαζιά για τους ξένους. Τα κρουαζιερόπλοια με διεθνή πελατεία σταματούν να ξεφορτώσουν τους πολύχρωμους ξένους κι απ’ το στερνό τους δολάριο. Χρυσαφικά βαρύτιμα και κορδελλάκια της πεντάρας, όλα επένδυση των αναμνήσεων. Οι μ’αντρες των ζώων γίναν χορευτικά κέντρα και η αξία της γης ανέβηκε σε δυσβάσταγα επίπεδα. Η γόνιμη γη εγκαταλείφθηκε. Τ’ αμπέλια, τα φυτεμένα από τους προγόνους έγιναν χέρσα οικόπεδα. Τα πάντα άλλαξαν τιμή. Δε μετράει πια η συναισθηματική ή αισθητική αξία ενός πράγματος. Παντού μετράει το «πόσο πάει».
          Οι δρόμοι γέμισαν μισόγυμνους ανθρώπους. Η αισθητική μας διαβρώνεται. Νιώθουμε την ανάγκη να μιμηθούμε τους πολλούς, να ταυτισθούμε με το πλήθος. Χάνουμε τον αυτοσεβασμό μας. Μεταμορφωνόμαστε όλο και πιο γοργά σε μαινόμενους ιερείς μιας ηδονιστικής θρησκείας.
 Τα παιδιά μαθαίνουν από σχολιαρούδια να καμακώνουν το χρυσό ψάρι του Βορά. Καμαρώνουν για τις ερωτικές τους επιδόσεις. Γυμνώνουν την καρδιά τους από τη μαγεία του έρωτα για το χατίρι μιας εύκολης πρόσκαιρης ικανοποίησης. Ξέχασαν τη γλώσσα μας.   Μιλούν ακόμη και μεταξύ τους ξενικά σε μιαν αυτοσχέδια γλώσσα μορφασμών και κινήσεων κλέβοντας λέξεις απ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου. Λες και βρίσκεσαι στη Βαβέλ.
          Οι εκκλησιές τις Κυριακές μάταια προσμένουν τους πιστούς να χορτάσουν τη δίψα τους  για προσευχή. Όλοι ξενυχτισμένοι στις απολαύσεις, βλαστημούν τις καμπάνες που τους ξυπνούν  τόσο πρωί. Αυτές τις υπέροχες σαντορινιές καμπάνες που θαρρείς ραμφίζουν τις έγνοιες μας, ανασαίνουν, σφύζουν, καμπάνες που σπάζουν τους ήχους σα ρόδι, να πλημμυρίσουν τ’ αυτιά ζουμερή ευτυχία. Αυτές οι καμπάνες είναι πια ανεπιθύμητες σαν πραγματικότητα, χρήσιμες μόνο σαν υπόκρουση σε κάποιο διαφημιστικό φιλμ.
          Τα  που άλλοτε ήταν τόπος τιμής του κάθε αγίου, που  με δυο κόμπους ντομάτα, δυο μάτια ελιές, μια φούχτα φάβα και ποτάμι κρασί βολτάριζε αγκαλιά με τους ανθρώπους και γευόταν κι ευφραινόταν τη ματαιότητα των εγκοσμίων, τα ίδια τώρα πανηγύρια γίναν επιχειρήσεις τουριστικής ατραξιόν. Και η φιλοξενία εξατμίστηκε μόλις τα κέρδος βάρυνε τα χέρια. Το τσαμπί το σταφύλι και το ποτήρι το νερό, που άλλοτε πρόθυμα πρόσφεραν σε κάθε περαστικό, πλούσιο ή διακονιάρη, τώρα το μοσχοπουλούν σε εξωφρενικές τιμές. Και ας θυμηθείς πως κάποτε η κάμαρη του ξένου ήταν πρώτη και καλύτερη σε κάθε σπιτικό, πως τότε που το φαί ήταν μετρημένο, πάντα περίσσευε για τον ξένο, πως άνθρωπος δεν έβγαινε ατρατάριστος και από το πιο ταπεινό καλύβι, πως η φιλοξενία ήταν για τους σαντορινιούς δείγμα ανθρωπιάς και μεγαλείου.


           Όλοι θα ξέρουν το ανέκδοτο με το μικρότερο από τα πολλά παιδιά που βιάστηκε ν’ αποκριθεί στη φιλοφρόνηση του καλεσμένου.
         -Πρώτη φορά έφαγα τόσο καλά!!
         -Μα και μεις το ίδιο!! εισπράττοντας τις συνηθισμένες υποτραπέζιες τσιμπιές της μητρικής αυστηρότητας.
         Γιατί τότε που μοιράζονταν τη μπουκιά, όλοι ένιωθαν άρχοντες προσφέροντας, ενώ σήμερα κανείς με όσα κι αν κατέχει δε σκέφτεται πως είναι αρκετά.
          Η τηλεόραση μας άνοιξε τα μάτια σε μιαν άλλη ζωή γεμάτη πολυτέλεια και ευκολία, όπου κάθε μέσον για την απόκτηση αγαθών φαίνεται θεμιτό και ο τουρισμός έκανε αυτή την κάλπικη πραγματικότητα προσιτή.
           Τα παιδιά μας σταμάτησαν να φεύγουν από το νησί, μα κι έπαψαν να ζητούν να σπουδάσουν, μιας και η μόρφωση δεν τους προσφέρει υλικά κέρδη. Το νησί, που μέσα από τη φτώχια έπλασε μορφές της πανελλήνιας νόησης, τώρα κάθε καλοκαίρι εισάγει τέχνη και τεχνολογία για να τα πουλήσει στο παζάρι του τουρισμού. Τα ήθη χαλάρωσαν επικίνδυνα. Λένε πως οι διακοπές πρέπει ν’ απελευθερώνουν τον άνθρωπο από τους διάφορους πειθαναγκασμούς και αφού η ασυδοσία είναι προσοδοφόρος γιατί να μη την ανεχθούμε;

           Όμως υπάρχουν πράγματα  περ’ από κάθε συναλλαγή. Υπάρχει το επίμονο βούισμα του αγέρα στα απόκρημνα βουνά, τ’ αγκίστρωμα της αμπελιάς στην ξερολιθιά. Υπάρχουν τα οργισμένα βράχια και τ’ ανθεκτικά ακρογιάλια, οι ατέλειωτες επιδρομές των κυμάτων και η προκλητική λάμψη του ουρανού. Υπάρχουν τα μηνύματα, που ακόμη δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί, γνέματα χαμένα στη σκιά του χρόνου, που σπαρταρούν σαν πουλιά στην ξώβεργα, ανυπόμονα να μας αγγίξουν. Υπάρχει η Ψυχή της Σαντορίνης.


          Το ίδιο το νησί είναι ανοιχτό βιβλίο που διδάσκει τη ματαιότητα κάθε υλικής παντοδυναμίας. Τα ερείπια του Ακρωτηριού είναι μια υπενθύμιση. Ένας θαυμάσια οργανωμένος κόσμος σκεπάστηκε από την οργή της γης. Στο βράχο του Μέσα Βουνού χαραγμένα ανεξίτηλα δυσνόητα μηνύματα  μιας άλλης εποχής, που διάβηκε ανεπίστροφα. Στη Θηρασιά, στη Ρίβα, οι ψαράδες μαρτυρούν πως με το γυαλί ξεχωρίζουν μώλους και σπίτια στην καλοκαιριά, ενώ σε ορυχείο ανέτειλε η παλαιολιθική μαρτυρία. Οι Γουλάδες σε κάθε χωριό, που προκλητικά υψώνουν το ανάστημα μιλούν για περασμένα μεγαλεία, ενώ οι βυζαντινές εκκλησιές κατάφεραν να επιζήσουν χάρη στη βαθειά θρησκευτικότητα που προκαλεί ο κίνδυνος.
          Τούτο το νησί, που πλέει σαν καρυδότσουφλο στην πλατειά θάλασσα κάτω από έναν ανελέητο ήλιο, έχει ζήσει τόσους αιώνες και θα ζει και όταν ο τουρισμός θα έχει πεθάνει. Οι μνήμες των ανθρώπων που κουρνιάζουν στη σκιά τρεμοπαίζουν ανυπόμονες να βγουν στο  άπλετο φως να μας συνετίσουν. Η γη βογγά έτοιμη να φανερώσει τα μυστικά της την ώρα που λατρεύουμε τα κέρδη μας.


            Προσέξτε! Στήνουμε τα νεκροταφεία μας στο φρύδι της Καλντέρας για να ξορκίσουμε τον κίνδυνο. Οι νεκροί ανάλαβαν το χρέος να κρατούν αντιστήλιο στη μοίρα μας. Όμως ο καιρός κυλά ασταμάτητα. Όσο κι αν κρατάς την αναπνοή σου δε θα ξεφύγεις. Ασυγκράτητος θα σε συντρίψει. Το τσόφλι κάποτε θα ξανασπάσει και η καυτή πληγή θα ξεχύσει ξανά το μαύρο δάκρυ της στο αμέτρητο βάθος των χαλκοπράσινων νερών.
          Τίποτε το ανεπανάληπτο σε αυτό τον τόπο. Κάθε βράδυ το δειλινό αργοπορεί πάνω απ’ το νησί σα φιλάρεσκη γυναίκα που παίρνει πόζες μπροστά στον καθρέφτη της. Τα χρώματα σταματούν να διαχέονται για να φυλακιστούν στους αρπαχτικούς φακούς που τα στοχεύουν. Οι περαστικοί σφιχτοδένουν τις στιγμές με χρώματα, πασχίζουν ν’ ακινητοποιήσουν το ηφαίστειο με φόντο το πορτοκάλι του ήλιου και τη σκιά του καραβιού που χαράζει τη θάλασσα. Ο χρόνος χαμογελά ειρωνικά περ’ απ’ τον ορίζοντα. Αναρωτιέμαι πώς θα βαφτίσουν την εποχή μας οι γενιές που θάρθουν; Ή μήπως δε θαρθούν; Ίσως και νάμαστε εμείς η γενιά της απώλειας.

         Όμως όχι. Στη Σαντορίνη απάντησα μόλις πέρσι, ένα ζευγάρι, που για μένα θάπρεπε νάταν οι πρωτόπλαστοι της γενιάς του ηφαιστείου. Άνθρωποι δεμένοι με τη γη τους και τα ζωντανά, χαίρονται τόσο παθιασμένα την κάθε στιγμή της ζήσης τους, αγαπιούνται παράφορα, δεμένοι με τη φυσική έλξη ισόβια, όπως εμείς μένουμε αναγκαστικά κολλημένοι στη γη χάρη στη βαρύτητα. Τι ενθουσιασμός για τη μέρα, την κάθε μέρα! Ήμουν τυχερή! Μπροστά σ’ ένα ποτήρι καλό σπιτικό σαντορινιό κρασί, ξανανακάλυψα φέτος στη Σαντορίνη, τ’ αληθινό της πρόσωπο στα μάτια των κατοίκων της.
        Φοβάμαι πως τώρα οι εποχές θα γίνουν μια εναλλαγή τουριστικών περιόδων και τίποτε άλλο. Φοβάμαι, τρέμω μήπως διαβρωθεί ο πολιτισμός, που τόσες γενιές με κόπο μόρφωσαν στις ψυχές των κατοίκων αυτού του τόπου.
        Η Σαντορίνη πρέπει να διδάξει τους ξένους. Είναι παράλογο να προσπαθεί να τους μιμηθεί! Στη Σαντορίνη δε ζουν άξεστοι χωριάτες. Ποτέ δεν έζησαν. Οι σαντορινιοί είναι σοφοί από την κούνια τους. Τους άγγιξεν η Μοίρα.
         Γιαυτό ελπίζω. Η Σαντορίνη μου είναι στοιχιό. Είναι το Γιούσουρι. Όσο κι αν παλεύουμε να το ξεριζώσουμε, τόσο θα επιζεί και θα δυναμώνει. Γιατί η Σαντορίνη δεν είναι τόπος γεωγραφικός. Ανήκει στη χώρα των θρύλων. Έχει γίνει ένα με το όραμα της Ατλαντίδας. Είναι κι αυτή ένας Παράδεισος. Κι έτσι θα ζήσει στις ανθρώπινες εποχές. Ότι χαρτογραφείται στις ανθρώπινες καρδιές υπάρχει πέρα από τον θάνατο.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου


http://mariasot.blogspot.com/2012/01/blog-post_31.html?spref=fb

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Τιμή σ ένα Σαντορινιό Δάσκαλο και Άνθρωπο: τον Νίκο Αρβανίτη



Βάλσαμος Πιτσικάλης Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
έξω από το δημοτικό σχολείο Θηρασιάς

Όσα δεν ήξερα για τον πατέρα μου
Ή
Πώς ο μπαμπάς μου έγινε σχολείο στη Θηρασιά


Τούτες τις μέρες που τα απειλητικά σύννεφα πυκνώνουν πάνω από την Ελλάδα οι μαρτυρίες για τα στερημένα χρόνια της Κατοχής αποκτούν άλλο βάρος.

Με το θερμό μου «ευχαριστώ» στο μαθητή του πατέρα μου και άρα πνευματικό μου αδελφό Βάλσαμο Πιτσικάλη.



Μαρτυρία
Βάλσαμου Πιτσικάλη

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Μ. ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ

Θα προσπαθήσω να μεταφέρω στο χαρτί την εικόνα του Δασκάλου, που έζησα για περισσότερο από 7 χρόνια. Όταν πρωτοήλθε στην Θηρασιά το 1941 ένας νέος μάλλον ψηλός με λεπτά και ευγενικά χαρακτηριστικά και γαλανά μάτια, μα εκείνο που τον διέκρινε ήταν το χαμόγελο που ανθούσε πάντα στο πρόσωπό του. Νέος ορφανός από μάνα και πατέρα μπορεί όταν βρισκόταν μόνος να έκλαιγε πολλές φορές, εξωτερικά όμως έδινε πάντα το παράδειγμα της αξιοπρέπειας, της υπομονής και προ πάντων της απέραντης πίστης του στο θεό. Γιαυτό και συχνά σε εμάς τα ορφανά παιδιά του χωριού στο σχολείο έλεγε στίχους από το ποίημα του Πολέμη το οποίο διασκεύασε «Τι και αν βρεθώ εντός του κόσμου, πτωχό παιδί και ορφανό, εκεί ψηλά είαι ο θεός μου, πώς ημπορώ ν’ απελπισθώ. Είναι θεός, αυτός σκορπά τα λούλουδα στη γη που ανθούνε και προστατεύει κι αγαπά, όσα παιδιά τον αγαπούνε...»

Ήταν η εποχή που οι ιταλοί είχαν καταλάβει το σχολείο μας για χώρο διαμονής τους και τα θρανία τα χρησιμοποιούσαν για καύσιμη ύλη για να μαγειρεύουν. Και επειδή δίπλα ακριβώς στο σχολείο υπήρχε μια μακρόστενη πεζούλα, οι ιταλοί είχαν φτιάξει ορύγματα σε σχήμα μαιάνδρου για το φόβο των βομβαρδισμών.
Συμφώνησε λοιπόν ο Δάσκαλος με τον παπά και τον ιδιοκτήτη της Αναλήψεως, μιας μεγάλης εκκλησίας ακριβώς στο μέσον του χωριού του Μανωλά, να τη χρησιμοποιήσει για σχολείο και έτσι το κάθε παιδί πήγαμε από μία καρέκλα για τραπέζι και ένα σκαμνάκι για κάθισμα, και έτσι είμαστε μέχρι την απελευθέρωση. Και παρ’ ότι είμαστε πολύ πάνω από 100 παιδιά κατάφερε να μας μάθει τέτοια γράμματα, που στις δυο πρώτες τάξεις του τότε γυμνασίου, εμείς είχαμε διδαχθεί όλη την ύλη των μαθηματικών της πρακτικής αριθμητικής.
Αλλά και το πνευματικό επίπεδο όλων των κατοίκων είχε ανεβάσει, όχι μόνο με τις κάθε Κυριακής επεξηγήσεις της ευαγγελικής περικοπής, αλλά και ιστορικά εξηγούσε κάθε φορά και σε κάθε επέτειο από τους ήρωες της επανάστασης και τα κατορθώματά τους, όπως τον Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα, το Σούλι, το Ζάλογγο και το Μεσολόγγι, αλλά και παλαιότερα με αποσπάσματα από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, τον Αχιλλέα και τους άλλους μεγάλους ήρωες, για το Μεγαλέξανδρο, τους Παλαιολόγους και τον Γρηγόριο τον 5ο Και μάλιστα τότε που οι περισσότεροι κάτοικοι, όχι μόνο δεν ήξεραν τι θα πει θέατρο, αλλά ούτε καν είχαν δει ποτέ κάποια παράσταση, αυτοσχεδίασε ένα σκετς για τον γρηγόριο τον 5ο, στο οποίο πρωταγωνίστησε και συγκλόνισε όλο το νησί.
Ένας νέος σεμνότατος, πάντα γελαστός, δεν έπινε, δεν κάπνιζε, παράδειγμα καλοσύνης και σεμνότητας και αξιοπρέπειας για όλους. Υπήρξε άριστος ψάλτης και ιεροκήρυκας, με σπουδαία απαλή φωνή και με άριστη βυζαντινή μουσική κατάρτιση και προσπαθούσε να μεταδώσει σε όλους μας την αγάπη για το ψαλτήρι και την εποχή του Νίκου του Αρβανίτη κανείς μαθητής δεν τολμούσε να λείψει από λειτουργία. Αλλά και οι μεγάλοι θεωρούσαν ντροπή να δουν το Δάσκαλο και αν δεν είχαν πάει στην εκκλησία έψαχναν να βρουν χίλιες δυο δικαιολογίες, διότι στη Θηρασιά  τον Αρβανίτη ποτέ δεν τον αποκαλούσαν με το όνομά του. Ήταν για όλους ο Δάσκαλος.

Επίσης τη Μεγάλη βδομάδα προπάντων, που έντυνε τις μεγάλες μαθήτριες, αλλά και τις νέες κοπέλες με μαύρα ρούχα για μυροφόρες και έψελναν τα εγκώμια, δημιουργούσε τέτοια συγκίνηση, που όταν γινόταν η αποκαθήλωσις ο περισσότερος κόσμος έκλαιγε διότι ζούσε το θείο δράμα. Γιαυτό μέχρι και σήμερα όσοι τον γνώρισαν διατηρούν αυτό τον σεβασμό και την αγάπη στη μνήμη του.
Ένα από τα μεγαλύτερα προσόντα του ήταν κατά την ταπεινή μου γνώμη η πίστη που είχε στον θεό και στο «δος ημιν σήμερον» 5ο οποίο εφάρμοζε καθημερινά. Και επειδή ήταν άμισθος δάσκαλος, η αμοιβή του ήταν από τους γονείς των παιδιών να του προσφέρει ο καθένας τα προς το ζειν και του πρόσφεραν, άλλος λίγο κρίθινο παξιμάδι, άλλος ίσως ένα κοτόπουλο ή λίγα αυγά, λίγη φάβα ή λίγο ψάρι. Όταν λοιπόν μαγείρευε και θα του περίσσευε φαγητό, θα φώναζε εμένα και ορισμένα ορφανά παιδιά να φάμε ότι είχε, και αύριο πάλι, έχει ο θεός.

Δεν ήταν όμως αγαπητός μόνο στη Θηρασιά, αλλά και σε όλα τα άλλα χωριά της Σαντορίνης, που γοήτευε τον κόσμο με την μουσική του ψαλμωδία και τα κηρύγματά του, αλλά και επειδή ήταν πάρα πολύ όμορφος άνδρας γοήτευε όλο τον γυναικόκοσμο από όπου και αν περνούσε.
Θυμούμαι μάλιστα ένα πολύ αστείο περιστατικό. Κάποτε είχε περάσει και από το Ημεροβίγλι κάποια κυρία την οποία αποκαλούσαν Ανουσία, χωρίς να γνωρίζω αν αυτό ήταν το αληθινό της όνομα. Γοητεύθηκε τόσο πολύ από την ομορφιά του, που ήλθε στη Θηρασιά για να του κάνει καντάδα. Μια πολύ ευτραφής κυρία, που δεν ξέρω αν ήταν ελεύθερη ή ζωντοχήρα και στάθηκε έξω από το σπίτι του και άρχισε να τραγουδάει. «Γιατί δε βγαίνεις να σε δω, πεντάμορφο αγόρι και ν’ ακούσεις που σου τραγουδει του παπαντώνη η κόρη» με μια στεντόρεια φωνή. Είχε μαζευτεί λοιπόν ο κόσμος να δει και ν’ ακούσει την Ανουσία, η οποία εκτός από το ταφταδένιο εντυπωσιακό φόρεμα της είχα καρφιτσώσει στο στήθος της ένα τεράστιο χάρτινο κόκκινο τριαντάφυλλο. Ο Δάσκαλος όμως, που ήταν πάρα πολύ σεμνός και συνεσταλμένος και ποτέ δεν είχε δώσει δικαίωμα για το παραμικρό και η συμπεριφορά του ήταν  πάντα άψογη με απέραντο σεβασμό στους μεγάλους ανθρώπους, ήταν παράδειγμα προς μίμηση για όλους. Είχε κλείσει πόρτες και παράθυρα για να μην ακούει τίποτε από ότι γινόταν έξω.

Και παρ’ ότι κανένας μας δε γνώριζε ποιο ήταν το κομματικό του πιστεύω, διότι ποτέ δε μίλαγε για πολιτικά, όλοι πιστεύαμε ότι κόμμα του είχε τη θρησκεία και το Χριστό.
Είχα την τιμή να είμαι ένας από τους μαθητές που εμπιστευόταν απόλυτα και ήμουν από τους λίγους, που γνώριζαν ότι ανήκε σε μια αγγλική αντιστασιακή ομάδα, που με διάφορους τρόπους έστελναν μηνύματα στη μέση Ανατολή και στα γκρεμνά της Καλντέρας της Θηρασιάς  σε μια σπηλιά είχαν μαζι με κανα δυο φίλους ραδιόφωνο για ν’ ακούν ειδήσεις. Μάλιστα όταν ήλθε το πρώτο αγγλικό πολεμικό, το Αίας ή Αρης (δε θυμούμαι καλά) που απελευθέρωσε τα νησιά, ήταν από τους πρώτους που πήγε επάνω στο πλοίο και μάλιστα επειδή όλη την Κατοχή κυκλοφορούσε με ξύλινα τσόκαρα, η χαρά μας ήταν ανείπωτη, όταν τον είδαμε να έρχεται από το πλοίο με εγγλέζικες αρβύλες και να φέρνει μαζί του και καμια 40ρια σακιά αλεύρι φαρίνα, που μοίρασε σε όλο τον κόσμο και για πρώτη φορά, εμείς οι μικροί είδαμε πώς είναι το ψωμί που δεν το ξέραμε.

Αμέσως μετά την αποχώρηση των ιταλών και την επάνοδό μας στο σχολείο μας και μέχρι που οι υπηρεσίες να στείλουν θρανία, εμείς συνεχίζαμε με την καρέκλα και το σκαμνάκι μας. Τότε έβαλε όλα τα παιδιά να ρίξομε το χώμα που υπήρχε έξω από τα ορύγματα, να γεμίσουμε τα κενά και να δημιουργήσουμε έναν ωραίο κήπο με σειρές 4 δένδρων κατά το διάμηκες. Αυτές οι σειρές πρέπει να ήταν πάνω από 15 με απόσταση η μια από την άλλη σειρά γύρω στα 5 μέτρα και το διάστημα από δένδρο σε δένδρο σε 4 πάλι σειρές ήταν φυτεμένα λουλούδια και όριζε πάντα την ευθύνη να την έχουν τα παιδιά της Πέμπτης και της Έκτης τάξης για το πότισμα και τη λίπανση, ένα αγόρι για κάθε τετράδα δένδρων και ένα κορίτσι για κάθε τετράδα λουλουδιών.

Επίσης πριν φύγει για να συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο και επειδή εγώ ήμουν φτωχό παιδί, αλλά γνώριζε τις επιδόσεις μου, είχε πει στη μάνα μου «Ελευθερία, αν ο Βάλσαμος δεν πάει στο γυμνάσιο θα είναι έγκλημα» και τότε ήμουν στην Πέμπτη τάξη όταν έφυγε. Και όταν επανήλθε σαν καθηγητής θα πήγαινα στη Δευτέρα τάξη του γυμνασίου, διότι η μητέρα μου, παρά τα πενιχρά μας μέσα ακολούθησε τη συμβουλή του, μέχρι που η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να κόψει τις συντάξεις του αμάχου πληθυσμού και να μου κόψει τα φτερά.

Ήλθε τότε με τη σύζυγό του, μια παχουλή πολύ πολύ όμορφη ροδομάγουλη κοπέλα, η οποία και εκείνη ήταν καθηγήτριά μας.

Επίσης κατά την διάρκεια της Κατοχής και μετά την απελευθέρωση στη γειτονιά είχε μια κοπέλα, η οποία κατά διαστήματα του καθάριζε το σπίτι και αν είχε καμιά φορά κάποιον επισκέπτη, του μαγείρευε κι όλα, η Γεωργία.
Είχε λοιπόν κάποιον να δεξιωθεί και κάποιος φίλος του είχε προσφέρει μια μεγάλη Σκορπίνα για σούπα. Την ετοίμασε λοιπόν η Γεωργία, αλλά επειδή και αυτή δεν ήξερε καλά, το έβρασε τόσο πολύ το ψάρι, που δεν έμεινε ψαχνό στα κόκκαλα. Το σούρωσε λοιπόν και σερβίρισε μια σούπα πράγματι εξαιρετική. Όταν λοιπόν τελείωσαν τη σούπα λέει ο Δάσκαλος «Έλα, Γεωργία, φέρε και το ψάρι» Οπόταν λέει η Γεωργία «Ποιο ψάρι;» «Καλά, της λέει ο Δάσκαλος, δεν το έχεις χωριστά το ψάρι;» και επειδή η Γεωργία δεν έλεγα καλά το σίγμα του λέει «Εγώ θου λέω δάκαλε πω δεν ξέρει να φα»

Επίσης επειδή πίστευε και μας το δίδασκε πολλές φορές ότι η καλύτερη συμβουλή είναι το παράδειγμα μας έλεγε πολλές φορές και σε όλες τις τάξεις διάφορες ιστρορίες και γεγονότα ή παραβολές. Όπως πχ για τον φίλο του τον αρχιμανδρίτη παπα Μακάριο, για το πόσο συνέβαλε και αγωνίστηκε για τη δημιουργία, αλλά και την εν γένει λειτουργία του γηροκομείου πτωχοκομείου στο χωριό Γωνιά της Σαντορίνης. Καθώς επίσης ότι κάποτε ήταν ένας φοβερός και τρομερός ληστής και δολοφόνος, που αφού κατάφερε η αστυνομία να τον συλλάβει και να δικαστεί, η απόφαση που βγήκε ήταν να τον οδηγήσουν στο ικρίωμα για να τον κρεμάσουν και κατά τον νόμο τον ερώτησαν να πει την τελευταία επιθυμία του. Είπε ότι θέλω να δω και να φιλήσω τη μάνα μου. Βέβαια όλοι οι παρευρισκόμενοι ένιωσαν μια βαθειά συγκίνηση ότι έστω και την τελευταία ώρα μετάνιωσε. Όμως φανταστείτε, μας λέει, την οργή και τις εκδηλώσεις του κόσμου, που όταν πήγε η μητέρα του κοντά του αντί να την φιλήσει, όπως είχε ζητήσει, της δαγκώνει κόβοντάς της το αυτί και το φτύνει χάμω. Ο δικαστής όμως που παρευρισκότανε μαζί με τον ιερέα, τον ερώτησαν γιατί έκανε αυτή την αποτρόπαιη πράξη και είπε «Το έκανα διότι εδώ, στη θέση τη δική μου, έπρεπε να βρίσκεται η μητέρα μου, διότι η πρώτη κακή πράξη που έκανα ήταν να κλέψω ένα αυγό και αντί να με υποχρεώσει να το επιστρέψω, το τηγάνισε και το φάγαμε. Το δεύτερο ήταν κότα, το τρίτο πρόβατο και συνέχισα με ληστείες και φόνους» και διέκοψαν συνέχιση της εκτέλεσης διότι προβληματίστηκαν πολύ σοβαρά για το τι έπρεπε να πράξουν.
Επίσης για τον πλούσιο άρχοντα με τα αμύθητα πλούτη και τον φτωχό Λάζαρο, πώς ο ένας πήγε στον Παράδεισο και ο άλλος στην Κόλαση ή όταν μας δίδασκε Γεωγραφία φρόντιζε να μας λέει και τι παράγει ο κάθε τόπος ώστε να το γνωρίζουμε πχ πως η Καλαμάτα παράγει κυρίως λάδι και σταφίδα και πως στο ηρωικό Μεσολόγγι φτιάχνεται το καλύτερο αυγοτάραχο κλπ καθώς και τα ήθη κι έθιμα κ’αθε τόπου. Μας δίδασκε και για τις αλησμόνητες πατρίδες με ένα πολύ βαθύ αίσθημα πατριωτισμού.

Μετά από αρκετά χρόνια, όταν πια εκείνος ήταν καθηγητής στη Σύρο και εγώ είχα παντρευτεί από 17 χρόνων και είχα οικογένεια, ήλθε στην Οία, που ήταν το σπίτι μου. Μάλιστα από σύμπτωση ήταν 1η Αυγούστου. Τον κάλεσαν όλοι οι άρχοντες της Οίας και ο παπάς για φαγητό, αλλά και εγώ. Και τότε είπε προς όλους «Ευχαριστώ, αλλά θα φάω στον Βάλσαμο, που ήταν μαθητής μου.» Και όταν η γυναίκα μου του σερβίρισε φάβα με γούλες και σουπιές τηγανητές ενθουσιάστηκε τόσο και είπε «Παιδιά, ότι άλλο και να μου κάνατε δε θα με ευχαριστούσε τόσο πολύ. Γιατί βλέπω τις ωραίες γούλες στο χωριό, αλλά ποιος να μου τις μαγειρέψει;» Όταν μάλιστα του έδειξα μια επιστολή, που είχα λάβει από το βιβλιοπωλείο ΖΩΗ, που μου συστήνανε να γνωριστώ μαζί του, ως εξαιρετικό άνθρωπο και καθηγητή, τότε έβαλε τα κλάματα και μας καταφίλησε φεύγοντας.

Ο καθένας λοιπόν μπορεί να καταλάβει το τι πόνο μας προξένησε και πόσο κενό μας άφησε, όταν μάθαμε ότι έφυγε τόσο νέος. Πιστεύω ότι ο φιλεύσπλαχνος Κύριος θα τον έχει κατατάξει στην χωρεία των αγίων Του, για ότι πρόσφερε στο νησί μας και σε όλους μας.


η τελευταία φωτογραφία του πατέρα μου Νίκου Αρβανίτη με την εγγονή του Εύα



Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

ο " Μανώλης" επιστρέφει στη Θάλασσα της Σαντορίνης


παραμονή του Προφήτη μας ειδοποίησαν να κατέβουμε στον Αθηνιό ...μια τραυματισμένη χελώνα χτυπήθηκε και έπρεπε να μεταφερθεί Βοηθήσαμε όσο περισσότερο μπορούσαμε: ...... Αξίζουν έπαινοι στον Λευτέρη Δρόσο από το Εμπορείο που την μετέφερε στον Αθηνιό, στα μέλη των Λεμβούχων Θήρας Κροκίδη Β, Καφιέρη Ελ, Καφιέρη Γ, Ζαμπέλη Γ, Σιγάλα Γιάννη , στο προσωπικό του Λιμενικού Σώματος που είχε βάρδια την ώρα της μεταφοράς στον Αθηνιό : Αλιζιγάκη Δ, Μαζοκοπάκη Θ, Καλονάκη Ε, Πρέκα Μαριάνθη, Δακουτρό Ν, Αναγνώστου Δ, και Κακριδόνη Α, καθώς και τον Πλοίαρχο και τα μέλη του Blue Star Naxos οι οποίοι έδωσαν το καλύτερο τους εαυτό για να μπορέσει να μεταφερθεί η χελώνα σώα στην Αθήνα. και η Χελώνα είναι και Πάλι στη Θάλασσα της Σαντορίνης


o " Δαίδαλος" στη Σαντορίνη


Ορθοπεταλιές στους... ουρανούς
Το 1988 ο ποδηλάτης Κ. Κανελλόπουλος πραγματοποίησε έναν άθλο, πετώντας μόνο με τη μυΐκή του δύναμη από την Κρήτη μέχρι τη Σαντορίνη. Σήμερα, 24 χρόνια μετά, η Θεσσαλονίκη τιμά το επίτευγμά του
Πριν από 24 χρόνια αναβίωσε τον μύθο του Ικαρου και του Δαίδαλου, πετώντας με πεταλοκίνητο ανεμόπτερο από την Κρήτη έως τη Σαντορίνη, χρησιμοποιώντας μόνο τη μυϊκή του δύναμη.
Ο άγνωστος στο ευρύ κοινό άθλος επιτεύχθηκε το 1988 από τον Ελληνα πρωταθλητή ποδηλασίας Κανέλλο Κανελλόπουλο και έχει ενταχθεί στο βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες ως η μεγαλύτερη πτήση χωρίς μηχανικά μέσα.
Ο σύγχρονος Δαίδαλος καλείται να ανασύρει μνήμες από την ιστορική του πτήση με το «ανθρωποπτηνό», σε τιμητική εκδήλωση που διοργανώθηκε πριν λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη .
Στην εκδήλωση,  προβλήθηκαν   για πρώτη φορά ντοκουμέντα από την πτήση του Κανελλόπουλου, με το ανεμόπτερο «Daedalus 88», που κατασκεύασαν φοιτητές του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Μασαχουσέτης (ΜΙΤ).
Το ντοκιμαντέρ, που γυρίστηκε τότε, καταγράφει στιγμές από την εξάμηνη προετοιμασία, την εκπαίδευση του ποδηλάτη - πιλότου και φυσικά την ιστορική πτήση, που είχε στόχο την ενσάρκωση του μύθου της απόδρασης του Ικαρου και του Δαίδαλου από τον Λαβύρινθο του Μίνωα.
Οι τότε πρωτεργάτες του τεχνολογικού επιτεύγματος, Τζ. Λάνγκφορντ και Στ. Μποσολάρι, καθηγητής στο ΜΙΤ σήμερα ο πρώτος και διευθυντής διαστημικής εταιρείας που συνεργάζεται με τη ΝΑΣΑ ο δεύτερος, έστειλαν τα δικά τους μηνύματα, που θα διαβαστούν στην αποψινή εκδήλωση.
«Οι μνήμες από τότε είναι άσβεστες. Θυμάμαι τα πάντα σαν να έγιναν πολύ πρόσφατα» λέει στο «Εθνος» ο παλαίμαχος ποδηλάτης, ο οποίος με μεγάλη έκπληξη άκουσε πρόσφατα τον εκπρόσωπο του Bike Respect, Κώστα Συμελίδη, να τον καλεί στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να τον τιμήσει και να του ζητά να ανασύρει από το συρτάρι την ξεχασμένη και σκονισμένη βιντεοκασέτα με το ντοκιμαντέρ.
Σε ηλικία 31 ετών τότε, πρωταθλητής Ελλάδας, βαλκανιονίκης και μεσογειονίκης στην ποδηλασία, μέλος της Εθνικής Ομάδας και με συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Αντζελες, ο Κανέλλος Κανελλόπουλος κλήθηκε να δοκιμάσει την πρόκληση να οδηγήσει ένα ιπτάμενο ποδήλατο. Σήμερα στα 55 του χρόνια είναι καθηγητής φυσικής αγωγής στην Αθήνα, έχει τέσσερα παιδιά και ασχολείται με την αγιογραφία. Εχει σταματήσει φυσικά τον πρωταθλητισμό, αλλά εξακολουθεί να κάνει όλες τις μετακινήσεις του με ποδήλατο.
119 χιλιόμετρα σε τέσσερις ώρες

Δεν φοβήθηκα, αλλά δεν απόλαυσα την πτήση
«Ηταν κάτι πιο απαιτητικό και σίγουρα πιο δύσκολο από το ποδήλατο. Επρεπε να κρατάω έναν συγκεκριμένο ρυθμό στο πεντάλ και συγχρόνως να ρυθμίζω το ύψος και τη διεύθυνση με το πηδάλιο. Δεν μπορώ να πω ότι φοβήθηκα, ούτε ότι απόλαυσα την πτήση, αλλά η ευθύνη που είχα να τηρήσω κατά γράμμα τους κανόνες της πτήσης, ώστε να πάνε όλα όπως είχαν προγραμματιστεί, δεν με άφησαν να το χαρώ όπως ήθελα».
Το ανεμοπλάνο διένυσε την απόσταση των σχεδόν 119 χιλιομέτρων από το αεροδρόμιο του Ηρακλείου έως τη Σαντορίνη σε 3 ώρες και 54 λεπτά, επίδοση που κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ, το οποίο κατείχε από το 1979 μια πτήση πάνω από τη Μάγχη.
Ενα απρόβλεπτο γεγονός, που οφειλόταν στον αέρα, απείλησε να μετατρέψει τον Δαίδαλο σε... Ικαρο, όταν το σκάφος έχασε την ουρά του και έμεινε χωρίς πηδάλιο, με αποτέλεσμα να πέσει στη θάλασσα. Ευτυχώς αυτό συνέβη μόλις 15 μέτρα πριν από την ακτή στην οποία θα γινόταν η προσγείωση και ενώ το ανεμοπλάνο βρισκόταν σε πολύ χαμηλό ύψος. Ο ποδηλάτης-πιλότος βγήκε σώος και ευτυχής για το κατόρθωμά του.



Υ.Γ.: Παρακολουθείστε παρακάτω το ιδιαίτερα σημαντικό ντοκυμαντέρ. Φυσικά στη τελευταία σκηνή  η " προσγείωση" στη Σαντορίνη. Αλήθεια ήταν κανεις εκεί και να μας περιγράψει τι θυμάται 



Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...