Ο ρόλος του terroir στην κυρίαρχη ποικιλία του σαντορινιού αμπελώνα
Του Λέοντος Καράτσαλου, γεωπόνου
ΟΙΝΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Τι είναι αυτό που κάνει τον αμπελώνα της Σαντορίνης μοναδικό σε ολόκληρο τον κόσμο; Η απάντηση έρχεται στο μυαλό αβίαστα και με απόλυτη φυσικότητα: το οικοσύστημά της, δηλαδή το έδαφός της, οι κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου, οι ποικιλίες αμπέλου που καλλιεργούνται, η θάλασσα, το ηφαίστειο, που δραστηριοποιήθηκε τελευταία φορά μέσα στη δεκαετία του '50 και ό,τι άλλο συμμετέχει στη φυσική ανάσα του νησιού. Το έδαφος είναι ηφαιστειογενούς προέλευσης, με ελάχιστη έως μηδενική περιεκτικότητα σε οργανική ουσία, φτωχό σε θρεπτικά συστατικά, και καλύπτει όλο το νησί σε πάχος περίπου 0,75 έως 1,5 μέτρο. Το έδαφος σε συνδυασμό με το μικροκλίμα που δημιουργείται από τη θάλασσα και τους δυνατούς βορειοδυτικούς ανέμους δημιουργούν μοναδικές συνθήκες για την αμπελοκαλλιέργεια. Πάνω σε αυτό το έδαφος είναι που ζει και αναπτύσσεται το αμπέλι. Εδώ η Φύση έστησε ένα ξεχωριστό μηχανισμό επιβίωσης για τα φυτά. Ο πωρόλιθος δεσμεύει την υγρασία της ατμόσφαιρας που υπάρχει κατά τις νυχτερινές και πρώτες πρωινές ώρες και λειτουργεί σαν δεξαμενή ύδατος, αρχικά αποθηκεύοντας και στη συνέχεια αποδίδοντας το απαραίτητο νερό στο φυτό.
Η ιδιαιτερότητα αυτή του εδάφους επιτρέπει στα αμπέλια να επιβιώνουν στις εξαιρετικά ξηρικές συνθήκες που επικρατούν στο νησί. Οι πολύ δυνατοί άνεμοι την άνοιξη, την εποχή της άνθησης, συχνά καταστρέφουν τα άνθη με αποτέλεσμα τη δραματική μείωση της παραγωγικότητας του αμπελώνα, ενώ οι ισχυροί θερμοί άνεμοι κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο αφυδατώνουν και τελικά αποξηραίνουν ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής. Για την προστασία του καρπού από τους ανέμους, αλλά και από την έντονη ηλιακή ακτινοβολία το καλοκαίρι, τα φυτά κλαδεύονται με ιδιαίτερο τρόπο. Ετσι, η εικόνα του σαντορινιού αμπελιού είναι τελείως διαφορετική από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο: μικρά αμπέλια κλαδεμένα σε σχήμα χαμηλού καλαθιού που ακουμπά στο χώμα, με μικρά τσαμπιά, που πρέπει να ψάξεις για να τα βρεις. Οι ιδιαίτερα ξηροθερμικές συνθήκες που επικρατούν στο νησί, σε συνδυασμό με το ηφαιστειογενές έδαφος εμποδίζουν την ανάπτυξη ασθενειών, αλλά και των φυσικών εχθρών της αμπέλου. Η φυλλοξήρα, λόγου χάρη, ένα έντομο που έχει προσβάλει και καταστρέψει κατά καιρούς το σύνολο των αμπελώνων του πλανήτη, δεν έχει καταφέρει να ζήσει στη Σαντορίνη. Ο σαντορινιός αμπελώνας αντιστέκεται ακόμη(!) και είναι ένας από τους ελάχιστους αμπελώνες στην Ελλάδα, που μπορούν να καλλιεργηθούν οικολογικά χωρίς ιδιαίτερο ρίσκο και δυσκολίες.
To Ασύρτικο και οι ιδιαιτερότητές του
Στον σαντορινιό αμπελώνα καλλιεργείται σε ποσοστό μεγαλύτερο από 80% η ποικιλία Ασύρτικο. Το Αηδάνι, το Αθήρι, το Κρητικό, το Φλασκασύρτικο είναι άλλες λευκές ποικιλίες, συγγενείς ή όχι, που ήλθαν στο νησί τα τελευταία πενήντα χρόνια. Οι ιδιαιτερότητες του σαντορινιού αμπελώνα κάνουν το Ασύρτικο όχι μόνο να μοιάζει, αλλά και να είναι διαφορετικό σαν σταφύλι και κατά συνέπεια σαν κρασί. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα στο πώς επιδρά η περιοχή που ζει μια ποικιλία στην ποιότητα του παραγόμενου κρασιού. Συγκρίνοντάς το με το Ασύρτικο που καλλιεργείται στην υπόλοιπη Ελλάδα το Ασύρτικο της Σαντορίνης διαφοροποιείται αισθητά: είναι λιγότερο αρωματικό, με πολύ υψηλή οξύτητα, υψηλό δυναμικό αλκοολικό τίτλο, πολύ πιο μεταλλικό και έτσι, ίσως γι' αυτό, πολύ πιο γήινο. Τα κρασιά που παράγει είναι αιχμηρά, επιθετικά με έντονη την αίσθηση της ξηρότητας. Φυσιολογικά λοιπόν απαιτούν δυνατές και σύνθετες γεύσεις φαγητού.
Το Ασύρτικο είναι μία από τις τέσσερις - πέντε ελληνικές ποικιλίες που άρχισαν τα τελευταία δέκα χρόνια να παλεύουν για διεθνή αναγνώριση. Τα επόμενα χρόνια θα φανεί αν τελικά τα καταφέρει. Το σίγουρο πάντως είναι ότι έχει τα κότσια να το κάνει. Φυσικά όμως δεν φτάνει μόνο αυτό. Eνας συνδυασμός από πολλούς παράγοντες, όπως η ωριμότητα των οινοπαραγωγών, η πεποίθηση για το ρόλο του marketing, η αντίληψη του διεθνούς περιβάλλοντος της αγοράς του κρασιού, το μέγεθος των επιχειρήσεων, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στο αν οι ελληνικές ποικιλίες θα πετύχουν να σταθούν εμπορικά δίπλα στις αντίστοιχες γηγενείς της Ισπανίας, της Ιταλίας και του Νέου Κόσμου. Από εμάς εξαρτάται τι θα πετύχουμε.
ΟΙΝΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Η ιδιαιτερότητα αυτή του εδάφους επιτρέπει στα αμπέλια να επιβιώνουν στις εξαιρετικά ξηρικές συνθήκες που επικρατούν στο νησί. Οι πολύ δυνατοί άνεμοι την άνοιξη, την εποχή της άνθησης, συχνά καταστρέφουν τα άνθη με αποτέλεσμα τη δραματική μείωση της παραγωγικότητας του αμπελώνα, ενώ οι ισχυροί θερμοί άνεμοι κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο αφυδατώνουν και τελικά αποξηραίνουν ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής. Για την προστασία του καρπού από τους ανέμους, αλλά και από την έντονη ηλιακή ακτινοβολία το καλοκαίρι, τα φυτά κλαδεύονται με ιδιαίτερο τρόπο. Ετσι, η εικόνα του σαντορινιού αμπελιού είναι τελείως διαφορετική από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο: μικρά αμπέλια κλαδεμένα σε σχήμα χαμηλού καλαθιού που ακουμπά στο χώμα, με μικρά τσαμπιά, που πρέπει να ψάξεις για να τα βρεις. Οι ιδιαίτερα ξηροθερμικές συνθήκες που επικρατούν στο νησί, σε συνδυασμό με το ηφαιστειογενές έδαφος εμποδίζουν την ανάπτυξη ασθενειών, αλλά και των φυσικών εχθρών της αμπέλου. Η φυλλοξήρα, λόγου χάρη, ένα έντομο που έχει προσβάλει και καταστρέψει κατά καιρούς το σύνολο των αμπελώνων του πλανήτη, δεν έχει καταφέρει να ζήσει στη Σαντορίνη. Ο σαντορινιός αμπελώνας αντιστέκεται ακόμη(!) και είναι ένας από τους ελάχιστους αμπελώνες στην Ελλάδα, που μπορούν να καλλιεργηθούν οικολογικά χωρίς ιδιαίτερο ρίσκο και δυσκολίες.
To Ασύρτικο και οι ιδιαιτερότητές του
Στον σαντορινιό αμπελώνα καλλιεργείται σε ποσοστό μεγαλύτερο από 80% η ποικιλία Ασύρτικο. Το Αηδάνι, το Αθήρι, το Κρητικό, το Φλασκασύρτικο είναι άλλες λευκές ποικιλίες, συγγενείς ή όχι, που ήλθαν στο νησί τα τελευταία πενήντα χρόνια. Οι ιδιαιτερότητες του σαντορινιού αμπελώνα κάνουν το Ασύρτικο όχι μόνο να μοιάζει, αλλά και να είναι διαφορετικό σαν σταφύλι και κατά συνέπεια σαν κρασί. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα στο πώς επιδρά η περιοχή που ζει μια ποικιλία στην ποιότητα του παραγόμενου κρασιού. Συγκρίνοντάς το με το Ασύρτικο που καλλιεργείται στην υπόλοιπη Ελλάδα το Ασύρτικο της Σαντορίνης διαφοροποιείται αισθητά: είναι λιγότερο αρωματικό, με πολύ υψηλή οξύτητα, υψηλό δυναμικό αλκοολικό τίτλο, πολύ πιο μεταλλικό και έτσι, ίσως γι' αυτό, πολύ πιο γήινο. Τα κρασιά που παράγει είναι αιχμηρά, επιθετικά με έντονη την αίσθηση της ξηρότητας. Φυσιολογικά λοιπόν απαιτούν δυνατές και σύνθετες γεύσεις φαγητού.
Το Ασύρτικο είναι μία από τις τέσσερις - πέντε ελληνικές ποικιλίες που άρχισαν τα τελευταία δέκα χρόνια να παλεύουν για διεθνή αναγνώριση. Τα επόμενα χρόνια θα φανεί αν τελικά τα καταφέρει. Το σίγουρο πάντως είναι ότι έχει τα κότσια να το κάνει. Φυσικά όμως δεν φτάνει μόνο αυτό. Eνας συνδυασμός από πολλούς παράγοντες, όπως η ωριμότητα των οινοπαραγωγών, η πεποίθηση για το ρόλο του marketing, η αντίληψη του διεθνούς περιβάλλοντος της αγοράς του κρασιού, το μέγεθος των επιχειρήσεων, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στο αν οι ελληνικές ποικιλίες θα πετύχουν να σταθούν εμπορικά δίπλα στις αντίστοιχες γηγενείς της Ισπανίας, της Ιταλίας και του Νέου Κόσμου. Από εμάς εξαρτάται τι θα πετύχουμε.
http://portal.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_oiko1_100052_08/04/2006_150209 | |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου