Μέχρι
πριν από τον 2ο
Παγκόσμιο πόλεμο η
βεντέμα(ο τρυγητός) ήταν ένα
πραγματικό πανηγύρι. Η προετοιμασία
της βεντέμας άρχιζε με το
πλύσιμο των πατητηριών
και των «λινών» (δεξαμενή
είδους φρέατος
εις το οποίον έρρεε
ο μούστος από το
πατητήρι), των βαρελιών, άφουρες βουτσά και μπόμπες
(μεγάλα βαρέλια
χωρητικότητος τεσσάρων βουτσών).
Σε συνέχεια σκουπίζανε
τις πεζούλες όπου
θα απλώνανε τα
σταφύλια που θα πατούσανε
για το βυσάντο. ΄Ολες
αυτές οι δουλειές γινόταν
καθ΄ όλην την διάρκειαν
του Αυγούστου σε
όλες τις κάναβες της
Σαντορίνης .
Την
1ην Σεπτεβρίου τα βέργινα κοφίνια φρεσκοπλυμένα
περίμεναν στις μεγάλες λιθόστρωτες αυλές έτοιμα να φορτωθούν
στα γεροδεμένα μουλάρια και
να μεταφερθούν στα αμπέλια
για το πρώτο
κοφίνιασμα Οι αγωγιάτες στόλιζαν
τα ζώα τους κρεμόντας ολόγυρα στο
λαιμό τους γαλάζιες
χάνδρες, κοχύλια, κουδουνια φυλακτά και
πολύχρωμες φούντες, Το σύνθημα εδίδετο με το
κτύπημα μεγάλης καμπάνας. Οι τρυγητάδες άνδρες γυναίκες
κοπέλλες και παιδιά τρόχιζαν
τα φερεντίνια τους
πάνω στα πουριά
η στις μαυρόπετρες και με
τραγούδια και με
τραγούδια ξεκινούσαν με τά
καλάθια περασμένα στα
μπράτσα τους. Οι γυναίκες φορούσαν
άσπρα μαντήλια δεμένα
με τέτοιο τρόπο
ώστε εφαίνοντο μόνο
τα μάτια τους και
πάνω από τα μαντήλια
φορούσαν ένα σκιάδι, ήταν
ξυπόλυτες αλλά τα πόδια
τους ήταν σκεπασμένα με χονδρές
κάλτσες πλεγμένες από τις
ίδιες με καλτσοβελώνες. Οι άνδρες φορούσαν σκιάδια η τραγιάσκες
και πλατόγυρα χρωματιστά ζωνάρια στην
μέση και φυσικά ήταν
ξυπόλυτοι. Ο μπαλής
« επιστάτης» ήταν για
να επιβλέπει την
διαλογή των σταφυλιών, χωριστά τά
μαύρα μαντηλαριές, χωριστά
τα άσπρα ασύρτικα
και τα αηδάνια
και ώριζε ένα τρυγητή για
τα ξενόλοα (Αθήρια,βουδόματα εφτάκοιλα
μαυροτράγα αητονύχια
ποταμισές βάφτρες ασπροβουδόματα, κατσανιές, πλατάνια, γλυκάδες και άλλα ) που
θα πήγαιναν στις λιάστρες για
σταφίδες.
Ο
τρυγητός άρχιζε και οι τρυγητάδες
σκυμμένοι πάνω στις
αμπελιές γέμιζαν τα
καλάθια τους τραγουδώντας, και όταν
τα γέμιζαν τα
άδειαζαν στα κοφίνια
και ο μπαλής
τα σκέπαζε με τα
« χώσματα» δένοντάς τα ολόγυρα με αλιγαδούρα «ψιλό σχοινί)». Από εκεί ακούγονταν το τραγούδι
του αγωγιάτη με
τον γλυκό σκοπό
της βεντέμας
Ωωωω Βεντέμα ηλθε
βρε παιδιά
Και πάρτε το
χαμπάρι
Θα πάρω
την ψιλή κρανιά
Να κάτσω στο
μουλάρι.
Το
γλυκό τραγούδι του
αγωγιάτη με την
κρανιά και την
κανάβινη χρωματιστή ποδιά στη
μέση, έτσι πού έκρυβε το πλατύ χρωματιστό ζωνάρι με
τα κρόσια στην
άκρη, ανακατεύονταν με τα κουδουνίσματα
των μουλαριών καθώς
έτρεχαν αναλεκτά και
σκόνιζαν το φούφουλο
(μαλακό) χώμα του
δρόμού. Από τ
αμπέλι οι τρυγητάδες
απάντούσαν πάνω στον ίδιο
σκοπό.
Μαντηλαριά κι ασύρτικο
Βουδόματα κι αθύρι
Επρόβαλε η αγάπη
μου
Από το παραθύρι.
Σαν
έφτανε στ΄αμπέλι ο αγωγιάτης φώναζε τον
μπαλή και εφόρτωναν μαζί τά
γεμάτα κοφίνια πάνω στα ψηλά αράθυμα μουλαριά, παίρνοντας πάλι το ριμίδι
του γυρισμού στην κάναβα. Αν
ηταν λεύτερος κι αντωνιάριζε (αγαπούσε)
καμιά κοπέλλα που τρυγούσε
στ΄ αμπέλι τότε πρίν πή το <ντέ
λάξ ντέ> στα φορτωμένα κτήματα
ακουμπούσε επάνω στην κρανιά του με το ψηλό βέρδουλο στην
άκρη και τραγουδπύσε.
Μελαχροινή παρ΄ το σπαθί
Και κόψε την
κεφαλή μου
Να πάψουνε
τα βάσανα
Και οι αναστεναγμοί
μου.
[...]Όταν έφθαναν στην
κάναβα ξεφόρτωναν τα
μουλάρια και μπατέρνανε
τα κοφίνια στο πατητήρι από
την «αφανιά» (άνοιγμα που ήταν
στην ουρανιά του πατητηριού
που συγκοινωνούσε με την ταράτσα ή την
πεζούλα). Εδώ θα
πρέπει να σημειώσωμε ότι
οι περισσότερες κάναβες
ήταν υπόσκαφες για
να έχουνε «ανεδοσιά»
(υγρασία) κατάλληλες στην συντήρηση
των κρασιών.
Πάνω
στην παρασκιά του
ρακιδιού ήταν ένα μεγάλο
καζάνι και μια γυναίκα
μαγείρευε το φαγητό
των τρυγητάδων. Το καζάνι
φορτωνόταν επάνω στο
μουλάρι και μέσα
σε ένα κοφίνι έβαζαν
τα σκουτελικά και
τις κρίθινες κουλούρες
σουρωμένες από νωρίς,
ώστε να είναι
έτοιμα την ώρα που
θα ρχότανε ο αγωγιάτης για
να παει στ΄ αμπέλι . Συνήθως το φαγητό
ήταν μπακαλιάρος με πατάτες
η φάβα με
λαρδί για το
μεσημέρι και μανέστρα της
βεντέμας, όπως την έλεγαν για το
βράδυ. Ξέχασα όμως το
κολατσό που ηταν πάντα μια
κουλούρα κι ένα κομμάτι
τυρί. Απόντου 12 η
ώρα κτυπούσε η καμπάνα
του ΄Αη Λιά και οι
τρυγητάδες άφηναν τα καλάθια τους πάνω στην ντάνα η
στο έργουλο όπως
το λέγανε τότε και πήγαιναν
κάτω από την
πιο κοντινή συκιά
που ο αγωγιάτης είχε ξεφορτώσει
το φαγητό τους. Εάν δεν
υπήρχε συκιά τότε οι
τρυγητάδες τρώγανε καταμεσίς του αμπελιού κάτω
από τον καφτερό
ήλιο. Μετά το φαγητό που
ήταν νοστιμότατο ξάπλωναν
για να ξαποστάσουν
μέχρι νάρθη το
μερέντι
Ο
τρυγητός συνεχιζόταν μέχρι
το βασίλεμα του
ήλιου και τότε
τραγουδούσαν όλοι μαζί
τον σκοπό της βεντέμας.
Βασίλεψε και σήμερα
Πάει και
τούτη η μέρα
Δεν είδα
την αγάπη μου
Να
πάρει ο νούς
μου αγέρα
΄Ομορφη πούσαι αγάπη
μου
Κι΄
ο ήλιος σε ζηλεύγει
Και όταν
γυρίσει και σε δεί
Πάει και
βασιλεύγει.
Κουρασμένοι γύριζαν στην
κάναβα και εκεί πάνω
στην πεζούλα η
στην λιθόστρωτη αυλή καθότα
κατάχαμα αρέγκου - ρέγκου =
(τριγύρω) στο τραπέζι.
Στην μέση ήταν
μια μεγάλη σκουτέλα του ζυμωτού γεμάτη
μανέστρα και μια
γυναίκα γέμιζε τα γάστρινα
σκουτέλια των τρυγητάδων. Στους άνδρες
έδιναν και από
ένα τσίρο η ξελουριτόν
μπακαλιάρον για να
πιούν το κρασί
τους και να
ευχηθούν στο αφεντικό και
στην αρχόντισσα <καλά κρασά >
η <κάθε αμπελιά
χίλιες ρόες>. Πολλές φορές
οι κάναβες γειτονεύανε και οι νέοι
και οι κοπελλιές
αρχίζανε τα τραγούδια
με λύρες η
τσαμπούνες και ολάκερο
το χωριό γλεντούσε
χόρευε και τραγουδούσε
τραγούδια και παινέματα στα
αφεντικά και στις
αρχόντισσες.
Σταφύλια
κόβγουνε παιδιά
Πάμε στα πατητήρια
Μας κερνουν τα΄ αφεντικά
Και σπούμε τα
ποτήρια.
Μέσα σ΄ αμπέλια που
τρυούν
Πέντ΄ έξε κομπανία
Μας λέει το
αφεντικό
Να παίξουμε την
λύρα.
Κι΄ οι άνθρωποι
που τραγουδούν
Μπράβος στ΄ αφεντικό μας
Θε να σου
βγαλουμε δουλειά
Πουναι καλό δικό
μας
Κι΄από
την άλλη κάναβα ακούγεται η φωνή
του μπαλή που παινεύει
το αφεντικό του τον Δελένδα.
Ποιανού τρυάτε βρέ παιδιά
Τρυούμαι του Ντελέντα
Για τουτο ήλθαμε
και μείς
Πουναι καλή βεντέμα
Πιο
πέρα ένας άλλος
τραγουδεί.
Το τρυγητό η άρχισε
Και κόβγουνε σταφύλια
Κι όντες αποτρυήσουμε
Θα πάμε στην
Αθήνα.
Το
δείπνο στην κάναβα
συνεχιζόταν μέχρι αργά
και οι τρυγητάδες
κουρασμένοι αλλά
ευχαριστημένοι πήγαιναν να
κοιμηθούν για να
σηκωθούν πάλι τα χαραματα
κι αυτό γινόταν
καθημερινώς.
Εδώ
θα πρέπη ν΄ αναφέρω τις πιο
μεγάλες κάναβες που
υπήρχαν στην Σαντορίνη μέχρι τις
αρχές του αιώνος
μας και που
σ αυτές γινόταν οι
μεγαλύτερες βεντέμες.
Φηρα (ονόματα αφεντικών ):
.Στυλιανός Σαρπάκης, Δημ.
Νομικός, Δόν Δελένδας, Δόν Ζαχαρίας
Δουράτσος, Δόν Πέτρος Συρίγος,
Δημ.Κουτσογιαννόπουλος, Πετσίτης, Βαρότσης, Ευάγγελος Κουτσογιαννόπουλος, Ιωαν. Κουτσογιαννόπουλος,
Νικ.Αλεξάκης, Ιακ.Πλατής, Μοσχάκης, Γεώργιος
Κωβαίος, Μιχαήλ Αλεφραγκής, Κωστ.Πλατής
και οι κάναβες του Ολλανδέζου και του
Μπελουσού.
ΟΙΑ (Επάνω Μεριά) Γερας. Μαυρομμάτης,
Γεώργ.Μαυρομμάτης, Ματθ. Μαυρομμάτης,
Εμμ.Μαυρομμάτης, Κων. Μαυρομμάτης, Νικ.
Μαυρομμάτης, Ιδομενευς Σαρρής, Ειρηνικός Αλαφούζος, Κωνστ. Πλατής, Αντώνιος
Αλαφούζος(ο ΄Αρειος), Μιχ.
Αλαφούζος, Νικόλ.Νομικός (πατήρ του
εφοπλιστού κ. Λουκά Νομικού).
ΚΑΡΤΕΡΑΔΟΣ. Οι κάναβες του
Ζάννου και του Μανωλακάκη.
Μεσσαριά . Αντώνιος
Βενετσανος, Εμμαν.
Σαλίβερος, Εμμ.Αργυρός , Αντώνιος
Μαρκεζίνης .Εμμ. Φουστέρης( κρομμυδας
και ο Φουστέρης
του Μπεγιαντέ.
ΠΥΡΓΟΣ Βυδιάνος
Ζάννος (συμβολαιογράφος ), Μάρκος
Μαυρομμάτης ιατρός, Μιχαλάκης Λαγκαδας
ιατρος, Γιακουμάκης
Χρυσός(χονδρός) Μιχ.Γαβαλάς ( Κουτσού)
Αθανάσιος Μουσούρης( καθηγητής) .Αλέξανδρος Μαλασπίνας, Δημήτριος Μαλασπίνας, Γαβριήλ Σορώτος(του Μιχελάκη και
Παπά Πέτρος Σορώτος, Αθανάσιος
Καφούρος και Εμμ.Καφούρος, Αντ.
Καραμολέγκος (του Γλέζου ) ,
Αντ. Φίτρος (του Σολωμού). Αγγελετάκης
Γαβαλάς (Πασπαλάς) ,
Αγγελέτος Ζώρζος (Γριζαλής), Ιωάννης Γαβαλάς του Γούμενου και
Γεώργιος Κουτσογιαννόπουλος.
ΕΞΩ
ΓΩΝΙΑ . Γεώγιος
Σαλίβερος, Γεώργιος Αλαφούζος συμβολαιογράφου και Αργυρός.
ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΓΩΝΙΑΣ
. ΣΠ. Ρουσσος, Μόν Σινιόρης
(επίσκοπος καθολικών) Μιχ. Αλαφούζος και
Μαρκος Μητροπίας.
ΜΕΓΑΛΟ
ΧΩΡΙΟ . Γιακουμάκης Κορωνιός, Αντώνης του
Ακύλα (Μετόχι) Βασίλειος
Γαβαλάς (Πονήρης ) Βδοκού Γαβαλά,
Αντώνιος Βενετσάνος Νασκια
Ρούσσου, Τζώρτζης Σαλίβερος
Μπατζανης , Α ντωνάκης Ακύλας οι
κάναβες του Ζάννου (Σκαρίτης ) Βιτοράκη και
του Μιχελάκη του Πλούσιου,
ΕΜΠΟΡΕΙΟΝ . Μαρκος
Δρόσος Δήμαρχος Εμπορέίου Δημ. Χατζόπουλος Εμμ, Γριβας,
Ευστάθειος Λυγνός Λαζαρακης Συρίγος Νικ. Γρίβας (Δακορώνια ),
Ιωάννης Κατσίπης (Γρίβας) Σπύρος Λαγκαδας
Λουκάς Βασσαλος Δημήτριος
Βενιέρης ( Λαμπίκης) Μάρκος
Βασσάλος ιερεύς Μαρκος Βαζαίος Μαρκής Αντωνάκης
Μπάιλας Βασίλης Σιγάλας του Κοκκινου
Νικος Δρόσος Πουλάδης, Μαρκάκης Δεναξάς
ιερεύς , Νικολάκης του Κονόμου Ιάκωβος Πρέκας (Βενιζέλος )
Γεώργιος Σεγρέδος Λάζαρος
Δρόσος Χριστουδάκης Αντώνιος
Σιγάλας Μούγκρος Ιάκωβος
Δρόσος Δράκος Γιάκουμος
του Πιπινιού και πολλοί
άλλοι μικροκαναβιώτες των οποίων
τα ονόματα δεν
ενθυμούμαι.
΄Όπως
βλέπομεν υπήρχαν την
εποχή εκείνη εκατόν αφεντικά που είχαν
υπό την κατοχήτων
ένα μεγάλο μέρος από
τις 10.000 περίπου
ζευγαριές αμπελιών της
Σαντορίνης .
΄ Ενας
αριθμός αμπελιών ήταν
Μοναστηριακά όπως 100 ζευγαριές της μονής Αγίου Ιωάννου
Θεολόγου Πάτμου, 600 ζευγαριές της μονής χοζοβιώτισσης Αμοργού, 300 ζευγαριές του
Προφήτη Ηλία 500 ζευγαριές των Καθολικών εκ των οποίων οι 300 άνηκον εις τον
εκάστοτε Επίσκοπο των Καθολικών και 200 εις τους δύο ιερείς . ήταν ένας από
τους έτσι ο μον Σινιόρης ήταν από τους μεγαλύτερους
κτηματίες της Σαντορίνης και σε συνέχεια οι καθολικοί ιερείς Δον Δελένδας και
Δον ζαχαρίας.
Μετά τον τρυγητό ακολουθούσε το πάτημα
των σταφυλιών στα πατητήρια. Το πάτημα γινόταν μόνον από άνδρες που πατούσαν
και μαγκάνιζαν τα τσάμπουρα και τις ρόγες νυχθηερόν. Ο αράθυμος μούστος έρεε
στο λινό από το κουντούτο του πατητηριού και όταν γέμζε γινόταν το άγγλισμα με
κουβάδες και ντενεκέδες και οι κουβαλητάδες γέμιζαν τα βουτσά και τις άφουρες.
Στο τέλος μάζευαν το «ψημένο» (σταφύλια που έμειναν στις λιάστρες επί μία
εβδομάδα και κατόπιν τα πατούσαν για να φιάξουν το βισάντο).
Περί
το τέλος Σεπτεμβρίου τελείωνε και το πάτημα των
σταφυλιών και αρχάς Οκτωβρίου ετοίμαζαν τα καζανια για
την Παρασκευή της τσικουδιάς
στο ρακιδιό(ιδιαίτερος
κλειστός χώρος χωριστά από
την κάναβα). Εκεί γινόταν η απόσταξις από
τα μαγκανισμένα « τσίκουδα» και
ηταν καθορισμένη η ποσότης της
ρακής με ειδική
άδεια που εδίδετο από την
χωροφυλακή.
Στο
τέλος ένας χωροφύλακας
έπρεπε να σφραγίσει τά
καζάνια για να αποφευχθέί η παράνομος παρασκευή
άλλης τσικουδιάς , από την
ποσότητα που ώριζε
η άδεια .
Στις
22 Οκτωβρίου εορτήν του Αγίου
Αβέρκιου τα αφεντικά
πήγαιναν στις κάναβες και
σταύρωναν με το βασιλικό
που έπαιρναν από
την εκκλησιά, τα βουτσά και
τις άφουρες και
ψάλλοντας το απολυτίκιο του Αγίου,
άνοιγαν την σφήνα και
δοκίμαζαν τα νέα
κρασιά .
Κατόπιν έστρωναν
τραπέζι με κάθε
λογής μεζέδες και ιδαιτέρως παστά
ορτύκια και με τις παρέες των έτρωγαν, χόρευαν και
τραγουδούσαν όλη την
ημέρα με λύρες
βιολιά και τσαμπούνες. ΄Ηταν μια
μέρα γεμάτη κέφι, πιοτό
και τραγούδι. ΄Ολοι έπρεπε
να γλεντήσουν, να μεθύσουν
με τα νέα
κρασιά , να τραγουδήσουν, να χορέψουν
να ξεχάσουν τους
καημούς και τα
βάσανα για να
ξαναρχίσουν πάλι την δουλειά στα
αμπέλια το κλάδεμα, το
τύλιγμα, το λάκισμα και το
θειάφισμα μέχρι νάρθει
πάλι η νέα βεντέμα, η
μεγάλη αυτή γιορτή της Σαντορίνης
με τα τραγούδια
που χάθηκε και ξεχάσθηκε
για πάντα .-
Απόσπασμα κειμένου από Μ.Ρούσσος: Λαογραφικά της Σαντορίνης Αθήνα 1971
Απόσπασμα κειμένου από Μ.Ρούσσος: Λαογραφικά της Σαντορίνης Αθήνα 1971
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου