το πρωί της Πρωτοχρονιάς υπήρχε ένα παλιό έθιμο που οι ρίζες του φθάνουνε στους βυζαντινούς χρόνους. Όλα τα παιδιά του δημοτικού σχολείου έπρεπε μετά τη λειτουργία να πάνε την "καληχέρα" στο δάσκαλό τους και να του πουνε τα χρόνια πολλά. Του πηγαίνανε ότι είχανε προαίρεση χρήματα, αυγά, ή κοτόπουλα.
Ο αφέντης κάθε φαμέλιας από την άλλη έπρεπε να επισκεφθεί τους συγγενείς του για να δώσει και εκείνος τις "καληχέρες" στα παιδιά. το ίδιο και ο σάντουλος στους φιλιότσους του.
Στην Οία έχουν και το εξής χαρακτηριστικό τις μέρες αυτές
Το Δωδεκαήμερο (Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά-Φωτά) ήταν οι μοναδικές γιορτές του χρόνου που οι ναυτικοί της Οίας περνούσαν μαζί με τις οικογένειες τους! Και αυτό γιατί όλα τα ιστιοφόρα ήδη από τα τέλη Νοεμβρίου είχαν επιστρέψει στην Οϊα από τα ταξίδια τους.
1) Το «ποδαρικό» του σπιτιού γινόταν από τον αρχηγό της οικογένειας. Μόλις επέστρεφε η οικογένεια στο σπίτι από την Πρωτοχρονιάτικη θεία λειτουργία που γίνεται στον Αγιο Βασίλειο στον Περίβολα, ο άντρας κρατώντας στο χέρι του μια μικρή εικόνα από το εικονοστάσι του σπιτιού (την οποία είχε πάρει μαζί η οικογένεια στη θεία λειτουργία για «να λειτουργηθεί»), έμπαινε πρώτος στο σπίτι απαραίτητα με το δεξί πόδι κάνοντας το «καλό ποδαρικό» με την ευλογία της εικόνας («για να κάνει το ποδαρικό στο σπίτι ο Θεός») δίνοντας παράλληλα κι ευχές για καλή χρονιά.
2) Εν αντιθέσει με τα κάλαντα των Χριστουγέννων τα οποία έψελναν τα μικρά παιδιά την παραμονή, τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς τα έψελναν παρέες ανδρών, ως επι το πλείστον νεαρών, συνοδεία βιολιών το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Ήταν η ώρα του γιορτινού τραπεζιού όπου όλες οι οικογένειες ήταν μαζεμένες στο τραπέζι και έτσι όλα τα σπίτια είχαν ανοιχτές τις πόρτες για να ακούσουν τα κάλαντα από τα παλικάρια του χωριού. Χωρισμένοι σε ομάδες γύριζαν σε όλη την Απάνω Μεριά με τα βιολιά (λίγο-πολύ όλοι ήξεραν να παίζουν βιολί, αυτοδίδακτοι ως επί το πλείστον) και έλεγαν τα κάλαντα στις γειτονίες σαν να έκαναν καντάδες. Από τα πρώτα σπίτια που επισκέπτονταν ήταν των κοριτσιών που κρυφοαγαπούσαν και έτσι με τη δικαιολογία για τα κάλαντα είχαν την ευκαιρία να δουν τις αγαπημένες τους. Φυσικά ποτέ δεν έπαιρναν λεφτά. (Λεφτά έδιναν μόνο στα μικρά παιδιά όταν έψελναν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα). Άλλωστε δεν έβγαιναν να πουν τα κάλαντα για να μαζέψουν λεφτά, αλλά γιατί ήταν το έθιμο οι νέοι να έυχονται την καλή χρονιά για γούρι.
Ενα χαρακτηριστικό γλυκό της Σαντορίνης για την Πρωτοχρονιά για το οποίο η συνεργάτης μας από την Οία μας στέλνει και τη συνταγή είναι οι τηγανίτες.
Οι "τηγανίτες" στην Οία ουσιαστικά είναι τα αντίστοιχα Μικρασιάτικα "κατιμέρια" δηλαδή μικρά τηγανητά πιτάκια από αλευροχυλό (κάτι σαν λουκουμάδες) περιχυμένα με πετιμέζι.
1 πακέτο αλεύρι κόκκινο ("που φουσκώνει μόνο του")
μισο κουτάλι αλάτι
1 κουτάλι σόδα
2 ποτήρια χλιαρό νερό
λάδι για το τηγάνισμα
πετιζέμι
Σε μια λεκάνη βάζουμε το αλεύρι, το αλάτι, τη σόδα ανακατεύουμε και κατόπιν σιγά-σιγά ριχνουμε το νερό, ανακατεύοντας μέχρι να γίνει ένας πηχτός χυλός. Βάζουμε το λάδι στο τηγάνι και το αφήνουμε να κάψει. Αφου κάψει το λάδι...βάζουμε στη χούφτα μια κουταλιά απο τον πηχτό χυλό, το πλάθουμε να γίνει "πλακουτσωτό" να πάρει δηλαδή σχήμα σαν ένα πιτάκι και το ρίχνουμε στο τηγανι. Το αφηνουμε μέχρι να ροδίσει η μια πλευρά, το γυρίζουμε απο την αλλη. Αφού φτιάξουμε όλες τις τηγανίτες, τις περιχύνουμε με πετιμέζι και τις σερβίρουμε.
Πάμε για τα καλιανταρίσματα:
Αρχιμηνιά κι αρχίχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
Κι αρχή που βγήκε ο Χριστός στη γη να περπατήσει
Κι εκεί που επερπάτησε χρυσό δενδρί εβγήκε
Χρυσά ταν τα κλωνάρια του κι ολάργυρη η κορφή του
Και στα περικλωνάριά του πουλιά κι εκελαδούσαν
Και ΚΑτεβαίναν τα πουλιά μαύρα μου μάτια και γλυκά
Και πίναν και ανέβαιναν και ροδόσταμο ερραίναν
Δεν ήταν μόνο πέρδικες γαρουφαλιές λεβέντισσες
Ήταν και τρυγονάκια μαύρα μου γλυκά ματάκια.
Κι έρραιαν τον αφέντη μας, τον Ρήγα τον λεβέντη μας,
Τον πολυχρόνεμένο μας και στον κόσμο ξακουσμένο.
Εσένα πρέπει αφέντη μου καράβι ν αρματώσεις
Και τα σκοινιά του καραβιού να τα μαλαμτώσεις
\και πάλι ξαναπρέπει σου καρέκλα καρυδένια
Για να ακουμπας τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
Και πάλι ξαναπρέπει σου καρέκλα να καδίζεις
Με το ένα χέρι να μετράς, με το άλλο να δανείζεις
Και πάλι ξαναπρέπει σου καρέκλα να κοιμάσαι
Βελούδα να σκεπάζεσαι να μην κρυολοάσαι.
Πολλά παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και της κυράς μας,
Κυρά ψηλή, κερά λιγνή κερά καμαροφρύδα,
Κυρά μ όντας θα στολιστείς, να πας στην εκκλησιά σου,
Βανείς τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι σου στα στήθη
Και του κοράκου τα φτερά βάνεις καμαροφρύδι.
Πολλά παμε και της κυράς ας πουμε και της κόρης
Έχεις και κόρη όμορφη γραμματικός την θέλει.
Μ αν είναι και γραμματικός πολλά προυκιά γυρεύει.
Γυρεύει αμπέλι ατρύητο, χωράφια με τα στάχυα.
Γυρεύει και τη Βενετιά, μ όλα της τα καράβια
Γυρεύει και τον κυρ Βοριά να τα καλαρμενίζει.
Έχεις και γιο στα γράμματα και σέρνει το κοντύλι
Να τον αξιώσει ο Θεός να βάλει πετροχείλι.
Για δώσε μας τον πετεινό, για δώσε μας την κόττα
Για δώσε μας την σφαντζικα να φύουμε από την πόρτα.
Βγάλτε τη μπότσα με κρασί, κορώνα μου ζωγραφιστή,
Βγάλε να μας κεράσεις που να ζεις και να γεράσεις.
Επάνω στο παράθυρο στέκει ένα γαρούφαλλο,
Στέκει μια περιστέρα και του χρόνου τέτοια μέρα.
Και άλλα……
ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΑ
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
ψιλή μου δεντρολίβανιά
τσ’ αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά με τ άγιο Θρόνο.
Αγιος Βασίλης έρχεται
κούτσουρα φορτωμένος
για ξεφορτώσετέ τονε
γιατί είναι κουρασμένος
Σένα σου πρέπει αφέντη μου
στασίδι να καθίζεις
το να σου χέρι να μετρά
τσαι τ άλλο να δανίζει
Σενά σου πρέπει αφέντη μου
καρέκλα καρυδένια
για να κουμπάς τη μέση σου
τη μαργαριταρένια
Σένα σου πρέπει αφέντη μου
κάραβι από την Πόλη
όντας το φέρεις στο νησί
να το ζηλεύουν όλοι
Να έχει απάνω το Σταυρό
και την Αγία Σοφία
όντας γυρνάς στα πέλαγα
να έχεις ευλογία
Να έχει πάνω την ευχή
απ' το Πατριαρχείο
και από τον 'Αγιο Δέσποτα
να μην δουγιάς θηρίο
Σενα σου πρέπει αφέντη μου
καράβι από την Μάλτα
τσαι κείνο που χεις στο νησί
να το τραβάς για βάρκα
Τσερά μου οντάς στολίζεσαι
τσαι πας στην εκκλησία
όλος ο κόσμος σε θωρεί
από τη φαντασία
Τσερά μου, όντας στολίζεσαι
τσαι πας στην εκκλησιά σου
όλος ο κόσμος ήτρεξε
να δει την ομορφιά σου
Πολλά παμε τσαι τση κεράς
ας πούμε τσαι τση κόρης
τσερά τη θυατέρα σου
γραμματικός τη θέλει
Μ αν είναι τσαι γραμματικός
πολλά προυσά γυρεύει
θέλει αμπέλια ατρύγητα
χωράφια με τα στάχυα
Θέλει τη τσερά θάλασσα
μ όλα τση τα καράβια
θέλει τσαι το τσυρ Βοριά
για να του το αρμενίζει
Τσερά ψιλή τσερά λιγνή
τσερά καμαρωμένη
τσερά μαρμαροτράχηλη
τσαι μαρμαροκολώνα,
που χεις το γιο τον καλογιό
το γιό τον κανακάρη
που λούζεις τον στολίζεις τον
και στο σχολειό του πάει.
Τσ ο δάσκαλος τον έστειλε
για να καλαναρχίζει
τσαι το τσερί ντου έσταζε
τα ήκαψε το χαρτί του
Ήκαψε τσαι τα ρούχα ντου
τα χρυσοκεντημένα
όπου του τα τσεντούσανε
χεράκια κοραλένια
Τσαι άλλα πολλά πρέπανε
μα πάω γιατί σπουτάζω
θέλω να πάω και αλλού
να τσοι ανεγαλιάσω
Απάνω στο παράθυρο
στέκει μια περιστέρα
αν είναι με το θέλημα
να πούμε καλησπέρα
(Καλλίτσι Νομικού – από το βιβλίο του Γιώργου Βενετσάνου: « Λαογραφικά της Σαντορίνης – Παραδόσεις τόμος 2ος»
Και άλλα…..
Καλην εσπέρα άρχοντες, ήρθαμε να σας πούμε
ότι και αύριο εόρτη , ανάγκη να χαρούμε.
Και να πανηγυρίσουμε, Περιτομή Κυρίου,
και εορτή του μάκαρος Μεγάλου Βασιλείου.
Κάνω λοιπό καλήν αρχή τραγούδια να συνθέσω ,
τον Αγιο Βασιλείο δια να επαινέσω.
Να σας είπω τα θαύματα, που έκανε αυτός του,
με του Θεού τη δύναμη που ήταν βοηθός του.
Σπουδές – γράμματα μάθαινε, σοφία πλουτισμένος,
παρ’ όλων εθαυμάζετο, γιατί ήταν διδαγμένος.
Της Καισσαρείας γέννημα, βλαστός Καππαδοκίας,
και λυτρωτής και ποιητής της Θείας Λειτουργίας.
Είχε και το αξίωμα, της αρχιεροσύνης,
έχθρός των έργων των κακών, φίλος της σωφροσύνης.
Αρχιερείς τον σέβονταν, παπάδες τον τιμούσαν,
οι άρχοντες και ο λαός, σκυφτοί τον προσκυνούσαν.
Να μη σας τα πολυλοιγώ, τα προτερήματά του,
όλοι θε να τα ξέρετε τα κατορθώματά του…
Απάνω στο παράθυρο , στέκει μια περιστέρα,
αν είναι θέλημα Θεού , να πούμε καλησπέρα.
Κάλαντα Πρωτοχρονιάς Οίας Σαντορίνης
Άγιος Βασίλης έρχεται γεμάτος με τα δώρα
φέρνει ευχές και ευλογιές σε Φοινικιά και Χώρα
Φέρνει μαζί του αγιασμό, να αγιάσει τα αμπέλια
για να γεμίσουν με κρασί, άφουρες και βαρέλια
Φέρνει και κάτω στο γιαλό, κατάρτι ασημένιο
για να γενεί με το καλό, και αυτό μαλαματένιο
Για αυτό αν έχεις γιο μικρό, βάλτο’ νε στο μουράγιο
να αξιώσει ο Άγιος, να γίνει καπετάνιος
Κι αν έχεις κόρη παντρειάς, δωσ’ της Πανωμερίτη
για να τη δεις αρχόντισσα, να κουμαντάρει σπίτι
Χρόνους πολλούς να χαίρεστε, α είστε ευτυχισμένοι
και από καράβια και κρασί, να είστε πλουτισμένοι
Λίγο πριν το τέλος μια ιστορική φωτογραφία
Μια σπάνια φωτογραφία από το 1959 από το χωριό του Ακρωτηρίου στη Σαντορίνη
Διακρίνεται ο Ευστάθιος Αρβανίτης (τζαμπουνιέρης) να παίζει τσαμπούνα
Πάμε και μουσικά:
Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς με τσαμπούνα από τον Βαγγέλη Μαρκουλή
ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ από neasantorinis 2011 στη Μεσσαριά και 2012 στο Ακρωτήρι