Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Στα Φηρά το γιαλό
Λογχίζουν θαρρετά το βλέμμα τα υποζύγια, φορτωμένα με ανθρώπινους καημούς. Φανταχτερά, μασκαρεμένα μεταφέρουν την ξεδιαντροπιά στα άγια των αγίων. Τα μάτια τους βουρκώνουν. Κλαίνε. Λιώνει το φως κι ο αέρας που βουίζει στα συρματοπλέγματα, αγχόνη. «80 η καβάλα» και τα 300 τόσο γλιστερά! Ξανθίσαν οι μαυρόπετρες με αφράτη καβαλίνα. Τη σάρωσε ο άνεμος ξέφτια ευωδιάς. Στην άκρη! Κατεβαίνουν οι αγωγιάτες. Ο ίδρως κόλλησε κατάσαρκα το λιγδερό τους πανωφόρι. Γυμνοί, εκείνοι καβαλούν, γυμνοί και ξεπεζεύουν. Ο ίδρως των κορμιών τους σμίγει, διονυσιακούς ανασασμούς. «όμορφα πουν’ ξεδιάντροπες οι ξένες!» και τα μουλάρια χλιμιντρούν. «να καβαλούσαν στα καπούλια!» «80 η καβάλα” Πάνωθε οι βράχοι αγκαλιασμένοι με συκιές. Σύρουν φωνή τα φαραόσυκα ζυγιάζονται τα σπίτια να πετάξουν στο λαγαρό του Αιγαίου, ως την απέναντι στεριά, του ηφαιστείου την υπόσχεση θανάτου.
Κάτασπρα θολωτά τα σπίτια, χιονάτα τα σκαλιά και οι αυλές. Τα γαλανά πορτοπαράθυρα αχνίζουν τη δροσιά. Το φως δεν το ξορκίζουν, τ’ αγκαλιάζουν. Γη μαύρη κι αφράτη με πράσινες θηλές για να μεθούν οι ταπεινοί, οι θρήσκοι, οι λάγνοι, οι μεταμορφούμενοι. Το πρωί εκκλησιά, το μεσημέρι δουλειά, το γιόμα φαγοπότι, τη νύχτα χορός, τραγούδι κι έρωτας στα σκοτεινά, φεγγερά προστατευμένα σοκάκια. Άνθρωποι που προσκυνούν κι αμαρτάνουν, δουλεύουν κι επαναστατούν, χορεύουν και ψέλνουν, μεθούν με Άγια Κοινωνία κι αγιάζουν καθισμένοι αντικρύ στου Ηφαιστείου το θάμα, αντιπαλεύοντας με παρρησία τον τρόμο.
Εσείστης σαν τη λεμονιά. Κλονίστηκαν τα σκοτεινά λαγόνια, τα σπίτια έραψαν, οι δρόμοι ερήμωσαν, ζωές πετάξανε κι ολούθε φάνταζες δρακόντου στόμα.
Εσείστης και βουνά σαν ώμους αδιάφορα κινούσες, όγκους νερών ανάβλυζες, τα σπίτια τσαλαπάταγες, κι η γης μαράζωσε σ’ αιώνων χάδι.
Εσείστης κι όλα μοιάζαν νεκρά, πετρωμένα. Όλα βγάζαν καπνούς, όλα δειχναν θαμένα.
Μα ξανά χαμογέλασες κι όλα ανθίσαν με βιάση. Πορφυρά και μαβιά και γαλάζια και κίτρινα, η ζωή πυροτέχνημα απ’ την πέτρινη αγκάλη.
Μα ξανά χαμογέλασες και τα σπίτια σαν κρίνα φυτρώσαν, τα αμπέλια το χώμα αγκάλιασαν, με ντομάτες οι δρόμοι ματώσαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου