φώτο: Αρτεμία Αργυρού |
«…Και απίτης επογεύτημε όλοι εμαζοκτήκαν
και εις το μύλον στο δροσό πολλοί απ' εμάς διαβήκαν
Και στην γαλήνη πάντοτε πολλοί απ' εμάς θωρούμεν
και μερικοί εφοβούντανε και μεις τους εγελούμεν…»
Που την μπονάτζα κι αουλιάς οι μύλοι δεν γυρίζουν
κι όσοι δεν είχασι ψωμί όλοι τους μουρμουρίζουν»
Απόσπασμα από Έμμετρη λαική αφήγηση της έκρηξης του 1650 του Κολούμπου
Μιας και σε προηγούμενη ανάρτηση λακριτίσαμε για λίγο τα των
μύλων ας δούμε τι λέει χαρακτηριστικά το
βιβλίο : « Η Σαντορίνη που χάνεται
όπως τη βλέπουν οι μαθητές της Α Γυμνασίου 1985 – 1986[1]»
«Οι μύλοι
Σε τοποθεσίες, που
είναι εκτεθειμένες στους αέρηδες, που είναι συχνοί και δυνατοί στη Σαντορίνη,
συναντάει κανείς πολλούς μύλους. Άλλοι είναι σχεδόν ερείπια, άλλοι μισοκατεσταμένοι,
άλλοι έχουν επισκευαστεί και έχουν αξιοποιηθεί τουριστικά.
Ανεμόμυλοι:
Κατάλοιπα μιας άλλης εποχής, που οι κάτοικοι του νησιού με τα γαϊδουράκια τους
φορτωμένα με σακιά γεμάτα σιτάρι ή κριθάρι έτρεχαν για να αλέσουν και να πάρουν
αλεύρι.
Ο μύλος ήταν
κατασκευασμένος από ηφαιστειακές πέτρες , που τις έχτιζαν με χώμα, νερό και
ασβέστη. Ήταν στρογγυλός, 6μ. ψηλός, ενώ η εξωτερική περιφέρεια της βάσης του
ήταν 30μ. Ο μύλος ήταν χτισμένος πάνω στον «τράλικα», μια κυκλική πλατιά βάση
που ήταν θεμελιωμένη μέσα στη γη. Το ύψος του τράλικα από την επιφάνεια της γης
ήταν 1-150μ. ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους. Έτσι, για να φτάσεις στην
είσοδο του μύλου, έπρεπε ν’ ανέβεις σκαλάκια.
Ο «τράλικας» εσωτερικά ήταν κούφιος, σχημάτιζε μία σπηλιά. Εκεί έμενε ο
μυλωνάς. Στη σπηλιά έμπαινες από μία πόρτα, που ήταν ανοιγμένη στον τράλικα. Η
σπηλιά επίσης συνδέονταν με το εσωτερικό του μύλου με μια εσωτερική σκάλα.
Η σκεπή του μύλου, η «κουκούλα» ήταν φτιαγμένη από άχυρα. Λίγο πιο κάτω από την
κουκούλα εξείχε ένα ξύλο, ο «άξονας», που πάνω του ήταν προσαρμοσμένες
δώδεκα ξύλινες «αντέντες» σε κυκλική διάταξη. Σχημάτιζαν μια ρόδα, μια και
συνδέονταν μεταξύ του με σκοινί. Κάθε αντέντα είχε μήκος 5,80μ. και πάνω της
ήταν αναρτημένος μουσαμάς, ανθεκτικό πανί για να μη σχίζεται από τους ανέμους.
Όταν ο μύλος δούλευε, τα πανιά ήταν σηκωμένα, ενώ, όταν δε δούλευε, ήταν
μαζεμένα.
φώτο: Αρτεμία Αργυρού |
Δεξιά της
εισόδου του μύλου, υπήρχε η «καταπακτή», που συνέδεε το μύλο με τη σπηλιά, ενώ
αριστερά μια σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο του μύλου. Η σκάλα ήταν
κυκλική , χτισμένη από πέτρες και αποτελείτο από δώδεκα σκαλιά. Κάθε σκαλί ήταν
20 εκατοστά φαρδύ, είχε 45 εκατοστά μήκος και 20 εκατοστά ύψος. Στο υπόγειο του
μύλου άφηναν τα τσουβάλια που ήταν για άλεσμα. Στον πρώτο όροφο βρίσκονταν όλα
τα εξαρτήματα, με τα οποία ο μύλος λειτουργούσε, και φωτιζόταν από τέσσερα
μικρά παράθυρα.
Καθώς
οι αντένες γύριζαν με τη δύναμη του ανέμου, έθεταν σε κίνηση τον άξονα, που με
τη σειρά του κινούσε την «ανέμη». Η ανέμη ινούσε το «καταμούχλι», τα «εξάρτια»,
τα εξάρτια τις «μυλόπετρες», δυο μεγάλες στρογγυλές πέτρες, που ανάμεσα τους
έβαζαν το σιτάρι ή το κριθάρι για άλεσμα. Στο κέντρο υπήρχε μια τρύπα, η
«φάκα», απ’ όπου έπεφτε το αλεύρι στο ισόγειο του μύλου και συγκεντρώνονταν στη
«σέσουλα», είδος μπαούλου. Ο μυλωνάς δεν πληρώνονταν με χρήματα γι το άλεσμα,
παρά έπαιρνε το 10% του αλευριού. Η αμοιβή του αυτή λέγονταν «αξάι».»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου