(*από το διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα)
Ομιλία στην τελετή βράβευσής μου από το "Σύλλογο Μεγαλοχωριτών" 1986 στον «Παρνασσό»
της Μαρίας Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Η Σαντορίνη, της Ελλάδας το Γιούσουρι. Πολύτιμη κι εύθραυστη σα μαργαριτάρι, φυλαχτό στο λαιμό του Αιγαίου κατευθείαν από της γης τα σπλάχνα, μαχαιριά στη θάλασσα.
Τα κρίνα των σπιτιών της, ολάνθιστα πεταρίζουν στης άβυσσος τα χείλη. Τα κλήματα δειλά πασχίζουν να κρύψουν των φύλλων τις ελπίδες από τ’ άγριου βοριά τα χάδια. Πώς ξεμαλλιάζονται τ’ αγριολούλουδα τινάζοντας της θάλασσας τον ίδρω!! Όλα βαριά, όλα πικρά, όλα χυμούς γεμάτα, πηχτά, πνιχτά, χρώματα, σχήματα, καημοί, νοτισμένοι απ’ τ’ αγιάζι.
Πώς σμίγει γης και θάλασσα κι ουράνια στην ομίχλη! Πώς βγαίνει της ντομάτας το σκληρόπετσο ζαφείρι; Πώς ξεχειλίζει του κρασιού η κάψα και η γλύκα; Κάθε τσαμπί να στάζει θείο αίμα, κάθε ρογίτσα του θηλή της οικουμένης!
Και η γη πλημμυρισμένη ελπίδα και η θάλασσα με υποσχέσεις τρόμου!
Και οι κάτοικοι σφιχτοδεμένοι με τη μοίρα τους μένουν, επιμένουν, μάχονται. Οι αλλιώτικοι άνθρωποι της Σαντορίνης, οι εκλεκτοί, οι ευλογημένοι, οι τυραγνισμένοι, οι δυνατοί. Ο περιούσιος λαός, τα παιδιά του ηφαιστείου, οι αρχιτέκτονες των πάλλευκων θολωτών σπιτιών με τα χιονάτα σκαλιά και τις αιωρούμενες αυλές, τα γαλανά πορτοπαράθυρα, που αχνίζουν τη δροσιά, το φως δεν το ξορκίζουν, τ’ αγκαλιάζουν, οι εργάτες της μαύρης αφράτης γης με τα πράσινα λαήνια για να μεθούν οι ταπεινοί, οι λάγνοι, οι μεταμορφούμενοι. Το πρωί εκκλησιά, το μεσημέρι δουλειά, το γιόμα φαγοπότι, τη νύχτα χορός, τραγούδι κι έρωτας στα σκοτεινά, φεγγερά, προστατεμένα σοκάκια. Άνθρωποι που προσκυνούν κι αμαρτάνουν, δουλεύουν κι επαναστατούν, χορεύουν και ψέλνουν, μεθούν με άγια κοινωνία κι αγιάζουν καρφωμένοι αντίκρυ στου ηφαιστείου το μυστήριο, αντιπαλεύοντας με παρρησία τον τρόμο.
Η Σαντορίνη είναι η μάνα μας. Μας γέννησε στο μεγάλο σεισμό με βόγγους και σπασμούς και ουρλιαχτά και αγωνία και τρόμο. Είναι η πρώτη ουλή που αγγίζουμε ψαχουλεύοντας τα σκοτάδια της μνήμης μας. Πέρα απ’ αυτό, το κενό. Η ευτυχία των βαθυγάλαζων νερών που την κυκλώνουν. Μας δίδαξε το φως του κόσμου, τη δίψα για τον ουρανό, την ανθρώπινη μηδαμινότητα, τη γήινη αρπαχτικότητα, τη θεϊκή παντοδυναμία. Η Σαντορίνη σε κάνει και σκέπτεσαι, όπως σε κάνει και να τραγουδάς και να χορεύεις, ακόμη και στην εκκλησιά, προπάντων μες την εκκλησιά.
Η Σαντορίνη είναι η χώρα των θαυμάτων! Το αφράτο χώμα που τριζοβολά σε κάθε βήμα το βαραίνει ανείπωτη σιωπή. Ο αγέρας μοσκοβολά νεύματα! Τώρα, που τα μηχανάκια σαν ακρίδες μολύνουν κάθε της γωνιά, τώρα που θαρρείς και το νησί γυαλίζεται σε κάποιο παραμορφωτικό καθρέφτη, είναι καιρός, όποιος νιώθει τα μηνύματα που κροτούν ρυθμικά σαν το σφυγμό του κόσμου κάτω απ’ τα πόδια μας, ν’ αφουγκραστεί προσεχτικά.
Ξετυλίγω το κουβάρι τις θύμισες ευλαβικά. Ας βυθιστούμε στη σκιά του χρόνου. Κάποια σπερνά στο ρημοκλήσι το πνιγμένο στ’ αμπέλια. Ο ασβέστης ματώνει, τα μανουάλια σπιθίζουν, το θυμάρι λιβάνι κι οι καρδιές γλάροι στο ρυθμό του ανέμου που βουίζει «Φως ιλαρόν».
Κάποιες εκδρομές, τότε που το νησί ήταν πλατύ, απίστευτα ευρύχωρο, που οι λυγαριές μοσκοβολούσαν και τα γαϊδούρια ήξεραν να σεργιανούν τα μονοπάτια του κάμπου και με κλειστά μάτια. Τ’ αγλιστήρι στο ξωκλήσι πάντα σε πρώτη ζήτηση στο ιερό, τα πορτάκια ανοιχτά -ποιός βέβηλος θ’ άπλωνε χέρι των αγίων;- τα κέρματα ακουμπισμένα δίπλα στο κερί κάτω από το μελαγχολικό βλέμμα του Παντοκράτορα. Θυμάμαι τη γεύση του ψευτοκεφτέ πλάι στο κύμα, τη γλύκα της ντομάτας και τη στοργική αγκαλιά της θάλασσας που μόλις αφεθείς μ’ εμπιστοσύνη στα χέρια της σε αρμενίζει καλότροπα.
Η θάλασσα γεφυρώνει το νησί με άλλες στεριές. Στην καλοκαιριά από παντού φθάνουν γνέματα από άλλους τόπους. Ολούθε νησιά κυκλώνουν τούτη την παράδοξη στεριά, λες και σκύβουν περίεργα να δουν τι θ’ απογίνει με τούτο τον αδιάκριτο γείτονα, που πότε απλώνεται και πότε μαζεύει, πότε τα σπρώχνει και πότε τα λούζει με οργισμένα σύννεφα. Οι μακρινοί μας πρόγονοι ήταν φυσικό να γίνουν ποντοπόροι. Η θάλασσα ήταν ο απέραντος γόνιμος κάμπος, που έπρεπε να οργώσουν με τα καράβια τους. Δεν ήταν πιο επικίνδυνη από μια τέτοια στεριά κι έκρυβε αμέτρητα πλούτη. Στο νησί άρχισαν να συνάζονται θησαυροί απ’ όλη την οικουμένη, ενώ το κρασί μας ζέσταινε τις απέραντες ρωσικές στέπες και φώτιζε τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες της πόλης του φωτός.
Η θάλασσα, παντοκρατόρισσα, στέφει τη στεριά με μεγαλείο, την ευλογεί. Η ανάσα της γονιμοποιεί τα σπλάχνα της. Η Σαντορίνη αδιαφορεί για τον ουρανό και τα καμώματά του. Της αρκεί το υγρό χνώτο της θάλασσας. Με αυτό ρογιάζουν τα σταφύλια, με αυτό κοκκινίζουν οι ντομάτες, με αυτό νοστιμεύει η φάβα. Τα καρπουζάκια μια γροθιά, μα πεντανόστιμα.
Η γη στη Σαντορίνη είναι ολιγαρκής. Της φθάνει λίγο νερό και άπλετο φως. Η θάλασσα είναι άπληστη. Δεν παύει να την απειλεί, δεν παύει να τη σφιχτοδένει, δεν παύει να την προκαλεί να βυθιστεί στη γαλήνη της βαθειάς σιωπής της. Πόσα δεν την κατηγορούσαν αυτή τη θάλασσα και πόσα δεν είχαν να λένε οι παλιοί ανάμεσα στα τραγούδια, πλάι στο κύμα! Ιστορίες τρομαχτικές για λάμιες και νεράιδες και πειρατές κι αγίους και φαντάσματα για ρουφήχτρες και δυναμίτες και σεισμούς κι εκρήξεις, για βασιλοπούλες με καλόπαιδα κι αρχόντους με διακοναραίους. Ιστορίες ερωτικές, κουτσομπολιά που γίνονται τραγούδι κι οι μαντινάδες να σεργιανούν τα στενά, στις πόρτες της εκκλησιάς να δοξολογούν τον έρωτα. Κι ο έρωτας, βαρύς καημός, να σπρώχνει σε μπελάδες. Τα βαρελότα να σημαδεύουν τις μορφονιές, που λούφαζαν στης εκκλησιάς τη σκέπη την Ανάσταση. Και οι «απαγωγές» απαραίτητος προθάλαμος του υμέναιου, αξιόπρεπη λύση στην άπροικη κόρη, ατράνταχτη απόδειξη της σιγουριάς των όρκων, που αλάθευτα πολυβολούν οι νέοι τα κορίτσια.
Θυμάμαι κείνους τους Επιτάφιους, που βγαίνοντας στη γύρα ημέρευαν τον ουρανό. Θυμάμαι πώς ριγούσαν τρομαγμένοι κάθε που διάβαζε ο παπάς «και ρύσαι ημάς από λιμού, λοιμού, ΣΕΙΣΜΟΥ, ΚΑΤΑΠΟΝΤΙΣΜΟΥ» υπόμνηση στη μοίρα μας.
Κάθε Ανάσταση, τέτοια ανάταση, τόση φωτοπλημμύρα! Ο «Λάζαρος» μάρτυρας του θείου δράματος, αποκαθηλώνεται για να τον γευθούμε μαζί με το αναστάσιμο σώμα Χριστού, τη μέρα όπου τα πάντα καταλύονται. Και όλο το Μέγα Σάββατο μια πάχνη ν’ αγκαλιάζει το χωριό, λιγωτική υπόσχεση πανδαισίας. Τα φουρνάκια να καπνίζουν τη βεβαιότητα της αθανασίας, ενώ η φύση ξετρελαμένη ν’ ανθοβολεί τα μωβ, τα κίτρινα, τα κόκκινα και τα γαλάζια μυριστικά, χρώματα έντονα στις απαλές πρώτες υποσχέσεις των αμπελιών μας.
Μέρες κυνηγιού, με τις «λίμνες» πανέτοιμες να συνάξουν τα διαβατάρικα, μέρες τρύγου με τον κάμπο να στενάζει από τον ιδρώτα των θνητών.
Μέρες αλωνίσματος, με τα ζώα να γυρνούν στα γεροχτισμένα αλώνια, με το λίχνισμα να υψώνεται, ξανθή βροχή, να χρυσώνει τις μαύρες πέτρες και τα ζώα ανακουφισμένα ν’ απολαμβάνουν το φρέσκο σανό.
Μέρες της ντομάτας με τα κοφίνια σε παράταξη, να πετροβολούν τα ζιζάνια τους τοίχους και οι νοικοκυρές να βάζουν τις φωνές -πιότερο από συνήθεια παρά από θυμό- έτσι κι αλλιώτικα θ’ ασβέστωναν το φράχτη.
Οι γυναίκες της Σαντορίνης είναι βασίλισσες! Δεν είναι τυχαίο πως τα παιδιά τα ξεχωρίζουν με τ’ όνομα της μάνας και όχι του κύρη τους. Οι γυναίκες είχαν τη δική τους ζωή. Κυριαρχούσαν στο σπίτι έχοντας την οικονομική διαχείριση της φαμελιάς. Οι γυναίκες είχαν την ισοτιμία και την περηφάνια των κατοίκων της θάλασσας. Την ώρα που στην ηπειρωτική Ελλάδα βαφτίζουν όλα τα παιδιά αποκλειστικά από το σόι του πατέρα, η μάνα στη Σαντορίνη έχει ατράνταχτο δικαίωμα πάνω στο πρώτο της παιδί, αν είναι κορίτσι.
Όπως παντού τίποτε δεν της χαρίστηκε. Η γυναίκα κατάκτησε αυτή την αξιόπρεπη θέση. Το εμπόριο και η ναυτιλία κρατούσαν τους άνδρες μακριά και πολλές φορές οι γυναίκες διαχειριζόντουσαν τεράστιες περιουσίες. Η ιστορική τους μνήμη ίσως να είχε περισώσει τις φανταχτερές εικόνες από τις βενετσιάνες ρήγισσες, που αυτεξούσιες βασίλεψαν τον τόπο, την εποχή που οι τούρκοι κατακτητές της κυρίως Ελλάδας έκλειναν τις γυναίκες τους στο χαρέμι. Πάντως είναι γεγονός ότι το σπίτι του ανδρόγυνου ποτέ δεν ήταν το πατρικό και πως η νύφη δεν εξουσιαζόταν από καμιά πεθερά. Το νέο ζευγάρι είχε την ανεξαρτησία του ακόμη και στις φτωχότερες οικογένειες.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο πως από τις πρώτες επιστημόνισσες της χώρας είναι σαντορινιά. Θυμάμαι μάλιστα τον πατέρα μου να διηγείται πως σα μαθεύτηκε ότι μια από τις πρώτες φοιτήτριες της Ιατρικής (η Μαρίκα Λιβέρη) ήταν από το χωριό μας, η συντηρητική κοινωνία αναστατώθηκε. «Μα πώς επιτρέπεις στην κόρη σου να πηγαίνει εκεί, μαζί με τόσους άνδρες και να μαθαίνει τόσες προστυχιές; Γιατί δεν την κάνεις δασκάλα;» συμβούλευαν τη μητέρα της. Γιατί ακόμη και για τη Σαντορίνη, η Ιατρική ήταν αντρίκιο προνόμιο, ενώ δεν υπήρχε τίποτε το επιλήψιμο στο επάγγελμα της μαμής, της νοσοκόμας ή της δασκάλας.
Όμως να μην είμαστε άδικοι. Τα κορίτσια στη Σαντορίνη, της αστικής τάξης φυσικά, μπορούσαν να μορφωθούν, έστω και αν δε χρειαζόταν να ασκήσουν κάποιο επάγγελμα. Μάθαιναν το στοιχειώδες για την εποχή πιάνο, τα γαλλικά και στη ζωγραφική αναδείχθηκαν πολλά ταλέντα. Όμως κα τα κορίτσια της εργατικής τάξης δεν έμεναν άπραγα. Από μικρά ξενοδούλευαν και είχαν για πρώτο μέλημα το να δημιουργήσουν σιγά σιγά την προίκα τους. Και αυτή η προίκα μπορούσε να περιλαμβάνει κεντίδια πιο καλοδουλεμένα και από της κυράς της, γιατί ήταν πλεγμένα με αγάπη και προσδοκία.
Η Σαντορινιά έχει μιαν έμφυτη καλαισθησία! Άλλωστε και τα μελιτίνια μας τι άλλο είναι, έξω από μιαν επίδειξη εφήμερης δόξας της λεπτοδουλειάς πάνω στο ζυμάρι; Γύρω από το φουρνάκι συνάζεται αδελφωμένος ο γυναικείος πληθυσμός. Πότε στο σπίτι της μιας και πότε στης άλλης, ανάμεσα στη ζύμη και τον πλάστη αντάλλαζαν απόψεις κι εμπειρίες και κουτσομπολιά. Γιατί όχι; Τα κουτσομπολιά είναι θαυμάσιο ψυχιατρικό φάρμακο. Κοινολογώντας τα στραβά του διπλανού, κάνεις τα στραβά μάτια στα δικά σου κουσούρια κι ημερεύεις.
Όμως όλοι σύντρεχαν τον καθένα, στην κάθε ανάγκη για λύπη ή σε χαρά. Όλοι εύκολα πρόσφεραν, από συνταγές γλυκών μέχρι λουλούδια. Όσο λιγοστό είναι το νερό τόσο λουλουδιασμένες είναι οι αυλές. Τα βασιλικά απαραίτητα, όπως κι ο δυόσμος και όλα τα χρήσιμα για την κουζίνα βότανα. Τα δέντρα συνήθως καταδικάζονται σε θάνατο μόλις πάρουν πολύ πάνω τους. Τούτο σημαίνει πως βρήκαν τη στέρνα και είναι σα να μας ρουφούν το αίμα της καρδιάς μας.
Συνάξεις φεμινιστικές γίνονταν και στις εκκλησιές. Κάθε άγιος πρέπει νάχει κατακάθαρο το σπιτικό του και μιας και οι αγγελικές φτερούγες δεν επαρκούν, τα γυναίκια χέρια αναλαμβάνουν τους αγίους κάτω από την προστασία τους, τις πιο πολλές φορές με ανταλλάγματα. Η σχέση των ανθρώπων της Σαντορίνης με τους αγίους είναι καθαρά σωματική. Δεν τους θεωρούν άψυχα φαντάσματα, μα ανθρώπους ζεστούς και πολύ δικούς μας.
Ήταν λοιπόν πολύ φυσική η κίνηση, που έκανε η Ουρανία Συρίγου, στον άγιο Ευθύμιο του Μεγάλου χωριού, να βουτήξει το δάχτυλό της στο καντήλι και ν’ αλείψει τα μάτια του αρχάγγελου Μιχαήλ, γιατί της φάνηκαν πονεμένα. Και οπωσδήποτε ο αρχάγγελος με τόσες ζωές που είχε κόψει, λογικό ήταν να έχει πονεμένα μάτια, όμως παράλογο ήταν ότι επακολούθησε. Περνώντας μια γριά το δειλινό, είδε τα μάτια του αγγέλου να γυαλίζουν στο μισοσκόταδο, ενώ δυο χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μάγουλά του.
-Θαύμα, θαύμα! Φώναξε η γριά κι αμέσως όλο το χωριό συνάχτηκε να κάνει ολονυχτία πιστεύοντας ότι έφθασε η συντέλεια του κόσμου. Και φυσικά η μικρή Ουρανία δε μπορούσε ν ομολογήσει ότι εκείνη έκανε τον αρχάγγελο να κλαίει. Άλλωστε ο Αρχάγγελος σάμπως να της χαμογελούσε συνωμοτικά, ανάμεσα στα δάκρυά του.
Η θρησκευτικότητα των σαντορινιών είναι παγανιστική. Είμαστε χριστιανοί ειδωλολάτρες.
Η Παναγιά μας δεν είναι η απρόσωπη και μακρινή μητέρα του θεανθρώπου, μα η παρηγοριά, τ’ αποκούμπι μας. Η αγάπη μας, η καλή μας γειτόνισσα. Μπαινοβγαίνει στις αυλές, σεργιανίζει στα σοκάκια, μαυροφορεί και λαμπροστολίζεται. Το βλέμμα της που μας ακολουθεί παντού, ακουμπά πάνω μας σα χάδι, δε μας τρομοκρατεί, όπως το άγρυπνο μάτι του Παντογνώστη. Κρατά στην αγκαλιά της το Χριστό και ξέρουμε ότι σίγουρα, μ’ ένα σφίξιμο του χεριού στο μικρό του ποδαράκι θα τον πείσει για όσα της ζητάμε. Πίσω της τ’ αγοράκια, ολάκερες γενιές έκαναν τις σκανταλιές τους την ώρα που ο παπάς πρόβαλε στην Ωραία πύλη κι Αυτή ποτέ δεν τα τιμώρησε, σαν αυστηρή δασκάλα. Μήπως κι Αυτή δεν ήταν σκανταλιάρα; Τη βρήκαν μεσοπέλαγα να φέγγει σα φεγγάρι, Πράματα και θάματα ιστορούν. Πως δήθεν κάθε βράδυ ξεπόρτιζε από την εκκλησιά των αγίων Αναργύρων, που την είχαν ακουμπήσει ευλαβικά οι πατεράδες μας, μέχρι ν’ αποφασίσουν τι να το κάνουν τέτοιο θαυμαστό εικόνισμα. Μα κείνη δεν αγαπούσε τα ψηλά. Προτίμησε τη γούβα, όπως άλλωστε κι οι πρόγονοί μας, πούχτισαν το χωριό στη ρεματιά, σαν αμπελιά στο λάκκο της, μη μας σαρώσει ο άνεμος, μη μας ζυγώνουν πειρατές. Κι ο άνεμος μας σάρωσε κι οι πειρατές μας πήραν. Κι υψώσαμε κεφάλι κόντρα στον καιρό κόντρα στους οιωνούς της Ιστορίας, κόντρα στις εμπειρίες των πατεράδων μας.
Θυμάμαι το μεσημέρι, ώρα ιερή, ώρα φαγητού να σημαίνει ο Προφήτης και η φωνή του ν’ απλώνεται στον κάμπο, να φθάνει ως το πέλαγο, φωνή σεβαστική, προστάζει την ανάπαυση, να κουρνιάσουμε στον ίσκιο, να γευτούμε το προσφάι και ν’ απλώσουμε το κορμί στης γης το κλινάρι.
Η γη στη Σαντορίνη τόσο πολύτιμη, που στους νεκρούς προσφέρεται μόνο σαν καθαγιασμένη σποδός. Ο νεκρός δεν έχει ανάγκη από χώμα. Το χώμα στη Σαντορίνη είναι πηγή ζωής. Χώμα πλούσιο κι αφράτο, άνυδρο κι όμως τόσο παραγωγικό, εύπλαστο κι όμως ανθεκτικό, γίνεται σπίτι ή εκκλησιά, υπόσκαφο ή στέρνα, φρούριο ή παλάτι, ανάλογα με τις πεθυμιές μας. Το χώμα μας αλαφρό κι όμως αδιαπέραστο μετακόμισε στην Αίγυπτο για να στηρίξει το μεγάλο κανάλι του Σουέζ, ευλύγιστο κι όμως άφθαρτο διατήρησε ευλαβικά τις μνήμες των προπατόρων στ’ Ακρωτήρι που στάθηκε το σάβανό τους.
Το χώμα μας, σαν κάθε χώμα είναι ανθρωποφάγο. Για να βλαστήσει πρέπει να ποτίζεται με ιδρώτα, αίμα και δάκρυ. Και η Σαντορίνη είναι η γη της οδύνης και της εγκαρτέρησης. Λένε πως η Σαντορίνη είναι η χώρα των γαιδάρων, πως έχει δηλαδή πιο πολλούς γαιδάρους από ανθρώπους. Φήμες της τουριστικής προπαγάνδας!
Κάποτε η Σαντορίνη είχε πολλά ζώα, τουλάχιστον περισσότερα από αυτοκίνητα. Και ήταν η εποχή που τα ζώα δε χρειαζόντουσαν άδεια για να σεργιανίσουν τα στενά των Φηρών και τα σκαλιά για το γυαλό ήταν χρυσαφένια από την καβαλίνα. Τότε οι αγωγιάτες δε φορούσαν μήτε στολή, μήτε παπούτσια κι ούτε τα γαϊδούρια είχαν φανταχτερά κουδουνάκια. Ήταν η εποχή, που μετά δωδεκάωρο ταξίδι με τον σκυλοπνίχτη της αγόνου, το «Δέσποινα» ή «Παντελής», έπρεπε να μπεις στη βάρκα μες τ’ αγιάζι και τη βροχή, εξουθενωμένος από το ταξίδι και να πετύχεις τετράποδο να σ’ ανεβάσει στην πρωτεύουσα κι αν ήσουν τυχερός να πάρεις το λεωφορείο για το χωριό σου. Αν όλα αυτά τα συνοδεύσεις με τα μωρά, που κλαίνε και τις βαλίτζες που συχνά αυτοκτονούσαν μεσοπέλαγα απ’ τη απελπισιά, θάχεις μια πλήρη ρομαντική εικόνα του παρελθόντος. Ήταν τότε που η Σαντορίνη ήταν μπανάλ νησί. Ντρεπόσουν να ομολογήσεις την καταγωγή σου απ’ το νησί της ελαφρόπετρας και της φάβας, συνώνυμου του κουτόχορτου. Βέβαια ήταν η εποχή προ των «Πανθέων» που μας διαφήμισαν στο πανελλήνιο σαν το προσφορότερο πεδίον εξωσυζυγικής δράσης. Εκείνη την εποχή, αν έλεγες πως είσαι από τη Σαντορίνη σε κοίταγαν με ύφος συνενοχής. Μα οι Πανθέοι μπόρα ήταν και πέρασε. Τώρα παγκόσμια πια γινόμαστε αντικείμενα θαυμασμού μόλις δηλώσουμε τη Σαντορίνη σαν τόπο προέλευσης. Τα θαυμαστικά επιφωνήματα δίνουν και παίρνουν, λες και τους λες ότι προέρχεσαι κατ’ ευθείαν μες απ΄ τον κήπο της Εδέμ.
Η Σαντορίνη όμως ποτέ δεν ήταν παράδεισος. Αντίθετα είναι ο τόπος ο πιο κοντινός με αυτό που φανταζόμαστε για κόλαση. Δε μπορεί κανείς να ξεχάσει τα κοφίνια στα Λουβιάρικα, τα μισότυφλα απ’ το Τράχωμα παιδιά, τις ξεσπιτωμένες κοπέλες, τα ξενιτεμένα αγόρια, τους ανθρώπους, που ως χθες ζούσαν σαν δουλοπάροικοι μη κατέχοντας σπιθαμή γης. Οι ώρες του σεισμού δεν ξεχνιούνται εύκολα από όσους τις έζησαν. Στιγμές ανασφάλειας, στιγμές της εγκατάλειψης. Λες και τούτη η γόνιμη γη κουράστηκε ν’ ανθοφορεί για το χατίρι μας κι έγινε κακότροπη, αυτή που την ξέραμε καλόβολη και σπλαχνική. Θαρρείς και η θάλασσα, που μας άνοιγε τις πόρτες του κόσμου ολάκερου βάλθηκε να καταπιεί τούτη την φλούδα της στεριάς, που μένει ανυπόταχτη στην παντοδυναμία της. Θαρρείς κι ο ουρανός αρπαχτικό πουλί, με νύχια και με δόντια κατασπάραζε τα σπίτια και τις εκκλησιές, τα έργα που με τόσο κόπο οι γενιές ύψωσαν κατάντικρυ στο χρόνο.
Ο σεισμός δεν άνοιξε μόνο ρήγματα. Γεφύρωσε τις κοινωνικές ομάδες. Ο τρόμος της ολιγαρχίας μπροστά στην απειλή ανάγκασε τους αρχόντους να ξεπουλήσουν όσο κι όσο τις περιουσίες, που πίστευαν πια άχρηστες. Κι επιτέλους οι άκληροι απόκτησαν δική τους ευλογημένη γη. Ο σεισμός έκανε τη γενιά των ανθρώπων που έμειναν στο νησί σοφότερη. Τη δίδαξε να ζει με απόλαυση την κάθε μέρα, την έμαθε να μετρά σωστά τις ανθρώπινες δυνατότητες, να διαισθάνεται τα όριά της, να σέβεται όσα βρήκε, να πιστεύει σε όσα δε μπορεί να ερμηνεύσει.
Η Σαντορίνη τώρα αλλάζει, μεταμορφώνεται. Είναι πια μια σκηνοθετημένη παράσταση στον εμπορικό μας κόσμο. Πασχίζει να ταυτισθεί με τα άλλα τουριστικά νησιά. Τα μπαρ και τα ρεστοράν πανομοιότυπα αντίγραφα των ανάλογων μαγαζιών της Ύδρας, της Μυκόνου και της Ρόδου. Τα εξωτικά κοκτέιλ έχουν την ίδια γεύση. Μπορείς να βρεις γνήσια γαλλικά κρουασάν, αμερικάνικο καφέ κι εσπρέσο, πίτσες και χάμπουργκερ και χοτ ντογκ. Δεν υπάρχουν πια μικρομάγαζα για την εξυπηρέτηση των ντόπιων. Τα καλοκαίρια που το νησί εποικίζεται με ιλιγγιώδη ρυθμό ανοίγουν τα μαγαζιά για τους ξένους. Τα κρουαζιερόπλοια με διεθνή πελατεία σταματούν να ξεφορτώσουν τους πολύχρωμους ξένους κι απ’ το στερνό τους δολάριο. Χρυσαφικά βαρύτιμα και κορδελλάκια της πεντάρας, όλα επένδυση των αναμνήσεων. Οι μ’αντρες των ζώων γίναν χορευτικά κέντρα και η αξία της γης ανέβηκε σε δυσβάσταγα επίπεδα. Η γόνιμη γη εγκαταλείφθηκε. Τ’ αμπέλια, τα φυτεμένα από τους προγόνους έγιναν χέρσα οικόπεδα. Τα πάντα άλλαξαν τιμή. Δε μετράει πια η συναισθηματική ή αισθητική αξία ενός πράγματος. Παντού μετράει το «πόσο πάει».
Οι δρόμοι γέμισαν μισόγυμνους ανθρώπους. Η αισθητική μας διαβρώνεται. Νιώθουμε την ανάγκη να μιμηθούμε τους πολλούς, να ταυτισθούμε με το πλήθος. Χάνουμε τον αυτοσεβασμό μας. Μεταμορφωνόμαστε όλο και πιο γοργά σε μαινόμενους ιερείς μιας ηδονιστικής θρησκείας.
Τα παιδιά μαθαίνουν από σχολιαρούδια να καμακώνουν το χρυσό ψάρι του Βορά. Καμαρώνουν για τις ερωτικές τους επιδόσεις. Γυμνώνουν την καρδιά τους από τη μαγεία του έρωτα για το χατίρι μιας εύκολης πρόσκαιρης ικανοποίησης. Ξέχασαν τη γλώσσα μας. Μιλούν ακόμη και μεταξύ τους ξενικά σε μιαν αυτοσχέδια γλώσσα μορφασμών και κινήσεων κλέβοντας λέξεις απ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου. Λες και βρίσκεσαι στη Βαβέλ.
Οι εκκλησιές τις Κυριακές μάταια προσμένουν τους πιστούς να χορτάσουν τη δίψα τους για προσευχή. Όλοι ξενυχτισμένοι στις απολαύσεις, βλαστημούν τις καμπάνες που τους ξυπνούν τόσο πρωί. Αυτές τις υπέροχες σαντορινιές καμπάνες που θαρρείς ραμφίζουν τις έγνοιες μας, ανασαίνουν, σφύζουν, καμπάνες που σπάζουν τους ήχους σα ρόδι, να πλημμυρίσουν τ’ αυτιά ζουμερή ευτυχία. Αυτές οι καμπάνες είναι πια ανεπιθύμητες σαν πραγματικότητα, χρήσιμες μόνο σαν υπόκρουση σε κάποιο διαφημιστικό φιλμ.
Τα που άλλοτε ήταν τόπος τιμής του κάθε αγίου, που με δυο κόμπους ντομάτα, δυο μάτια ελιές, μια φούχτα φάβα και ποτάμι κρασί βολτάριζε αγκαλιά με τους ανθρώπους και γευόταν κι ευφραινόταν τη ματαιότητα των εγκοσμίων, τα ίδια τώρα πανηγύρια γίναν επιχειρήσεις τουριστικής ατραξιόν. Και η φιλοξενία εξατμίστηκε μόλις τα κέρδος βάρυνε τα χέρια. Το τσαμπί το σταφύλι και το ποτήρι το νερό, που άλλοτε πρόθυμα πρόσφεραν σε κάθε περαστικό, πλούσιο ή διακονιάρη, τώρα το μοσχοπουλούν σε εξωφρενικές τιμές. Και ας θυμηθείς πως κάποτε η κάμαρη του ξένου ήταν πρώτη και καλύτερη σε κάθε σπιτικό, πως τότε που το φαί ήταν μετρημένο, πάντα περίσσευε για τον ξένο, πως άνθρωπος δεν έβγαινε ατρατάριστος και από το πιο ταπεινό καλύβι, πως η φιλοξενία ήταν για τους σαντορινιούς δείγμα ανθρωπιάς και μεγαλείου.
Όλοι θα ξέρουν το ανέκδοτο με το μικρότερο από τα πολλά παιδιά που βιάστηκε ν’ αποκριθεί στη φιλοφρόνηση του καλεσμένου.
-Πρώτη φορά έφαγα τόσο καλά!!
-Μα και μεις το ίδιο!! εισπράττοντας τις συνηθισμένες υποτραπέζιες τσιμπιές της μητρικής αυστηρότητας.
Γιατί τότε που μοιράζονταν τη μπουκιά, όλοι ένιωθαν άρχοντες προσφέροντας, ενώ σήμερα κανείς με όσα κι αν κατέχει δε σκέφτεται πως είναι αρκετά.
Η τηλεόραση μας άνοιξε τα μάτια σε μιαν άλλη ζωή γεμάτη πολυτέλεια και ευκολία, όπου κάθε μέσον για την απόκτηση αγαθών φαίνεται θεμιτό και ο τουρισμός έκανε αυτή την κάλπικη πραγματικότητα προσιτή.
Τα παιδιά μας σταμάτησαν να φεύγουν από το νησί, μα κι έπαψαν να ζητούν να σπουδάσουν, μιας και η μόρφωση δεν τους προσφέρει υλικά κέρδη. Το νησί, που μέσα από τη φτώχια έπλασε μορφές της πανελλήνιας νόησης, τώρα κάθε καλοκαίρι εισάγει τέχνη και τεχνολογία για να τα πουλήσει στο παζάρι του τουρισμού. Τα ήθη χαλάρωσαν επικίνδυνα. Λένε πως οι διακοπές πρέπει ν’ απελευθερώνουν τον άνθρωπο από τους διάφορους πειθαναγκασμούς και αφού η ασυδοσία είναι προσοδοφόρος γιατί να μη την ανεχθούμε;
Όμως υπάρχουν πράγματα περ’ από κάθε συναλλαγή. Υπάρχει το επίμονο βούισμα του αγέρα στα απόκρημνα βουνά, τ’ αγκίστρωμα της αμπελιάς στην ξερολιθιά. Υπάρχουν τα οργισμένα βράχια και τ’ ανθεκτικά ακρογιάλια, οι ατέλειωτες επιδρομές των κυμάτων και η προκλητική λάμψη του ουρανού. Υπάρχουν τα μηνύματα, που ακόμη δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί, γνέματα χαμένα στη σκιά του χρόνου, που σπαρταρούν σαν πουλιά στην ξώβεργα, ανυπόμονα να μας αγγίξουν. Υπάρχει η Ψυχή της Σαντορίνης.
Το ίδιο το νησί είναι ανοιχτό βιβλίο που διδάσκει τη ματαιότητα κάθε υλικής παντοδυναμίας. Τα ερείπια του Ακρωτηριού είναι μια υπενθύμιση. Ένας θαυμάσια οργανωμένος κόσμος σκεπάστηκε από την οργή της γης. Στο βράχο του Μέσα Βουνού χαραγμένα ανεξίτηλα δυσνόητα μηνύματα μιας άλλης εποχής, που διάβηκε ανεπίστροφα. Στη Θηρασιά, στη Ρίβα, οι ψαράδες μαρτυρούν πως με το γυαλί ξεχωρίζουν μώλους και σπίτια στην καλοκαιριά, ενώ σε ορυχείο ανέτειλε η παλαιολιθική μαρτυρία. Οι Γουλάδες σε κάθε χωριό, που προκλητικά υψώνουν το ανάστημα μιλούν για περασμένα μεγαλεία, ενώ οι βυζαντινές εκκλησιές κατάφεραν να επιζήσουν χάρη στη βαθειά θρησκευτικότητα που προκαλεί ο κίνδυνος.
Τούτο το νησί, που πλέει σαν καρυδότσουφλο στην πλατειά θάλασσα κάτω από έναν ανελέητο ήλιο, έχει ζήσει τόσους αιώνες και θα ζει και όταν ο τουρισμός θα έχει πεθάνει. Οι μνήμες των ανθρώπων που κουρνιάζουν στη σκιά τρεμοπαίζουν ανυπόμονες να βγουν στο άπλετο φως να μας συνετίσουν. Η γη βογγά έτοιμη να φανερώσει τα μυστικά της την ώρα που λατρεύουμε τα κέρδη μας.
Προσέξτε! Στήνουμε τα νεκροταφεία μας στο φρύδι της Καλντέρας για να ξορκίσουμε τον κίνδυνο. Οι νεκροί ανάλαβαν το χρέος να κρατούν αντιστήλιο στη μοίρα μας. Όμως ο καιρός κυλά ασταμάτητα. Όσο κι αν κρατάς την αναπνοή σου δε θα ξεφύγεις. Ασυγκράτητος θα σε συντρίψει. Το τσόφλι κάποτε θα ξανασπάσει και η καυτή πληγή θα ξεχύσει ξανά το μαύρο δάκρυ της στο αμέτρητο βάθος των χαλκοπράσινων νερών.
Τίποτε το ανεπανάληπτο σε αυτό τον τόπο. Κάθε βράδυ το δειλινό αργοπορεί πάνω απ’ το νησί σα φιλάρεσκη γυναίκα που παίρνει πόζες μπροστά στον καθρέφτη της. Τα χρώματα σταματούν να διαχέονται για να φυλακιστούν στους αρπαχτικούς φακούς που τα στοχεύουν. Οι περαστικοί σφιχτοδένουν τις στιγμές με χρώματα, πασχίζουν ν’ ακινητοποιήσουν το ηφαίστειο με φόντο το πορτοκάλι του ήλιου και τη σκιά του καραβιού που χαράζει τη θάλασσα. Ο χρόνος χαμογελά ειρωνικά περ’ απ’ τον ορίζοντα. Αναρωτιέμαι πώς θα βαφτίσουν την εποχή μας οι γενιές που θάρθουν; Ή μήπως δε θαρθούν; Ίσως και νάμαστε εμείς η γενιά της απώλειας.
Όμως όχι. Στη Σαντορίνη απάντησα μόλις πέρσι, ένα ζευγάρι, που για μένα θάπρεπε νάταν οι πρωτόπλαστοι της γενιάς του ηφαιστείου. Άνθρωποι δεμένοι με τη γη τους και τα ζωντανά, χαίρονται τόσο παθιασμένα την κάθε στιγμή της ζήσης τους, αγαπιούνται παράφορα, δεμένοι με τη φυσική έλξη ισόβια, όπως εμείς μένουμε αναγκαστικά κολλημένοι στη γη χάρη στη βαρύτητα. Τι ενθουσιασμός για τη μέρα, την κάθε μέρα! Ήμουν τυχερή! Μπροστά σ’ ένα ποτήρι καλό σπιτικό σαντορινιό κρασί, ξανανακάλυψα φέτος στη Σαντορίνη, τ’ αληθινό της πρόσωπο στα μάτια των κατοίκων της.
Φοβάμαι πως τώρα οι εποχές θα γίνουν μια εναλλαγή τουριστικών περιόδων και τίποτε άλλο. Φοβάμαι, τρέμω μήπως διαβρωθεί ο πολιτισμός, που τόσες γενιές με κόπο μόρφωσαν στις ψυχές των κατοίκων αυτού του τόπου.
Η Σαντορίνη πρέπει να διδάξει τους ξένους. Είναι παράλογο να προσπαθεί να τους μιμηθεί! Στη Σαντορίνη δε ζουν άξεστοι χωριάτες. Ποτέ δεν έζησαν. Οι σαντορινιοί είναι σοφοί από την κούνια τους. Τους άγγιξεν η Μοίρα.
Γιαυτό ελπίζω. Η Σαντορίνη μου είναι στοιχιό. Είναι το Γιούσουρι. Όσο κι αν παλεύουμε να το ξεριζώσουμε, τόσο θα επιζεί και θα δυναμώνει. Γιατί η Σαντορίνη δεν είναι τόπος γεωγραφικός. Ανήκει στη χώρα των θρύλων. Έχει γίνει ένα με το όραμα της Ατλαντίδας. Είναι κι αυτή ένας Παράδεισος. Κι έτσι θα ζήσει στις ανθρώπινες εποχές. Ότι χαρτογραφείται στις ανθρώπινες καρδιές υπάρχει πέρα από τον θάνατο.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
http://mariasot.blogspot.com/2012/01/blog-post_31.html?spref=fb
Ομιλία στην τελετή βράβευσής μου από το "Σύλλογο Μεγαλοχωριτών" 1986 στον «Παρνασσό»
της Μαρίας Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Η Σαντορίνη, της Ελλάδας το Γιούσουρι. Πολύτιμη κι εύθραυστη σα μαργαριτάρι, φυλαχτό στο λαιμό του Αιγαίου κατευθείαν από της γης τα σπλάχνα, μαχαιριά στη θάλασσα.
Με τον τότε μητροπολίτη Θήρας Παντελεήμονα και τον πρόεδρο Βίκτορα Ακύλα |
Πώς σμίγει γης και θάλασσα κι ουράνια στην ομίχλη! Πώς βγαίνει της ντομάτας το σκληρόπετσο ζαφείρι; Πώς ξεχειλίζει του κρασιού η κάψα και η γλύκα; Κάθε τσαμπί να στάζει θείο αίμα, κάθε ρογίτσα του θηλή της οικουμένης!
Και η γη πλημμυρισμένη ελπίδα και η θάλασσα με υποσχέσεις τρόμου!
Και οι κάτοικοι σφιχτοδεμένοι με τη μοίρα τους μένουν, επιμένουν, μάχονται. Οι αλλιώτικοι άνθρωποι της Σαντορίνης, οι εκλεκτοί, οι ευλογημένοι, οι τυραγνισμένοι, οι δυνατοί. Ο περιούσιος λαός, τα παιδιά του ηφαιστείου, οι αρχιτέκτονες των πάλλευκων θολωτών σπιτιών με τα χιονάτα σκαλιά και τις αιωρούμενες αυλές, τα γαλανά πορτοπαράθυρα, που αχνίζουν τη δροσιά, το φως δεν το ξορκίζουν, τ’ αγκαλιάζουν, οι εργάτες της μαύρης αφράτης γης με τα πράσινα λαήνια για να μεθούν οι ταπεινοί, οι λάγνοι, οι μεταμορφούμενοι. Το πρωί εκκλησιά, το μεσημέρι δουλειά, το γιόμα φαγοπότι, τη νύχτα χορός, τραγούδι κι έρωτας στα σκοτεινά, φεγγερά, προστατεμένα σοκάκια. Άνθρωποι που προσκυνούν κι αμαρτάνουν, δουλεύουν κι επαναστατούν, χορεύουν και ψέλνουν, μεθούν με άγια κοινωνία κι αγιάζουν καρφωμένοι αντίκρυ στου ηφαιστείου το μυστήριο, αντιπαλεύοντας με παρρησία τον τρόμο.
Η Σαντορίνη είναι η μάνα μας. Μας γέννησε στο μεγάλο σεισμό με βόγγους και σπασμούς και ουρλιαχτά και αγωνία και τρόμο. Είναι η πρώτη ουλή που αγγίζουμε ψαχουλεύοντας τα σκοτάδια της μνήμης μας. Πέρα απ’ αυτό, το κενό. Η ευτυχία των βαθυγάλαζων νερών που την κυκλώνουν. Μας δίδαξε το φως του κόσμου, τη δίψα για τον ουρανό, την ανθρώπινη μηδαμινότητα, τη γήινη αρπαχτικότητα, τη θεϊκή παντοδυναμία. Η Σαντορίνη σε κάνει και σκέπτεσαι, όπως σε κάνει και να τραγουδάς και να χορεύεις, ακόμη και στην εκκλησιά, προπάντων μες την εκκλησιά.
Η Σαντορίνη είναι η χώρα των θαυμάτων! Το αφράτο χώμα που τριζοβολά σε κάθε βήμα το βαραίνει ανείπωτη σιωπή. Ο αγέρας μοσκοβολά νεύματα! Τώρα, που τα μηχανάκια σαν ακρίδες μολύνουν κάθε της γωνιά, τώρα που θαρρείς και το νησί γυαλίζεται σε κάποιο παραμορφωτικό καθρέφτη, είναι καιρός, όποιος νιώθει τα μηνύματα που κροτούν ρυθμικά σαν το σφυγμό του κόσμου κάτω απ’ τα πόδια μας, ν’ αφουγκραστεί προσεχτικά.
Ξετυλίγω το κουβάρι τις θύμισες ευλαβικά. Ας βυθιστούμε στη σκιά του χρόνου. Κάποια σπερνά στο ρημοκλήσι το πνιγμένο στ’ αμπέλια. Ο ασβέστης ματώνει, τα μανουάλια σπιθίζουν, το θυμάρι λιβάνι κι οι καρδιές γλάροι στο ρυθμό του ανέμου που βουίζει «Φως ιλαρόν».
Κάποιες εκδρομές, τότε που το νησί ήταν πλατύ, απίστευτα ευρύχωρο, που οι λυγαριές μοσκοβολούσαν και τα γαϊδούρια ήξεραν να σεργιανούν τα μονοπάτια του κάμπου και με κλειστά μάτια. Τ’ αγλιστήρι στο ξωκλήσι πάντα σε πρώτη ζήτηση στο ιερό, τα πορτάκια ανοιχτά -ποιός βέβηλος θ’ άπλωνε χέρι των αγίων;- τα κέρματα ακουμπισμένα δίπλα στο κερί κάτω από το μελαγχολικό βλέμμα του Παντοκράτορα. Θυμάμαι τη γεύση του ψευτοκεφτέ πλάι στο κύμα, τη γλύκα της ντομάτας και τη στοργική αγκαλιά της θάλασσας που μόλις αφεθείς μ’ εμπιστοσύνη στα χέρια της σε αρμενίζει καλότροπα.
Η θάλασσα γεφυρώνει το νησί με άλλες στεριές. Στην καλοκαιριά από παντού φθάνουν γνέματα από άλλους τόπους. Ολούθε νησιά κυκλώνουν τούτη την παράδοξη στεριά, λες και σκύβουν περίεργα να δουν τι θ’ απογίνει με τούτο τον αδιάκριτο γείτονα, που πότε απλώνεται και πότε μαζεύει, πότε τα σπρώχνει και πότε τα λούζει με οργισμένα σύννεφα. Οι μακρινοί μας πρόγονοι ήταν φυσικό να γίνουν ποντοπόροι. Η θάλασσα ήταν ο απέραντος γόνιμος κάμπος, που έπρεπε να οργώσουν με τα καράβια τους. Δεν ήταν πιο επικίνδυνη από μια τέτοια στεριά κι έκρυβε αμέτρητα πλούτη. Στο νησί άρχισαν να συνάζονται θησαυροί απ’ όλη την οικουμένη, ενώ το κρασί μας ζέσταινε τις απέραντες ρωσικές στέπες και φώτιζε τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες της πόλης του φωτός.
Η θάλασσα, παντοκρατόρισσα, στέφει τη στεριά με μεγαλείο, την ευλογεί. Η ανάσα της γονιμοποιεί τα σπλάχνα της. Η Σαντορίνη αδιαφορεί για τον ουρανό και τα καμώματά του. Της αρκεί το υγρό χνώτο της θάλασσας. Με αυτό ρογιάζουν τα σταφύλια, με αυτό κοκκινίζουν οι ντομάτες, με αυτό νοστιμεύει η φάβα. Τα καρπουζάκια μια γροθιά, μα πεντανόστιμα.
Η γη στη Σαντορίνη είναι ολιγαρκής. Της φθάνει λίγο νερό και άπλετο φως. Η θάλασσα είναι άπληστη. Δεν παύει να την απειλεί, δεν παύει να τη σφιχτοδένει, δεν παύει να την προκαλεί να βυθιστεί στη γαλήνη της βαθειάς σιωπής της. Πόσα δεν την κατηγορούσαν αυτή τη θάλασσα και πόσα δεν είχαν να λένε οι παλιοί ανάμεσα στα τραγούδια, πλάι στο κύμα! Ιστορίες τρομαχτικές για λάμιες και νεράιδες και πειρατές κι αγίους και φαντάσματα για ρουφήχτρες και δυναμίτες και σεισμούς κι εκρήξεις, για βασιλοπούλες με καλόπαιδα κι αρχόντους με διακοναραίους. Ιστορίες ερωτικές, κουτσομπολιά που γίνονται τραγούδι κι οι μαντινάδες να σεργιανούν τα στενά, στις πόρτες της εκκλησιάς να δοξολογούν τον έρωτα. Κι ο έρωτας, βαρύς καημός, να σπρώχνει σε μπελάδες. Τα βαρελότα να σημαδεύουν τις μορφονιές, που λούφαζαν στης εκκλησιάς τη σκέπη την Ανάσταση. Και οι «απαγωγές» απαραίτητος προθάλαμος του υμέναιου, αξιόπρεπη λύση στην άπροικη κόρη, ατράνταχτη απόδειξη της σιγουριάς των όρκων, που αλάθευτα πολυβολούν οι νέοι τα κορίτσια.
Θυμάμαι κείνους τους Επιτάφιους, που βγαίνοντας στη γύρα ημέρευαν τον ουρανό. Θυμάμαι πώς ριγούσαν τρομαγμένοι κάθε που διάβαζε ο παπάς «και ρύσαι ημάς από λιμού, λοιμού, ΣΕΙΣΜΟΥ, ΚΑΤΑΠΟΝΤΙΣΜΟΥ» υπόμνηση στη μοίρα μας.
Κάθε Ανάσταση, τέτοια ανάταση, τόση φωτοπλημμύρα! Ο «Λάζαρος» μάρτυρας του θείου δράματος, αποκαθηλώνεται για να τον γευθούμε μαζί με το αναστάσιμο σώμα Χριστού, τη μέρα όπου τα πάντα καταλύονται. Και όλο το Μέγα Σάββατο μια πάχνη ν’ αγκαλιάζει το χωριό, λιγωτική υπόσχεση πανδαισίας. Τα φουρνάκια να καπνίζουν τη βεβαιότητα της αθανασίας, ενώ η φύση ξετρελαμένη ν’ ανθοβολεί τα μωβ, τα κίτρινα, τα κόκκινα και τα γαλάζια μυριστικά, χρώματα έντονα στις απαλές πρώτες υποσχέσεις των αμπελιών μας.
Μέρες κυνηγιού, με τις «λίμνες» πανέτοιμες να συνάξουν τα διαβατάρικα, μέρες τρύγου με τον κάμπο να στενάζει από τον ιδρώτα των θνητών.
Μέρες αλωνίσματος, με τα ζώα να γυρνούν στα γεροχτισμένα αλώνια, με το λίχνισμα να υψώνεται, ξανθή βροχή, να χρυσώνει τις μαύρες πέτρες και τα ζώα ανακουφισμένα ν’ απολαμβάνουν το φρέσκο σανό.
Μέρες της ντομάτας με τα κοφίνια σε παράταξη, να πετροβολούν τα ζιζάνια τους τοίχους και οι νοικοκυρές να βάζουν τις φωνές -πιότερο από συνήθεια παρά από θυμό- έτσι κι αλλιώτικα θ’ ασβέστωναν το φράχτη.
Οι γυναίκες της Σαντορίνης είναι βασίλισσες! Δεν είναι τυχαίο πως τα παιδιά τα ξεχωρίζουν με τ’ όνομα της μάνας και όχι του κύρη τους. Οι γυναίκες είχαν τη δική τους ζωή. Κυριαρχούσαν στο σπίτι έχοντας την οικονομική διαχείριση της φαμελιάς. Οι γυναίκες είχαν την ισοτιμία και την περηφάνια των κατοίκων της θάλασσας. Την ώρα που στην ηπειρωτική Ελλάδα βαφτίζουν όλα τα παιδιά αποκλειστικά από το σόι του πατέρα, η μάνα στη Σαντορίνη έχει ατράνταχτο δικαίωμα πάνω στο πρώτο της παιδί, αν είναι κορίτσι.
Όπως παντού τίποτε δεν της χαρίστηκε. Η γυναίκα κατάκτησε αυτή την αξιόπρεπη θέση. Το εμπόριο και η ναυτιλία κρατούσαν τους άνδρες μακριά και πολλές φορές οι γυναίκες διαχειριζόντουσαν τεράστιες περιουσίες. Η ιστορική τους μνήμη ίσως να είχε περισώσει τις φανταχτερές εικόνες από τις βενετσιάνες ρήγισσες, που αυτεξούσιες βασίλεψαν τον τόπο, την εποχή που οι τούρκοι κατακτητές της κυρίως Ελλάδας έκλειναν τις γυναίκες τους στο χαρέμι. Πάντως είναι γεγονός ότι το σπίτι του ανδρόγυνου ποτέ δεν ήταν το πατρικό και πως η νύφη δεν εξουσιαζόταν από καμιά πεθερά. Το νέο ζευγάρι είχε την ανεξαρτησία του ακόμη και στις φτωχότερες οικογένειες.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο πως από τις πρώτες επιστημόνισσες της χώρας είναι σαντορινιά. Θυμάμαι μάλιστα τον πατέρα μου να διηγείται πως σα μαθεύτηκε ότι μια από τις πρώτες φοιτήτριες της Ιατρικής (η Μαρίκα Λιβέρη) ήταν από το χωριό μας, η συντηρητική κοινωνία αναστατώθηκε. «Μα πώς επιτρέπεις στην κόρη σου να πηγαίνει εκεί, μαζί με τόσους άνδρες και να μαθαίνει τόσες προστυχιές; Γιατί δεν την κάνεις δασκάλα;» συμβούλευαν τη μητέρα της. Γιατί ακόμη και για τη Σαντορίνη, η Ιατρική ήταν αντρίκιο προνόμιο, ενώ δεν υπήρχε τίποτε το επιλήψιμο στο επάγγελμα της μαμής, της νοσοκόμας ή της δασκάλας.
Όμως να μην είμαστε άδικοι. Τα κορίτσια στη Σαντορίνη, της αστικής τάξης φυσικά, μπορούσαν να μορφωθούν, έστω και αν δε χρειαζόταν να ασκήσουν κάποιο επάγγελμα. Μάθαιναν το στοιχειώδες για την εποχή πιάνο, τα γαλλικά και στη ζωγραφική αναδείχθηκαν πολλά ταλέντα. Όμως κα τα κορίτσια της εργατικής τάξης δεν έμεναν άπραγα. Από μικρά ξενοδούλευαν και είχαν για πρώτο μέλημα το να δημιουργήσουν σιγά σιγά την προίκα τους. Και αυτή η προίκα μπορούσε να περιλαμβάνει κεντίδια πιο καλοδουλεμένα και από της κυράς της, γιατί ήταν πλεγμένα με αγάπη και προσδοκία.
Η Σαντορινιά έχει μιαν έμφυτη καλαισθησία! Άλλωστε και τα μελιτίνια μας τι άλλο είναι, έξω από μιαν επίδειξη εφήμερης δόξας της λεπτοδουλειάς πάνω στο ζυμάρι; Γύρω από το φουρνάκι συνάζεται αδελφωμένος ο γυναικείος πληθυσμός. Πότε στο σπίτι της μιας και πότε στης άλλης, ανάμεσα στη ζύμη και τον πλάστη αντάλλαζαν απόψεις κι εμπειρίες και κουτσομπολιά. Γιατί όχι; Τα κουτσομπολιά είναι θαυμάσιο ψυχιατρικό φάρμακο. Κοινολογώντας τα στραβά του διπλανού, κάνεις τα στραβά μάτια στα δικά σου κουσούρια κι ημερεύεις.
Όμως όλοι σύντρεχαν τον καθένα, στην κάθε ανάγκη για λύπη ή σε χαρά. Όλοι εύκολα πρόσφεραν, από συνταγές γλυκών μέχρι λουλούδια. Όσο λιγοστό είναι το νερό τόσο λουλουδιασμένες είναι οι αυλές. Τα βασιλικά απαραίτητα, όπως κι ο δυόσμος και όλα τα χρήσιμα για την κουζίνα βότανα. Τα δέντρα συνήθως καταδικάζονται σε θάνατο μόλις πάρουν πολύ πάνω τους. Τούτο σημαίνει πως βρήκαν τη στέρνα και είναι σα να μας ρουφούν το αίμα της καρδιάς μας.
Συνάξεις φεμινιστικές γίνονταν και στις εκκλησιές. Κάθε άγιος πρέπει νάχει κατακάθαρο το σπιτικό του και μιας και οι αγγελικές φτερούγες δεν επαρκούν, τα γυναίκια χέρια αναλαμβάνουν τους αγίους κάτω από την προστασία τους, τις πιο πολλές φορές με ανταλλάγματα. Η σχέση των ανθρώπων της Σαντορίνης με τους αγίους είναι καθαρά σωματική. Δεν τους θεωρούν άψυχα φαντάσματα, μα ανθρώπους ζεστούς και πολύ δικούς μας.
Ήταν λοιπόν πολύ φυσική η κίνηση, που έκανε η Ουρανία Συρίγου, στον άγιο Ευθύμιο του Μεγάλου χωριού, να βουτήξει το δάχτυλό της στο καντήλι και ν’ αλείψει τα μάτια του αρχάγγελου Μιχαήλ, γιατί της φάνηκαν πονεμένα. Και οπωσδήποτε ο αρχάγγελος με τόσες ζωές που είχε κόψει, λογικό ήταν να έχει πονεμένα μάτια, όμως παράλογο ήταν ότι επακολούθησε. Περνώντας μια γριά το δειλινό, είδε τα μάτια του αγγέλου να γυαλίζουν στο μισοσκόταδο, ενώ δυο χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μάγουλά του.
-Θαύμα, θαύμα! Φώναξε η γριά κι αμέσως όλο το χωριό συνάχτηκε να κάνει ολονυχτία πιστεύοντας ότι έφθασε η συντέλεια του κόσμου. Και φυσικά η μικρή Ουρανία δε μπορούσε ν ομολογήσει ότι εκείνη έκανε τον αρχάγγελο να κλαίει. Άλλωστε ο Αρχάγγελος σάμπως να της χαμογελούσε συνωμοτικά, ανάμεσα στα δάκρυά του.
Η θρησκευτικότητα των σαντορινιών είναι παγανιστική. Είμαστε χριστιανοί ειδωλολάτρες.
Η Παναγιά μας δεν είναι η απρόσωπη και μακρινή μητέρα του θεανθρώπου, μα η παρηγοριά, τ’ αποκούμπι μας. Η αγάπη μας, η καλή μας γειτόνισσα. Μπαινοβγαίνει στις αυλές, σεργιανίζει στα σοκάκια, μαυροφορεί και λαμπροστολίζεται. Το βλέμμα της που μας ακολουθεί παντού, ακουμπά πάνω μας σα χάδι, δε μας τρομοκρατεί, όπως το άγρυπνο μάτι του Παντογνώστη. Κρατά στην αγκαλιά της το Χριστό και ξέρουμε ότι σίγουρα, μ’ ένα σφίξιμο του χεριού στο μικρό του ποδαράκι θα τον πείσει για όσα της ζητάμε. Πίσω της τ’ αγοράκια, ολάκερες γενιές έκαναν τις σκανταλιές τους την ώρα που ο παπάς πρόβαλε στην Ωραία πύλη κι Αυτή ποτέ δεν τα τιμώρησε, σαν αυστηρή δασκάλα. Μήπως κι Αυτή δεν ήταν σκανταλιάρα; Τη βρήκαν μεσοπέλαγα να φέγγει σα φεγγάρι, Πράματα και θάματα ιστορούν. Πως δήθεν κάθε βράδυ ξεπόρτιζε από την εκκλησιά των αγίων Αναργύρων, που την είχαν ακουμπήσει ευλαβικά οι πατεράδες μας, μέχρι ν’ αποφασίσουν τι να το κάνουν τέτοιο θαυμαστό εικόνισμα. Μα κείνη δεν αγαπούσε τα ψηλά. Προτίμησε τη γούβα, όπως άλλωστε κι οι πρόγονοί μας, πούχτισαν το χωριό στη ρεματιά, σαν αμπελιά στο λάκκο της, μη μας σαρώσει ο άνεμος, μη μας ζυγώνουν πειρατές. Κι ο άνεμος μας σάρωσε κι οι πειρατές μας πήραν. Κι υψώσαμε κεφάλι κόντρα στον καιρό κόντρα στους οιωνούς της Ιστορίας, κόντρα στις εμπειρίες των πατεράδων μας.
Θυμάμαι το μεσημέρι, ώρα ιερή, ώρα φαγητού να σημαίνει ο Προφήτης και η φωνή του ν’ απλώνεται στον κάμπο, να φθάνει ως το πέλαγο, φωνή σεβαστική, προστάζει την ανάπαυση, να κουρνιάσουμε στον ίσκιο, να γευτούμε το προσφάι και ν’ απλώσουμε το κορμί στης γης το κλινάρι.
Η γη στη Σαντορίνη τόσο πολύτιμη, που στους νεκρούς προσφέρεται μόνο σαν καθαγιασμένη σποδός. Ο νεκρός δεν έχει ανάγκη από χώμα. Το χώμα στη Σαντορίνη είναι πηγή ζωής. Χώμα πλούσιο κι αφράτο, άνυδρο κι όμως τόσο παραγωγικό, εύπλαστο κι όμως ανθεκτικό, γίνεται σπίτι ή εκκλησιά, υπόσκαφο ή στέρνα, φρούριο ή παλάτι, ανάλογα με τις πεθυμιές μας. Το χώμα μας αλαφρό κι όμως αδιαπέραστο μετακόμισε στην Αίγυπτο για να στηρίξει το μεγάλο κανάλι του Σουέζ, ευλύγιστο κι όμως άφθαρτο διατήρησε ευλαβικά τις μνήμες των προπατόρων στ’ Ακρωτήρι που στάθηκε το σάβανό τους.
Το χώμα μας, σαν κάθε χώμα είναι ανθρωποφάγο. Για να βλαστήσει πρέπει να ποτίζεται με ιδρώτα, αίμα και δάκρυ. Και η Σαντορίνη είναι η γη της οδύνης και της εγκαρτέρησης. Λένε πως η Σαντορίνη είναι η χώρα των γαιδάρων, πως έχει δηλαδή πιο πολλούς γαιδάρους από ανθρώπους. Φήμες της τουριστικής προπαγάνδας!
Κάποτε η Σαντορίνη είχε πολλά ζώα, τουλάχιστον περισσότερα από αυτοκίνητα. Και ήταν η εποχή που τα ζώα δε χρειαζόντουσαν άδεια για να σεργιανίσουν τα στενά των Φηρών και τα σκαλιά για το γυαλό ήταν χρυσαφένια από την καβαλίνα. Τότε οι αγωγιάτες δε φορούσαν μήτε στολή, μήτε παπούτσια κι ούτε τα γαϊδούρια είχαν φανταχτερά κουδουνάκια. Ήταν η εποχή, που μετά δωδεκάωρο ταξίδι με τον σκυλοπνίχτη της αγόνου, το «Δέσποινα» ή «Παντελής», έπρεπε να μπεις στη βάρκα μες τ’ αγιάζι και τη βροχή, εξουθενωμένος από το ταξίδι και να πετύχεις τετράποδο να σ’ ανεβάσει στην πρωτεύουσα κι αν ήσουν τυχερός να πάρεις το λεωφορείο για το χωριό σου. Αν όλα αυτά τα συνοδεύσεις με τα μωρά, που κλαίνε και τις βαλίτζες που συχνά αυτοκτονούσαν μεσοπέλαγα απ’ τη απελπισιά, θάχεις μια πλήρη ρομαντική εικόνα του παρελθόντος. Ήταν τότε που η Σαντορίνη ήταν μπανάλ νησί. Ντρεπόσουν να ομολογήσεις την καταγωγή σου απ’ το νησί της ελαφρόπετρας και της φάβας, συνώνυμου του κουτόχορτου. Βέβαια ήταν η εποχή προ των «Πανθέων» που μας διαφήμισαν στο πανελλήνιο σαν το προσφορότερο πεδίον εξωσυζυγικής δράσης. Εκείνη την εποχή, αν έλεγες πως είσαι από τη Σαντορίνη σε κοίταγαν με ύφος συνενοχής. Μα οι Πανθέοι μπόρα ήταν και πέρασε. Τώρα παγκόσμια πια γινόμαστε αντικείμενα θαυμασμού μόλις δηλώσουμε τη Σαντορίνη σαν τόπο προέλευσης. Τα θαυμαστικά επιφωνήματα δίνουν και παίρνουν, λες και τους λες ότι προέρχεσαι κατ’ ευθείαν μες απ΄ τον κήπο της Εδέμ.
Η Σαντορίνη όμως ποτέ δεν ήταν παράδεισος. Αντίθετα είναι ο τόπος ο πιο κοντινός με αυτό που φανταζόμαστε για κόλαση. Δε μπορεί κανείς να ξεχάσει τα κοφίνια στα Λουβιάρικα, τα μισότυφλα απ’ το Τράχωμα παιδιά, τις ξεσπιτωμένες κοπέλες, τα ξενιτεμένα αγόρια, τους ανθρώπους, που ως χθες ζούσαν σαν δουλοπάροικοι μη κατέχοντας σπιθαμή γης. Οι ώρες του σεισμού δεν ξεχνιούνται εύκολα από όσους τις έζησαν. Στιγμές ανασφάλειας, στιγμές της εγκατάλειψης. Λες και τούτη η γόνιμη γη κουράστηκε ν’ ανθοφορεί για το χατίρι μας κι έγινε κακότροπη, αυτή που την ξέραμε καλόβολη και σπλαχνική. Θαρρείς και η θάλασσα, που μας άνοιγε τις πόρτες του κόσμου ολάκερου βάλθηκε να καταπιεί τούτη την φλούδα της στεριάς, που μένει ανυπόταχτη στην παντοδυναμία της. Θαρρείς κι ο ουρανός αρπαχτικό πουλί, με νύχια και με δόντια κατασπάραζε τα σπίτια και τις εκκλησιές, τα έργα που με τόσο κόπο οι γενιές ύψωσαν κατάντικρυ στο χρόνο.
Ο σεισμός δεν άνοιξε μόνο ρήγματα. Γεφύρωσε τις κοινωνικές ομάδες. Ο τρόμος της ολιγαρχίας μπροστά στην απειλή ανάγκασε τους αρχόντους να ξεπουλήσουν όσο κι όσο τις περιουσίες, που πίστευαν πια άχρηστες. Κι επιτέλους οι άκληροι απόκτησαν δική τους ευλογημένη γη. Ο σεισμός έκανε τη γενιά των ανθρώπων που έμειναν στο νησί σοφότερη. Τη δίδαξε να ζει με απόλαυση την κάθε μέρα, την έμαθε να μετρά σωστά τις ανθρώπινες δυνατότητες, να διαισθάνεται τα όριά της, να σέβεται όσα βρήκε, να πιστεύει σε όσα δε μπορεί να ερμηνεύσει.
Η Σαντορίνη τώρα αλλάζει, μεταμορφώνεται. Είναι πια μια σκηνοθετημένη παράσταση στον εμπορικό μας κόσμο. Πασχίζει να ταυτισθεί με τα άλλα τουριστικά νησιά. Τα μπαρ και τα ρεστοράν πανομοιότυπα αντίγραφα των ανάλογων μαγαζιών της Ύδρας, της Μυκόνου και της Ρόδου. Τα εξωτικά κοκτέιλ έχουν την ίδια γεύση. Μπορείς να βρεις γνήσια γαλλικά κρουασάν, αμερικάνικο καφέ κι εσπρέσο, πίτσες και χάμπουργκερ και χοτ ντογκ. Δεν υπάρχουν πια μικρομάγαζα για την εξυπηρέτηση των ντόπιων. Τα καλοκαίρια που το νησί εποικίζεται με ιλιγγιώδη ρυθμό ανοίγουν τα μαγαζιά για τους ξένους. Τα κρουαζιερόπλοια με διεθνή πελατεία σταματούν να ξεφορτώσουν τους πολύχρωμους ξένους κι απ’ το στερνό τους δολάριο. Χρυσαφικά βαρύτιμα και κορδελλάκια της πεντάρας, όλα επένδυση των αναμνήσεων. Οι μ’αντρες των ζώων γίναν χορευτικά κέντρα και η αξία της γης ανέβηκε σε δυσβάσταγα επίπεδα. Η γόνιμη γη εγκαταλείφθηκε. Τ’ αμπέλια, τα φυτεμένα από τους προγόνους έγιναν χέρσα οικόπεδα. Τα πάντα άλλαξαν τιμή. Δε μετράει πια η συναισθηματική ή αισθητική αξία ενός πράγματος. Παντού μετράει το «πόσο πάει».
Οι δρόμοι γέμισαν μισόγυμνους ανθρώπους. Η αισθητική μας διαβρώνεται. Νιώθουμε την ανάγκη να μιμηθούμε τους πολλούς, να ταυτισθούμε με το πλήθος. Χάνουμε τον αυτοσεβασμό μας. Μεταμορφωνόμαστε όλο και πιο γοργά σε μαινόμενους ιερείς μιας ηδονιστικής θρησκείας.
Τα παιδιά μαθαίνουν από σχολιαρούδια να καμακώνουν το χρυσό ψάρι του Βορά. Καμαρώνουν για τις ερωτικές τους επιδόσεις. Γυμνώνουν την καρδιά τους από τη μαγεία του έρωτα για το χατίρι μιας εύκολης πρόσκαιρης ικανοποίησης. Ξέχασαν τη γλώσσα μας. Μιλούν ακόμη και μεταξύ τους ξενικά σε μιαν αυτοσχέδια γλώσσα μορφασμών και κινήσεων κλέβοντας λέξεις απ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου. Λες και βρίσκεσαι στη Βαβέλ.
Οι εκκλησιές τις Κυριακές μάταια προσμένουν τους πιστούς να χορτάσουν τη δίψα τους για προσευχή. Όλοι ξενυχτισμένοι στις απολαύσεις, βλαστημούν τις καμπάνες που τους ξυπνούν τόσο πρωί. Αυτές τις υπέροχες σαντορινιές καμπάνες που θαρρείς ραμφίζουν τις έγνοιες μας, ανασαίνουν, σφύζουν, καμπάνες που σπάζουν τους ήχους σα ρόδι, να πλημμυρίσουν τ’ αυτιά ζουμερή ευτυχία. Αυτές οι καμπάνες είναι πια ανεπιθύμητες σαν πραγματικότητα, χρήσιμες μόνο σαν υπόκρουση σε κάποιο διαφημιστικό φιλμ.
Τα που άλλοτε ήταν τόπος τιμής του κάθε αγίου, που με δυο κόμπους ντομάτα, δυο μάτια ελιές, μια φούχτα φάβα και ποτάμι κρασί βολτάριζε αγκαλιά με τους ανθρώπους και γευόταν κι ευφραινόταν τη ματαιότητα των εγκοσμίων, τα ίδια τώρα πανηγύρια γίναν επιχειρήσεις τουριστικής ατραξιόν. Και η φιλοξενία εξατμίστηκε μόλις τα κέρδος βάρυνε τα χέρια. Το τσαμπί το σταφύλι και το ποτήρι το νερό, που άλλοτε πρόθυμα πρόσφεραν σε κάθε περαστικό, πλούσιο ή διακονιάρη, τώρα το μοσχοπουλούν σε εξωφρενικές τιμές. Και ας θυμηθείς πως κάποτε η κάμαρη του ξένου ήταν πρώτη και καλύτερη σε κάθε σπιτικό, πως τότε που το φαί ήταν μετρημένο, πάντα περίσσευε για τον ξένο, πως άνθρωπος δεν έβγαινε ατρατάριστος και από το πιο ταπεινό καλύβι, πως η φιλοξενία ήταν για τους σαντορινιούς δείγμα ανθρωπιάς και μεγαλείου.
Όλοι θα ξέρουν το ανέκδοτο με το μικρότερο από τα πολλά παιδιά που βιάστηκε ν’ αποκριθεί στη φιλοφρόνηση του καλεσμένου.
-Πρώτη φορά έφαγα τόσο καλά!!
-Μα και μεις το ίδιο!! εισπράττοντας τις συνηθισμένες υποτραπέζιες τσιμπιές της μητρικής αυστηρότητας.
Γιατί τότε που μοιράζονταν τη μπουκιά, όλοι ένιωθαν άρχοντες προσφέροντας, ενώ σήμερα κανείς με όσα κι αν κατέχει δε σκέφτεται πως είναι αρκετά.
Η τηλεόραση μας άνοιξε τα μάτια σε μιαν άλλη ζωή γεμάτη πολυτέλεια και ευκολία, όπου κάθε μέσον για την απόκτηση αγαθών φαίνεται θεμιτό και ο τουρισμός έκανε αυτή την κάλπικη πραγματικότητα προσιτή.
Τα παιδιά μας σταμάτησαν να φεύγουν από το νησί, μα κι έπαψαν να ζητούν να σπουδάσουν, μιας και η μόρφωση δεν τους προσφέρει υλικά κέρδη. Το νησί, που μέσα από τη φτώχια έπλασε μορφές της πανελλήνιας νόησης, τώρα κάθε καλοκαίρι εισάγει τέχνη και τεχνολογία για να τα πουλήσει στο παζάρι του τουρισμού. Τα ήθη χαλάρωσαν επικίνδυνα. Λένε πως οι διακοπές πρέπει ν’ απελευθερώνουν τον άνθρωπο από τους διάφορους πειθαναγκασμούς και αφού η ασυδοσία είναι προσοδοφόρος γιατί να μη την ανεχθούμε;
Όμως υπάρχουν πράγματα περ’ από κάθε συναλλαγή. Υπάρχει το επίμονο βούισμα του αγέρα στα απόκρημνα βουνά, τ’ αγκίστρωμα της αμπελιάς στην ξερολιθιά. Υπάρχουν τα οργισμένα βράχια και τ’ ανθεκτικά ακρογιάλια, οι ατέλειωτες επιδρομές των κυμάτων και η προκλητική λάμψη του ουρανού. Υπάρχουν τα μηνύματα, που ακόμη δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί, γνέματα χαμένα στη σκιά του χρόνου, που σπαρταρούν σαν πουλιά στην ξώβεργα, ανυπόμονα να μας αγγίξουν. Υπάρχει η Ψυχή της Σαντορίνης.
Το ίδιο το νησί είναι ανοιχτό βιβλίο που διδάσκει τη ματαιότητα κάθε υλικής παντοδυναμίας. Τα ερείπια του Ακρωτηριού είναι μια υπενθύμιση. Ένας θαυμάσια οργανωμένος κόσμος σκεπάστηκε από την οργή της γης. Στο βράχο του Μέσα Βουνού χαραγμένα ανεξίτηλα δυσνόητα μηνύματα μιας άλλης εποχής, που διάβηκε ανεπίστροφα. Στη Θηρασιά, στη Ρίβα, οι ψαράδες μαρτυρούν πως με το γυαλί ξεχωρίζουν μώλους και σπίτια στην καλοκαιριά, ενώ σε ορυχείο ανέτειλε η παλαιολιθική μαρτυρία. Οι Γουλάδες σε κάθε χωριό, που προκλητικά υψώνουν το ανάστημα μιλούν για περασμένα μεγαλεία, ενώ οι βυζαντινές εκκλησιές κατάφεραν να επιζήσουν χάρη στη βαθειά θρησκευτικότητα που προκαλεί ο κίνδυνος.
Τούτο το νησί, που πλέει σαν καρυδότσουφλο στην πλατειά θάλασσα κάτω από έναν ανελέητο ήλιο, έχει ζήσει τόσους αιώνες και θα ζει και όταν ο τουρισμός θα έχει πεθάνει. Οι μνήμες των ανθρώπων που κουρνιάζουν στη σκιά τρεμοπαίζουν ανυπόμονες να βγουν στο άπλετο φως να μας συνετίσουν. Η γη βογγά έτοιμη να φανερώσει τα μυστικά της την ώρα που λατρεύουμε τα κέρδη μας.
Προσέξτε! Στήνουμε τα νεκροταφεία μας στο φρύδι της Καλντέρας για να ξορκίσουμε τον κίνδυνο. Οι νεκροί ανάλαβαν το χρέος να κρατούν αντιστήλιο στη μοίρα μας. Όμως ο καιρός κυλά ασταμάτητα. Όσο κι αν κρατάς την αναπνοή σου δε θα ξεφύγεις. Ασυγκράτητος θα σε συντρίψει. Το τσόφλι κάποτε θα ξανασπάσει και η καυτή πληγή θα ξεχύσει ξανά το μαύρο δάκρυ της στο αμέτρητο βάθος των χαλκοπράσινων νερών.
Τίποτε το ανεπανάληπτο σε αυτό τον τόπο. Κάθε βράδυ το δειλινό αργοπορεί πάνω απ’ το νησί σα φιλάρεσκη γυναίκα που παίρνει πόζες μπροστά στον καθρέφτη της. Τα χρώματα σταματούν να διαχέονται για να φυλακιστούν στους αρπαχτικούς φακούς που τα στοχεύουν. Οι περαστικοί σφιχτοδένουν τις στιγμές με χρώματα, πασχίζουν ν’ ακινητοποιήσουν το ηφαίστειο με φόντο το πορτοκάλι του ήλιου και τη σκιά του καραβιού που χαράζει τη θάλασσα. Ο χρόνος χαμογελά ειρωνικά περ’ απ’ τον ορίζοντα. Αναρωτιέμαι πώς θα βαφτίσουν την εποχή μας οι γενιές που θάρθουν; Ή μήπως δε θαρθούν; Ίσως και νάμαστε εμείς η γενιά της απώλειας.
Όμως όχι. Στη Σαντορίνη απάντησα μόλις πέρσι, ένα ζευγάρι, που για μένα θάπρεπε νάταν οι πρωτόπλαστοι της γενιάς του ηφαιστείου. Άνθρωποι δεμένοι με τη γη τους και τα ζωντανά, χαίρονται τόσο παθιασμένα την κάθε στιγμή της ζήσης τους, αγαπιούνται παράφορα, δεμένοι με τη φυσική έλξη ισόβια, όπως εμείς μένουμε αναγκαστικά κολλημένοι στη γη χάρη στη βαρύτητα. Τι ενθουσιασμός για τη μέρα, την κάθε μέρα! Ήμουν τυχερή! Μπροστά σ’ ένα ποτήρι καλό σπιτικό σαντορινιό κρασί, ξανανακάλυψα φέτος στη Σαντορίνη, τ’ αληθινό της πρόσωπο στα μάτια των κατοίκων της.
Φοβάμαι πως τώρα οι εποχές θα γίνουν μια εναλλαγή τουριστικών περιόδων και τίποτε άλλο. Φοβάμαι, τρέμω μήπως διαβρωθεί ο πολιτισμός, που τόσες γενιές με κόπο μόρφωσαν στις ψυχές των κατοίκων αυτού του τόπου.
Η Σαντορίνη πρέπει να διδάξει τους ξένους. Είναι παράλογο να προσπαθεί να τους μιμηθεί! Στη Σαντορίνη δε ζουν άξεστοι χωριάτες. Ποτέ δεν έζησαν. Οι σαντορινιοί είναι σοφοί από την κούνια τους. Τους άγγιξεν η Μοίρα.
Γιαυτό ελπίζω. Η Σαντορίνη μου είναι στοιχιό. Είναι το Γιούσουρι. Όσο κι αν παλεύουμε να το ξεριζώσουμε, τόσο θα επιζεί και θα δυναμώνει. Γιατί η Σαντορίνη δεν είναι τόπος γεωγραφικός. Ανήκει στη χώρα των θρύλων. Έχει γίνει ένα με το όραμα της Ατλαντίδας. Είναι κι αυτή ένας Παράδεισος. Κι έτσι θα ζήσει στις ανθρώπινες εποχές. Ότι χαρτογραφείται στις ανθρώπινες καρδιές υπάρχει πέρα από τον θάνατο.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
http://mariasot.blogspot.com/2012/01/blog-post_31.html?spref=fb
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου