Ηταν η 20ή Μαΐου 1944, όταν οι Χανιώτες πληροφορηθήκαμε το αναμενόμενο γεγονός 'έπιασαν όλους τους Εβραίους οι Γερμανοί'. Το νέο αυτό ξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την πόλη και ο ντόπιος πληθυσμός σχολίαζε, καθένας με τον δικό του τρόπο, το γεγονός, που έγινε τα ξημερώματα, χωρίς να το πάρουμε είδηση.
Το μάθαμε τότε που οι Εβραίοι βρίσκονταν ήδη στον δρόμο για το Ηράκλειο. Το φρικτό θέαμα δεν το είδαμε, επειδή δεν είχαμε ξυπνήσει ακόμα. Στο Ηράκλειο συγκεντρώθηκαν όλοι οι Εβραίοι της Κρήτης. Στις αρχές του Ιουνίου 1944 οι Εβραίοι βρίσκονταν συγκεντρωμένοι πάνω στα τείχη του Ηρακλείου, ίσως στον ευρύχωρο προμαχώνα του Μαρτινέγκο, εκεί που βρίσκεται σήμερα ο τάφος του Καζαντζάκη, με ισχυρή φρούρηση, στερούμενοι των πάντων. Μαζί τους ήταν και 250 Κρητικοί όμηροι, που τους είχαν πάρει από την Αγιά. Από τις φυλακές της Αγιάς είχαν πάρει δεν ξέρουμε ακριβώς πότε και 30 περίπου Καμπιανούς, που είχαν συλλάβει σε μια επιδρομή στο χωριό Κάμπους, στην οποία είχαν αρκετές απώλειες. Τότε ένας Καμπιανός -o γέρος Ξηρομιχάλης- σκότωσε τρεις Γερμανούς, από αυτούς που είχαν περικυκλώσει το σπίτι του, μέσα στο οποίο είχε ταμπουρωθεί. Μένεα πνέοντες οι Γερμανοί, εγκαταλείποντας το χωριό πήραν μαζί τους όλους τους άνδρες του χωριού, που βρήκαν και αλυσοδεμένους τους μετέφεραν στα Χανιά και τους έκλεισαν στις φυλακές της Αγιάς. Από εκεί τους πήραν, τους έβαλαν, ίσως από τη Σούδα, στο πλοίο «Δανάη», με κατεύθυνση το Ηράκλειο, από όπου πήραν και τους Εβραίους όλης της Κρήτης. Ολοι σχεδόν είχαν τραγικό τέλος με την αυτοβύθιση του πλοίου.
Τον Μάιο του 1944 υπηρετούσα στο γραφείο Εκπαίδευσης της Γενικής Διοίκησης Κρήτης. Είχαμε συχνές μετακινήσεις γραφείων διότι οι Γερμανοί έπαιρναν το γραφείο μας και εμείς μετακινούμαστε στο γραφείο που αυτοί άφηναν σε μια τέτοια μετακίνηση, ενώ τακτοποιούσαμε ένα γραφείο, που μόλις είχαν αφήσει οι Γερμανοί σε κάτι χαρτιά πεταμένα, βρήκα ένα τσαλακωμένο χαρτί με ένα πολυγραφημένο κείμενο. Το διάβασα και έφριξα. Μου έφερε αμέσως στον νου την τραγική στιγμή, τότε που ο Γερμανός θα το έδωσε σε ένα αγουροξυπνημένο Εβραίο. Το χαρτί έγραφε: «Διά την μεταφορά σας πρέπει μαζί με τους εις την οικογένειαν συγκαταλέγοντες (sic) Εβραϊκής φυλής να ετοιμασθήτε αμέσως προς αναχώρησιν. Εχετε 45 λεπτά να ετοιμασθήτε. Εσείς και οι δικοί σας πρέπει να πάρετε μαζί σας α) όλα τα προσωπικά χαρτιά, β) όλα τα κοσμήματα και άλλα πράγματά σας αξίας, γ) σημειώσεις περί τραπεζιτικών πιστώσεων συμμετοχής εις οικονομικές επιχειρήσεις, περί γαιοκτησίας κ.λπ., δ) κουβέρτες, φορέματα και ρούχα καθώς και πρόχειρα τρόφιμα διά 8 ημέρες. Το συνολικό βάρος αυτών των πραγμάτων οφείλει 50 κιλά να μην υπερβαίνη (sic)». Από τη σύνταξή του φαίνεται πως δεν γράφτηκε από Ελληνα. Οι Γερανοί δεν είχαν εμπιστοσύνη στους διερμηνείς των. Επρεπε η απαγωγή να μείνει μυστική, όπως και έγινε. Ο Ι.Δ. Μουρέλλος στο βιβλίο του «Η Μάχη της Κρήτης», Ηράκλειο 1946, σελίδα 608 κ.ε.), στο οποίο είναι καταχωρισμένο το παραπάνω σημείωμα που του είχα στείλει, γράφει ακόμα λεπτομέρειες για την εξέλιξη του δράματος. Τις πληροφορίες του έδωσε ένα κορίτσι του Ερυθρού Σταυρού, που μαζί με άλλες, με ψεύτικα χαρτιά, Ερυθροσταυρίτισσες, προσπαθούσαν να βοηθήσουν όσο ήταν δυνατό, τους κατατρεγμένους Εβραίους και Ελληνες ομήρους. Η κοπέλα, λοιπόν, αυτή, η Ελεονώρα Δημάκη, γράφει «Και το μπουλούκι αυτό, που προκαλούσε τη φρίκη και τον πόνο κάθε στιγμή μεγάλωνε και πλήθαινε. Ερχονταν και άλλοι και άλλοι, όλοι οι Εβραίοι της Κρήτης, γέροι, γυναίκες, παιδιά, μωρά άρρωστοι από τα Νοσοκομεία, παράλυτοι επάνω σε φορεία. Διέσχισαν την Κρήτη σχεδόν με τα πόδια. Τραβούσαν μαζί τους από όλη την περιουσία τους που μπορούσε να μεταφερθεί ένα σακούλι στην πλάτη. Φορτωμένοι σαν ζώα, νηστικοί και διψασμένοι. Περπάτησαν ώρες και ώρες. Στον δρόμο άφησαν τα παπούτσια τους, στις πέτρες των δρόμων μάτωσαν τα πόδια τους και σαν έφτασαν εδώ και μας αντίκρυσαν, σαν είδαν πως μπορεί να υπάρξει γι’ αυτούς ακόμα μια ματιά στοργική σ’ αυτή τη γη, άφησαν τις ψυχές των στα χέρια μας κυλίστηκαν άδεια σακιά τα σώματά των κάτω στη σκληρή γη. Και ενώ εμείς με δακρυσμένα μάτια αντικρίζαμε την κατάντια των, αυτοί βρήκαν τη γη μας αναπαυτική, το λίγο γάλα που έφθασε νέκταρ και το νερό σαν το πολυτιμότερο αγαθό… Μας ρωτούσαν με αγωνία τι ξέρομε, τι μάθαμε. Μας γέμιζαν φιλιά και χάδια και ευχές. Επεφταν στην αγκαλιά μας και μας εκλιπαρούσαν να τους πάρουμε κοντά μας. Οι γυναίκες ξεμαλλιασμένες με τα μωρά στην αγκαλιά, φώναζαν, θρηνούσαν. Τα παιδιά κρεμασμένα από το φουστάνι της μάνας των φώναζαν και έκλαιγαν. Εχετε για, πάρτε τα παιδιά μας, βαφτίστε τα, κάμετέ τα δικά σας, μη τα αφήνετε να χαθούν μαζί μας… Το δράμα τους τέλεψε την άλλη μέρα, έξω από τη Σαντορίνη, στις 7 Ιουνίου 1944, που οι δολοφόνοι βούλιαξαν το ελληνικό πλοίο 'Δανάη' που έφερε μέσα στα αμπάρια του 250 κρητικά παλικάρια και τους Εβραίους της Κρήτης». Οι Εβραίοι ήταν 350 στο πλοίο 'Δανάη' λέγεται ότι οι Γερμανοί είχαν βάλει από τη Σούδα μαζί με τους Καμπιανούς και Ιταλούς αιχμαλώτους οπαδούς του Μπαντόλιο. Ετσι εξηγείται και η παρουσία πτωμάτων Ιταλών στο δημοσίευμα του κ. Μανούσακα.
Το σημείωμα που βρήκα και αποτέλεσε θέμα του σημερινού μου δημοσιεύματος το κατέθεσα στο Εβραϊκό Μουσείο της Ελλάδος. Στο απαντητικό ευχαριστήριο γράμμα του το Δ.Σ. της Ισραηλιτικής Κοινότητας Αθηνών γράφουν «Σας ευχαριστούμε για την ευαισθησία και τα φιλικά σας αισθήματα. Στις 9 Ιουνίου 2001, κλείνουν 57 χρόνια από τη βύθιση του πλοίου 'Ταναΐς' με το τραγικό ανθρώπινο φορτίο του, οι μνήμες όμως παραμένουν νωπές και οι σκέψεις όλων μας στρέφονται στα αθώα θύματα του πολέμου, που θα αποτελούν στο διηνεκές το μεγαλύτερο στίγμα του ονομαζόμενου 'πολιτισμένου' κόσμου μας». Στο έγγραφο αυτό γίνεται μνεία για το όνομα του πλοίου 'Ταναΐς', ασφαλώς η λέξη αυτή είναι η ξενική προφορά του ελληνικού ονόματος 'Δανάη'.
Στις 7 Ιουνίου 1944 οι Γερμανοί φόρτωσαν στο ατμόπλοιο «Δανάη» 250 αντιστασιακούς Κρητικούς και 350 Εβραίους και όταν έφτασαν κοντά στη Σαντορίνη τους έπνιξαν βουλιάζοντας το πλοίο. Λίγο πριν είχαν εγκαταλείψει το πλήρωμα οι ΓερμανοΙταλοί στρατιώτες, οι οποίοι οδήγησαν στο θάνατο το ανθρώπινο φορτίο τους.
«Ανάμεσα στους τελευταίους ήσαν και 6 Σκουλάδες[1] που είναι οι επόμενοι: Σκουλάς Χαράλαμπος του Ιωάννη (Πετοπούλιου), Σκουλάς Μύρων του Γεωργίου (Παπά), Σκουλάς Χαράλαμπος του Γεωργίου (Παπά), Σκουλάς Κων/νος του Ιωάννη (Ασκούτση), Σκουλάς Σόλων του Μιλτιάδη και Σκουλάς Ευάγγελος του Κων/νου (Κιτσοβαγγέλης). Στην δραματική αυτή ιστορία υπάρχει ένα τραγικότατο συμβάν, που αναδεικνύει ένα τραγικό πατέρα και την γονική προσπάθεια και αγωνία του να σώσει τον μοναχογιό του, προστάτη και αποκούμπι για τον ίδιο και τις επτά θυγατέρες του.
Ο Ιωάννης Σκουλάς (Πετοπούλιος), υπήρξε συμπολεμιστής στην Μικρασία του Τζουλιά του Νικόλα, περιβόητου συνεργάτη των Γερμανών και εκτίμησε ότι μια προσπάθεια διάσωσης του γιου του προς τον Τζουλιαδονικόλα, γνωστό του από την Μικρασιατική εκστρατεία, ίσως να έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα.
Αλίμονο όμως, ο Τζουλιάς προκειμένου να αφήσει ελεύθερο τον Χαραλάμπη και τους άλλους (5) Σκουλάδες αξίωσε από τον Πετοπούλιο ή να προσκομίσει στους Γερμανούς κομμένη την κεφαλή του Παπαγιάννη Σκουλά, στενού συγγενή του και πρωτεργάτη της Εθνικής Αντίστασης ή να «γράψει» τον γιο του Χαραλάμπη, στο νεοσχηματισμένο τάγμα του αρχηγού της Γερμανικής αντικατασκοπίας Σούμπερτ, μονάδα που φορούσε στολές της Βέρμαχτ, που οι Κρητικοί είχαν δώσει στα μέλη της το παρατσούκλι «οι Σουμπερίτες», που αποδείχθησαν οι χειρότεροι διώκτες των πατριωτών, αφού, ανάμεσα σ' άλλα κακουργήματα που διέπραξαν, κατέστρεψαν το Ροδάκινο, τον Καλλικράτη και τη Καλή Συκιά, όπου γριές κάηκαν ζωντανές στα σπίτια τους και εκτελέστηκαν τριάντα πατριώτες στον Καλλικράτη.
Ήταν η ώρα της δοκιμασίας του Ιωάννη Σκουλά (Πετοπούλιου).
Στιγμή δύσκολη, στιγμή τραγική, στιγμή βαθιά ανθρώπινη και πατρική.
Μπαίνει στο μοιραίο διαλεγώνα ζωής ή θανάτου, ντροπής ή τιμής.
Στη ζυγαριά της συνείδησης του Πετοπούλιου μπήκαν δυο μεγάλες έννοιες, δυο μεγάλες αξίες.
Η σωτηρία του μονάκριβου γιο, από τη μια και από την άλλη, η κοινή τιμή πατέρα και γιου και το χρέος τους απέναντι στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την πανάκριβη λευτεριά και την πολυματωμένη γενιά μας.
Στάθηκε ορθός γερά στα δυο του πόδια.
Μεγάλωσε το μπόι του ανθρώπου και είπε το μεγάλο "όχι στον χάρο που τον λέγανε Τζουλιαδονικόλα λέγοντας του:
«Αυτά δεν γίνονται. Αστον έκεια πούναι και άμα θες άμε να πάρεις και τσοι επτά θυγατέρες να πάνε όλοι μαζί».
Ο Πετοπούλιος δεν έχασε τον Χαραλάμπη του.
Τον κράτησε ζωντανό στη ζεστή και αρχοντική καρδιά του.
http://www.haniotika-nea.gr/60578-%CE%97%20%CF%83%CF%8D%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CF%88%CE%B7%20%CE%BA%CE%B1%CE%B9%20%CE%BF%20%CF%80%CE%BD%CE%B9%CE%B3%CE%BC%CF%8C%CF%82%20%CF%84%CF%89%CE%BD%20%CE%95%CE%B2%CF%81%CE%B1%CE%AF%CF%89%CE%BD%20%CF%84%CF%89%CE%BD%20%CE%A7%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CF%89%CE%BD%20.html
http://papayiannis-skoulas.blogspot.com/2008/01/blog-post_03.html
Το μάθαμε τότε που οι Εβραίοι βρίσκονταν ήδη στον δρόμο για το Ηράκλειο. Το φρικτό θέαμα δεν το είδαμε, επειδή δεν είχαμε ξυπνήσει ακόμα. Στο Ηράκλειο συγκεντρώθηκαν όλοι οι Εβραίοι της Κρήτης. Στις αρχές του Ιουνίου 1944 οι Εβραίοι βρίσκονταν συγκεντρωμένοι πάνω στα τείχη του Ηρακλείου, ίσως στον ευρύχωρο προμαχώνα του Μαρτινέγκο, εκεί που βρίσκεται σήμερα ο τάφος του Καζαντζάκη, με ισχυρή φρούρηση, στερούμενοι των πάντων. Μαζί τους ήταν και 250 Κρητικοί όμηροι, που τους είχαν πάρει από την Αγιά. Από τις φυλακές της Αγιάς είχαν πάρει δεν ξέρουμε ακριβώς πότε και 30 περίπου Καμπιανούς, που είχαν συλλάβει σε μια επιδρομή στο χωριό Κάμπους, στην οποία είχαν αρκετές απώλειες. Τότε ένας Καμπιανός -o γέρος Ξηρομιχάλης- σκότωσε τρεις Γερμανούς, από αυτούς που είχαν περικυκλώσει το σπίτι του, μέσα στο οποίο είχε ταμπουρωθεί. Μένεα πνέοντες οι Γερμανοί, εγκαταλείποντας το χωριό πήραν μαζί τους όλους τους άνδρες του χωριού, που βρήκαν και αλυσοδεμένους τους μετέφεραν στα Χανιά και τους έκλεισαν στις φυλακές της Αγιάς. Από εκεί τους πήραν, τους έβαλαν, ίσως από τη Σούδα, στο πλοίο «Δανάη», με κατεύθυνση το Ηράκλειο, από όπου πήραν και τους Εβραίους όλης της Κρήτης. Ολοι σχεδόν είχαν τραγικό τέλος με την αυτοβύθιση του πλοίου.
Τον Μάιο του 1944 υπηρετούσα στο γραφείο Εκπαίδευσης της Γενικής Διοίκησης Κρήτης. Είχαμε συχνές μετακινήσεις γραφείων διότι οι Γερμανοί έπαιρναν το γραφείο μας και εμείς μετακινούμαστε στο γραφείο που αυτοί άφηναν σε μια τέτοια μετακίνηση, ενώ τακτοποιούσαμε ένα γραφείο, που μόλις είχαν αφήσει οι Γερμανοί σε κάτι χαρτιά πεταμένα, βρήκα ένα τσαλακωμένο χαρτί με ένα πολυγραφημένο κείμενο. Το διάβασα και έφριξα. Μου έφερε αμέσως στον νου την τραγική στιγμή, τότε που ο Γερμανός θα το έδωσε σε ένα αγουροξυπνημένο Εβραίο. Το χαρτί έγραφε: «Διά την μεταφορά σας πρέπει μαζί με τους εις την οικογένειαν συγκαταλέγοντες (sic) Εβραϊκής φυλής να ετοιμασθήτε αμέσως προς αναχώρησιν. Εχετε 45 λεπτά να ετοιμασθήτε. Εσείς και οι δικοί σας πρέπει να πάρετε μαζί σας α) όλα τα προσωπικά χαρτιά, β) όλα τα κοσμήματα και άλλα πράγματά σας αξίας, γ) σημειώσεις περί τραπεζιτικών πιστώσεων συμμετοχής εις οικονομικές επιχειρήσεις, περί γαιοκτησίας κ.λπ., δ) κουβέρτες, φορέματα και ρούχα καθώς και πρόχειρα τρόφιμα διά 8 ημέρες. Το συνολικό βάρος αυτών των πραγμάτων οφείλει 50 κιλά να μην υπερβαίνη (sic)». Από τη σύνταξή του φαίνεται πως δεν γράφτηκε από Ελληνα. Οι Γερανοί δεν είχαν εμπιστοσύνη στους διερμηνείς των. Επρεπε η απαγωγή να μείνει μυστική, όπως και έγινε. Ο Ι.Δ. Μουρέλλος στο βιβλίο του «Η Μάχη της Κρήτης», Ηράκλειο 1946, σελίδα 608 κ.ε.), στο οποίο είναι καταχωρισμένο το παραπάνω σημείωμα που του είχα στείλει, γράφει ακόμα λεπτομέρειες για την εξέλιξη του δράματος. Τις πληροφορίες του έδωσε ένα κορίτσι του Ερυθρού Σταυρού, που μαζί με άλλες, με ψεύτικα χαρτιά, Ερυθροσταυρίτισσες, προσπαθούσαν να βοηθήσουν όσο ήταν δυνατό, τους κατατρεγμένους Εβραίους και Ελληνες ομήρους. Η κοπέλα, λοιπόν, αυτή, η Ελεονώρα Δημάκη, γράφει «Και το μπουλούκι αυτό, που προκαλούσε τη φρίκη και τον πόνο κάθε στιγμή μεγάλωνε και πλήθαινε. Ερχονταν και άλλοι και άλλοι, όλοι οι Εβραίοι της Κρήτης, γέροι, γυναίκες, παιδιά, μωρά άρρωστοι από τα Νοσοκομεία, παράλυτοι επάνω σε φορεία. Διέσχισαν την Κρήτη σχεδόν με τα πόδια. Τραβούσαν μαζί τους από όλη την περιουσία τους που μπορούσε να μεταφερθεί ένα σακούλι στην πλάτη. Φορτωμένοι σαν ζώα, νηστικοί και διψασμένοι. Περπάτησαν ώρες και ώρες. Στον δρόμο άφησαν τα παπούτσια τους, στις πέτρες των δρόμων μάτωσαν τα πόδια τους και σαν έφτασαν εδώ και μας αντίκρυσαν, σαν είδαν πως μπορεί να υπάρξει γι’ αυτούς ακόμα μια ματιά στοργική σ’ αυτή τη γη, άφησαν τις ψυχές των στα χέρια μας κυλίστηκαν άδεια σακιά τα σώματά των κάτω στη σκληρή γη. Και ενώ εμείς με δακρυσμένα μάτια αντικρίζαμε την κατάντια των, αυτοί βρήκαν τη γη μας αναπαυτική, το λίγο γάλα που έφθασε νέκταρ και το νερό σαν το πολυτιμότερο αγαθό… Μας ρωτούσαν με αγωνία τι ξέρομε, τι μάθαμε. Μας γέμιζαν φιλιά και χάδια και ευχές. Επεφταν στην αγκαλιά μας και μας εκλιπαρούσαν να τους πάρουμε κοντά μας. Οι γυναίκες ξεμαλλιασμένες με τα μωρά στην αγκαλιά, φώναζαν, θρηνούσαν. Τα παιδιά κρεμασμένα από το φουστάνι της μάνας των φώναζαν και έκλαιγαν. Εχετε για, πάρτε τα παιδιά μας, βαφτίστε τα, κάμετέ τα δικά σας, μη τα αφήνετε να χαθούν μαζί μας… Το δράμα τους τέλεψε την άλλη μέρα, έξω από τη Σαντορίνη, στις 7 Ιουνίου 1944, που οι δολοφόνοι βούλιαξαν το ελληνικό πλοίο 'Δανάη' που έφερε μέσα στα αμπάρια του 250 κρητικά παλικάρια και τους Εβραίους της Κρήτης». Οι Εβραίοι ήταν 350 στο πλοίο 'Δανάη' λέγεται ότι οι Γερμανοί είχαν βάλει από τη Σούδα μαζί με τους Καμπιανούς και Ιταλούς αιχμαλώτους οπαδούς του Μπαντόλιο. Ετσι εξηγείται και η παρουσία πτωμάτων Ιταλών στο δημοσίευμα του κ. Μανούσακα.
Το σημείωμα που βρήκα και αποτέλεσε θέμα του σημερινού μου δημοσιεύματος το κατέθεσα στο Εβραϊκό Μουσείο της Ελλάδος. Στο απαντητικό ευχαριστήριο γράμμα του το Δ.Σ. της Ισραηλιτικής Κοινότητας Αθηνών γράφουν «Σας ευχαριστούμε για την ευαισθησία και τα φιλικά σας αισθήματα. Στις 9 Ιουνίου 2001, κλείνουν 57 χρόνια από τη βύθιση του πλοίου 'Ταναΐς' με το τραγικό ανθρώπινο φορτίο του, οι μνήμες όμως παραμένουν νωπές και οι σκέψεις όλων μας στρέφονται στα αθώα θύματα του πολέμου, που θα αποτελούν στο διηνεκές το μεγαλύτερο στίγμα του ονομαζόμενου 'πολιτισμένου' κόσμου μας». Στο έγγραφο αυτό γίνεται μνεία για το όνομα του πλοίου 'Ταναΐς', ασφαλώς η λέξη αυτή είναι η ξενική προφορά του ελληνικού ονόματος 'Δανάη'.
Στις 7 Ιουνίου 1944 οι Γερμανοί φόρτωσαν στο ατμόπλοιο «Δανάη» 250 αντιστασιακούς Κρητικούς και 350 Εβραίους και όταν έφτασαν κοντά στη Σαντορίνη τους έπνιξαν βουλιάζοντας το πλοίο. Λίγο πριν είχαν εγκαταλείψει το πλήρωμα οι ΓερμανοΙταλοί στρατιώτες, οι οποίοι οδήγησαν στο θάνατο το ανθρώπινο φορτίο τους.
«Ανάμεσα στους τελευταίους ήσαν και 6 Σκουλάδες[1] που είναι οι επόμενοι: Σκουλάς Χαράλαμπος του Ιωάννη (Πετοπούλιου), Σκουλάς Μύρων του Γεωργίου (Παπά), Σκουλάς Χαράλαμπος του Γεωργίου (Παπά), Σκουλάς Κων/νος του Ιωάννη (Ασκούτση), Σκουλάς Σόλων του Μιλτιάδη και Σκουλάς Ευάγγελος του Κων/νου (Κιτσοβαγγέλης). Στην δραματική αυτή ιστορία υπάρχει ένα τραγικότατο συμβάν, που αναδεικνύει ένα τραγικό πατέρα και την γονική προσπάθεια και αγωνία του να σώσει τον μοναχογιό του, προστάτη και αποκούμπι για τον ίδιο και τις επτά θυγατέρες του.
Ο Ιωάννης Σκουλάς (Πετοπούλιος), υπήρξε συμπολεμιστής στην Μικρασία του Τζουλιά του Νικόλα, περιβόητου συνεργάτη των Γερμανών και εκτίμησε ότι μια προσπάθεια διάσωσης του γιου του προς τον Τζουλιαδονικόλα, γνωστό του από την Μικρασιατική εκστρατεία, ίσως να έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα.
Αλίμονο όμως, ο Τζουλιάς προκειμένου να αφήσει ελεύθερο τον Χαραλάμπη και τους άλλους (5) Σκουλάδες αξίωσε από τον Πετοπούλιο ή να προσκομίσει στους Γερμανούς κομμένη την κεφαλή του Παπαγιάννη Σκουλά, στενού συγγενή του και πρωτεργάτη της Εθνικής Αντίστασης ή να «γράψει» τον γιο του Χαραλάμπη, στο νεοσχηματισμένο τάγμα του αρχηγού της Γερμανικής αντικατασκοπίας Σούμπερτ, μονάδα που φορούσε στολές της Βέρμαχτ, που οι Κρητικοί είχαν δώσει στα μέλη της το παρατσούκλι «οι Σουμπερίτες», που αποδείχθησαν οι χειρότεροι διώκτες των πατριωτών, αφού, ανάμεσα σ' άλλα κακουργήματα που διέπραξαν, κατέστρεψαν το Ροδάκινο, τον Καλλικράτη και τη Καλή Συκιά, όπου γριές κάηκαν ζωντανές στα σπίτια τους και εκτελέστηκαν τριάντα πατριώτες στον Καλλικράτη.
Ήταν η ώρα της δοκιμασίας του Ιωάννη Σκουλά (Πετοπούλιου).
Στιγμή δύσκολη, στιγμή τραγική, στιγμή βαθιά ανθρώπινη και πατρική.
Μπαίνει στο μοιραίο διαλεγώνα ζωής ή θανάτου, ντροπής ή τιμής.
Στη ζυγαριά της συνείδησης του Πετοπούλιου μπήκαν δυο μεγάλες έννοιες, δυο μεγάλες αξίες.
Η σωτηρία του μονάκριβου γιο, από τη μια και από την άλλη, η κοινή τιμή πατέρα και γιου και το χρέος τους απέναντι στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την πανάκριβη λευτεριά και την πολυματωμένη γενιά μας.
Στάθηκε ορθός γερά στα δυο του πόδια.
Μεγάλωσε το μπόι του ανθρώπου και είπε το μεγάλο "όχι στον χάρο που τον λέγανε Τζουλιαδονικόλα λέγοντας του:
«Αυτά δεν γίνονται. Αστον έκεια πούναι και άμα θες άμε να πάρεις και τσοι επτά θυγατέρες να πάνε όλοι μαζί».
Ο Πετοπούλιος δεν έχασε τον Χαραλάμπη του.
Τον κράτησε ζωντανό στη ζεστή και αρχοντική καρδιά του.
Και έτσι ζωντανό τον παρέδωσε στην ιστορία και στη μνήμη μας»
http://www.haniotika-nea.gr/60578-%CE%97%20%CF%83%CF%8D%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CF%88%CE%B7%20%CE%BA%CE%B1%CE%B9%20%CE%BF%20%CF%80%CE%BD%CE%B9%CE%B3%CE%BC%CF%8C%CF%82%20%CF%84%CF%89%CE%BD%20%CE%95%CE%B2%CF%81%CE%B1%CE%AF%CF%89%CE%BD%20%CF%84%CF%89%CE%BD%20%CE%A7%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CF%89%CE%BD%20.html
http://papayiannis-skoulas.blogspot.com/2008/01/blog-post_03.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου