Απόσπασπασμα από το βιβλίο του Φ. Κατσίπη : " Το Χρονικό της Περίσσας"
Δεύτερη νύχτα που ξυπνούσε απο υπνοταραχή ο Γεράσιμος ο Μπάιλας. Κι ίδιο
το όνειρο που έβλεπε και τίς δυο τούτες τις νύχτες. Η Παναγιά ήταν που
τον καταξίωνε με την παρουσία της, αυτόν τον ταπεινό κι απονήρευτον
άνθρωπο του Θεού. Όμως , αλλιώτικη ήταν την κάθε φορά που ερχόταν κι
έσκυβε πάνω απο το προσκεφάλι του η Μεγαλόχαρη. Ντυμένη στα μαύρα,
γυναίκα αγγελικιά και πάγκαλη την πρώτη-λαμπροστολισμένη την άλλη,
λουσμένη απο δόξα επουράνια, έτσι όπως είχε μάθει να την προσκυάη και να
την τιμάη πάντα του ο ταπεινός ο Γεράσιμος. Κι η λαλιά της , να στάζη
γλύκα ανείπωτη- έτσι που δε μπορούν να μιλουν του Θεού τα πλάσματα, αλλά
μονάχα οι άγγελοι στα επουράνια.
Τα ίδια λόγια του είχε πει και τις δύο φορές η Μεγαλόχαρη:
-Γεράσιμε , άμα θα σηκωθής , να πας στο χωράφι σου που έχεις στην
Περίσσα. Άμα σκάψης εκεί δα- εγώ θα σου δώσω, σαν έρθη η ώρα , τα
σημάδια που πρέπει - θα με βρής θαμμένη σε μιά παλιά εκκλησία μου.
Τρεμούλιασε του φτωχού του Γεράσιμου το φυλλοκάδρι, που την είδε και την
άκουσε. Πως γινόταν να τον καταξιώνη έτσι με τον ερχομό της η
Μεγαλόχαρη; Αυτόν , έναν ταπεινό γαϊδουρολάτη, που ζούσε τη φτωχοφαμελιά
του, εκεί πέρα, στη Μέσα Γωνιά, την Επισκοπή όπως τη λένε σήμερα, της
Σαντορίνης...Μέρα έμπαινε, μέρα έβαινε, να πετσοκόβεται και να
κοψομεσιάζεται, ο δόλιος, πότε με το "χτήμα" του- τον υπομονετικό του
γάϊδαρέλο-και πότε με το χωραφάκι του , δυό τρείς ζευγαριές
αμπελοχώραφο, που το είχε κεί δα να , στον κάμπο της Περίσσας.
Την πρώτη φορά που είδε σε όνειρό του την Παναγιά ο Γεράσιμος, είπε πως
μπορούσε να ήταν και της φαντασίας του γέννημα. Δεν έκανε τίπο' απ' όσα
του ορμήνεψε η Παναγιά, μήτε κι είπε γιά κείνο που είχε δει κανενού
κουβέντα. Μα σαν ξανάδε το άλλο βράδυ τη Μεγαλόχαρη στον ύπνο του, και
του είπε και του λάλησε ξανά τα ίδια με την πρώτη φορά τα λόγια, ο
Γεράσιμος ο Μπάιλας μούσκεψε απ' τον ίδρο και το φόβο κι η καρδιά το
πετούρισε παράξενα. Δεν άργησε να πάρη την απόφαση του.
-Θα πα να το στορήσω στον παπα-Μακάριο το όνειρο που είδα, μονολόγησε.
Με προσοχή τον άκουσε ο γέροντας-γέροντας , να πης, δέν ήτανε, νέος
ακόμη στα χρόνια, με κοντό σγουρογένι, μα όλοι τον σέβονταν και τον
αγαπούσαν , γιατί ήταν αληθινά "ποιμένας ψυχών"
ο παπα-Μακάριος ο Μεντρινός. Κι άμα τέλεψε να του ανιστορή τ' όνειρο του
ο γαιδουροζευγολάτης- ο Γεράσιμος ο Μπάιλας μ'άλλα λόγια- έκατσε και
του απολογήθηκε ο παππάς.
-Σημαδιακό τ'όνειρο όπου είδες, Γεράσιμε. Μακαρισμένος ο δούλος του Θεού
που τον καταξιώνει η Μεγαλόχαρη με την παρουσία της .Αναρωτιέσαι γιατί
ήσουν εσύ που ξέλεξε ανάμεσα απ' τα τόσα πλάσματά της η Μεγάλη Κυρά τον
Ουρανών...Τι που είσαι γαϊδουρολάτης ταπεινός κατά το που το στοχάζεσαι,
ευλογημένε; Ίσα ίσα που στις ταπεινές ψυχές κι αμόλευτες πάει κι
ακουμπάει το χέρι της η Μεγαλόχαρη. Σημαδιακό τ'όνειρο της που σου
'πεψε. Μεγάλη η χάρη σου, που θα'σαι του λόγου σου κείνος που θα την
ανασύρης στο φως απο κει όπου βρίσκεται θαμμένη.
Έσκυβε ακούγοντας τον το κεφάλι ο φτωχός γαϊδουρολάτης. Κι η καρδιά του
πήγαινε να σπάση στο στερνό του. Μα όχι, να πής ,απο περηφάνια. Του Θεού
τα πλάσματα -να, σαν τούτο εδώ , το Γεράσιμο το Μπάιαλα-δεν πέφτουνε σε
τέτοια κρίματα , η καρδιά τους απομένει πάντα καθαρή, ολοκάθαρη, σαν το
σμαραγδένιο το νερό και σαν το διάφανο το κρούσταλλο. Δεν το' λεγε να
πιστέψη στ' αυτιά του με τα όσα άκουγε να του λέη ο παπα-Μακάριος- του
ερχόταν ίδια ταραχή όπως και τις δυο περασμένες νύχτες, που είχε δει το
όνειρο. Μα για να το λέη ο γέροντας, έτσι θα'τανε. Τον άκουσε , απ'
αντίκρυ του που καθόταν , ν'αποσώνη την ίδια στιγμή το λόγο του ο
παπα-Μακάριος:
-Θα νηστέψης, ούλες τούτες τις μέρες (Λαμπρόσκολες είχανε), Γεράσιμε ,
κι αποβδόμαδα, με του Θεού τη δύναμη και της Παναγιάς τη χάρη, θα πάμε
να λειτουργήσουμε στην Κατευχιανή. Κι απέ θα κατεβούμε στην Περίσσα,
εκεί όπου στέκει το χωράφι σου, να σκάψουμε και να την ανεύρουμε ,εκεί
όπου βρίσκεται θαμμένη η Μεγαλόχαρη
Νύχτα ήταν ακόμα που ξεκίνησε ο Γεράσιμος ο Μπάιλας- ξημέρωνε η μέρα που
του είχεν ορίσει ο παπάς του. Είχε μηνύσει και σε πεντ' έξι άλλους
χωριανούς-άνθρωποι του Θεού όλοι τους σάν κι αυτόν και τον παπα-Μακάριο-
και με τα λαδοφάναρα στα χέρια για να φέγγουν μες στη νύχτα, πήγαν κι
αντάμωσαν στους παπά μπροστα στην πόρτα. Είχανε πάρει μαζί τους και τρία
ζωντανά, το ένα για να καβαλικέψη ο γέροντας, στ' άλλα φόρτωσαν την
κουμπάνια τους και τα σύνεργα που θα τάχανε χρεία για να σκάψουν το
χωράφι. Κι όλοι μαζί, ξεκίνησαν μέσα στη νύχτα.
Δίχως να μιλούν στο δρόμο- μοναχά ο παπάς ψαλμουδούσε καθώς
πήγαιναν-φτάσανε στο Καμάρι, πήρανε την ανηφόρα και κατηφόρισαν ξανά
κατά τη Σελλάδα. Κόψαν απ' το μονοπάτι της Κατευχιανής, της εκκλησιάς
που είναι χρισμένη στην κουφάλα του βουνού. Άμα σταθής στην αυλή της ,
το μάτι σου φτάνει ίσαμε πέρα μακριά στον κάμπο κι απο κει συνέχεια ως
την αμμουδιά, που απλώνει σα δαντέλα την ακρογιαλία της , να την
γλυκοφυλάη μέρα νύχτα το κύμα. Ο κάμπος, η θάλασσα και το βουναλάκι του
Κάτω Άι-Λιά με τους ανεμόμυλους. Κι ανάμεσα σ' όλο τούτο το πανόραμα,
σκορπισμένα τα καρπερά τ' αμπελοχώραφα και τα ταπεινά και αθώρητα
ξωκλησάκια του Νιμποριού.
Σαν έφτασαν στην Κατευχιανή, προσκύνησε ο παπα-Μακάριος με τη συνοδεία
του, ύστερα μπήκε στο ιερό μονάχος και ντύθηκε τα άμφιά του. Λειτούργησε
κανονικά με τη μελωδική φωνή του, άφησε ν'ανεβή ως τα ουράνια η πρωινή
τούτη δέησή του. Κι οι λιγοστοί πιστοί που τον συντρόφευαν σ' αυτήν ,
σκύβοντας όλη την ώρα ταπεινωμένο το κεφάλι , παρακαλιόνταν στη χάρη
Της, να φανή σ' ότι είχαν να τελέψουν σε λίγο , οδηγημένοι απ' την
ορμήνια της και την παράστασή της.
Ο Γεράσιμος είχε απομείνει στον αυλόγυρο της Κατευχιανής. Δεν είχε
στασιό μέσα στην εκκλησιά απ' την απαντοχή του. Κι απο κεί όπου έστεκε,
αλάργευε τη ματιά του, την έφτανε και την ακουμπούσε στο χωραφάκι του
απά, σαν κάτι να περίμενε να ξεπροβάλη απο κεί, κάτι που πολύ το ήθελε
και το λαχταρούσε. Η ίδια η Παναγιά του το'χε πει στ' όνειρο του. Πως
σάν θα έφτανε ο Γεράσιμος στο χωράφι του, Εκείνη θα τον οδηγούσε και θα
τον ορμήνευε. Κι έτσι όπως έστεκε, με τ' όνειρο όλη την ώρα στο νού και
στην καρδιά του, είδε να λαμπιρίζη ανάμεσα απο τους σβώλους τα χώματα
μια φωτεράδα, μια λαμπερή φωτιά, ίδια σαν αυτές που ανάβουν ανήμερα στη
γιορτή του Αι- Γιάννη.
-Παπα-Μακάριε...πατριώτες...Τρεχάτε να δήτε τα σημάδια που μας πέμπει η Μεγαλόχαρη!
Του ήρθε να ξεφωνίση την ίδια στιγμή , του δόλιου. Μα δε φώναξε, δε
σάλεψε κάν τα χείλη του , για να μην τους αναταράξη στην ώρα της
λειτουργίας. Και μονάχα σαν αποτέλειωσε τα «γράμματα» ο παπάς
και στρώθηκαν όλοι στην πεζούλα της Κατευχιανής για να βάλουν μια
μπουκιά ψωμί στο στόμα τους και να στυλωθούν, τότε κάθισε κι ο Γεράσιμος
και τους ιστόρησε τα όσα είχε δει πριν λίγο στο χωράφι του. Κι όλοι
μαζί σταυροκοπηθηκαν με πίστη και κατάνυξη.
Η μέρα είχε ροδίσει πια για καλά, σαν έφτασε όλη η συνοδεία στο χωραφάκι
του Γεράσιμου του Μπάιλα. Πρώτος ο παπα- Μακάριος ξεντύθηκε το ράσο
του, χάραξε με την αξίνα το σημείο του σταυρού απά στο χώμα και χτύπησε
την πρώτη πελεκιά. Απόκοντα, άρχισαν να σκάβουν , ψυχωμένα όλοι, με τις
αξίνες τους. Κι εκεί που χτυπούσε κι έσκαβε με τη δικιά του ο Μπάιλας,
σκόνταψε το σίδερο σε μια σκληράδα. Και μια σπίθα πετάχτηκε την ίδια
στιγμή απ' τη σκληρή την πέτρα. Χτύπησε απανωτά κι άλλες φορές ακόμα ο
Γεράσιμος. Η Παναγιά η Παρθένα καταξίωνε για άλλη μια φορά την πίστη
του. Λίγο ακόμα ,και μεσ' απο τα χώματα ξεπρόβαλε ένας σπασμένος
μαρμάρινος σταυρός, μ' ένα σωρό σκαλίσματα, λουλούδια κι αγκάθια ολόγυρά
του.
Πήγαν να τρελαθούν όλοι απ' τη χαρά τους.Κι έπεσαν με δάκρυα ,ο ένας
στην αγκαλία του άλλου και φιλούσανε σαν τρελοί ο ένας τον άλλον.
Σ'εκείνον τον τόπο, καταπάνω στο χωράφι του Γεράσιμου του Μπάιλα,
χτίστηκε η Παναγιά της Περίσσας. Απ' τη μεριά του κάμπου , απλώνονται ,
χαρά Θεόυ , τ' αμπέλια και τα χωράφια- απ' τη μεριά του Κρητικού πελάγου
πάλι, ξεδιπλώνεται σμαραγδένια η θάλασσα. Περίλαμπρη τούτη η εκκλησιά ,
αέρινη, λες και δεν ακουμπάει σε γη, με τους πέντε κατάλευκους,
χιονάτους κουμπέδες της- δέηση παντοτεινή στη χάρη της Μεγαλόχαρης. Το
παράξενο είναι , πως τούτη τη θαυμαστή την εκκλησιά δεν την έχτισε
κανένας φημισμένος τεχνίτης, σπουδασμένος σε σοφά σχολειά, παρά ένας
άξιος χτίστης, πρωτομάστορας, Ιωάννης Σαλίβερος τ' όνομά του και το
παρατσούλι του Μπατζάνης. Το πως μπόρεσε και τη στέριωσε μια τόσο
θεόρατη εκκλησιά πάνω στην άμμο, αυτό , μονάχα ο Θεός κι η Παναγιά το
ξέρουν και το ορίζουν. Εκείνο που θα' πρεπε να πούμε ακόμα πρίν τελέψη η
αληθινή τούτη ιστορία , είναι πως πλάι στο Σταυρό, βρήκανε και την
εικόνα της Μεγαλόχαρης, μικρή σαν μια σύνοψη και σκεπασμένη ολάκερη απ'
ασήμι. Τούτη την εικόνα την έκλεψε κάποιος Μποργιανός-γιατί να πούμε το
όνομά του; κρίμα θα'τανε, του φτάνει η ντροπή που σόδιασεν απάνω του με
την πράξη του ετούτη-που όσα χρόνια την είχε στα χέρια του, άσπρη μέρα
δεν είδε ούτ' αυτός ούτ' η φαμελιά του. Ώσπου είδε κι απόδε ο
συφοριασμέονς και τη γύρισε πίσω.
Οι σεισμοί που συνταράξανε και ξεθεμέλιωσαν πριν λίγα χρόνια τ' όμορφο
νησί της Σαντορίνης, ρίξανε συντρίμμια και την Παναγιά της Περίσσας, τη
βούλιαξαν εδά κει στο χώμα, γίνηκαν θρύψαλα οι αέρινοι, χιονάτοι
κουμπέδες της. Μα η Μεγαλόχαρη καρτεράει να βρεθούν χέρια ανθρώπινα και
καρδιά χριστιανή, για να την ανασηκώσουν στην ίδα πάλι τη μεριά , πιο
όμοφρη και πιο σεβαστική απ' ότι ήταν πριν να γκρεμιστή.