Της Κορίνας Γαβαλά
Ιστορικού -Μουσειολόγου
Ενα
παραμύθι, -μύθι, -μύθι.. γραμμένο λίγο πριν το 15αύγουστο μετά από μια βόλτα
στους μύλους του Εμπορείου
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μακρινό
νησί που είχε το σχήμα μισοφέγγαρου και απ’ την καρδιά του έβγαινε φωτιά και
λάβα καυτή, ζούσαν οχτώ ξωτικά. Ήταν τα ξωτικά του λόφου με τους οχτώ
ανεμόμυλους, που τα φτερά τους γύριζαν χαρούμενα καθώς άλεθαν όλο το χρόνο,
λίγο λίγο, το κριθάρι που βγάζαν με κόπο οι άνθρωποι που ζούσαν στο χωριό κάτω απ’ το λόφο.
Το καθένα απ’ τα ξωτικά είχε για σπίτι του
έναν ανεμόμυλο. Κι ο κάθε ανεμόμυλος κινούσε τα φτερά του με έναν μόνο από τους
οχτώ ανέμους. Έτσι δούλευαν όλοι με τη σειρά και κανείς δεν κουραζόταν.
Στον πρώτο μύλο κατοικούσε ένα ξωτικό που
το λέγαν μαΐστράλι. Αυτός ο μύλος, ο πρώτος στη σειρά απ’ τη μεριά της
θάλασσας, ζωντάνευε με τον αέρα που κινούσε τα καράβια το καλοκαίρι και
ταξίδευε τους ναυτικούς του νησιού ως την άκρη του κόσμου.
Το ξωτικό του δεύτερου μύλου ήταν το
πουνεντάκι. Ένας άνεμος γλυκός, που φυσάει την άνοιξη και φέρνει μαζί του όλα
τα αρώματα των λουλουδιών, έκανε τα φτερά του μύλου αυτού να γυρίζουν.
Το γαρμπιδάκι ζούσε στον τρίτο μύλο, που
άλεθε τις μέρες που έπνεε άνεμος καυτός από την Αφρική.
Στον τέταρτο μύλο έμενε το οστριάκι. Ο
μύλος του δούλευε τις μέρες που ο αέρας κουβαλούσε μέσα του νερό και τα σύννεφα
καμιά φορά στάλαζαν βροχή.
Το ξωτικό του πέμπτου μύλου ήταν το
σοροκάκι. Ο δικός του μύλος ξύπναγε με το φύσημα ενός ήρεμου ανέμου, λίγο υγρού
και λίγο ζεστού, που γι’ αυτόν γράψαν πολλοί ποιητές στα ποιήματά τους.
Το λεβαντάκι είχε για σπίτι του τον έκτο
μύλο, που τα φτερά του σκιρτούσαν με έναν αέρα που έφερνε εξωτικά αρώματα από
χώρες της μακρινής Ανατολής.
Το γραιγάκι, κατοικούσε στον έβδομο μύλο.
Αυτός άλεθε μόνο όταν ο ουρανός γινόταν μαύρος απ’ τα σύννεφα που κουβαλούσαν
δυνατή βροχή, χαλάζι και χιόνι.
Στον τελευταίο μύλο, που στεκόταν αγέρωχος
στην άκρη του λόφου απέναντι απ’ το χωριό, έμενε το τραμουντανάκι. Τα φτερά
αυτού του μύλου είχαν τα πιο γερά πανιά, καμωμένα από ασημένια νήματα φυκιών,
που τα είχαν γνέσει τα πιο σκληρά κύματα της θάλασσας. Γι’ αυτό και ήταν ο
μόνος μύλος που μπορούσε να αλέσει όταν φύσαγε ο δυνατός, παγωμένος άνεμος του
χειμώνα, που οι άνθρωποι τον λεν κυρ Βοριά.
Κι έτσι χαρούμενα ζούσαν τα οχτώ ξωτικά
μέσα στους μύλους τους, που χάριζαν στους ανθρώπους τροφή για να ζήσουν. Ώσπου,
μετά από χρόνια πολλά, οι άνθρωποι ξέχασαν τα ονόματά τους και σταμάτησαν να
μιλούν για αυτά. Κανείς δεν τα θυμόταν πια... Έτσι κι οι μύλοι τους άρχισαν να
μαραζώνουν και να γκρεμίζονται σιγά σιγά. Κάποιοι γέροι ναυτικοί μονάχα, που
ζούσαν στο νησί, έδιναν καμιά φορά στους ανέμους που φυσούσαν ονόματα που
έμοιαζαν μ’ αυτά των ξωτικών των μύλων.
Κάπως έτσι, τα οχτώ ξωτικά σώπασαν για
πάντα, μαζί σώπασαν κι οι οχτώ ανεμόμυλοι, που τα μεγάλα τους φτερά
τραγουδούσαν μαζί με το βουητό των ανέμων. Καμιά φορά όμως τα θυμούνται οι
ποιητές και γράφουν γι’ αυτά ποιήματα και λόγια για τραγούδια.
Αλήθεια μήπως ήρθε η ώρα να
μιλήσουν τα ξωτικά αυτά και να πουν τις δικές τους ιστορίες ....