του Νίκου Σαραντάκου
Ο Αχιλλέας Παράσχος (1838-1895),
γεννημένος στο Ναύπλιο από χιώτικη οικογένεια που μετοίκησε εκεί μετά την
καταστροφή του νησιού από τους Τούρκους, ήταν ο πρώτος “εθνικός ποιητής” του
νεοελληνικού κράτους -ο τίτλος βέβαια είναι άτυπος, και αξίζει να δούμε ποιοι
άλλοι έχουν χαρακτηριστεί έτσι, αλλά αυτό είναι θέμα για άλλη συζήτηση. Ο
Παράσχος ήταν ρομαντικός ποιητής της Α’ Αθηναϊκής σχολής, εξαιρετικά δημοφιλής
όσο ζούσε· ήταν ο πρώτος ποιητής που μπορούσε να βιοπορίζεται από την πέννα
του: η έκδοση των ποιημάτων του σε τρεις τόμους το 1881 λέγεται ότι του απέφερε
έσοδα 50.000 δρχ., που πρέπει να ήταν πολύ μεγάλο ποσό, που όμως κατάφερε να το
σπαταλήσει και να βρεθεί στην ανάγκη να ζητάει βοήθεια από φίλους του. Η κηδεία
του ήταν πάνδημη, με είκοσι επικήδειους και με την παρουσία του βασιλιά
Γεώργιου Α’, αλλά η ποίησή του γρήγορα ξεπεράστηκε, οι λεκτικές του και άλλες
υπερβολές, ανεκτές στην εποχή του, άρχισαν να φαντάζουν κωμικές, κι έτσι τα
ποιήματά του έγιναν αντικείμενο παρωδίας και διακωμώδησης. Παρ’ όλ’ αυτά, οι
παλιότεροι από τους νεότερους (Παλαμάς, Ξενόπουλος κτλ.) εξακολουθούσαν να
εκφράζονται με επαινετικά λόγια για τον Αχιλλέα Παράσχο.
Σήμερα ο Παράσχος έχει ξεχαστεί,
φαντάζομαι, αν και πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια ο Πάνος Θεοδωρίδης
παρουσίασε σε έναν τόμο μιαν ανθολογία από το έργο του με τίτλο Ερώτων λείψανα.
Δεν το έχω δει το βιβλίο, αλλά ανθολογία χρειάζεται ο Παράσχος, διότι δεν
έγραφε και λίγο. Οι τρεις τόμοι που ανάφερα πιο πάνω πιάνουν πάνω από 1000
σελίδες, ενώ μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησαν άλλοι δυο τόμοι με 600 ακόμα
σελίδες (όλα αυτά μπορείτε να τα βρείτε ονλάιν στην Ανέμη, εδώ μαζί με τα
ποιήματα του αδελφού του Γ. Παράσχου και ένα βιβλίο του απλώς συνώνυμου Κλέωνα
Παράσχου). Εκτός αυτού, όπως συνηθίζεται με τους ρομαντικούς, τα ποιήματά του
είναι πολύστιχα, πολυσέλιδα, φορτωμένα επαναλήψεις -και με όχι σπάνια τα
τεχνικά ελαττώματα, αλλά και όχι χωρίς ταλέντο. Η γλώσσα άλλοτε είναι
καθαρεύουσα, άλλοτε έχει παραχωρήσεις προς τη δημοτική.
Τον Παράσχο τον ήξερα από μικρός,
διότι στίχους του συνήθιζε να απαγγέλλει -και να κοροϊδεύει- ο παππούς μου, ο
οποίος, γεννημένος το 1903, ανήκε ακριβώς στη γενιά που έπαψε να σέβεται τον
ρομαντικό ποιητή, αν και τον διάβαζε, έστω και μόνο στο σχολείο. Και σε σκίτσα
του Μποστ (δεκαπέντε χρόνια νεότερος από τον παππού μου) έχουμε δει αναφορές σε
στίχους του Παράσχου. Και βέβαια, οι αναφορές, ακόμα και οι ειρωνικές, ακόμα
και η κοροϊδία, είναι ένδειξη κάποιας εκτίμησης -οι νεότεροι ούτε τον άκουσαν
ούτε τον ξέρουν τον Παράσχο, αν και πολλοί θα έχουν ψιθυρίσει έναν στίχο του.
Ούτε κι εγώ έχω ποτέ ασχοληθεί με τον ξεχασμένο ποιητή. Τις τελευταίες όμως
μέρες, κατά περίεργο τρόπο, έτυχε να αναφερθώ πεντέξι φορές στο πρόσωπό του, τη
μια επειδή έπεσε στα χέρια μου μια ανθολογία με μερικά ποιήματά του, την άλλη
επειδή είχαμε την κουβέντα του με τον φίλο Γ. Ζεβελάκη, ώσπου προχτές,
ψάχνοντας κάτι άλλο σε μια παλιά εφημερίδα βρήκα ένα κείμενο που αναφερόταν
στον Παράσχο, κάτι αναμνήσεις του Μπάμπη Άννινου, οπότε το θεώρησα σημαδιακό
και είπα να γράψω πεντέξι λόγια.
Για να πάρετε μια ιδέα, αντιγράφω
ένα απόσπασμα από το κείμενο “Οι δυο Παράσχοι” του Μπ. Άννινου, δημοσιευμένο
στο Νέον Άστυ τον Αύγουστο του 1906. Δυστυχώς σε καθαρεύουσα, που παρά το
πνεύμα του Άννινου παραμένει ψυχρή (τη θέλει τη μετάφραση, θαρρώ). “Η ποίησις
του Αχιλλέως Παράσχου ήτο υπέρ πάσαν άλλην ανταποκρινομένη εις τας ιδέας και τα
αισθήματα της εποχής του. Όθεν και ο Αθηναίος ποιητής είχε τους περισσοτέρους
θαυμαστάς και τους περισσοτέρους μιμητάς ποιητάς. Σχεδόν πάντες οι ως δόκιμοι
εισερχόμενοι εις το τέμενος των Μουσών το ύφος αυτού εξέλεγον ως υπόδειγμα και
ηκολούθουν τας ρομαντικάς παραφοράς του, συμμορφούμενοι ως και με αυτάς τας
παραβάσεις των γραμματικών κανόνων, εις άς όχι σπανίως ησμενίζετο ο ποιητικός
του οίστρος. Τότε εύρε πολιτογράφησιν εις πολλά λυρικά ποιήματα και η περίφημος
μετοχή πεφιλμένος και πεφιλμένη, η προερχομένη από το στιχουργικόν εργοστάσιον
του Αχιλλέως και μερικαί πτώσεις τριτοκλίτων ονομάτων ικαναί να εμβάλωσιν εις
απελπισίαν και αυτούς τους μάλλον ανεξικάκους τών γραμματικών του κόσμου.”
Στη συνέχεια, ο Άννινος λέει ότι
οι κριτικοί της εποχής επισήμαιναν τις ατέλειες του Παράσχου και ότι ο
Βερναρδάκης είχε χαρακτηρίσει “γογγυρισμούς” (σικ) τις αλλόκοτα εμφαντικές
εκφράσεις του, εννοώντας ότι θύμιζαν παρόμοια σχήματα του Ισπανού ποιητή
Γκόγκορα. [Έβαλα "σικ" επειδή δεν ξέρω αν είναι σωστά μεταφερμένο,
και μήπως ήθελε να πει "γογγορισμούς", αλλά μάλλον το
"γογγυρισμός" του Βερναρδάκη είναι και λίγο ειρωνικό για να θυμίζει
το "γογγυσμός"]. Συνεχίζει ο
Άννινος λέγοντας ότι από τότε οι σατιρικοί είχαν βάλει στο στόχαστρο τον
Παράσχο. Ας πούμε, λέει, ο Γ. Μαυρομιχάλης, εκδότης του “Τραμπούκου” (έχουμε
αναφερθεί σε αυτή την εφημερίδα), είχε παρωδήσει το πασίγνωστο τότε δίστιχο του
Παράσχου, που ήταν γεμάτο επαναλήψεις:
Γνωρίζει, δεν το αγνοεί, γνωρίζει
πάσα Φρύνη
ότι εκείνη η γραμμή, ότ’ η γραμμή
εκείνη
ως εξής:
Ήγουν, τουτέστι, δηλαδή, με άλλα
λόγια, ήτοι
η Αφροδίτη είσαι συ, εσ’ είσ’ η
Αφροδίτη.
Η παρωδία είναι εξαιρετική… αλλά
το παρωδούμενο δίστιχο δεν είναι έτσι! Παρόλο που ο Άννινος το έχει αναφέρει
και σε βιβλίο του, ο πραγματικός στίχος του Παράσχου έχει πολύ λιγότερες
επαναλήψεις. Θα παραθέσω μερικά τετράστιχα από το ποίημα (που πιάνει καμιά
δεκαριά σελίδες), που λέγεται “Πέντε Απριλίου” για να πάρετε μια γεύση του
ποιητή. Όπως και σε όλα τα επόμενα παραθέματα, έχω εκσυγχρονίσει την
ορθογραφία. Ο Παράσχος μιλάει για ένα θανατερό ραβασάκι:
ΠΕΝΤΕ ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Ούτω λοιπόν! Μία γραμμή επί του
χάρτου μονη
ως του Θεού ο κεραυνός χτυπά και
θανατώνει!
Ως του Θεού! Και του Θεού
πλειότερον ισχύει
αφού ό,τι συνήνωσεν Εκείνος
διαλύει.
Μία γραμμή -απλή γραμμή- γραφείσα
χωρίς πόνον
εις φύλλον χάρτου, και ουχί τι
άλλο, τούτο μόνον.
Μόνον αυτό, έν αίσθημα βαθύ ως
την θρησκείαν
να εκριζώσει δύναται με τόσην
ευκολίαν!
Ω μόνον, μόνον η γυνή τοιαύτα
πέμπει βέλη·
γραμμάς τοιαύτας δύναται να
γράψει όσας θέλει…
Και ως τυχαίον γνώριμον ευκόλως
αποβάλλει
εκείνον, όν ακόμη χθες θεόν της
απεκάλει.
Μίαν αυγήν εγείρεται ψυχρά, καθώς
η λήθη
και γράφει: “Είσ΄ ελεύθερος,
λησμόνει με και ζήθι…”
και πέμπ’ εις φίλον παλαιόν, εις
φίλον λατρευμένον
τον κεραυνόν εις φάκελον ευώδη
κεκλεισμένον!
Ω αστασίας δύναμις, ω πόντος
αναιδείας!
Την ύπαρξίν των αποσπούν εκ
βάθους της καρδίας
χωρίς ουδέν να πάθωσι, μικρόν να
ταραχθώσι,
ως μίαν εκ της κόμης των ταινίαν
ν’ αποσπώσι…
Κι ηξεύρει, δεν το αγνοεί ποσώς
εκάστη Φρύνη,
οπόσον η γραμμή αυτή η ελαφρά
βαρύνει·
γνωρίζει ότι φίλου της τας φρένας
θα σαλεύσει
και ότι ζώσαν δι’ αυτήν καρδίαν
θα φονεύσει!
Το ποίημα δεν τελειώνει εδώ,
ακολουθούν άλλες 11 τετράστιχες στροφές, αλλά νομίζω ότι και με τόσες
χορτάσαμε. Το παρωδημένο δίστιχο είναι το πρώτο της τελευταίας στροφής -ο
Άννινος τού χρεώνει πολύ περισσότερες επαναλήψεις, αλλά έτσι κι αλλιώς
επαναλήψεις έχει αρκετές σε όλες τις προηγούμενες (και τις επόμενες) στροφές.
Λέγεται από πολλούς ότι οι
παραπάνω στίχοι είναι γραμμένοι για κάποια Μαρία που τον χώρισε, για την οποία
λένε ότι μετά τρελάθηκε αλλά ο Παράσχος δεν έπαψε να την αγαπάει. Μάλιστα, λένε
πως ήταν σαντορινιά ή έμενε στη Σαντορίνη (βλ. π.χ. εδώ) και ότι γνωρίστηκαν
όταν ο Παράσχος ήταν έπαρχος Θήρας. Αυτό το τελευταίο είναι ακριβές, αλλά για
τα υπόλοιπα δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Λένε επίσης ότι για τη Μαρία είναι
γραμμένο το περίφημο ποίημά του “Έρως” που περιέχει και τον ένα στίχο του
Παράσχου που πολλοί έχουμε τραγουδήσει. Ολόκληρο το ποίημα το βρίσκετε εδώ,
αλλά με λάθη. Αποσπώ την αρχή και διορθώνω:
Δεν θέλω κάλλος αύθαδες παρθένου
αλαζόνος,
θρασείας εκ της καλλονής, ψυχράς
εκ θωπευμάτων.
Βλέμμα δεν έρριψα ποτέ εις
πτέρυγας ταώνος,
ουδ’ εις φιάλην στίλβουσαν, πλην
στείραν αρωμάτων.
Δεν θέλω όψιν φλογεράν, δεν θέλω
ρόδου στόμα·
είναι διέγερσις σαρκός το
πορφυρώδες χρώμα.
Την θέλω ασθενή εγώ την φίλην μου
ταχείαν,
ωχράν την θέλω και λευκήν ως
νεκρικήν σινδόνην,
με είκοσι φθινόπωρα, με άνοιξιν
καμίαν,
μ’ ολίγον σώμα – άνεμον σχεδόν –
ολίγην κόνιν.
Την θέλω επιθάνατον μ’ αθανασίας
μύρον,
κόρην και φάσμα, σάβανον αντί
εσθήτος σύρον.
Ο στίχος αυτός, βέβαια, είναι το
“με είκοσι φθινόπωρα με άνοιξιν καμίαν”, που το ξέρουμε επειδή το δανείστηκε ο
Γκάτσος σαν πρώτο στίχο της “Προσευχής της παρθένου“, τραγουδιού που το
μελοποίησε ο Χατζιδάκις και το τραγούδησε η Μελίνα Μερκούρη. Κι εδώ πάντως
ειρωνικός είναι ο δανεισμός.
Αλλά ας γυρίσουμε στον Παράσχο.
Θα προσέξατε το “την θέλω ασθενή εγώ την φίλην μου ταχείαν”, όπου το “ταχεία”
είναι εντελώς ξεκρέμαστο. Δεν ξέρω τα ντεσού του ποιήματος, αλλά δεν
αποκλείεται εδώ να κρύβεται γυναικείο όνομα (Μαρία, ας πούμε, όπως θέλει η
διήγηση που είδαμε) που σκεπάστηκε τελευταία στιγμή.
Ένα άλλο ποίημα του Παράσχου που
το έχουμε αναφέρει εδώ, έστω και παρεμπιπτόντως, είναι ο Μάιος, που και πάλι
πιάνει το θέμα του ματαιωμένου έρωτα. Ολόκληρο εδώ, παραθέτω ένα απόσπασμα.
Ο ΜΑΪΟΣ
Δρέψατε πάλιν, ερασταί
ευδαίμονες, ναρκίσσους
Eις του Mαΐου τους φαιδρούς κ’
ευώδεις παραδείσους,
Kαι την παρθένον στέψατε, ήτις ως
άνθος κλίνει·
Eγώ δεν κόπτω, δι’ εμέ απέθανεν
Eκείνη!
[...]
Kι εγώ ηγάπησα ποτέ, κι εγώ
αντηγαπήθην,
Aλλά την ελησμόνησα, αλλά
ελησμονήθην.
Δεν είναι ο βίος Mάιος αιώνια,
δεν είναι·
Mαραίνονται κι αι ανθηραί του
έρωτος μυρσίναι,
Kαι η νεότης μας πετά ως αστραπή
ταχεία,
Ως ώρα σταθερότητος εις στήθη
γυναικεία!…
Τον περίφημο στην εποχή του στίχο
“Δεν είναι ο βίος Μάιος αιώνια, δεν είναι”, πολλοί τον απάγγελναν, ραμονικώς,
“Δεν είναι ο βίος Μάιος, Ιούνιος δεν είναι”. Ο Μποστ, πάλι, όπως είδαμε σε
παλιότερο άρθρο, τον είχε παρωδήσει “δεν είναι πτολεμάιοι, αιώνιοι δεν είναι”.
Για να κάνω ένα αντιποιητικό
διάλειμμα, στο άρθρο του Άννινου που είδαμε παραπάνω βρήκα, με έκπληξη ομολογώ,
να γράφεται, σε εφημερίδα του 1906, η συχνότερη ελληνική τρισύλλαβη λέξη. Λέει
ο Άννινος ότι “Περί τα τέλη του βίου του [Παράσχου], κάποιος εκ των λογίων,
δυσαρεστηθείς διά δυσμενή κρίσιν του Αχιλλέως περί τινος θεατρικού του έργου,
τον απεκάλεσεν εν τη οργή του μαλάκαν.
– Εγώ μαλάκας! απήντησεν εξαφθείς
ο ποιητής. Και μου το λέγεις συ, ο Παδισάχ της μαλάκας!…”
Παναπεί, και τότε έβριζαν οι
ποιητές αλλά δεν είχαν Φέισμπουκ να διαδίδει τα ξεκατινιάσματά τους στο
πανελλήνιο.
Ο Παράσχος, χάρη στις πολιτικές
του φιλίες, είχε κατά καιρούς υπηρετήσει σε ελαφρώς αργόμισθες θέσεις της
διοίκησης, όπως έπαρχος Θήρας ή πρόξενος στο Ταϊγάνι, αλλά ως ποιητική φύση που
ήταν δεν στέριωνε για πολύ. Ποιητής και υπάλληλος δεν γίνεται, πίστευε, και το
έγραψε και στον φίλο του τον επίσης ποιητή, τον Βασιλειάδη, που ήταν
ειρηνοδίκης. (Ολόκληρο το ποίημα εδώ, βάζω το τέλος):
Την λύραν σου εκρέμασες εις
ειρηνοδικείον
Βασιλειάδη δυστυχή, κι εγώ εις
επαρχείον.
Έρχεσαι, φίλε, έρχεσαι καλήν τινά
πρωίαν,
έν λάκτισμά μας δίδοντες εις την
υπαλληλίαν,
τας απηγχονισμένας μας να λάβωμεν
οπίσω;
Εγώ το απεφάσισα· την λύραν δεν
θ’ αφήσω.
Και αν θα έχω την πικράν των δύο
Σούτσων μοίραν
θα φέρω κι εις τον τάφον μου
παρήγορον την λύραν.―
Ω, σας αφήνω· χαίρετε,
πρωτόκολλα, γραφεία·
Διότι σβήνετ’ η πυρά εις του
λουτρού το κρύα!
Το “εις του λουτρού ΤΟ κρύα”,
παρότι ακούγεται λιγάκι σαν λόγια του Βεληγκέκα, δεν πρέπει να είναι τυπογραφικό λάθος, διότι επαναλαμβάνεται σε
όλο το ποίημα (τσεκάρισα και το πρωτότυπο). Μπορεί να είναι ιδιωματισμός της
τότε Σαντορίνης, δεν ξέρω, όποιος ξέρει κάτι ανάλογο ας μας πει.
Στο Ταϊγάνι ήταν πρόξενος ο
Παράσχος επειδή σε αυτή την πόλη της νότιας Ρωσίας (Ταγκανρόγκ στα ρώσικα)
υπήρχε ακμαιότατη ελληνική παροικία (έδρασε εκεί και ο Βαρβάκης). Το Ταϊγάνι
είναι και η γενέτειρα του μέγιστου Τσέχοφ, που βασανίστηκε με τα αρχαία στο ελληνικό
σχολείο όπου φοίτησε, και έχει γράψει για το πώς το σαντορινιό γλυκό κρασί (την
εποχή εκείνη αυτά τα κρασιά ταξίδευαν καλά) είχε αποκτηνώσει τους συμπατριώτες
του. Ο Παράσχος πάντως δεν αγάπησε τη Ρωσία με το κρύο της (φανταστείτε να τον
είχαν στείλει σε καμιά Μόσχα!). Την αποκαλούσε ‘Σκυθία’, και έχει γράψει ένα
περίφημο ποίημα στο οποίο συνομιλεί με στίχους με έναν φίλο του, εγκατεστημένον
εκεί, που προσπαθεί να τον πείσει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Παραθέτω μόνο το
τελευταίο τετράστιχο -πιάνει και καμιά εκατοστή στίχους:
Έλα· μια μέρα, μια στιγμή, στην
γη αυτή μη χάνεις
σε περιμένουν αδελφοί, λουλούδια,
ήλιος, δρόσος.
Πάμε στην Μάνα, την καρδιά και
πάλι να ζεστάνεις·
αν έλθεις, είσαι άνθρωπος· αν
μείνεις, είσαι Ρώσος!
Ταϊγάνιον 1882
Ο τελευταίος στίχος, που υπονοεί
πως οι Ρώσοι δεν είναι άνθρωποι, προκάλεσε σκάνδαλο στην εποχή του, λέει ο
Άννινος στις αναμνήσεις που προαναφέραμε.
Προτιμώ να κρατήσω από τον
Παράσχο ένα άλλο ποίημά του. Το έγραψε στα 23 του χρόνια, όταν είχε φυλακιστεί
στον Μεντρεσέ, την παλιά φυλακή της Αθήνας που βρισκόταν στους Αέρηδες, για τη
δράση του εναντίον του βασιλιά Όθωνα.Ο φυλακισμένος ποιητής απευθύνεται στον
μεγάλο πλάτανο που δέσποζε καταμεσίς στην αυλή της φοβερής φυλακής (και στον
οποίο πλάτανο πρέπει κάποτε να αναφερθούμε ξανά, διότι μερικοί υποστηρίζουν,
αβάσιμα κατά τη γνώμη μου, ότι από εκεί προέρχεται η γνωστή έκφραση ‘χαιρέτα
μου τον πλάτανο’). Ο Παράσχος θεωρεί τον πλάτανο σύμβολο της οθωνικής τυραννίας
και του διωγμού των αγωνιστών του 21 επί βαβαροκρατίας. Παραθέτω αποσπάσματα:
ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟΝ ΤΟΥ ΜΕΝΔΡΕΣΕ
Ω Πλάτανε! του Μενδρεσέ στοιχειό
καταραμένο
της τυραννίας τρόπαιο στη φυλακή
υψωμένο·
συμμάζωξε τα φύλλα σου τα
δακρυραντισμένα,
να ιδώ κομμάτι ουρανό και τ’
άστρα τα καημένα….
Αν είσαι δένδρο σπλαχνικό,
ανθρώπους μη μιμείσαι,
μη δεσμοφύλακας κι εσύ ωσάν
εκείνους είσαι!
Ναι! άφησε καμιά φορά να βλέπ’
από δω πέρα
τον ασημένιο ουρανό, την άσπρη
την ημέρα·
κανένα σύννεφο μικρό που φεύγει
ν’ αντικρίσω,
κανένα ταξιδιάρικο πουλάκι να
ρωτήσω.
Να στείλω χαιρετίσματα στη μάνα
που με κλαίγει
κι εκείνης οπού μ’ αγαπά χωρίς να
μου το λέγει.
[...]
Πόσα, αχ πόσα μάντρωσες λιοντάρια
πληγωμένα
ακόμη από τον πόλεμο και τη φωτιά
βγαλμένα·
πόσους αϊτούς της Αμπλιανής, πόσα
παιδιά του Φλέσσα,
ωσάν μανούλα τα’βαλες στην
αγκαλιά σου μέσα.
Μη σου τους φάγει ενοιάζοσουν το
κρύο και η πείνα
για να τους στείλεις ζωντανούς
στη μαύρη γκιλοτίνα.
[...]
‘Οχι, δεν είναι Πλάτανε, ελληνική
η σπορά σου·
από λαγκάδι σκοτεινό κατάγετ’ η
γενιά σου.
Από τη γη του Μπαβαρού εδώ
φυτεύθης πάλι·
κόρακας μαύρος σ’ έφερε, καιρού
ανεμοζάλη,
κι εφούντωσες στα χώματα τα
μοσχομυρισμένα,
κι έχεις από τον ήλιο μας τα
φύλλα χρυσωμένα.
[...]
Θα έρθ’ η ώρα, Πλάτανε,
αλλόθρησκη Βαστιλλη,
που ξυλοκόπους η οργή του έθνους
θα σου στείλει.
Και πέλεκυς στη ρίζα σου
ελεύθερος θ’ αστράψει·
δεν θα σε φαν γεράματα· φωτιά
θενά σε κάψει.
Και γύρω θα χορέψομε στη σκόνη
σου την κρύα,
όταν ανοίξει το χορό Πατρίς κι
Ελευθερία.
(Έγραφον εκ των φυλακών του
Μενδρεσέ, 1861.)
Το γούστο είναι βέβαια
υποκειμενικό, αλλά μου φαίνεται πως απ’ όσα του Παράσχου διαβάσαμε, το ποίημα
τούτο έχει γεράσει λιγότερο -άλλωστε, το αίτημα της απαλλαγής από την τυραννία,
άλλην βέβαια τώρα, το αίτημα της ελευθερίας παραμένει επίκαιρο. Κάποτε θα
χορέψουμε γύρω από τη στάχτη των γκρεμισμένων συμβόλων της τυραννίας….