Μια παλιά συνταγή που μας έδωσε γιαγιά από την Οία, μια συνταγή που
έφτιαχναν οι παλιές νοικοκυρές της Οίας ως γλυκό για την νηστεία της
Σαρακοστής.
Χαλβάς, όχι με σιμιγδάλι, αλλά με νισεστέ!
Αυτό που έχει σημασία, δεν είναι τόσο η συνταγή αυτή καθ’ αυτή (η οποία
είναι πολύ εύκολη και σχετικά γνωστή γιατί φτιάχνεται και σε άλλα νησιά του
Αιγαίου) αλλά η παρασκευή των υλικών, του νισεστέ και του λαδιού, που γινόταν
τότε από τις ίδιες τις Οιάτισσες νοικοκυρές!
Το νισεστέ
Το νισεστέ είναι ουσιαστικά το αμυλάλευρο, δηλαδή το αλεύρι που
προέρχεται από αλεσμένο σιτάρι ή ρύζι. Προέρχεται από την τουρκική λέξη «nisasta» που σημαίνει άμυλο,
το οποίο είναι το κύριο συστατικό του σιταριού και του ρυζιού.
Σήμερα το νισεστέ πωλείται πλέον στο εμπόριο ως έτοιμο
βιομηχανοποιημένο προϊόν και το βρίσκουμε στα ράφια με τα αλεύρια και τις
κρέμες αραβοσίτου. Τα παλιά χρόνια όμως οι γυναίκες της Οίας έφτιαχναν νισεστέ
μόνες τους.
Έβαζαν το ωμό ρύζι σε ένα μεγάλο τουλουπάνι (είδος υφάσματος), το
έκαναν πουγκί δένοντας το από πάνω και στη συνέχεια με μια βαριά πέτρα
κοπανούσαν το ρύζι ώστε να σπάσει σε μικρά-μικρά κομμάτια. Κατόπιν άνοιγαν το
τουλουπάνι, έριχναν το κοπανισμένο ρύζι σε σιδερένιο ή πέτρινο γουδί (όχι
ξύλινο) και με το γουδοχέρι κοπανούσαν ξανά το ρύζι το οποίο πλέον έθραυε και
γινόταν σκόνη. Αυτή η σκόνη ήταν το νισεστέ! (δεν χρησιμοποιούσαν ξύλινο γουδί,
γιατί το ξύλο είναι ελαφρύ υλικό και χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να
θρυμματιστεί ένα τόσο σκληρό υλικό όπως το ρύζι).
Το ρύζι όμως στα παλιά χρόνια της Οίας (ιδίως στα τέλη του 19ου
αιώνα, τότε που η Οία ήταν ο ναυτότοπος της Σαντορίνης) ήταν τροφή που την
συναντούσε κανείς ως επί το πλείστον σε ναυτικά σπίτια και κυρίως στα
καπετανόσπιτα.
Όταν λοιπόν μια νοικοκυρά δεν είχε ή δεν μπορούσε να φτιάξει μόνη της
νισεστέ από ρύζι, έβρισκε έτοιμο…στους μυλωνάδες! Το σιτάρι που άλεθαν οι
μυλωνάδες στους ανεμόμυλους και γινόταν αλεύρι για την παραγωγή ψωμιού, ήταν
ουσιαστικά το νισεστέ! Όταν λοιπόν η νοικοκυρά πήγαινε στον μυλωνά για να πάρει
αλεύρι ώστε να ζυμώσει, φύλαγε μια μικρή ποσότητα για να κάνει το χαλβά, αφού
το κοσκίνιζε πρώτα καλά-καλά για να γίνει ακόμα πιο λείο στην υφή.
Το λάδι
Στην παρασκευή του εν λόγω χαλβά δεν χρησιμοποιούσαν ποτέ ελαιόλαδο!
αφενός γιατί η γεύση του ελαιολάδου δεν απορροφάται εύκολα από το νισεστέ και
αφήνει μια αίσθηση «λαδίλας» στο στόμα, αφετέρου γιατί στη Σαρακοστή νηστεύεται
και το ελαιόλαδο! Επειδή λοιπόν εκείνη την εποχή ήταν δυσεύρετα στο εμπόριο τα
σπορέλαια, έβαζαν λάδι από σουσάμι. Και
που το έβρισκαν; Μα που αλλού…στο ταχίνι φυσικά!
Ως γνωστόν το ταχίνι δεν είναι τίποτα άλλο από λιωμένο ψημένο σουσάμι.
Όταν το ταχίνι κατασταλάζει μέσα στο βάζο, η «πάστα» του ταχινιού κατακάθεται
και από πάνω βγαίνει λάδι (για αυτό και κάθε φορά που ανοίγουμε ένα βάζο
ταχίνι, το ανακατεύουμε καλά-καλά). Αυτό λοιπόν το λάδι που «ανεβαίνει» στην
επιφάνεια, χρησιμοποιούσαν για να κάνουν το χαλβά. Μάλιστα αρκετές νοικοκυρές
αντί για το λάδι, έβαζαν μια κουταλιά από ολόκληρο το ταχίνι. Στη σημερινή εποχή όμως, οι νοικοκυρές της
Οίας χρησιμοποιούν οποιοδήποτε σπορέλαιο (αραβοσιτέλαιο, ηλιέλαιο, σησαμέλαιο, σογιέλαιο). Κυρίως όμως
χρησιμοποιούν ηλιέλαιο ή σογιέλαιο, επειδή είναι πιο «ελαφριά» στη γεύση σε
σύγκριση με τα άλλα σπορέλαια.
Υλικά
2 ποτήρια ζάχαρη
1 ποτήρι έτοιμο νισεστέ
4 ποτήρια νερό
3 κουταλιές της σούπας σπορέλαιο της προτίμησης σας (προσοχή! όχι
ελαιόλαδο)
σπορέλαιο για επάλειψη της φόρμας
2 βανίλιες
λίγη μαστίχα κοπανισμένη
1 ποτήρι ανάμεικτο με σταφίδες, αμυγδαλόψιχα κομμένη, καρυδόψιχα
κοπανισμένη
κανέλλα σκόνη
Εκτέλεση
Σε μια λεκάνη βάζουμε το νερό, τη ζάχαρη και το νισεστέ να λιώσουν.
Βάζουμε στην κατσαρόλα το λάδι να ζεματίσει και ρίχνουμε μέσα το μείγμα. Ανακατεύουμε
καλά και στην συνέχεια ρίχνουμε τις βανίλιες, την μαστίχα και τους ξηρούς
καρπούς. Ανακατεύουμε υπομονετικά σε μέτρια φωτιά μέχρι να πήξει. Σε μια φόρμα
ή σε ένα γυάλινο πυρέξ, αλείφουμε τα τοιχώματα γύρω-γύρω με λάδι και ρίχνουμε
μέσα το χαλβά. Το αφήνουμε να κρυώσει και το σερβίρουμε πασπαλίζοντας από πάνω
κανέλλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου