Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Τιμή σ ένα Σαντορινιό Δάσκαλο και Άνθρωπο: τον Νίκο Αρβανίτη



Βάλσαμος Πιτσικάλης Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
έξω από το δημοτικό σχολείο Θηρασιάς

Όσα δεν ήξερα για τον πατέρα μου
Ή
Πώς ο μπαμπάς μου έγινε σχολείο στη Θηρασιά


Τούτες τις μέρες που τα απειλητικά σύννεφα πυκνώνουν πάνω από την Ελλάδα οι μαρτυρίες για τα στερημένα χρόνια της Κατοχής αποκτούν άλλο βάρος.

Με το θερμό μου «ευχαριστώ» στο μαθητή του πατέρα μου και άρα πνευματικό μου αδελφό Βάλσαμο Πιτσικάλη.



Μαρτυρία
Βάλσαμου Πιτσικάλη

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Μ. ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ

Θα προσπαθήσω να μεταφέρω στο χαρτί την εικόνα του Δασκάλου, που έζησα για περισσότερο από 7 χρόνια. Όταν πρωτοήλθε στην Θηρασιά το 1941 ένας νέος μάλλον ψηλός με λεπτά και ευγενικά χαρακτηριστικά και γαλανά μάτια, μα εκείνο που τον διέκρινε ήταν το χαμόγελο που ανθούσε πάντα στο πρόσωπό του. Νέος ορφανός από μάνα και πατέρα μπορεί όταν βρισκόταν μόνος να έκλαιγε πολλές φορές, εξωτερικά όμως έδινε πάντα το παράδειγμα της αξιοπρέπειας, της υπομονής και προ πάντων της απέραντης πίστης του στο θεό. Γιαυτό και συχνά σε εμάς τα ορφανά παιδιά του χωριού στο σχολείο έλεγε στίχους από το ποίημα του Πολέμη το οποίο διασκεύασε «Τι και αν βρεθώ εντός του κόσμου, πτωχό παιδί και ορφανό, εκεί ψηλά είαι ο θεός μου, πώς ημπορώ ν’ απελπισθώ. Είναι θεός, αυτός σκορπά τα λούλουδα στη γη που ανθούνε και προστατεύει κι αγαπά, όσα παιδιά τον αγαπούνε...»

Ήταν η εποχή που οι ιταλοί είχαν καταλάβει το σχολείο μας για χώρο διαμονής τους και τα θρανία τα χρησιμοποιούσαν για καύσιμη ύλη για να μαγειρεύουν. Και επειδή δίπλα ακριβώς στο σχολείο υπήρχε μια μακρόστενη πεζούλα, οι ιταλοί είχαν φτιάξει ορύγματα σε σχήμα μαιάνδρου για το φόβο των βομβαρδισμών.
Συμφώνησε λοιπόν ο Δάσκαλος με τον παπά και τον ιδιοκτήτη της Αναλήψεως, μιας μεγάλης εκκλησίας ακριβώς στο μέσον του χωριού του Μανωλά, να τη χρησιμοποιήσει για σχολείο και έτσι το κάθε παιδί πήγαμε από μία καρέκλα για τραπέζι και ένα σκαμνάκι για κάθισμα, και έτσι είμαστε μέχρι την απελευθέρωση. Και παρ’ ότι είμαστε πολύ πάνω από 100 παιδιά κατάφερε να μας μάθει τέτοια γράμματα, που στις δυο πρώτες τάξεις του τότε γυμνασίου, εμείς είχαμε διδαχθεί όλη την ύλη των μαθηματικών της πρακτικής αριθμητικής.
Αλλά και το πνευματικό επίπεδο όλων των κατοίκων είχε ανεβάσει, όχι μόνο με τις κάθε Κυριακής επεξηγήσεις της ευαγγελικής περικοπής, αλλά και ιστορικά εξηγούσε κάθε φορά και σε κάθε επέτειο από τους ήρωες της επανάστασης και τα κατορθώματά τους, όπως τον Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα, το Σούλι, το Ζάλογγο και το Μεσολόγγι, αλλά και παλαιότερα με αποσπάσματα από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, τον Αχιλλέα και τους άλλους μεγάλους ήρωες, για το Μεγαλέξανδρο, τους Παλαιολόγους και τον Γρηγόριο τον 5ο Και μάλιστα τότε που οι περισσότεροι κάτοικοι, όχι μόνο δεν ήξεραν τι θα πει θέατρο, αλλά ούτε καν είχαν δει ποτέ κάποια παράσταση, αυτοσχεδίασε ένα σκετς για τον γρηγόριο τον 5ο, στο οποίο πρωταγωνίστησε και συγκλόνισε όλο το νησί.
Ένας νέος σεμνότατος, πάντα γελαστός, δεν έπινε, δεν κάπνιζε, παράδειγμα καλοσύνης και σεμνότητας και αξιοπρέπειας για όλους. Υπήρξε άριστος ψάλτης και ιεροκήρυκας, με σπουδαία απαλή φωνή και με άριστη βυζαντινή μουσική κατάρτιση και προσπαθούσε να μεταδώσει σε όλους μας την αγάπη για το ψαλτήρι και την εποχή του Νίκου του Αρβανίτη κανείς μαθητής δεν τολμούσε να λείψει από λειτουργία. Αλλά και οι μεγάλοι θεωρούσαν ντροπή να δουν το Δάσκαλο και αν δεν είχαν πάει στην εκκλησία έψαχναν να βρουν χίλιες δυο δικαιολογίες, διότι στη Θηρασιά  τον Αρβανίτη ποτέ δεν τον αποκαλούσαν με το όνομά του. Ήταν για όλους ο Δάσκαλος.

Επίσης τη Μεγάλη βδομάδα προπάντων, που έντυνε τις μεγάλες μαθήτριες, αλλά και τις νέες κοπέλες με μαύρα ρούχα για μυροφόρες και έψελναν τα εγκώμια, δημιουργούσε τέτοια συγκίνηση, που όταν γινόταν η αποκαθήλωσις ο περισσότερος κόσμος έκλαιγε διότι ζούσε το θείο δράμα. Γιαυτό μέχρι και σήμερα όσοι τον γνώρισαν διατηρούν αυτό τον σεβασμό και την αγάπη στη μνήμη του.
Ένα από τα μεγαλύτερα προσόντα του ήταν κατά την ταπεινή μου γνώμη η πίστη που είχε στον θεό και στο «δος ημιν σήμερον» 5ο οποίο εφάρμοζε καθημερινά. Και επειδή ήταν άμισθος δάσκαλος, η αμοιβή του ήταν από τους γονείς των παιδιών να του προσφέρει ο καθένας τα προς το ζειν και του πρόσφεραν, άλλος λίγο κρίθινο παξιμάδι, άλλος ίσως ένα κοτόπουλο ή λίγα αυγά, λίγη φάβα ή λίγο ψάρι. Όταν λοιπόν μαγείρευε και θα του περίσσευε φαγητό, θα φώναζε εμένα και ορισμένα ορφανά παιδιά να φάμε ότι είχε, και αύριο πάλι, έχει ο θεός.

Δεν ήταν όμως αγαπητός μόνο στη Θηρασιά, αλλά και σε όλα τα άλλα χωριά της Σαντορίνης, που γοήτευε τον κόσμο με την μουσική του ψαλμωδία και τα κηρύγματά του, αλλά και επειδή ήταν πάρα πολύ όμορφος άνδρας γοήτευε όλο τον γυναικόκοσμο από όπου και αν περνούσε.
Θυμούμαι μάλιστα ένα πολύ αστείο περιστατικό. Κάποτε είχε περάσει και από το Ημεροβίγλι κάποια κυρία την οποία αποκαλούσαν Ανουσία, χωρίς να γνωρίζω αν αυτό ήταν το αληθινό της όνομα. Γοητεύθηκε τόσο πολύ από την ομορφιά του, που ήλθε στη Θηρασιά για να του κάνει καντάδα. Μια πολύ ευτραφής κυρία, που δεν ξέρω αν ήταν ελεύθερη ή ζωντοχήρα και στάθηκε έξω από το σπίτι του και άρχισε να τραγουδάει. «Γιατί δε βγαίνεις να σε δω, πεντάμορφο αγόρι και ν’ ακούσεις που σου τραγουδει του παπαντώνη η κόρη» με μια στεντόρεια φωνή. Είχε μαζευτεί λοιπόν ο κόσμος να δει και ν’ ακούσει την Ανουσία, η οποία εκτός από το ταφταδένιο εντυπωσιακό φόρεμα της είχα καρφιτσώσει στο στήθος της ένα τεράστιο χάρτινο κόκκινο τριαντάφυλλο. Ο Δάσκαλος όμως, που ήταν πάρα πολύ σεμνός και συνεσταλμένος και ποτέ δεν είχε δώσει δικαίωμα για το παραμικρό και η συμπεριφορά του ήταν  πάντα άψογη με απέραντο σεβασμό στους μεγάλους ανθρώπους, ήταν παράδειγμα προς μίμηση για όλους. Είχε κλείσει πόρτες και παράθυρα για να μην ακούει τίποτε από ότι γινόταν έξω.

Και παρ’ ότι κανένας μας δε γνώριζε ποιο ήταν το κομματικό του πιστεύω, διότι ποτέ δε μίλαγε για πολιτικά, όλοι πιστεύαμε ότι κόμμα του είχε τη θρησκεία και το Χριστό.
Είχα την τιμή να είμαι ένας από τους μαθητές που εμπιστευόταν απόλυτα και ήμουν από τους λίγους, που γνώριζαν ότι ανήκε σε μια αγγλική αντιστασιακή ομάδα, που με διάφορους τρόπους έστελναν μηνύματα στη μέση Ανατολή και στα γκρεμνά της Καλντέρας της Θηρασιάς  σε μια σπηλιά είχαν μαζι με κανα δυο φίλους ραδιόφωνο για ν’ ακούν ειδήσεις. Μάλιστα όταν ήλθε το πρώτο αγγλικό πολεμικό, το Αίας ή Αρης (δε θυμούμαι καλά) που απελευθέρωσε τα νησιά, ήταν από τους πρώτους που πήγε επάνω στο πλοίο και μάλιστα επειδή όλη την Κατοχή κυκλοφορούσε με ξύλινα τσόκαρα, η χαρά μας ήταν ανείπωτη, όταν τον είδαμε να έρχεται από το πλοίο με εγγλέζικες αρβύλες και να φέρνει μαζί του και καμια 40ρια σακιά αλεύρι φαρίνα, που μοίρασε σε όλο τον κόσμο και για πρώτη φορά, εμείς οι μικροί είδαμε πώς είναι το ψωμί που δεν το ξέραμε.

Αμέσως μετά την αποχώρηση των ιταλών και την επάνοδό μας στο σχολείο μας και μέχρι που οι υπηρεσίες να στείλουν θρανία, εμείς συνεχίζαμε με την καρέκλα και το σκαμνάκι μας. Τότε έβαλε όλα τα παιδιά να ρίξομε το χώμα που υπήρχε έξω από τα ορύγματα, να γεμίσουμε τα κενά και να δημιουργήσουμε έναν ωραίο κήπο με σειρές 4 δένδρων κατά το διάμηκες. Αυτές οι σειρές πρέπει να ήταν πάνω από 15 με απόσταση η μια από την άλλη σειρά γύρω στα 5 μέτρα και το διάστημα από δένδρο σε δένδρο σε 4 πάλι σειρές ήταν φυτεμένα λουλούδια και όριζε πάντα την ευθύνη να την έχουν τα παιδιά της Πέμπτης και της Έκτης τάξης για το πότισμα και τη λίπανση, ένα αγόρι για κάθε τετράδα δένδρων και ένα κορίτσι για κάθε τετράδα λουλουδιών.

Επίσης πριν φύγει για να συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο και επειδή εγώ ήμουν φτωχό παιδί, αλλά γνώριζε τις επιδόσεις μου, είχε πει στη μάνα μου «Ελευθερία, αν ο Βάλσαμος δεν πάει στο γυμνάσιο θα είναι έγκλημα» και τότε ήμουν στην Πέμπτη τάξη όταν έφυγε. Και όταν επανήλθε σαν καθηγητής θα πήγαινα στη Δευτέρα τάξη του γυμνασίου, διότι η μητέρα μου, παρά τα πενιχρά μας μέσα ακολούθησε τη συμβουλή του, μέχρι που η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να κόψει τις συντάξεις του αμάχου πληθυσμού και να μου κόψει τα φτερά.

Ήλθε τότε με τη σύζυγό του, μια παχουλή πολύ πολύ όμορφη ροδομάγουλη κοπέλα, η οποία και εκείνη ήταν καθηγήτριά μας.

Επίσης κατά την διάρκεια της Κατοχής και μετά την απελευθέρωση στη γειτονιά είχε μια κοπέλα, η οποία κατά διαστήματα του καθάριζε το σπίτι και αν είχε καμιά φορά κάποιον επισκέπτη, του μαγείρευε κι όλα, η Γεωργία.
Είχε λοιπόν κάποιον να δεξιωθεί και κάποιος φίλος του είχε προσφέρει μια μεγάλη Σκορπίνα για σούπα. Την ετοίμασε λοιπόν η Γεωργία, αλλά επειδή και αυτή δεν ήξερε καλά, το έβρασε τόσο πολύ το ψάρι, που δεν έμεινε ψαχνό στα κόκκαλα. Το σούρωσε λοιπόν και σερβίρισε μια σούπα πράγματι εξαιρετική. Όταν λοιπόν τελείωσαν τη σούπα λέει ο Δάσκαλος «Έλα, Γεωργία, φέρε και το ψάρι» Οπόταν λέει η Γεωργία «Ποιο ψάρι;» «Καλά, της λέει ο Δάσκαλος, δεν το έχεις χωριστά το ψάρι;» και επειδή η Γεωργία δεν έλεγα καλά το σίγμα του λέει «Εγώ θου λέω δάκαλε πω δεν ξέρει να φα»

Επίσης επειδή πίστευε και μας το δίδασκε πολλές φορές ότι η καλύτερη συμβουλή είναι το παράδειγμα μας έλεγε πολλές φορές και σε όλες τις τάξεις διάφορες ιστρορίες και γεγονότα ή παραβολές. Όπως πχ για τον φίλο του τον αρχιμανδρίτη παπα Μακάριο, για το πόσο συνέβαλε και αγωνίστηκε για τη δημιουργία, αλλά και την εν γένει λειτουργία του γηροκομείου πτωχοκομείου στο χωριό Γωνιά της Σαντορίνης. Καθώς επίσης ότι κάποτε ήταν ένας φοβερός και τρομερός ληστής και δολοφόνος, που αφού κατάφερε η αστυνομία να τον συλλάβει και να δικαστεί, η απόφαση που βγήκε ήταν να τον οδηγήσουν στο ικρίωμα για να τον κρεμάσουν και κατά τον νόμο τον ερώτησαν να πει την τελευταία επιθυμία του. Είπε ότι θέλω να δω και να φιλήσω τη μάνα μου. Βέβαια όλοι οι παρευρισκόμενοι ένιωσαν μια βαθειά συγκίνηση ότι έστω και την τελευταία ώρα μετάνιωσε. Όμως φανταστείτε, μας λέει, την οργή και τις εκδηλώσεις του κόσμου, που όταν πήγε η μητέρα του κοντά του αντί να την φιλήσει, όπως είχε ζητήσει, της δαγκώνει κόβοντάς της το αυτί και το φτύνει χάμω. Ο δικαστής όμως που παρευρισκότανε μαζί με τον ιερέα, τον ερώτησαν γιατί έκανε αυτή την αποτρόπαιη πράξη και είπε «Το έκανα διότι εδώ, στη θέση τη δική μου, έπρεπε να βρίσκεται η μητέρα μου, διότι η πρώτη κακή πράξη που έκανα ήταν να κλέψω ένα αυγό και αντί να με υποχρεώσει να το επιστρέψω, το τηγάνισε και το φάγαμε. Το δεύτερο ήταν κότα, το τρίτο πρόβατο και συνέχισα με ληστείες και φόνους» και διέκοψαν συνέχιση της εκτέλεσης διότι προβληματίστηκαν πολύ σοβαρά για το τι έπρεπε να πράξουν.
Επίσης για τον πλούσιο άρχοντα με τα αμύθητα πλούτη και τον φτωχό Λάζαρο, πώς ο ένας πήγε στον Παράδεισο και ο άλλος στην Κόλαση ή όταν μας δίδασκε Γεωγραφία φρόντιζε να μας λέει και τι παράγει ο κάθε τόπος ώστε να το γνωρίζουμε πχ πως η Καλαμάτα παράγει κυρίως λάδι και σταφίδα και πως στο ηρωικό Μεσολόγγι φτιάχνεται το καλύτερο αυγοτάραχο κλπ καθώς και τα ήθη κι έθιμα κ’αθε τόπου. Μας δίδασκε και για τις αλησμόνητες πατρίδες με ένα πολύ βαθύ αίσθημα πατριωτισμού.

Μετά από αρκετά χρόνια, όταν πια εκείνος ήταν καθηγητής στη Σύρο και εγώ είχα παντρευτεί από 17 χρόνων και είχα οικογένεια, ήλθε στην Οία, που ήταν το σπίτι μου. Μάλιστα από σύμπτωση ήταν 1η Αυγούστου. Τον κάλεσαν όλοι οι άρχοντες της Οίας και ο παπάς για φαγητό, αλλά και εγώ. Και τότε είπε προς όλους «Ευχαριστώ, αλλά θα φάω στον Βάλσαμο, που ήταν μαθητής μου.» Και όταν η γυναίκα μου του σερβίρισε φάβα με γούλες και σουπιές τηγανητές ενθουσιάστηκε τόσο και είπε «Παιδιά, ότι άλλο και να μου κάνατε δε θα με ευχαριστούσε τόσο πολύ. Γιατί βλέπω τις ωραίες γούλες στο χωριό, αλλά ποιος να μου τις μαγειρέψει;» Όταν μάλιστα του έδειξα μια επιστολή, που είχα λάβει από το βιβλιοπωλείο ΖΩΗ, που μου συστήνανε να γνωριστώ μαζί του, ως εξαιρετικό άνθρωπο και καθηγητή, τότε έβαλε τα κλάματα και μας καταφίλησε φεύγοντας.

Ο καθένας λοιπόν μπορεί να καταλάβει το τι πόνο μας προξένησε και πόσο κενό μας άφησε, όταν μάθαμε ότι έφυγε τόσο νέος. Πιστεύω ότι ο φιλεύσπλαχνος Κύριος θα τον έχει κατατάξει στην χωρεία των αγίων Του, για ότι πρόσφερε στο νησί μας και σε όλους μας.


η τελευταία φωτογραφία του πατέρα μου Νίκου Αρβανίτη με την εγγονή του Εύα



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...