Του καπετάνιου Απόστολου Ποταμιάνου, γενικού γραμματέα της Λέσχης Αρχιπλοιάρχων, μέλους του ΝΜΕ
Από τα ιδιόχειρα απομνημονεύματα ενός μάστρο-Γιάννη που ο πόλεμος τον ήθελε καπτά-Γιάννη...
Γράφει: "Αναγκάστηκα να αγοράσω πλεούμενο γιατί ποιος θα παράγγελνε έπιπλα μες την κατοχή
που ο κόσμος πέθαινε στην πείνα. Τρεχαντήρι μεγάλο το έφερα στην Αρμένη στο καρνάγιο του μάστρ'-Αντώνη και το πολεμούσα ο ίδιος με ένα καρφά. Ένα μαγαζί ξύλα και ένα μήνα χρειάστηκα για να γίνει όπως ήθελα. Μου έκοψε καινούργια πανιά στην ταράτσα της μάνας μου ο Αρναούτης, φίλος του μακαρίτη του πατέρα μου, ο ίδιος μου έφτιαξε και καινούργια αρματωσιά".

Έχοντας λοιπόν το τρεχαντήρι ταξίδευε στα νησιά των Κυκλάδων και αντάλλαζε τα προϊόντα του. Έδινε κρασί και έπαιρνε πατάτες και κρεμμύδια. Έδινε ντοματοζούμι (ντοματοπολτό) και έπαιρνε τσουκάλια από τη Σίφνο ή τυριά από τη Νάξο και ούτω καθ'εξής. Μετά απο ένα ταξίδι έφτασε ασφαλής και έδεσε στο μόνιμο ρεμέτζο του τρεχαντηριού που ήτανε στον Άγιο Νικόλαο τον Περαματάρη στο Διαπόρι. ήταν χειμώνας και βαρύς χειμώνας, κρύο και παγωνιά και από πάνω η φοβέρα της Γερμανικής μπότας. Αποφάσισε πάντα μετά από συνεννόηση με τη γυναίκα του να αφήσει λίγο να περάσει η βαρυχειμωνιά και να συνεχίσει τα ταξίδια. Το τρεχαντήρι το έβλεπε πάντα απο το παραθυρο της κρεββατοκάμαρας. Πάντα φοβόταν γιατί με το γύρισμα του καιρού τα βελόνια του τιμονιού ίσα ίσα περνούσαν απο το βραχο της μεγάλης στεριάς όπως έλεγε.
Γραφει: "Μια βραδιά της βαρυχειμωνιάς κοιμόμουνα με τη λάμπα του πετρελαίου ίσα που άναβε. Μετά τη δύση του ηλίου απαγορεύοταν η κυκλοφορία απο τους Γερμανούς και καλό ήτανε να μην υπάρχει ούτε και φως στο σπίτι διότι κανανε περιπολίες και ποτέ δεν ξερεις. Είχαν βρει και κρασί μπόλικο στο νησί και σχεδόν πάντα ήτανε πιωμένοι. Κάποια στιγμή με σκούντισε η γυναίκα μου "σήκω Γιάννη ακούω πατήματα πάνω στη ταράτσα". Σηκώθηκα, αφουγκράστηκα και πράγματι άκουσα ή νόμισα ότι άκουσα βήματα ανθρωπου που δεν ήξερε τα κατατόπια του σπιτιού. Η νύχτα ήταν θεοσκότεινη. Δεν είχα και κανένα σκύλο να γαυγίσει αλλά πάλι σκέφτηκα ότι και να είχα θα τον είχαν φάει οι Ιταλοί που είχαν καταλάβει το νησί πριν απο τους Γερμανούς όπως φάγανε και την γάτα μας την Ομορφούλα. Κάποια στιγμή ακούστηκε χτύπημα σιγανό στην πόρτα. Η γυναίκα μου με τραβούσε να μην ανοίξω όμως σκέφτηκα ότι και να μην άνοιγα ο άγνωστος θα εξακολουθούσε να χτυπά μέχρι να ανοίξω οπότε θα ήταν δώρο άδωρο. Δειλά άνοιξα την πόρτα. Παρουσιάστηκε ένας άντρας γύρω στα πενήντα, ψηλός, κουκουλωμένος λόγω κρύου, άγνωστος, ντόπιος δεν πρεπει να ήταν μισοκρυμμένος πίσω απο την πόρτα και το σκοτάδι. Τον κάλεσα μεσα, δεν ήθελε να μπει. Ψιθυριστά μου είπε "Η αντίσταση της πατρίδας στο κατακτητή ζητά τη βοήθεια σου". Τον ρωτώ: "και ποια είναι αυτή η βοήθεια;". Μου λεει: "Την ημέρομηνία και ώρα που θα σου πω να πας με το καίκι μόνος σου, το τόνισε ιδιαίτερα μόνος σου, 3-4 μίλια ΒΔ του νησιού στο ύψος του Κάθαρου και προς τη Νιο να παραλάβεις 12 κομάντος που θα τους φέρει ένα υποβρύχιο. Θα τους κρύψεις στα χαλάσματα του Κάθαρου, θα του φροντίσεις για να μη τους λείψει φαγητό και νερό για περίπου 15 μέρες και θα σε ξαναειδοποιήσω να τους πάς στο ίδιο μέρος που τους παρέλαβες και ένα άλλο υποβρύχιο θα περάσει να τους πάρει. Η πατρίδα ξέρει ότι δεν έχεις και μεγάλο πρόβλημα με το φαγητό τους. Χρειάζεται μεγάλη μυστικοτητα γιατί κινδυνεύουν πολλές ζωές αν μας πάρουν χαμπάρι οι Γερμανοί. Δεν μου άφησε περιθώρια να σκεφτώ. Απάντησα πως θα κάνω το καλύτερο. Δεν ήταν αρκετή η απάντηση μου. Με πίεζε θέλοντας μια απάντηση ξεκάθαρη. Τότε του απάντησα ναι. Τον ρώτησα πως τον λένε. Η απαντηση του ήταν πως σε αυτές τις δουλειές κανεις δεν έχει όνομα, δούλευουμε όλοι με την καρδιά μας χωρίς προσωπικά όνοματα στο όνομα του Θεού και της λευτεριάς της πατρίδας μας. Από τη μικρή μας κουβέντα, κατάλαβα, μου λεει, ότι η εκλογή μας ήταν σωστή για το άτομο σου. Θα σε ειδοποιησω ξανα ο ίδιος, όταν έρθει η ώρα να είσαι έτοιμος. Προσπάθησα να του πω πως να φύγει με ασφάλεια, μου είπε ότι ήξερε τα κατατόπια, μου έσφιξε το χέρι και έφυγε αθόρυβα. Εκλεισα την πόρτα, η γυναίκα μου ήθελε να μάθει ποιος και τι. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να πω ψέμματα και να τελειώσει το θεμα, ύστερα σκέφτηκα όταν θα τους έκρυβα πως θα εφεύγα απο το σπίτι μου νυχτιάτικα, φορτωμένος με φαγιά, που θα έλεγα ότι πάω; Και θα ήταν χειρότερα. Αναγκάστηκα να της πω την αλήθεια.
Συζητούσαμε μέχρι το πρωί τις δυσκολίες και τους κινδύνους. Υπολογίσαμε πόσες μέρες έπρεπε το τρεχαντήρι να είναι δεμένο στο ρεμέτζο του μέχρι να τελειώσει όλη η επιχείρηση, 20 μέρες το λιγότερο. Πως θα δικαιολογούσα στους δύο ανθρώπους που είχα στο τρεχαντήρι την καθυστέρηση, που περίμεναν πότε θα φύγουμε να εξοικονομήσουν κουμπανιές για τα σπίτια τους; Στο σημειο αυτό με βοήθησε η γυναίκα μου. Μου είπε: " όσο αφορά την καθυστέρηση αναχώρησης θα προφασισθείς αρρώστεια, όσο αφορά δε στους ανθρώπους του καϊκιού θα τους βοηθήσουμε από τις δικές μας κουμπανιές. Τουλάχιστον οι πρώτες δυσκολίες γρήγορα ξεπεράστηκαν και ανάσανα. Ξάπλωσα γιατί έκανε κρύο και θέρμανση δεν υπήρχε. Η γυναίκα μου έφτιαξε ένα βραστάρι από φασκομηλιά, χωρίς ζάχαρη βέβαια, να ζεσταθούμε λίγο. Ξάπλωσα αλλά δεν μου κολλούσε ύπνος, όσο περνούσε η ώρα καταλάβαινα πόσο δύσκολο ήταν αυτό που ετοιμαζόμουν να κάνω σε ένα χωριό ενός νησιού με όλους τους κατοίκους γνωστούς, ελάχιστοι το τονίζω ελάχιστοι, πολύ ελάχιστοι λόγω της πείνας είχαν αποκτήσει κακό όνομα, κάτι το οποίο εγώ προσωπικά δεν πίστευα. Πλην όμως έπρεπε να τους προσέχω περισσότερο. Κακός σύμβουλος η πείνα και το κρύο και οι υποχρεώσεις προς την οικογένεια. Ξημέρωσε, άρχισε να κλαίει το μωρό. Η Ειρήνη,η γυναίκα μου, το σήκωσε, το έπλυνε, το άλλαξε, το φάσκιωσε και περίμενε τα κλαδιά για να γίνουν κάρβουνα για να βράσει το γάλα του και εγώ τη βοηθούσα όσο μπορούσα. Κουνούσα το μωρό στα χέρια μου, αλλά ήμουν άγαρμπος όπως έλεγε η Ειρήνη.

Οι τρεις πρώτε μέρες πέρασαν αργά και βασανιστικά. Ετοιμάσαμε με την γυναίκα μου τα φαγητά, το νερό και τον καπνό με τα τσιγαρόχαρτα και απο το δρόμο που είχα διαλέξει τα πήγα. Πλησιάζοντας διέκρινα δυο σκοπούς στο ύψωμα μάλλον δικούς του αλλά όλο και είχα το φόβο μήπως και είναι Γερμανός. Με προσοχή κατέβηκα στο Κάθαρο. Με πλησίασε κάποιος, ο αρχηγός τους πρέπει να ήταν και πηρε τα τρόφιμα. Του εξήγησα με νοήματα ότι είδα τους σκοπούς οπότε έγινε θηριο ανήμερο, τότε τον άκουσα να μιλάει σε ξένη γλώσσα, πρώτη φορά, πρεπει να τους έβριζε. Με ευχαριστησε με νοήματα μου έδωσε να καταλάβω ότι ήθελαν κανενα τσιγάρο παραπάνω, του είπα "no problema", επίσης του ειπα και του έδειξα με τα δάκτυλα μου "topo tre jorni" έδειξε πως κατάλαβε. Με φίλησε, μου ανέβασαν τα άδεια σταμνιά απάνω στο ίσιωμα και έφυγα για το σπίτι μου χωρίς πρόβλημα. Ο καιρός περνούσε χωρίς τίποτα το ξεχωριστό. Η πεινα χιεροτερευε, η βοήθεια που έδινε περιορίστηκε. Η στεναχώρια μου μεγάλωνε. Αρχισε και έλλειψη σε καυσόξυλα καιότι πόρτες και παράθυρα υπήρχαν σε παλιά σπίτια τις έβγαζαν για να τις κάψουν. Δεν μου έκανε όρεξη όχι μόνο να φάω αλλά ούτε να ξυριστώ. Είχα γίνει σαν παπάς. Μόνο με την γκρίνια της γυναίκας μου ότι δεν πρέπει να με βλέπει έτσι το μωρό γιατί μπορεί να στεναχωριέται, ξυρίστηκα. Αφου πέρασαν αρκετές μέρες σκέφτηκα να πάω να ανοίξω το μαγαζί μου μήπως μάθω και τίποτα.
Το κρυο ήταν τσουχτερό, πολυς αέρας. Αρχισα να υποψιάζομαι τους πάντες όποιον έβλεπα. Οταν άνοιξα το μαγαζί πολλοί ήρθαν να με δουν και με ρώτησαν πως και δεν έκαναν κανένα ταξίδι. Τους είπα για την αρρώστει αμου, ψευτόβηχα κιόλας, αλλά τους είπα πως ο πυρετός με είχε μαινάρι και δεν αισθανόμουν τα κουράγια μου για ταξίδι. Αφου έμεινα μόνος και προσπαθούσα να συμμαζέψω λίγο, μπαίνει ένας άντρας με τραγιάσκα γύρω στα πενήντα με καλημερίζει και μου λεει: "με γνωρίζεις; με θυμάσαι;". Του απαντώ "όχι". Μου εξήγησε με δύο λόγια και μου λεει "η πατρίδα σου στέλενει μήνυμα να πας απόψε νατους πάρεις και την ίδια ώρα να τους πας στο ίδιο που τους πήρες, θα περάσει υποβρύχιο να τους πάρει. Καλή τυχη και ο Θεός μαζί σου" και εφυγε. Εκλεισα γρήγορα το μαγαζί και γύρισα σπίτι. Οποιον έβλεπα στο δρόμο, έλεγα πως δεν αισθάνομαι καλά και γυρίζω σπίτι. Την κανονική ώρα πάλι βρισκόμουν με το τρεχαντήρι ανοιχτά του Κάθαρου. Σκεπτόμουν πως να τους ειδοποιήσω. Σκοτάδι πίσσα, συννεφιά και ψιλοέβρεχε, μάλλον στούπιζε. Μαγκάρισα το πανί, όσι με έπαιρνε και πλησίαζα στην αμμουδιά. Είχα μαζί μου ένα φακό που έφεγγε σαν κολοφωτιά. Τον άναψα πάντα με τον φόβο μη δεν δει κανενα μάτι. Φουντάρισα την αγκυρα απο πρυμα για να κρατηθώ μην κοπανίσω στα ρηχά και κατέβασα το πανί. Δεν τα κατάφερα και με διπλάρωσε ο καιρός. Εκει που σκεφτόμουν φοβισμένος την επόμενη κίνηση σαν να είδα κάτι σκιές, ήταν αυτοί. Στα γρήγορα, με όλο τον εξοπλισμό, ανέβηκαν στο τρεχαντήρι. Με νοήματα ο αρχηγός τους, τους έβαλε να ξαπλώσουν στην κουβέρτα, αυτός ο ίδιος με βοήθησε με το πανί. Ανοιχτήκαμε για πολυ τούτη τη φορά, ίσως κάτι ήξερε. Υπολόγιζα ότι περίπου είμαστε το ένα τρίτο απόσταση απο Νιό.Κατεβάσαμε το πανί και περιμέναμε. Δεν πε΄ρασε πολυ ώρα, φάνηκε πολυ κοντά μας ένα δειλό φς που αναβόσβηνε. Πρέπει να ήταν το υποβρύχιο. Ο αρχηγός τους σκούντησε τον πιο κοντινό του και αυτός τους άλλους. Στα γρήγορα με χαιρέτησαν και ένας ένας έπεφτε στη θάλασσα. Ο αρχηγός τους με φίλησε μου έσφιξε το χέρι και εφυγε, έμεινα μόνος μου. Ανοιξα ότι πανιά είχα και προχώρησα προς το ρεμέτζο. Εδεσα όπως όπως πάλι και γύρισα σπίτι μου. Η γυναίκα μου με περίμενε όπως πάντα. Την φίλησα και της είπα "Δόξα το Θεό γυναικα τα καταφέραμε. Ας πάμε στην ευχή του Θεού τα παιδιά γιατί παιδίά πρέπει να ήταν". Το πρωί που θα ερχόντουσαν οι άνθρωποι του καίκιου έπρεπε να φανώ καλά για να ετοιμαζόμαστε για το ταξίδι. Οι κουμπανιές είχανε ελαττωθεί για τα καλά. Εγώ στους ανθρώπους του καικιόυ όλες αυτές τις μέρες, τους εδινα το φαί τους το καθημερινό σαν να ταξιδεύαμε και η Ειρήνη φαί για το σπίτι τους. Είχαν μεγάλη χαρά τα πρόσωπά τους όταν η Ειρήνη τους εδινε καπνό με τσιγαρόχαρτα, πέντε ο καθένας όχι παραπάνω. Με έτρωγε η αγωνία να πάω στο Κάθαρο ν δω αν είναι όλα εντάξει μήπως άφησαν τίποτα ή μήπως τους έπεσε τίποτα καθώς πηδούσαν στη θάλασσα, σκοτάδι ήταν. Λίγο μετά που έφεξε ήρθαν οι άνθρωποι του καικιού. Τους είπα ότι αυριο φεύγουμε για Φολέγανδρο που έμαθα ότι έχουν πατάτες και ο βοσκός πρεπει να έχει τυρί. Τους ζήτησα να ετοιμασουν το καίκι γιατί είχα πλέον γίνει καλά. Πήγα στο Κάθαρο τα βρήκα όλα εντάξει και επέστρεψα σπίτι μου. Πήρα άδεια αποχώρησης απο την κομαντατούρα και γύρισα πάλι σπίτι. Συνέχισα τα ταξίδια μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος."

Φίλτατε καπετάν-Γιάννη, αγαπητέ μαστρο-Γιάννη, σεβαστέ μου πατέρα. Ο Θεός όπως μου έλεγες ποτέ δεν ξεχνά να γράψει στο μεγάλο βιβλίο του στην δεξιά μεριά τις πράξεις αφανών ανθρώπων και τους ανταμοίβει στο βασίλειο του. Μνημόσυνο στον πατέρα μου γράφω την προσευχή που έλεγε σε κάθε του δυσκολία "Τον Σταυρό σου Χριστέ προσκυνούμε και την Αγία σου Ανάσταση υμνούμε και δοξάζουμε".
Η ιστορία διαδραματίστηκε στην Απάνω Μεριά (Οία), χωριό της Σαντορίνης.
Αρναούτης: παλιός ναυτικός σε ιστιοφόρα, δεν ξέρω αν είναι ονομασία αυτή ή παρατσούκλι.
Μαγκάρω το πανί: περιορίζω την επιφάνεια του πανιού.
Αγιος Νικόλαος ο Περαματάρης: Μικρή ηφαιστειακή βραχονησίδα με ένα εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Απέχει μικρή απόσταση απο το νησί. Υπαρχει μικρό στενό θάλασσιο πέρασμα, έξου και Περαματάρης.
Διαπόρι: Στένο πέρασμα θάλασσας
Κάθαρος: Λοιμοκαθαρτήριο Οίας κάποιας εποχής.
Ρεμέτζο: Το μερος που δένει το πλεούμενο από την πλώρη και μπορεί να γύριζει ανάλογα με το καιρό 360 μοίρες.
Βελόνια τιμονιού: Οι γάτζοι της πρύμνης που κρέμεται στο τιμόνι.
8 σχόλια:
Tο "Αρναούτης" (είτε ως παρατσούκλι, είτε ως επίθετο) προέρχεται από την τουρκική λέξη "arnavut" που σημαίνει Αλβανός, Αλβανικής καταγωγής (Arnavutluk=Αλβανία) και ετυμολογείται από το μεσαιωνικό "Aρβανίτης".
με λίγα λόγια ως συμπλήρωμα στο παραπάνω σχόλιο στην Οία το Αρναούτης είναι αυτό που στην υπόλοιπη Σαντορίνη είναι ως Αρβανίτης
ΕΛΠΙΖΩ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΑΝ ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΛΑΙΓΕ
OI OIATES EXOYN POLY YLIKO GIA THN KATOXH POY EINAI KRYFO KAI AGNOSTO POLLES ISTORIES ΜΕ BOMBARDISMOUS TOUS APO GERMANOUS POU TOUS VOULIAZAN TA KAIKIA GIA ANTIPOINA ΜΕ AGGLOUS POU TOUS EKRYVAN MEXRI KAI TRAGOYDIA EXOUN GIA THN EPOXH TO XERO KALA GIATI EXO GNOSTOUS APO THN OIA KAI XERO ATOMA POY EXOUN TETOIA ARXEIA ALLA DEN NOMIZO OTI THA TA BGALOUN POTE DHMOSIA
file esi pou grafeis to 4 sxolio
ego eimai oiatis apo ton patera mou kai thirasotis apo ti mana mou
to proto vapori emporiko pou vomvardisan oi germanoi htan to flora tou nomikou apo tin oia gemato mesa oiates pliroma kai thirasotes
se afto htan pou skotothike kai o pateras tou valsamou pitsikali pou htan antidimarxos oias-thirasias
exeis dei pouthena ta onomata tous afou itan thimata polemou?? kai mi mou peis oti ta krivoun oi oiates giati afto einai gegonos katagegrameno
kai esi kallistorwntas exeis rotisei th diki mas ti lina xereis poia ennow pou tin xereis na sou pei gia to theio ths pou ton anatinaxan oi germanoi mesa sto kaiki tou anamesa thirasia kai oia?
Εαν έχουμε και άλλες πληροφορίες για το Φλωρα του Νομικού και μπορείτε να μας βοηθήσετε τόσο με την ιστορία όσο με ονόματα στη διάθεσή σας το blog
efoson kanete erevna psaxete na mathete einai gegonos katagegrameno
rotiste kai ton idio ton valsamo pou htan o pateras tou mesa kai skotothike na sas pei
Δημοσίευση σχολίου