Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Ο Καρκαβίτσας και ένας Σαντορινιός του Χθες...



Α.Καρκαβίτσας: Το διήγημα
Περιοδικό Νέα  Εστία τεύχος 595 σελ. 517 κ.εξ.
-    

      Eίδες τόνε, είδες τόνε;
-          Είδα τόνε!
-          Κι ίντα φορούσε; -
-          Άσπρη βράκα, άσπρη βράκα!
-          Κι ακόμα δεν την έβαψε; ; ;
Ο Πέτρος ο Σαντορινιός θερμαστής περνώντας καταϊδρωμένος  από τη μηχανή στην πλώρη, έριξε αδιάφορά τάχα τα λόγια του σε μερικούς ναύτες που έραπταν καθισμένοι κατάχαμα σ ένα πανί. Με τούτα θέλουν να ειπούν οι ναυτικοί πως οι Καστελορριζίτες, αφήνοντας το νησί τους για να ζητήσουν στα ξένα τύχη, φορούν άσπρη φουφουλόβρακα και τη βάφουν μόλις καλυτερέψουν τα οικονομικά τους.  Γι αυτό κάποιου ξενιτέμένου η γυναίκα, συγχνορωτά όσους γυρίζουν στην πατρίδα, όχι τόσο για την υγεία του άντρός της, αλλά για την προκοπή του και κράζει μελαγχολικά, που δεν αναγνωρίζει το ποθητό χρώμα στο φόρεμά του. Οι ναύτες τώρα στη δουλειά τους προσηλωμένοι καθόλου δεν επρόσεξαν τον θερμαστή και τα λόγια του. Ο Στελογιώργας όμως που γνώριζε πατρίδα του αυτό το ξερονήσι, αν και είχε γεννηθεί στη Νάξο, πήδηξε άξαφνα σαν να τον κέντησαν στον πισινό. Αυτόν ηθέλησε να πειράξει ο Σαντορινιός με τα λόγια του! Μα αυτός είχε συνήθεια να μη χαρίζεται σε κανένα. Ζεστό ήξερε να χτυπά το σίδερο. Και λυγίζοντας τη φωνή του σύμφωνα με την προφορά των γυναικών της Σαντορίνης ανταπέδωσε αμέσως το πείραγμα.
-          Κα μπρε το πουλι μου…. Τσ’ αν πας στο Ταιγάνι, τσ’ ερθείς με το καλό, να μου φέρεις ένα φλακί ταμπάκι…να σε γλυφκοφιλώ!
Ο θερμαστής είχε το ένα πόδι στη σκάλα κι ετοιμαζόταν να βάλει και το άλλο .  Πήγαινε να αλλάξει τα βρεμένα ρούχα του. Ακούοντας όμως του ναύτη τα λόγια πισωπάτησε αλαφιασμένος σαν να είδε το φίδι εμπρός του: Α! μα αυτό ήταν πάρα πολύ…!! Τι ήθελε να ανακατέψει τις γυναίκες μας στα πειράγματά του ο Στελόγιωργας;
Ναι αληθινά και η μάνα του έβαζε ταμπάκο και η αδερφή του, συνήθεια του τόπου. Με τούτο όμως δεν θα πει πως η γυναίκα εκεί άλλαξε όλως διόλου. Πως από τα στολίδια και του ρούχα και τα συγύρια του σπιτιού της προτιμά ένα φλασκί ταμπάκο.
Ο Θερμαστής κοίταζε κατάματα τον ναύτη, να γνωρίσει, αν τα είπε με κακό σκοπό τα λόγια του, να τον προσβάλει στα αληθινά. Ξέρουν όλοι μέσα στο καράβι πως αυτός δεν τις δέχεται εύκολα  τις προσβολές. Είδε όμως το πρόσωπό του να λάμπει από ειλικρίνεια, γνώρισε στα μάτια του άδολη τη χαρά που κατόρθωσε να τον θυμώσει τόσο εύκολα. Έφτυσε δυο – τρεις φορές στα πόδια του, έσκασε τα γέλια και άρχιζε να αναζητά στη μνήμη του τόσο άλλα ανέκδοτα που έχουν για τους Καστελορριζίτες οι ναυτικοί. Αθέλητα όμως πειράχτηκαν τα νεύρα του και το μυαλό σταμάτησε απότομα, όπως σταματά η μηχανή το βαπόρι μ ένα κατέβασμα της λάμας. Δεν δούλευε καθόλου π ανάθεμά το. Διάβαιναν εμπρός του πλήθος τα πειράγματα, όμως κουλουριασμένα σαν αρμαθιά χελιών που δεν γνωρίζεις που η ουρά τελειώνει και που αρχίζει το κεφάλι. Θυμήθηκε τη χαρά του πεθερού, όταν είδε το γαμπρό του ξεβράκωτο:
-          Γεια σου καλέ γαμπρέ, που θα χορτάσεις το καημένο το κορίτσι μου !  Ξεχώρισε τη μονάκριβη συκια που έχει το νησί και μνημόνευέτε την σε όλα τα προικοσύμφωα. Μα δεν είχε πρόχειρα τα λόγια τους: - Γράψε, γράψε, ! – Γράψε …. – Και τι να γράψω; - Γράψε ένα κλωνί  συκιά περ πονέντε!
Μα εκεί που έμενε έτσι αφαιρεμένος και φουρκισμένος που δεν τον βοηθούσε η γλώσσα, είδε άλλο ναύτη, έναν γέροντα χοντροκαμωμένο και καοτράχαλο να γελά πονηρά και κάτι να ψυθιρίζει στον Καστελορριζίτη. Βέβαια, του θύμιζε κάποιο πείραγμα της Σαντορίνης  αυτό το καβοντόγιο. Μα τι θέλουν οι άλλοι και ανακατώνονται στις κουβέντες τους! …σκέφτηκε!
Και παίρνοντας την προφορά που έχουν οι Βαρνιώτες της Θράκης με την περιφρόνηση που τρέφουν οι Ασπροθαλασσίτες ναυτικοί για τους Μαυροθαλασσίτες συναδέλφους των. :
-          Μ αφείς που μ αφείς, είπε αλλάζοντας κατά τη φράση και τη φωνή από τον τρυφερό γυναικείο στο βάναυσο αντρίκιο τόνο ….
-          Να φύω θω!
-          Και που απάγεις και που απάγεις! ?
-          Στο Μπαλτζίκι
-          Αχ στα χαμένα νερά !
-          Και πότε θα ακούσω τις χαλκαδένιες σου να κάνουν γράντα γράντα ; ;

Υ.γ. καλλιστορώντας:  Μέσα σε δυο αράδες, ο Καρκαβίτσας στο απόσπασμα από το Διήγημά , προσδιορίζει ηθογραφικα΄στοιχεία μιας άλλης εποχής των Σαντορινιών: την γλώσσα, το λακριντί, το δίστιχο πειραχτικό, τη σχέση του ναύτη Θηραίου με τον τόπο του, τη σχέση αντρών γυναικών, την ανάπτυξη της Σαντορίνης εξ αιτίας και της ναυτικής της ιστορίας …

Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...