Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

Η βαρελοποιία στη Σαντορίνη


[...]Τα βαρελάδικα εις την Σαντορίνην λέγονται βουτσάδικα και ευρίσκοντο παλαιότερον εις όλους τους λιμένας της νήσου, ήτοι εις το Άμμούδι, εις την Αρμένη της Απάνω Μεριάς, εις τα Φυρρά, το Γιαλό και εις τον Αθηνιό, απ’ όπου εγίνετο η εξαγωγή του οίνου. Σημειωτέον ότι «τα διάφορα καΐκια, που μεταφέρανε το κρασί, εκτός από τη Σύρα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αίγυπτο και στη Ρωσία, δεν είχανε μόνιμη στοίβα από βαρέλια, για να βάζουν το κρασί, αλλά βάζανε βαρέλια από το λιμάνι, που τα αφήνανε στον τόπο του προορισμού τους

Τους βαρελάδες οι Θηραίοι ονομάζουν βουτσάδες.  Τα βουτσά έχουν ενταύθα διάφορα ονόματα, αναλόγως του μεγέθους και της χωρητικότητος αυτών. Ούτως άφουρα (η) και εν τω πληθυντικώ άφουρες (οι) λέγουν τα βαρέλια, «που παίρνουν τρία βουτσά κρασί, δηλαδή 1008 οκάδες».5 Δια την λέξιν άφουρα ο Ν.Γ. Πεταλάς έγραφε κατά το 1876 τα εξής: «Η άφουρα [είναι] δοχείον μέγα οίνου ισοδυναμούν προς τρία βουτσία, περιέχοντα επτά βαρέλας έκαστον, ο έστιν εν όλω 21 βαρέλας, (ήτοι) 945 οκάδας. Αναμφιβόλως είναι ο αρχαίος αμφορεύς υπό του χρόνου παρεφθαρμένος, όστις και μετρητής ελέγετο•ήτο δε μέτρον χωρητικότητος δια τα υγρά».
Βουτσί είναι το βαρέλι το περιλαμβάνον 336 και πλέον οκάδας.
Μπόμπαν λέγουν εν Θήρα το χωρητικότητος 400-600 οκάδων βουτσί, μισόμπομπες τα βαρέλια των 250-300 οκάδων, βαρέλαν το χωρητικότητος 48 και πλέον οκάδων. Η βαρέλα είναι ίση με 6 σέκια, το δε σέκι ίσον προς 8 οκάδας, Αι λέξεις άφουρα, βουτσί και βαρέλα είχον εκτός της εννοίας του βαρελιού και την της χωρητικότητος. Αύται διευκρινίζονται, αναλόγως προς τον τρόπον, κατά τον οποίον θα τας μεταχειρισθούν. Λέγουν π.χ. «κα μπρε, σιγουράρισε την άφουρα (το βουτσί, τη βαρέλα) με μία πέτρα να μην κατρακυλά μέσ’ στην αυλή». Άλλοτε δε πάλιν ακούει τις: «Εφέτος ήκαμα δέκα βουτσά κρασί όλα-όλα» ή «αυτό το βαρέλι το παίρνει δεν το παίρνει ένα βουτσί».  
Οι βαρελάδες της Σαντορίνης κατεσκεύαζον και κατασκευάζουν ακόμη και μικρότερα βουτσιά, ρακοβάρελα, κονιακοβάρελα, τυροβάρελα, ως και διάφορα σκεύη απαραίτητα δια την κάναβαν (οιναποθήκην) με τα αυτά υλικά, που εχρησιμοποίουν δια την κατασκευήν των μεγάλων βαρελιών.
[....]Ο βαρελοποιός πρώτα μετράει τις «ντούγιες»(τα ξύλα που αποτελούν το βαρέλι). Τις πελεκάει με ένα μαχαίρι, που λέγεται«ταλιακούδα» και μετά τις περνάει από μια μεγάλη «πλανιά», που είναι ακίνητη και σχηματίζει την κοιλιά του βαρελιού.
Ανάλογα με το μέγεθος του βαρελιού είναι και η φόρμα, όπου το σκαρώνει. Κάθε βαρέλι είναι στα άκρα στενό ενώ στη μέση φαρδύ.
Το ένα άκρο των ξύλων το κλείνει με στεφάνια, ανάλογα με το μέγεθος του βαρελιού, ενώ το άλλο άκρο είναι ακόμα ανοιχτό. Για να σχηματιστεί η κοιλιά του βαρελιού, κάνει μια σκάρα, όπως του μαγκαλιού, βάζει μέσα χοντρά ξύλα. Αφού δώσει φωτιά παίρνει τη σκάρα και από πάνω της τοποθετεί τα βαρέλι, όπως το προετοίμασε πιο πριν, με το ένα άκρο του δηλαδή έτοιμο. Με ένα συρματόσκοινο τριγυρίζει το βαρέλι στο άλλο άκρο που είναι ακόμη ανοιχτό. Με τι βίδα ένα εργαλείο με το οποίο πιάνει το συρματόσκοινο και από τις δύο πλευρές σφίγγει τα ξύλα και σιγά σιγά το άκρο αυτό που αρχικά είχε ετοιμαστεί.
Στη συνέχεια αναποδογυρίζει το βαρέλι, χωρίς να πειράξει τη βίδα. Κόβει σίδερα ανάλογα με το βαρέλι και τα καρφώνει με περτσίνια. Αφού τοποθετήσει το εξωτερικό στεφάνι του άκρου, αρχίζει να ξεβιδώνει τη βίδα και να προσθέτει τα υπόλοιπα στεφάνια. Αν το βαρέλι είναι 500 έως 1000 κιλά βάζει δέκα στεφάνια .
Μετά κάνει το «καβάρισμα» μπροστά και πίσω στα δύο δηλαδή στρογγυλά άκρα του βαρελιού με ένα σκεπάρνι γυριστό. Για να πιάσει το «φουντί», το στρογγυλό άκρο του βαρελιού, δηλαδή το καπάκι με τον «τζινιαδόρο» κάνει την πατούρα ένα είδος αυλακιού. Αφού ετοιμάσει το φουντί, το πατάει στην «πλάνια» και μετά το καρφώνει με δίμυτες βελόνες. Το φουντί αποτελείται από πολλά κάθετα κομμάτια ξύλου. Μετά παίρνει κουμπάσο από την πατούρα που άνοιξε, επί πέντε κουμπασιές. Παίρνει το κουμπάσιο και το τοποθετεί στο μέσο του φουντιού και παίρνει τον κύκλο στρογγυλό. Αφού αλείψει το στρογγυλό με μπογιά και φαίνεται το στρογγύλεμα της κουμπασιάς, με το «ξεγυριστάρι», είδος πριονιού το κόβει και γίνεται στρογγυλό. Με την «ταλιαδόρα», μια μεγάλη μαχαίρα, κόβει το φουντί γύρω γύρω για να χωράει να μπει στην πατούρα. Ύστερα ξυνει το φουντί με ένα ροκάνι για να γυαλίσει. Στην συνέχεια βάζει ζυμάρι από αλεύρι και νερό στην πατούρα και βγάζει τρία στεφάνια για να περάσει το φουντί.
Σηκώνει το βαρέλι όρθιο, σφίγγει τα στεφάνια και εφαρμόζει όλες τις ντούγες κι έτσι το βαρέλι δεν τρέχει. Ανοίγει μια τρύπα στη ράχη του βαρελιού απ’ όπου θα μπει ο μούστος στο βαρέλι, και μια μικρή σ’ ένα από τα δυο καπάκια του για να μπει η κάνουλα απ’ όπου τρέχει το κρασί.      

[....] «Άμα το σκαρώσωμε, λέγει ο Ελευθέριος Ευδαίμων, έπειτα το σαβαγιάρομε. Σαβαγιάρισμα λέμε, δηλαδή να φέρομε τις dούγιες στα ίσα από πάνω. Μετά το ξεφορμίζομε. Του περνάμε τ’ απάνω βεργιά πρώτα και το σφίγγομε με τη σφήνα και με το σφυρί  . Τα ξύλινα τα σφίγγαμε με τον κόπανο, το σφυρί και την ξύλινη σφήνα. Τα παλαιά χρόνια βάναμε φωτιά μέσα στο σκαρωμένο βαρέλι και με νερό εγυρίζαμε τις dούγιες (ολόκληρο το βαρέλι) με τις μαΐστρες. Μαΐστρες ήταν στεφάνια, που τις σφίγγανε τις dούγιες. Στην αρχή λυγούσανε μια-μια dούγια και μετά το σκαρώναμε. Τώρα υπάρχει μηχανή χειροκίνητη, πού γυρίζει τα βαρέλια. Πάλι θα βάλωμε από την άλλη μεριά τα βεργιά του, δηλαδή πάλι θα το ξεφορμίσωμε. Έπειτα θα το σφίξωμε για καβάρισμα, δηλαδή κάνομε το κούρεμα, το κουρεύομε, μετά το παίρνομε από μέσα με το καραβορούκανο, το καβάρομε». Ώστε το τρίτον στάδιον της κατασκευής του βαρελιού είναι το καβάρισμα, το όποιον γίνεται με τα εργαλεία τσινιαδόρος, καβαροσκέπαρνο και καβαρορούκανο  . Εις εκάστην δηλαδή ακραν της dούγιας γίνεται η γράδωση    δηλαδή κατασκευάζονται αύλακες, εντός των οποίων θα ενσφηνωθούν αργότερον τα φούdια.  Με την πλανιοπούλα   εν Σαντορίνη «παίρνουν τον όρλο». Όρλος είναι τα κυκλικά επάνω και κάτω άκρα του βαρελιού. Τέταρτον στάδιον κατασκευής είναι να γίνουν τα φούdια, δηλαδή τα καππάκια. Κάθε φούdι αποτελείται από dούγιες, πού παρατίθενται κατά πλάτος και συνδέονται μεταξύ των ή με ξυλόσφηνες ή με δίμυτες καρφοβελόνες. Το όλον φούdι περικόπτεται κυκλικώς με ακτίνα σύμφωνον προς την φόρμαν του βαρελιού, λεπτύνεται δε κατά την περιφέρειάν του, δια να ημπορεί να εισχώρησει εις την εσωτερικήν αύλακα των dουγιών. Αφαιρείται τότε η ακραία στεφάνη και το φούdι πιεζόμενον καταλλήλως εισδύει και ενσφηνώνεται εις την αύλακα  . Εις τις άφουρες τα φούdια συνήθως ενισχύονται με ισχυράν ξυλίνην μπάραν (τραβέρσαν), που τοποθετείται επάνω εις την διάμετρον της επιφανείας των. «Με την κλόβα   μπλιγάρομε κομμάτια τω φουdιώ, που τα λέμε dαbανία». Αφού περάσουν τα φούdια, το ψαθώνουν με το ψαθί. κατόπιν το ξύνουν απ’ έξω με το ρουκάνι και τέλος το σιδερώνουν. Σιδέρωμα είναι η τακτοποίησις των τσερκιών ή βεργιών (στεφανιών). Ο βουτσάς χρησιμοποιεί προς τούτο σφήναν, που κτυπά με σφυρί, δια να προωθή τα τσέρκια. Αντί σιδηρών στεφανιών κάποτε τοποθετούν και δυο ξύλινα, που χρησιμεύουν ως προσκέφαλα, όταν το βαρέλι κυλίεται επί του εδάφους και ούτω προλαμβάνεται η φθορά του. Έπειτα ανοίγουν την κάνουλα και την καρκούνα, με ειδικόν εργαλείον  , δηλαδή την μεγάλην οπήν εις την μέσην του βαρελιού. Η κάνουλα γίνεται εις το φούdι. Την καρκούνα φράσσουν με τον πίρο, ο οποίος είναι πώμα, συνήθως εκ κέδρινου ή δρύινου ξύλου σκληρού, που περιτυλίσσεται με λινόν ράκος. Η λέξη πίρος αναφέρεται εις τας παροιμίας: «Δεν φταίς, εσύ, φταίει του βουτσού ο πίρος», η όποια λέγεται προς τους ακοσμούντας ένεκα μέθης, και «όπου λυπάται από τον πίρο, χάνει από την καρκούνα» ή «όποιος φοβάται από τον πίρο, το χάνει απ’ την καρκούνα». 
Τα κομματάκια από τα ξύλα, πού μένουν μετά την κατασκευήν του βαρελιού, λέγονται εν Σαντορίνη ροdαρίδια και απάκρηες. Πελεκούδια ονομάζονται αυτά, τα οποία «πετιώνται, άμα πελεκάμε τις dούγιες. Βγαίνουν και τα ρουκανίδια».  Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν «τρέχει» (στάζει) το βαρέλι, το διορθώνουν με το ατσάλινον εργαλείον, πού λέγεται καλαφατικό  

. «Αν είναι πολύ παλιωμένο, τότε θα πλανίσουν όλες τις dούγιες και θα τις ξαναβάλουν στη θέση τους». Τέλoς, πριν τεθή εις το βουτσί ο μούστος ή έτερον υγρόν, «πρέπει να το ξετρυάσουν, δηλ. να το καθαρίσουν εκ του παλαιού υπολείμματος. Αν η τρυγιά είναι ξηρά, την διαλύουν με θερμόν ύδωρ, Αν το βουτσί είναι προ πολλού κενόν, τότε θα του αφαιρέσουν το ένα φούdι, θ’ ανάψουν φωτιάν με ρουκανίδια ή θα ρίψουν εντός αυτού θερμόν ύδωρ, μετά του οποίου έχουν συμβράσει κυδώνια ή άλλους αρωματώδεις καρπού


Διασκευασμένο απόσπασμα από :
               Δ.Οικονομίδης  Η Βαρελοποιία στη Σαντορίνη, Μ.Δανέζης Σαντορίνη 1971
Η Σαντορίνη που χάνεται επιμ. Χριστόφορος Μηνδρινός

Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...