Η ιστορία κάθε νησιού και
κάθε τόπου περιπλέκεται άμεσα με τις έννοιες της παράδοσης, των ηθών και εθίμων
των λαών. Έτσι και στη Σαντορίνη η καταγραφή της μουσικής παράδοσης του τόπου
κατηγοριοποιείται στις εξής ομάδες: α)
χορευτικά τραγούδια ( Νεράιδα είσαι μάτια μου, Κυρά Δασκάλα κ.ο.κ.), β)
τραγούδια της Βεγγέρας, του Γάμου, του Κλήδωνα ( γενικά για ειδικές
περιπτώσεις), γ) τραγούδια του τραπεζιού, και αστεία, δ) παιδικά τραγούδια, ε) κάλαντα
νανουρίσματα. , στ) ρίμες.
Οι Ρίμες ή ριμάδες από πλευράς Σαντορίνης,
είναι άλλη μία από τις διαφορετικές καταγραφές της τοπικής ιστορίας – λαογραφίας του τόπου μας. Η διαφορετική μορφή τους : « θα πρέπει να αναζητηθεί
περισσότερο στη διαφορετική τους λειτουργία. Ο ρόλος της ρίμας είναι κυρίως η
μετάδοση αξιοσημείωτων , εντυπωσιακών
ειδήσεων στον χώρο και στον χρόνο […] ο
ρόλος της ρίμας είναι να μεταδόσει την αίσθηση που προκάλεσε το εξαιρετικό
περιστατικό».
Από την μέχρι
τώρα έρευνα, οι ρίμες της Σαντορίνης μπορούν να κατηγοριοποιηθούν στις εξής
ομάδες: α) θρησκευτικού περιεχομένου
(Ρίμα του Αή Γιώργη ή Ρίμα του Αγίου Νικολάου), β)Ιστορικού Περιεχομένου
( απόσπασμα από τη Ρίμα που αφορά την Έκρηξη του 1650), γ) ερωτικού
περιεχομένου ( ο άδηλος έρωτας στη Ρίμα της
χήρας Γυιος, όπου η μητέρα του γαμπρού
δεν θέλει για νύφη της αυτήν που αγαπάει ο γιος της και εκείνος της ομολογεί
: «Φερ τότε ‘να ψηλό σκαμνί και κάθισε μαζί μου και λέγε μου παρηγοριές ώσπου
να βγει η ψυχή μου .», αλλά και δ) ρίμες
αφιερωμένες στο θάνατο, Ρίμα του Ναύτη: « Όταν ασπρίση ο κόρακας και γίνει
περιστέρι τότε και εγώ θα ξαναρθώ εις τα δικά μας μέρη.»
Ο Ναύτης μας
αρρώστησε, στου καραβιού την πλώρη,
Δεν έχει μάνα να
τον κλαίει , μάνα να τον λυπάται,
Ούτε αδελφό, ούτε
αδελφή, να τον μοιρολογάται.
-Σήκω απάνω ναύτη
μου και πρωτογεμιτζή μου, Να
κουμπασάρεις τον καιρό, να πιάσουμε λιμάνια.
Φέρτε τη χάρτα τη
χρυσή και τα αργυροκουμπά σου, Να κουμπασάρω τον καιρό να πιάσουμε λιμάνια.
Βλέπεις εκείνο το
βουνό, το χιονοσκεπασμένο, Εκεί θα πα ν αράξουμε…….
Βγαίνουν οι
ναύτες για νερό κι ο μάγειρας για ξύλα, και τα μικρά ναυτόπουλα, να σκάζουνε το
μνήμα.
Να μην το σκάψετε
ψηλά, μόνο στο ακρογυάλι, να μπαίνει ο
ήλιος την αυγή, το βράδυ τα αγεράκι
Το ξέρω πως
μισεύετε και σε άλλο τόπο πάτε, κι αν δήτε την μανούλα μου να μου την
χαιρετάτε!.
Πήτε της πως
παντρεύτηκα και πήρα μια γυναίκα , την πλάκα πήρα πεθερά, τη μαυρη γη γυναίκα
Τα χαχκλακούβια
του γυαλού γι αδέλφια και αξαδέλφια.
Όταν ασπρίση ο
κόρακας και γίνει περιστέρι τότε και εγώ θα ξαναρθώ εις τα δικά μας μέρη.
Της χήρας γυιος
ψυχομαχεί, της χήρας γυιος πεθαίνει κι η
μάννα ντου του φώναζε με τα μαλλιά στο χέρι ,
Τι έχεις γυιε μου
που πονείς, να βρω το γιατρικό σου, να στείλω να σου φέρουνε γιατροί από την
Πόλη
Και γιατρικά της Ρούμελης
να σου διαβούν οι πόνοι.
Δεν θέλω μάννα
γιατρικό, κι ούτε γιατρός της Πόλης,
μόνο τη νέα π αγαπώ να μου διαβούν οι πόνοι.
Καλλιά χω γυιε
μου να σε δω στο καντηλ’ επάνω, παρα τη
νέα π αγαπάς, νύφη να τηνε κάνω.
Φερ τότε ‘να ψηλό
σκαμνί και κάθισε μαζί μου και λέγε μου παρηγοριές ώσπου να βγει η ψυχή μου .
Ρίμα Αγίου Νικολάου «Περαματάρη» Οίας
για τους
ναυτικούς του χωριού την εποχή της ακμής
της ιστιοφόρου
ναυτιλίας της Οίας
«Περαματάρης»:
νησίδα της Οίας κοντά στον όρμο Αμμούδι πάνω στην οποία βρίσκεται σκαμμένη μέσα
στο βράχο η εκκλησία του Αγίου Νικολάου με το προσωνύμιο «Άγιος Νικόλαος ο Περαματάρης». Ονομάστηκε έτσι από τη λέξη «πέρασμα»
λόγω του μικρού θαλάσσιου περάσματος (Διαπόρι) που το χωρίζει από το βουνό της
Οίας.
Άγιε Νικόλαε μπουγιούκι1 το όνομα σου
που βούλνα2 δεν κάμει η θάλασσα χωρίς το θέλημα
σου,
άκου που σε περικαλώ3, ζαμάνια4 αλαμάζω5
άκου ίντα6 ‘χω στη καρδιά και έρχομαι και φωνάζω,
τα μάτια μου έχουν δάκρυα όλο να γιαμουρίζουν7
και μέσα στο γιαμούρισμα8 νταλκάδες9 σεργιανίζουν10,
σαν τα μπαλίκια11 του νερού που ‘ναι κιζιλεμένα12
έτσα13 δεν μπακμακίζουνε14 τα βάσανα μου εμένα,
τση15 θάλασσας τα βουλνεψιά2 πατώ να γιουρουγιούνε16
αφού οι δικοί μου αϊλοί17 πάνω τση ξενυχτούνε,
όλο να οτουρμίζομαι18 όλο να γιαμουρίζω7
ζαμάνια λείπουν οι αϊλοί μουτλούκι19 δεν γνωρίζω,
τα βουλνεψιά τσοι20 χαίρονται εγώ ‘χω το καημό των
να μην επάν’21 στο θάνατο να νιώσω χωρισμό των,
ρίχνω τση δάκρυ και νταλκά αλάργα22 να τα πάρει
μα πάει η βούλνα αξίδικα23 και πίσω τα γυρνάει,
και ολονυχτί τον ύπνο μου νταλκάς τόνε ταράζει
και η μορφή τση η μαβή24 αγριεμένη μοιάζει,
Άγιε μου Νικόλαε Άγιε Περαματάρη
των ναυτικών η πατρονιά25, κραλή26, μπαϊρακτάρη27
που ‘σαι ατού δα28 στο πέρασμα στου Αμμουδιού29 τη
μύτη
τσοι σκούνες30 μας να ευλογάς άρχοντα και προφήτη,
εσύ που εγεννήθηκες στη μακρινή Λυκία
από τση Πόλης τα νερά μέχρι και τη Ρωσία
τη θάλασσα σακίνευε31 στο κάθε τση λιμάνι
και εγώ θα στείλω γεμινιά32 που ο νους σου δεν τα
βάνει,
γιορντάνια33 και χρυσά προυσιά34 για το εικόνισμα
σου
μουμλάρια35, λάδι, θυμιατά να ‘χει η αφεντιά σου,
τση Πάνω Μεριάς τσοι ναυτικοί απού36 ‘ναι στα νερά
σου
όντας τα σεργιανίζουνε να ‘χουνε τη χαρά σου,
βοήθα τσοι και δώνε τσοι αζλάνη37 και κουράγιο
εσένα μόνο έχουνε μπαϊρακτάρη άγιο,
κ’ αράσιντα38 στο Καραντενίζ39 κάμε τους μπιρ40
φουγάρο
όντας περνούνε απ’ άτου δα να κάμουνε τσιγάρο,
Άγιε Περαματάρη μας φύλαε το χωριό σου
τση Πάνω Μεριάς41 τσοι ναυτικοί έχε τσοι στο μυαλό
σου,
γιάντα42 από όλα τα θανατικά που όξω από ‘δω43 να
μένει
από όλα το χειρότερο είν’ οι πνιουργιασμένοι44
Λεξιλόγιο
1 μπουγιούκι (από το τουρκ. büyük ) = μεγάλο
2 βούλνα, βουλνεψιά (από το ρώσικ. волна,
διαβάζεται «volna») = κύμα, κύματα
3 περικαλώ = παρακαλώ
4 ζαμάν ή ζαμάνια (από το τουρκ. zaman: χρόνος) =
πολύ καιρό
5 αλαμάζω (από το τουρκ. ağlamak) = κλαίω
6 ίντα= τι
7γιαμουρίζουν, γιαμουρίζω (από το τουρκ. yağmur:
βροχή) = δακρύζουν, δακρύζω
8 γιαμούρισμα (από το τουρκ. yagmur) = βροχή,
δάκρυσμα
9 νταλκάδες, νταλκάς (από το τουρκ. dalga) =
καημοί, καημός
10 σεργιανίζουν (από το τουρκ. seyran: βόλτα) =
πηγαινοέρχονται
11 μπαλίκια (από το τουρκ. balik) = ψάρια
12 κιζιλεμένα (από το τουρκ. gizli) = κρυμμένα
13 έτσα = έτσι
14 μπακμακίζουνε (από το τουρκ. bakmak: κοιτάζω) =
φαίνονται, εμφανίζονται
15 τση = της
16 γιουρουγιούνε (από το τουρκ. yuri: επίθεση) =
τρέχουν (γιουρουντίζω = τρέχω με φόρα,
επιτίθεμαι)
17 αϊλοί (από το τουρκ. aile: οικογένεια) = οι
άνδρες της οικογένειας δηλαδή σύζυγος, πατέρας, αδερφός, γιος, γαμπρός
18 οτουρμίζομαι (από το τουρκ. oturmak) = κάθομαι
19 μουτλούκι (από το τουρκ. mutluk) = ευτυχία,
χαρά
20 τσοι = τους, τις
21 να μην επάν’ = να μην πάνε
22 αλάργα (από το ιταλ. al larga) = μακριά
23αξίδικα (από το τουρκ. aksi) = αντίθετα,
διαφορετικά
24 μαβή (από το τουρκ. mavi) = γαλανή
25 πατρονιά (από το τουρκ. patron) = αφεντικό
26 κραλής (από το τουρκ. kral) = βασιλιάς
27 μπαϊρακτάρης
(από το τουρκ. bayraktar: σημαιoφόρος) = ο πρώτος των πρώτων, ο καλύτερος
28απ’ άτου δα = από εκεί
29 Αμμούδι = το ένα από τα δύο λιμάνια της Οίας
(το άλλο είναι η Αρμένη). Βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Οίας απέναντι από τη
Ρίβα της Θηρασιάς. Τα παλιά χρόνια φημιζόταν για τις «παλλάδες» (ορυχεία) και η
πρόσβαση γινόταν μόνο από τους «καραβολάδες» (σκάλες λαξευμένες στον
ηφαιστειογενή βράχο που θυμίζουν την πορεία που κάνει ο «καράβολας»=σαλιγκάρι). Σήμερα είναι
λιμάνι-αγκυροβόλιο μικρών σκαφών και υπάρχει πλέον σύγχρονος αυτοκινητόδρομος
που το συνδέει με το χωριό. Από το Αμμούδι ξεκινάει και το ferry boat για την
Θηρασιά με τακτικά δρομολόγια.
30 σκούνες = ιστιοφόρα
31 σακίνευε
(από το τουρκ. sakin: ηρεμία) = γαλήνευε
32 γεμινιά (από το τουρκ. yemin: όρκος,τάξιμο) =
τάματα
33 γιορντάνια (από το τουρκ. gerdan: λαιμός) = περιδέραια
34 προυσιά = φλουριά
35 μουμλάρια (από το τουρκ. mumlar) = κεριά
36 απού = που
37 αζλάνη (από το τουρκ. aslan: λιοντάρι) = δύναμη
38 κ’ αράσιντα (από το τουρκ. arasinda) = και
ανάμεσα
39 Καραντενίζ (τουρκ. Karadeniz) = Μαύρη Θάλασσα
40 μπιρ (τουρκ. bir) = ένα
41 Πάνω Μεριά = η παλιά ονομασία της Οίας επειδή
βρίσκεται στην «πάνω» δηλαδή στη βόρεια πλευρά του νησιού. Μετονομάστηκε σε Οία
στα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο από τους ντόπιους χρησιμοποιείται ακόμη ο όρος
«Απάνω ή Πάνω Μεριά» και Απανωμερίτες (Οιάτες)
42 γιάντα = γιατί
43 όξω από ΄δώ = μακριά από εμάς
44 πνιουργιασμένοι = θαλασσοπνιγμένοι
Όπως έχουμε πει και παλιότερα η Οία ήταν ο ναυτότοπος της Σαντορίνης,
το χωριό των ναυτικών και των καραβακυραίων. Το 18ο και ιδίως το 19ο αιώνα, ο ιστιοφόρος στόλος της Οίας ήταν μια από
τις μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις του Αιγαίου με πάνω από 150 ιστιοφόρα. Τα ταξίδια των ιστιοφόρων της Οίας στη Μαύρη
Θάλασσα (περιοχή της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την εποχή εκείνη) και στη
Ρωσία είχαν επιρροή στην τότε κοινωνία του χωριού.
Οι ναυτικοί και οι καραβοκύρηδες της Οίας της εποχής εκείνης γνώριζαν
πολύ καλά τα ρωσικά και τα τουρκικά. Αυτοδίδακτοι φυσικά οι περισσότεροι, εξοικειώθηκαν με τις γλώσσες αυτές ακριβώς λόγω
των ταξιδιών τους στη Μαύρη Θάλασσα.
Έτσι αρκετές λέξεις αφομοιώθηκαν συν τω χρόνω στην διάλεκτο της Οίας
δημιουργώντας μια ιδιαίτερη τοπική καθομιλουμένη που δυστυχώς στις μέρες μας
δεν «μιλιέται» πια από τη νέα γενιά του χωριού.
Μην σας ξενίζει λοιπόν αυτό το ιδιαίτερο λεξιλόγιο στη παλιά ρίμα. Αν βρεθείτε στην Οία και τύχει να συνομιλήσετε με
ηλικιωμένους Οιάτες -και δη παλιούς ναυτικούς- είναι σίγουρο ότι θα ακούσετε
λέξεις όπως ζάβαλης (=κακομοίρης, από το τουρκ. zavalli), κουράμπα (=φαλάκρα, από το τουρκ. kuru=ξερό), ντάϊμα
(=συνέχεια, από το τουρκ. devam), γουζέλικα
(=ωραία, από το τουρκ. guzel), γιαγλίδικα (=λιπαρά, από το τουρκ. yağlı), καφερεγκί (=το καφέ χρώμα, από το τουρκ. kahverengi),
μπάρεμου (=τουλάχιστον, από το τουρκ. barem), ντουμένι (=τιμόνι
βάρκας, από το τουρκ. dumeni), ματρόνης (=ναύτης, από
το ρωσ. Мatрос), λόντκα (=βάρκα, από το
ρωσ. Лодка), τσανακάκι (=πήλινο
πιάτο, από το τουρκ. çanak)….και
πολλές-πολλές δεκάδες άλλες…
,
Ρίμα για την ηφαιστειακή έκρηξη του 1650
Η έμμετρη λαϊκή ρίμα που παρουσιάζεται
εδώ, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο «Αττικό Ημερολόγιο» του Ειρηναίου Ασωπίου
το έτος 1879. Αναφέρεται σ' ηφαιστειακή έκρηξη που 'λαβε χώρα στη Θήρα το 1650
και συνοδεύτηκε από παλιρροϊκό κύμα (τσουνάμι). Το έμμετρο αυτό ποίημα είν'
Ανώνυμο αλλ' αποτελεί δείγμα λαϊκής δημιουργίας νησιωτικού χώρου της εποχής της
Βενετοκρατίας μάλιστα σε μια κρίσιμη εποχή, όταν ήτανε σ' εξέλιξη οι
Βενετοτουρκικοί πόλεμοι. Τα όρια ανάμεσα στο σύγχρονο ρεπορτάζ και τη
λογοτεχνική δημιουργία είν' ακόμα ρευστά.
(Στέλα Κοντογιάννη)
-----------------------------------------------------------------------
Διήγησις ωραιότατη για το κακό που γίνη
Λέγω όντας ήψε η φωτιά επά στη Σαντορήνη
Με δόξαν του Ιησού Χριστού οπ' όλοι
προσκηνούμεν
για να μου δώση δύναμιν λόγον καλόν να πούμεν
Δυο βέρσα που βουλήθηκα στον κόσμον δια να
δώσω
πασανός για να τα γρικά ωσάν τ'
αποτελειώσω
Κι όποιος διαβάσει και βρη τα κι είναι
πολλά σφαλμένα
και εις τον τόπον που ζητούν δεν είναι
συνθεμένα, Παρακαλώ τονε λοιπόν εμέ να συμπαθήση
γιατί ακόμη αμαθής βρίσκομαι σ' τέτοια
φύσι
Μα 'γώ αυτός μου δεν μπορώ τα βέρσα ν'
αρχηνήσω
και βούλομαι παρακαλιά σ' Θεόν μου να
ποιήσω
Θεέ μου παντοδύναμε και πλαστουργέ, τ' ανθρώπων
πού τούπες πάντοτε να ζη με ίδρωτα και με
κόπον
Με κόπον και με ίδρωτα θέλω κι εγώ ν'
αρχίσω
και δόσμου την σην φώτησιν για να
μετανοήσω
Εκ τα πρωτινά μου κρίματα , απ' αυτά να
απέχω
κι εις το δικό σου θέλημα πάντοτε να
ξετρέχω
Θεέ που όλα τα βαστάς και όλα τα σηκώνεις
και τα κρυφά και φανερά , εσύ όλα τα
γνώνεις
Εσέν και γω παρακαλώ και σένα έχω θάρρος
άνε και σφάλω πούβετις* μηδέν το πάρης
βάρος
Εσύ Θεέ τα δύνεσαι όλα να μου τα δώσης
και τους νεκρούς από την γήν δύνεσαι να
σηκώνης
Καθώς με μιαν σου φωνήν Λάζαρος ενεστάθη
και εσηκώθηκεν ορθός, ποκάτω απού τα βάθη
Λοιπόν Θεέ μου που αυτή ήκαμες θαυμασίαν
δος και σεμένα τον φτωχόν δύναμιν και
σοφίαν
Για να μπορώ με τ' όμορφο μόδο να τα
τελειώσω
αυτήνα που εβάλθηκα σε ρίμα να τα δώσω
Χριστέ δέξε την δέησιν ετούτην οπού κάνω
ιδέ μου και την όρεξιν και κόπον οπού βάνω
Πάτερ αγέννητε Θεέ κύριε των κυρίων
και συ Χριστέ μου γεννητέ σύν πνεύμα το
αγίον
Τριάδα ομοούσιος που είστε μία θεότης
καίχετε μία βούληση και μία αγιότης
δόξαν λοιπόν να έχετε ομάδι και τα τρία
μαζί και με την δέσποινα Μαρίαν την αγία
Λέγω μητέραν του Χριστού , παρθένα τω
παρθένων
πάντοτε πρέσβευε γιαμε τον πολλά
αμαρτεμένον
Αξίωσέ με δέσποινα να σε έχω παντοχή μου
Ρίμες για τον Άη Γιώργη
Ο Μάρκος Αβ. Ρούσσος ( Σαντορίνη Ήθη Έθιμα
και Παραδόσεις) καταγράφει ένα είδος από τις ρίμες προς τιμή του Αη Γιώργη:
«Άγιε μου Γιώργη ξακουστέ και αφέντη καβαλλάρη,
αρματωμένος με σπαθί και με αργυρό
κοντάρι.
Θεριό είναι στον τόπο μας σ ένα βαθύ
πηγάδι,
ανθρώπους το ταϊζανε κάθε πρωϊ και βράδυ.
Μια μέρα δεν του δώσανε άνθρωπο να
δειπνήσει,
Σταλιά νερό δεν άφησε τη χώρα να δροσίσει.
Ας βάλουμε τα μπουλετιά, κι ότινος μέλλει
ας πέσει,
Να πάει το παιδάκι του του λιονταριου
πεσκέσι.
Τα μπουλετιά ηπέσανε σε μια βασιλοπούλα,
Όπου την είχε ο βασιλιάς μόνη κι
αμοναχούλα.
Ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε, αυτό το λόγο
είπε:
«πάρτε το βασίλειοο και το παιδί μου
αφήστε»
Μα ολαος σαν τοκουσε τρέχει στον βασιλέα:
«δεν φήνεις το παιδάκι σου σε παίρνουμε
εσένα».
- Επάρετο κι αμέτετο και ντύσετε το νύφη,
κι άμετετε το του λιονταριού γλυκά να το
μασήσει.
Κι άμετετε και στο χρυσοχό να κάμει
αλυσίδα,
Να πάτε να το δέσετε στου πηγαδιού τα
χείλια.
Κι όταν το πηγαίνανε, όλα τα δέντρα
σειόταν,
Και τα πουλάκια στις κορφές πικρά
εκελαδούσαν.
Καιόταν την εκρεμούσανε όλα ταόρη τρέμαν,
Κι η κόρη Πάντα έλεγε: « Αλοίμονο σε
μένα».
Ξένος κι αγνώριστος περνά τηνκόρη
εχαιρέτα,
Κι η κόρη τα αποκρίνεται κι η κόρη του
μιλάει.
«Τράβηξε ξένε από δω, τραβήξου παραπέρα,
Γιατί θα βγει το θεριοό να φάει εσέ και
μένα
- Στρώσε τα γονατίκια σου για να ακουμπήσω
επάνω,
- Κι όταν θα βγει το θεριό, σκούντα με
σήκω, επάνω..
Σήκω Ξένε να χαρείς και το νερό αφρίζει,
Κι ο άγριος ο λέντας τα δόντια ακονίζει.
Δράκυ της έπεσε ευθύς, επάν στο μάγουλό
του,
Σηκώνεται ανατολικά, και κάνει το σταυρό
του.,
Και βγάζει το σπαθάκι του και κόβει το
λαιμό του.
Πάλι ξαναδευτέρωσε την παίρνει μές στο
στόμα,
Μεγάλη τάραξη έγινε σε όλο της το σώμα.
Πες μου Ξένε να χαρείς πως λένε τ’ όνομά
σου;
Κι εγώ θα κάνω χάρισμα διπλό στο θέλημά
σου.
Γιώργης στρατιώτης λέγομαι, απ την
Καπαδοκία,
Κι αν θέλεις να κάμεις χάρισμα, κτίσε μια
εκκλησία,
Και πιάσε και ζωγράφισε Χριστό και
Παναγία,
Κι από μεριά της Παναγιάς γράψε ένα
καβαλάρη,
Αρματωμένο με σπαθί και μ αργυρό κοντάρι.
Ξένε μου όταν κοιμόσουνα περνά μια
περιστέρα,
Που κράτα Τίμιο Σταυρό εις τη δεξά τη
χέρα,
Στον Άγιο πάλιέγραφε, ζήτω μου ευλαβεία:
«Αγιε Γιώργη που γλύτωσες την κοπελιά την
εμοναχορη»|