Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Όταν ο Φίλιππας Κατσίπης εξιστορεί την έκρηξη του Κολούμπου ( 1650)

Η Παναγιά του Καλού
φώτο: Αρτεμία Αργυρού
Απόσπασμα από : Φ. Κατσίπης: Το Χρονικό της Περίσσας, Αθήνα 1958

Καθώς γράφουνε χρονώνε φυλλάδες κι’ εξιστορούνε σοφοί και διαβασμένοι, στα 1650 μετά Χριστού γεννήσεως, κι’ ανήμερα του Σταυρού άναψε και παρουσιάστηκε στο νησί μας ένα καινούριο ηφαίστειο, που το λένε του Κουλούμπου. Δεν ηξεφύτρωσε απ’ τη μεριά του παλιού Βουρκάνου, παρά ηξενέρισε από το μέσα γιαλό, που λέμε, κατά τη μεριά της Αμοργός και της Νιός. Ανάμεσα Βουρβούλου κι’ Απάνω Μεριάς.

Κι’ ετούτο είτανε το περίεργο. Το καινούργιο ηφαίστειο δεν είτανε μαύρο, σαν που είνε κ’ οι Καμένες, μα είτανε άσπρο κ’ ίσαμε ένα μεγάλο αλώνι είταν η απλωσιά του. Κι’ εχτός ετούτου, είτανε και θαυματουργό, αφού έκαμε στο νησί τέθοιες ζημιές και καταστροφές, που δεν τις είχανε κάμει άλλα παρόμοια και μεγαλύτερα ηφαίστεια.

Φωτιές και πέτρες έβγαζε και τις πετούσε στο νησί. Κι’ απ’ τον πολύν τον κίσηρα (σημ.αλαφρόπετρα)  ο γιαλός έπειξε. Κακό κι’ αντάρα γίνηκε και συμφορά μεγάλη κι’ απερίγραπτη χτύπησε το νησί μας τότες. Την ώρα του σεισμού τα σπήθια, σαν τα καράβια, που τάβρηκε φουρτούνα μπατέρνανε κι’ έπειτα πάλι ξαναρχόντουσαν στη θέση τους. Από την βρώμα πούβγαζε ψοφούσανε τα ζωντανά κι’ απ’ τα δηλητηριασμένα αέρια ο κόσμος στραβώθηκε. Τα χρυσαφικά, πούχανε στις κασέλες τους γινήκανε μαύρα, σα νάτανε μπακίρες κι’ από την δούλιαση (σημ.δουλιώ=φοβάμαι) ντου ο κόσμος εσκέφτηκε να παρατήσει το νησί και να δώκει των εμμαθιώ ντου.

«Και εβγήκεν όλος ο κόσμος, μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες από τα κάστρα κι’ από τα σπίτια με ταις άγιαις εικόνες εις τον κάμπον με πολλά δάκρυα και έλεγαν ότι έφτασεν η συντέλεια του κόσμου και εσυγχωρούσαν ο ένας τον άλλον με πολλά και πικρά δάκρυα», γράφει ένας συγκαιριανός της καταστροφής.

 Τότες η θάλασσα ηρίγλησε (σημ.ξεχείλισε) και βγήκε στη στεργιά και τάκαμε όλα σμπαράλια κι απλάϊ (πλατεία, ισοπέδωση). Χάλασε τον παλιό τον Άη – Γιώργη το Θαλασσίτη, την Αγία Ερήνη της Περίσσας κι’ απ’ την αραθυμιά της (σημ.εδώ σημαίνει αψύς, οξύθυμος) κατάπιε και το δρόμο του Καμαριού – Περίσσας που λέγαμε, πιο πάνω. Κι από τότες σβύστηκε και δεν φαίνεται.

Ακόμη και ρίμα βγάλανε, λυπητερό τραγούδι και τόλεγε ο κόσμος. Απ’ τις πολλές ξεσήκωσα δυό στιχάκια, για τα καταλάβετε κι εσείς το κακό, που γίνηκε.

Πήρεν συκιαίς, πήρεν εληαίς, επήρεν εκκλησίας
Γη Μαδιάμ τα έκαμεν όλα απ’ αληθείας.
..........
Στον τόπον, όπου είπαμεν ήγουν εις την Περίσσαν, τα μάρμαρα, που ξέχωνε, πολλά’ τανε περίσσα.

Κι ο κόσμος, απ’ την καΐλα και τα βάσανα, που τράβηξε την εποχή εκείνη, την ονόμασε και την θυμότανε με τόνομα:

Τον καιρό του μεγάλου κακού!

Μετά πολλά, τους λυπήθηκε ο Θεός κι’ ανήμερα πάλι τ’ Άη – Νικόλα, έκαμε ένα δυνατό σεισμό κ’ η θάλασσα ξανακατάπιε το νησάκι, που βγήκε απ’ τα σπλάχνα της  κ’ ησύχασε ο τόπος. Και γιαυτό δεν ξεχωρίζει κι’ ούτε φαίνεται σήμερις αυτό το ηφαίστειο, του Κουλούμπου. Δέκα οργιές λένε, πως είνε χωσμένο κάτω απ’ τη θάλασα κι’ από τότες κοιμάται, που να μην δώκει ο Θεός και ξυπνήσει ποτές του.
Και σαν ξανάρθε στον τόπο της η ψυχή των ανθρώπων κ’ ηρεμήσανε απ’ την ταραχή και τον φόβο τους, χτίσανε μιαν εκκλησιά αγνάτια απ’ το συφοριασμένο μέρος. Πολλοί σας δεν θάχετε πάει, μα σίγουρα την έχετε όλοι σας ακουστά. Είνε, η

Παναγιά του Καλού!...


Έτσι την βγάλανε οι πρόγονοί μας, γιατί η Παναγιά τους σκέπασε και τους λύτρωσε απ’ το μεγάλο κακό...»

Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...