Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η ιστορία της καθολικής κοινότητας της Σαντορίνης, που είναι ασφαλώς το πιο εντυπωσιακό νησί του Αιγαίου. Οι πανύψηλοι - σχεδόν απότομα αναδυόμενοι από τα βαθύτατα νερά της - βράχοι, που προκαλούν τον ίλιγγο, το ηφαίστειο με την δραματική ιστορία των εκρήξεών του, οι υποβλητικές ηφαιστειώδεις χαραδρώσεις της, οι πολλές και βαθιές σπηλιές της, η έλλειψη πηγών, το κατάξερο και σχεδόν καψαλισμένο έδαφος, επάνω στο οποίο όμως ευδοκιμούν τα πολλά αμπέλια της, που βγάζουν το ξακουστό σαντορινιώτικο κρασί, τα χωράφια της, που είναι εύφορα, αν και ποτέ δεν ποτίζωνται και δεν λιπαίνωνται, δημιουργούν εντυπώσεις που μένουν βαθιά χαραγμένες στην ψυχή του επισκέπτη. Όσο η φύση με την βιβλική της όψη φαινόταν ν' αποδιώχνη τους ανθρώπους από την Σαντορίνη, τόσο περισσότερο αυτοί προσκολλούνταν επάνω της με αγάπη.
Το νησί είναι φτωχό, γιατί -εκτός από το κρασί- περιορισμένα είναι τα προϊόντα του: κριθάρι, φασόλια, αρακάς, κεχρί, σησάμι, πεπόνια κ.λ.π. σε μικρές ποσότητες. Λίγο επίσης είναι και το χόρτο για τα ζώα. Το πόσιμο νερό είναι βρόχινο και το μαζεύουν επάνω στα δώματα. Το κυνήγι των αποδημητικών πουλιών, που περνούν από το νησί το φθινόπωρο, καθώς και το ψάρεμα δίνουν το κρέας στους Σαντορινιούς.
Οι ορθόδοξοι μέσα στο νησί ήταν δεκαπλάσιοι από τους δυτικούς, όπως και στην Νάξο: στους 7.000 κατοίκους μόνο 700 ήταν οι καθολικοί. Στους ορθοδόξους επίσης ανήκαν και οι περισσότερες απ' τις 300 εκκλησίες και παρεκκλήσια της Σαντορίνης με πλήθος ονομάτων. Ποικιλώνυμες επίσης και γραφικές ήταν και οι εκκλησίες των καθολικών, οι οποίοι ήταν συγκεντρωμένοι κυρίως στον Σκάρο. Αξίζει να μνημονευθή ιδιαίτερα η γυναικεία μονή των δομινικανών, η S. Catarina di Siena, η μοναδική μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία, που την είχε ιδρύσει στα 1595 ο καθολικός επίσκοπος Antonio de Marchis (1588-1611). Εκεί κοντά υψωνόταν στα 1651 και μια ορθόδοξη γυναικεία μονή, του Αγ. Νικολάου, όπου ασκούνταν 30 μοναχές, οι οποίες έτρεφαν φιλικά αισθήματα προς τους ιησουίτες, τον πάπα και γενικά προς την δυτική εκκλησία.
Κατά τα τέλη του 17ου αι. «κατ' εξαίρεσιν ίσως των άλλων νήσων», όπως λέγει ο Sauger, καθολικοί και ορθόδοξοι ζουν αρμονικά, μέσα σε μια ατμόσφαιρα θρησκευτικών δοξασιών με έντονο χρώμα, ποικίλων άλλων λαϊκών παραδόσεων, ηθών και εθίμων, δεισιδαιμονιών κ.λ.π. . Στα 1704 όμως σημειώνονται ορισμένες προστριβές, αλλά είναι πρόσκαιρες και η γαλήνη βασιλεύει και πάλιν ανάμεσα στους οπαδούς των δύο δογμάτων. Οι ιησουίτες διατηρούν σχολείο και ταξιδεύουν στα γύρω νησιά Ίο, Αμοργό, Φολέγανδρο, Σίκινο και Ανάφη και κάνουν κηρύγματα και διδαχές.
Οι καθολικοί όμως, όπως παντού, χάνουν συνεχώς έδαφος. Ολόκληρες οικογένειες, κατά το τέλος του 17ου αι. και τις αρχές του 18ου αι., ασπάζονται την ορθοδοξία. Στα 1757, ακόμη και στα χωριά Πύργος και Εμπορειό, όπου άλλοτε κατοικούσαν πολυάριθμες καθολικές οικογένειες, είχαν πια μείνει δυο-τρεις ψυχές. Κι' όμως γι' αυτές, πριν από έναν ακριβώς αιώνα, έγραφε συγκινημένος ο Pere Richard ότι συμμετείχαν με κατάνυξη στις, πομπές και στα κηρύγματα και σέβονταν βαθύτατα τον πάπα: «η ευχή του μετά μας» έλεγαν φωναχτά.
Τα κύρια αίτια της αραιώσεως του καθολικού ποιμνίου ήταν πολλά, κατά τον Hofmann: η έλλειψη ιερέων, κακή συμπεριφορά ορισμένων, οι μεικτοί γάμοι και η απομόνωση μικρών ομάδων μέσα στα ορθόδοξα χωριά, πράγμα που τους ανάγκαζε να εκκλησιάζωνται μέσα στις ορθόδοξες εκκλησίες. Έπειτα, τα ταξίδια των κατοίκων, που τους μορφώνουν και τους πλουτίζουν, ευνοούν την ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων και διευκολύνουν την διάχυση των δύο στοιχείων. Τέλος η ελληνική επανάσταση του 1821 ξυπνά τους ορθοδόξους και τους κάνει να σηκώνουν κεφάλι και να μην αναγνωρίζουν τις παλιές φεουδαλικές συνήθειες των καθολικών προυχόντων. Στα 1830 οι καθολικοί της Σαντορίνης κατεβαίνουν στους 612. Οι μισοί σχεδόν, 50 οικογένειες, κατοικούν στην μικρή πρωτεύουσα του νησιού Φηρά (αφότου εγκαταλείφθηκε ο Σκάρος) και αποτελούν μια συμπαγή κοινότητα, σταθερά αφοσιωμένη στην δυτική εκκλησία: είναι οι άρχοντες και οι κτηματίες του νησιού. Οι υπόλοιποι καθολικοί είναι σκορπισμένοι στα άλλα 4 κάστρα και ανακατεμένοι με τους ορθοδόξους. Συνεχώς παρατηρούνται προσελεύσεις προς την ορθοδοξία. Την εποχή αυτή ο φανατισμός των «Ελλήνων», όπως γράφει στην έκθεσή του της 29 Ιανουαρίου / 9 Φεβρουαρίου 1830 ο καθολικός επίσκοπος Luka de Cigalla, είναι αξιοσημείωτος. Το πράγμα δείχνει πολύ καθαρά ότι η ζωηρή αφύπνιση της ελληνικής εθνικής συνειδήσεως, η ταύτισή της με την ορθοδοξία και κατόπιν οι αγώνες της ανεξαρτησίας έφερναν την ορθόδοξη κοινότητα αντιμέτωπη προς την καθολική. Η θέση της τελευταίας γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη, γιατί αποτελούσε θρησκευτική μειονότητα, απομονωμένη κάπως από την γενική ολότητα, εφόσον οι Σαντορινιοί, όπως και οι άλλοι νησιώτες που είχαν μεικτές θρησκευτικές ομάδες, χωρίζονταν από τους δυτικούς ιερωμένους σε «καθολικούς» και «Έλληνες». Η μόνη λύση για τους καθολικούς να βγουν από το πλέγμα αυτό του απομονωτισμού -και αυτό αποτελούσε ένα ισχυρό ψυχολογικό κίνητρο- ήταν να προσέλθουν στην ορθοδοξία.
http://www.egolpion.net/papikoi_kuklades.el.aspx( τονίζω ότι η ένταξη της συγκεκριμένης ανάρτησης δεν σημαίνει οτι συμφωνώ και με τα tτελευταία σχόλια τα γενικά για τους καθολικούς. Πρέπει όταν διαβάζουμε να βλέπουμε ποιός και πως το γράφει!! .....
β) βίντεο από το Μοναστήρι των Δομηνικανίδων Μοναχών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου