1866- National Geophysical Data Center (P. Hedervari). |
Σήμερον ἐβουλήθηκα νὰ γρἀψω νὰ ποιήσω,
Νέον νησὶ πὼς εὒγηκε, λοιπόν θέλω ν ἀρχίσω.
Εἰς τοῦ Μαίοῦ τὲς δῶδεκα, Δευτέραν τὴν ἠμέρα,
ἀνάμεσα στὰ δυὸ νησιά, ἐφάνηκε μιὰ ξέρα.
Καὶ παρευθύς φωνάζουσι ἂς πάγωμεν να δοῦμεν,
Τὶ εἶνε αὐτό ποὺ φάινεται , ἂσ μὴν ἀργοποροῦμεν.
Ἅρχοντες μὲ τοὺς ἱερεῖς τότε στὴ βάρκα μπῆκαν,
Καὶ ἀρριβάροντας ἐκεί παρευθύς ἔξω βγήκαν
Μὲ περισσήν εὐλάβειαν, καὶ ὁλοι συντριμμένοι
Εἰς τὸ νησί εὐγήκασι κατασυγχωρημένοι.
Θειάφη παντοῦ ἐμύριζε, πούταν να σὲ τρομάζει,
Παντοτεινά ἡ θάλασσα σαλεύει κι ὃλο βράζει.
Τι τέρας μεγαλύτερον θάλασσα νὰ γεννήσει;
Πῶς δὲν λωλαίνεται ὁ νοῦς;Πράγματα ἔξω φύσει!
Νησιά νὰ βγαίνουν φοβερά μ ἀφτούμενες σαῖτες ,
Νὰ ξεφυτρώνουν ἀπ τὴν γῆ, σὰν βγαίνουν οἱ μανήτες;
Στὲς δεκατρεῖς τοῦ Ἰουλιοῦ ἰδού ἁποῦ ἀρχίζει,
Βρώμα νὰ βγαίν ἀπ τὸ νησί, περίσσα να καπνίζη.
Κ ἐκεί πού ἔφθαν ὁ καπνός πολλήν φθοράν μᾶς φέρνει,
Στὰ δένδρα καὶ στ ἀμπελια μας πολλά μᾶς τὰ ξεραίνει.
Στὲς δεκαέξ τοῦ Ἰουλιοῦ πάλιν κατασχολάζει,
ἡ βρώμα κι ὅλος ὁ καπνός, ὀλίγον τὸν εὐγάζει.
Καὶ εὶς τὲς εἴκοσι ἑπτά μικροί τρανοί γροικοῦσι,
ὅτι βροντοῦσε τὸ νησί, ὅλοι το μαρτυροῦσι.
Σὰν κανονιές ἐτράνταζαν καὶ βρόνταγαν σὰν σμπάροι,
Πλὴν κακόν τι δὲν ἔφερε, με τοῦ Θεοῦ τη χάρι.
Κ ἔτσι σὲ κάθε κανονιά μέγας καπνός εὐγαίνει,
Καὶ μὲ ὀγληγορότητα στα νέφαλα πηγαίνει.
Ἔρριπτε πέτρες φοβερές, εἴς τὰ ψηλά πηγαίνουν,
Και ὡσάν τόσες προσβολὲς ἀπ το νησί εὐγαίνουν.
Στὲς εἴκοσι τοῦ Σεπτεμβριοῦ μέγας κτύπος ἐγένη, κι
ἀπό τον κτύπον ἔμειναν οἱ τόποι ἀνεωγμένοι.
Ἀπό τὸν τόσον βροντισμόν ὅλοι παραπαρθῆκαν,
Στὸν παντοδύναμον Θεόν ὄλ ἀφιερωθῆκαν.
Πολλές, πολλότατες βροχές ἔβρεχε πολλήν ἄμμο
Ψιλότατη σαν μπούρμπουρας, καὶ τὴν ἔρριπτε χάμω.
Ἀπό ἐκεῖ γροικούντανε παιχνίδια νὰ σονάρουν,
Ντρουμπέτες, λύρες καὶ βιολιά τὸν ἄνθρωπο ἀλλεγράφουν.
Ὁ βροντισμός ὁ τρομερός γροικᾶται στὴν Ἀνάφη,
ἁκόμη καὶ στὴν Ἀμοργόν, καὶ βρώμα ὡσὰν θειάφη.
Τὸ δε νησί π ἀνέβηκε πέντε μίλλια γυρίζει,
Τὸ ψήλωμά του φοβερόν ταὶς ἄνθρωπος δεν φρίζει;
Καὶ εἰς την μέσην τοῦ νησιοῦ ἐβγῆκε μιὰ μινιέρα,
ὁποῦ ἀνάπτει πάντοτε νύκτα καὶ τὴν ἡμέρα.
Στὲς εἴκοσι τρεῖς τοῦ Σεπτεμβριοῦ πάγουν διὰ νὰ ἰδοῦσι,
ἄν μεγαλώνη τὸ νησί, νὰ ἔλθουν νὰ μᾶς ποῦσι.
Ἡ πίσσα ὅλη τοῦ βαρκιοῦ λύει καὶ ἀπομένει,
Κατάσπρη στὰ σανίδια της καὶ στὰ Φηρά ἐμπαίνει.
Καὶ εἰς τἐς εἴκοσι ἑπτὰ Νοεμβρίου φορτάζει,
Κανονιὲς ἀναρίθμητες, ἀσχόλαστα σμπαράρει.
Ὁ βροντισμὸς ὁ τρομερὸς κάμνει ν ἀνατριχιάζει
Τὸν ἄθλιον ἁμαρτωλόν, τὸν Θεὸν νὰ λογιάζει.
Πολλές φορές ὁ οὐρανός ἔλαμπε σὰν καντῆλι,
Καὶ ἔτρεχεν ὁ ἥλιος καθαρός νὰ ἀνατείλη.
Κι ἐκεῖνος δὲν ἐπρόβαινε σὰν ἦτον μαθημένος,
Διότι ἀπό τον καπνόν ἤτονε σκεπασμένος.
Κ ἐμεῖς μεγάλην ἐπιθυμιὰν εἴχομεν νὰ τὸν δοῦμεν.
Καιρός χειμῶνας ἤτονε, διὰ να ζεσταθοῦμεν.
Στὲς εἴκοσι τοῦ Φλεβαριοῦ ἔρριχαν ἕνα μπουρλότο,
Μὲ πέτρες μεγαλότατες, ὥς δύο μίλλια τόπο.
Νομίζω ὁ πλιὰ πητήδειος γραφέας νὰ μὴ σώνη.
Τὰ ὅσα βλέπομεν ημεῖς ἀξίως νὰ τυπώνη.
Εἰς τὲς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεμβριοῦ ἔπαυσε τὸ νησί μας,
ἄκραν χαράν ἀπέδωκε ψυχῆ και στὸ κορμί μας,
π ἄναφτε χρόνους τέσσερις νύκτα καὶ τὴν ἡμέρα,
ἀκόμη μῆνες τέσσερις γαλήνη καὶ μ ἀέρα.
Άναφτε ἀκόμα σιγανά, μὰ ὀλίγιστά καπνίζει.
Λίγος καπνός σὰν καταχνιά στὰ ὔψη του βαδίζει…
Περιοδικό Μπουκέτο
18 Ιουλίου 1929