Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

O Σκάρος της Σαντορίνης ανακαλύπτει τα μυστικά του

« Ο  εντυπωσιακός βράχος του Σκάρου, που προεξέχει δυναμικά, σαν να θέλει να ξεκολλήσει απο τα τοιχώματα της καλντέρας, αποτελεί ένα απο τα πλέον χαρακτηριστικά τοπόσημα της Σαντορίνης, απ’ όπου κι αν ατενίζει κανείς το μοναδικό αυτό σύμπλεγμα νησιών και ηφαιστείων. Μόνη εμφανής ανθρώπινη παρουσία το ξωκκλήσι της Θεοσκέπαστης, προς τη μεριά της καλντέρας. Κι όμως, ο τόπος αυτός κάποτε φιλοξενούσε μια πολύβουη πολιτεία…
Η ιστορία του Σκάρου αρχίζει το 1207, μετά την εδραίωση της ενετικής κατοχής στην Θήρα και την ένταξη του νησιού στο Δουκάτο του Αιγαίου. Στον φυσικά οχυρό βραχώδη όγκο επέλεξαν οι νέοι άρχοντες να ιδρύσουν την πρωτεύουσά τους: εκεί έκτισαν το δουκικό παλάτι, τον καθεδρικό ναό (ντόμο) και έδρα του καθολικού επισκόπου του νησιού, μοναστήρια και αρχοντικές κατοικίες. Στα 1480, το νησί παραδίδεται στον Ντομένικο Πιζάνι, γιό του δούκα της Κρήτης, ως προίκα για το γάμο του με την κόρη του δούκα της Νάξου, πριγκίπισσα Φιορέντζα. Οι περιγραφές των εορτασμών που συνόδευαν την παράδοση του Κάστρου περιλαμβάνουν πολύτιμες μαρτυρίες για την εικόνα της πόλης. Περίπου εκατό χρόνια αργότερα το Δουκάτο του Αιγαίου περνάει πλέον στην κατοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο Σκάρος υφίσταται μεγάλες καταστροφές απο τον τρομερό σεισμό του 1650. Οι κάτοικοι αποφασίζουν τότε να εγκαταλείψουν το περιοριστικό και επικίνδυνο περιβάλλον του Κάστρου και τη δύσκολη ζωή που περιγράφουν πολλοί περιηγητές, και να ιδρύσουν νέο «μητροπολιτικό» κέντρο στα Φηρά. Η μετοίκηση ολοκληρώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, μετά τον περιορισμό του πειρατικού κινδύνου. Το 1850, στη θέση της παλιάς ακμάζουσας πολιτείας υπάρχουν μόνο τάφοι και ορνιθοτροφεία, γράφει ο περιηγητής Leycester.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της κοινότητας του Σκάρου στην πνευματική ζωή του νησιού την περίοδο της ακμής του διαφαίνεται από το πλήθος και τη σημασία των μονών που ιδρύθηκαν εντός του Κάστρου. Από τις παλαιότερες είναι η μονή Δομηνικανών μοναχών της Αγίας Αικατερίνης της Σιέννας, που ιδρύθηκε στα 1595 από τον Μαρίνο Δαργέντα, γόνο του εκλατινισμένου κλάδου της βυζαντινής αυτοκρατορικής οικογένειας των Αργυρών. Έντονη υπήρξε και η δραστηριότητα του τάγματος των Ιησουϊτών, όπως αποδεικνύει η λειτουργία σχολείου στο Σκάρο. Υπήρχαν επίσης ορθόδοξοι ναοί όπως της Αγίας Ειρήνης και της Αγίας Θεοδοσίας μπροστά από την πύλη του Κάστρου καθώς και η μονή Αγίου Νικολάου, που ιδρύθηκε το 1651 από την εξελληνισμένη λατινική οικογένεια των Γκύζη. Σ΄ αυτές τις μονές, καθολικές και ορθόδοξες, υπηρέτησαν ως μοναχοί γόνοι επιφανών οικογενειών της Θήρας.
Μια ανέλπιστη εικόνα της πόλης λίγο πριν την εγκατάλειψή της μας δίδει ένα σχέδιο της συλλογής Thomas Hope (1788) που φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη . Ο οικισμός παρουσιάζεται ως ένα πυκνοδομημένο σύνολο με φρουριακό χαρακτήρα. Το συνεχές μέτωπο των σπιτιών με τα ολιγάριθμα και μικρά ανοίγματα δημιουργεί ισχυρό οχυρωματικό περίβολο, ο οποίος προστατεύει τον οικισμό προς την πλευρά της μόνης δυνατής πρόσβασης, την ανατολική. Οι πύλες «έκλειναν όταν υπήρχε φόβος εχθρικής εισβολής», μας πληροφορεί ο F. Richard (1642), ενώ για μεγαλύτερη ασφάλεια στην πύλη οδηγούσε κινητή, ξύλινη γέφυρα τα θεμέλια της οποίας διακρίνονται ακόμα.
Στα λιγοστά ερείπια που απέμειναν από τις κατακρημνίσεις των βράχων βλέπει κανείς σήμερα κατάλοιπα από τοίχους, θόλους και στέρνες. Στα ερείπια αυτά ο χρόνος έχει σταματήσει στον 17ο αιώνα.»(1)
Από παλιά χειρόγραφα (2)γνωρίζουμε ότι στα μέσα του 17ου αιώνα υπήρχαν δύο κάστρα στο Σκάρο  : το ένα ονομαζόταν Απάνω Κάστρο και το άλλο Κάτω κάστρο. Το 1642 οι καθολικοί κάτοικοι της Θήρας απέκτησαν μέσα στο κάστρο « μια ελεύθερη περιοχή για να χτίσουν κατοικία για τον επίσκοπό τους και τους επέτρεψαν να χρησιμοποιήσουν τις πέτρες του παλιού γκρεμισμένου κάστρου». Ήταν η ίδια χρονιά που ο ιησουίτης Francois Richard επισκέφθηκε τη Σαντορίνη. Στα γραπτά του υπάρχει η πληροφορία ότι ήδη εκείνη την Εποχή το Απάνω Κάστρο του Σκάρου ήταν ερειπωμένο : ( 1657) « Το κάστρο βρίσκεται τόσο ψηλά που θέλει κανείς μισή ώρα για να σκαρφαλώσι μέχρι εκεί πάνω.Οι πύλες του μπορεί να κλείσουν αν φανούν εχθροί ή πειρατες. Στο κέντρο βρίσκεται έναας πολύ ψηλός βράχος και στην κορυφή του χτισμένα περίπου 200 σπίτια. Όλα σήμερα ακατοίκητα και ερειπωμένα. Κανένας δεν ενδιαφέρεται να τον επισκευάσει και να εγκατασταθεί τόσο ψηλά. Μας υπέδειξαν όλο το βράχο ως περιοχή όπου μπορούμε να χτίσουμε την εκκλησία μας αναλαμβάνοντας εμείς οι ίδιοι τα έξοδα ανέγερσης. Τώρα μόνο μία εκκλησία βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Οι κάτοικοι διηγούνται ότι άλλοτε στην κορυφή του μυτερού βράχου υπήρχε μία μεγάλη καμπάνα που τη χτυπούσαν για να ειδοποίησουν τους κατοίκους όλου του νησιού, κάθε φορά που εμφανίζονταν πειρατικά πλοία στη θάλασσα. Σήμερα το προειδοποιητικό σινιάλο για επικείμενο κίνδυνο είναι η φωτιά, όπως άλλωστε σε όλα τα νησιά».
Την ίδια εποχή ο νεαρός Thevenot (3)  (Γάλλος περιηγητής) σε ηλικία μόλις 20 ετών άρχιζε τα ταξίδια του στην Ανατολή. Αφιέρωσε στην Ελλάδα σαρανταοκτώ σελίδες του οδοιπορικού του που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1665.  Τα δύο αυτά κείμενα αναφέρονται σε μία εποχή που ολόκληρο το Αιγαίο ζούσε στον αστερισμό του βενετουρκικού πολέμου για την Κρήτη . η ταυτόχρονη παρουσία των δύο στόλων στο Αιγαίο επέφερε πολλά δεινά στους πληθυσμούς των νησιών, που μερικά όπως η Σαντορίνη , ανακαταλήφθηκαν προσωρινά από το βενετικό στόλο . στην προσπάθεια του να δημιουργήσει βάσεις για την τροφοδοσία των πληρωμάτων του και για αντιπερισπασμό στον τουρικό στόλο .
Ο νεαρός Thevenot κάνονταν τη διαδρομή από το καστέλι του Σκάρου  όπου ζούσαν παλαιότερα οι καθολικοί άρχοντες του νησιού, στο καστέλι του Πύργου, κάποια από τις εποχές που το αμπέλι πρασινίζει την άνυδρη γη της μας άφησε μια λιτή αλλά πολύ χαρακτηριστική περιγραφή της πανοραμικής θέας του σαντορινιού αμπελώνα και όχι μόνο : « Για να πας από τον Σκάρο στον Πύργο πρέπει να ανέβεις με πολύ κόπο  ένα βουνό, από το οποίο βλέπεις όλο το νησί και την πειδιάδα καλλιεργημένη και φυτεμένη με αμπέλια, αλλά με λίγα δένδρα, εκτός αν είναι συκιές ή λευκές μουριές». « Οι Σαντορινιοί ζουν με μεγάλη λιτότητα. Το ψωμί τους είναι μισό σταρένιο, μισό κριθαρένιο, μαύρο σαν πίσσα και τόσο σκληρό που δεν τρώγεται. Ανάβουν το φούρνο δυο φορές μόνο το χρόνο. Ψήνουν τα ψωμιά τους και τα μεταφέρουν  στα σπίτια με ευλάβεια. Το κρέας είναι ανύπαρκτο, μονάχα φάβα, αυγά και παξιμάδι. Φρούτα δεν υπάρχουν. Το καλοκαίρι όμως έχουν σταφύλια. Από τα αμπέλια βγάζουν αρκετό κρασί για ντόπια χρήση, αλλά και για να φορτώνουν καράβια που πιάνουν μερικές φορές στο νησί . Αν δεν βρέξει, οι άνθρωποι θα πεθάνουν από τη δίψα ή θα πιουν νερό γλυφό ή μισοαρμυρό, που βγαίνει από κάποια πηγάδια κοντά στη θάλασσα…»
Στη διάρκεια των εκρήξεων  1707 – 1711 το κάστρο του Σκάρου(4) ήταν στη «ζώνη πυρός» όπως αναφέρει ο Goree  ( 1712)
“ Τότε ήταν που κάτοικοι της σαντορίνης άρχισαν να φοβούνται για τα καλά και ιδιαίτερα εκείνοι στο κάστρο του Σκάρου. Συλλογίζονταν ότι το Κάστρο  τους ήταν χτισμένο πάνω σε μια πολύ στενή λωρίδα ξηράς και κοντά στο Μαύρο Νησί. Φάνηκε μάλιστα ότι πλησιάζε η ώρα που θα έπρεπε να περιμένουν ότι ή θα τινάζονταν ψηλά στον αέρα ή ότι όλα θα αναποδογύριζαν από κάποιο βίαιο τράνταγμα της γης. Είχαν συνεχώς φωτιά μπροστά στα μάτια τους. Κι αυτό το ζοφερό θέαμα τους έκανε να υποθέσουν ότι πιθανόν στο νησί να υπάρχουν πολλά ορυχεία θειικού χαλκού ( πράσινο βιτριόλι) και θειαφίου στο νησί της Σαντορίνη που όπου ναι θα έπαιρναν φωτιά. Και γι αυτό το λόγο η πιο ασφαλής λύση γι αυτούς ήταν να εγκαταλείψουν τη χώρα ή να εγκατασταθούν σε κάποιο άλλο νησί. Πράγματι μερικοί πήραν την απόφαση. Και δεν είχε απομείνει άλλος τρόπος για να πείσουν τους υπολοίπους παρά να τους πουν ότι θα ήταν ασφαλείς, αν πήγαιναν στο εσωτερικό του νησιού. Κι αν υπήρχεκίνδυνος για το Κάστρο το σίγουρο ήταν ότι θα έβλεπαν πρώτα τη Μικρά Καμένη να καταστρέφεται τελείως, όχι μόνο επειδή η θέση της ήταν ανάμεσα στο Κάστρο και το Μαύρο Νησί, αλλά και γιατί βρισκόταν πολύ πιο κοντά σε αυτό απ ότι στο Κάστρο.
Από την άλλη ο Ηλίας Βενέζης (5) αναφέρει για την περιοχή του Σκάρου  : «Άξαφνα ψίθυρος σιγονότατος, ψαλμωδία κατανυκτική, φωνή ικέτις, μπερδεύοντας με τη φωνή της ερημίας και της θαλάσσης, έφτασε στ' αυτιά μας. Xείλη γυναικεία έψελναν ύμνους χριστιανικούς. Kάτω απ' τα ερείπια του κάστρου των Φράγκων, η ταπεινή μελωδία της Oρθοδοξίας, βεβαίωση της συνέχειας, τι συγκίνηση που ήταν!Σαν να μας έσεισε αγέρας βίαιος. Kάμαμε ακόμα λίγα βήματα. Kαι τότε πρόβαλε μπρος στα μάτια μας, όραμα θαμπωτικό, αλησμόνητο για πάντα, άσπρο, πάλλευκο: η "Θεοσκέπαστη". Πάνω απ' τα κρεμαστά νερά, στον άγριο βράχο, πάνω απ' το ηφαίστειο. Oι ύμνοι τώρα έρχονται πιο καθαροί. Προχωρήσαμε, μπήκαμε στη Θεοσκέπαστη. Κατακάθαρο, γυμνό, κατάγυμνο ήταν το ξωκκλήσι, καθώς όλα τα ξωκκλήσια των Eλλήνων. Mονάχα ένα ξυλόγλυπτο, παλιό, παμπάλαιο τέμπλο. Kαι μπρος στο Iερό, κάτω απ' το φαγωμένο τέμπλο, γονατισμένες πάνω στις πλάκες, με σκυφτό κεφάλι, αποτραβηγμένες στη δέησή τους, μονάχες με τον εαυτό τους και με το Θεό, ξιπόλυτες, οι μαυροφορεμένες γυναίκες, που είχαμε δει από μακριά, έψελναν. H μια διάβαζε τα τροπάρια απ' τη Σύνοψη, οι άλλες, οι αγράμματες, μουρμούριζαν μαζί της. Eίχαν ανάψει τα καντήλια, έξω ήταν το πέλαγο, τα "συστήματα των υδάτων" όλα ήταν κατάνυξη κ' ερημιά. Oι γυναίκες λέγαν την Aκολουθία του Mικρού Παρακλητικού Kανόνος: "Προστασίαν και σκέπην ζωής εμής τίθημι σε, Θεογεννήτορ Πάρθενε, συ με κυβέρνησον προς τον λιμένα σου". "Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου, Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν".Άκουσον τα βήματά μας, μα ήταν σα να μην είμαστε, μήτε καν γύρισαν προς τα εμάς. Έτσι πάντα:σκυφτές, γονατισμένες, πνιγμένες στα μαύρα, ικέτιδες. Mας συνεπήρε κ' εμάς το μυστήριο, η κατάνυξη, γινήκαμε σε λίγο μαζί τους ένα, προσευχηθήκαμε κ' εμείς για ό,τι αγαπούμε και για τους ανθρώπους. Σαν τέλειωσε η παράκληση κ' οι γυναίκες σηκωθήκαν απ' τις πλάκες, ωχρές, γαλήνη ήταν στο πρόσωπό τους πολλή. Mας τριγυρίσανε, είπαν τα δικά τους, είπαμε τα δικά μας. H μια είχε παιδί σκοτωμένο στον πόλεμο, η άλλη έχει γιο στο στρατό, η άλλη έχει γιο που ταξιδεύει στη θάλασσα. Kάθε χρονιά έχουνε τάμα να πάρουν βόλτα όλο το νησί, με τα πόδια, ν' ανάψουν τα καντήλια στα ξωκκλήσια. Έτσι ξεκινήσανε και φέτος. Mε τα χαράματα πέσαν στο δρόμο απ' τον Πύργο, ξιπόλυτες, κ' η σκόνη σκέπαζε τα σκληρά, τυραγνισμένα πόδια τους. Tώρα, ύστερα απ' τη χάρη της, μετά τη Θεοσκέπαστη, θ' ανηφορίζαν για τ' άλλα τα ξωκκλήσια, κατά τα δυτικά.
Bγάλανε απ' το μπογαλάκι τους το γιόμα τους, ψωμί σταρένιο, τις μικροσκοπικές ντομάτες της Σαντορίνης, ψαράκια της τράτας τηγανητά. "Ήντλησαν" νερό απ' τη μικρή στέρνα, νερό βρόχινο, μας φιλέψαν νερό και ψωμί. Δε θέλαμε να τους το στερήσουμε που το είχαν λιγοστό - το ψωμί και το νερό. Mα επιμένανε να το πάρουμε κοιτάζοντάς μας παρακαλεστικά μες στα μάτια, σαν να το γυρεύαν για χάρη.
"Tώρα μας ένωσε η Θεοσκέπαστη", είπαν.

Αλήθεια πόσοι από εμάς έχουμε επισκεφθεί έστω μία φορά το χρόνο το Σκάρο; Δεν είναι μοναδική εμπειρία;

Πηγές:
1) Άρθρο Κλαίρη Παλυβού στο
 http://atlantis-santorini.net/skaros_i_protevousa_tis_enetokratoumenis_thiras/
2)http://kallistorwntas.blogspot.gr/2011/01/to.html
3)«Ω Σαντορίνη της Σαντορίνης». Ίδρυμα Φάνη Μπουτάρη 
4)« Φωτιά στη Θάλασσα»  Walter Friedrich Εκδόσεις Πασχαλίδη
5) http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/theotokos/venezis.htm



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...