Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Οινοποιείο Κορωναίου στον Κολωνό

Οινοποιείο Κορωναίου στον Κολωνό
Το τελευταίο εναπομένον οινοποιείο στο Δήμο Αθηναίων



Τα μικρά ποδήλατα διασχίζουν αθόρυβα τα στενά του Κολωνού. Εδώ ακόμα κάποια παιδιά παίζουν στο δρόμο, ορισμένα σπίτια έχουν αυλές, μυρίζει ξύλο και γρασίδι, έχει ακόμα αίσθηση γειτονιάς. Κάνει γλυκιά ψύχρα, το νιώθουμε με τη φίλη Κ. στο δέρμα, τα κοντομάνικα ζητάνε μάλλον τα μανίκια τους.  Από χθες γύρισε λίγο ο καιρός.  Φθινόπωρο στην Αθήνα, και οι βόλτες με το ποδήλατο είναι ιδανικές.  Φθινόπωρο και η εποχή που ο ευλογημένος και δοξασμένος καρπός του σταφυλιού, έχει μαζευτεί απ' όλη την Ελλάδα και μπαίνει πια στα βαρέλια, ζυμώνεται, παράγει μούστο για μουσταλευριά, γίνεται πια τσίπουρο στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία, ρακί στην Κρήτη και αλλού.



Η Αττική και τα Μεσόγεια γενικότερα, είχαν από πολύ παλιά, μάλλον από τότε που ακόμα ο Περικλής δεν είχε κάνει την εμφάνιση του, παράδοση στο κρασί.  Γενιές ολόκληρες έζησαν με την παραγωγή και εκμετάλλευση του οίνου.  Υπήρχαν μονάδες μέσα στα όρια του πολεοδομικού ιστού της κεντρικής Αθήνας, που προμήθευαν ταβέρνες και καπηλειά, σπίτια και γείτονες.  Σταδιακά, τα χρόνια πέρασαν, η Αθήνα αστικοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό, οι μικρές μονάδες παραγωγής κρασιού λόγω τιμών αλλά και λόγω της εκ φύσεως τεχνολογικής εξέλιξης στο κομμάτι της παραγωγής που απαιτούσε χώρο, έφυγαν πια για άλλα μέρη προς τα Μεσόγεια ή αλλού.  

Και όμως.  Μια οικογενειακή μονάδα, που ξεκίνησε την πορεία της εδώ και τουλάχιστον 60 ίσως και παραπάνω χρόνια, αντιστέκεται ακόμα σε πείσμα των καιρών και διατηρεί ένα μικρό, μαζεμένο σε ένα στρέμμα οινοποιείο που στάζει από ιστορία πάνω σε κάθε σοβά, σε κάθε σου βήμα.

Το "Εργαστήριο Οίνου Μιχ. Π. Κορωναίου", ίσως δεν το προσέξεις, έτσι όπως βρίσκεται απέναντι από το παλιό ανακαινισμένο πια Καπνεργοστάσιο, στην οδό Λένορμαν 183 και Κρέοντος, αφού δεν "φωνάζει" με την παρουσία του. Διακριτικό, ήρεμο όπως και οι άνθρωποι που το "τρέχουν", διαθέτει ακόμα στο μερακλίδικο κοινό της Αθήνας και όχι μόνο, "Μούστο, Ρετσίνα Μεσογείων, Βυσσάντο και Κοκκινέλι Σαντορίνης καθώς και Βαρέλια Δρύινα-Καστανιές", όπως αναγράφεται και στην κάρτα της επιχείρησης.

Στην είσοδο 


Σταθήκαμε στη μικρή μπλε, σιδερένια πόρτα της εισόδου επί της Κρέοντος. Το πρώτο πράγμα που έρχεται, σε κατακλύζει και διεγείρει τις αισθήσεις σου, είναι αυτή η μυρωδιά του μούστου και του κρασιού, του οινοπνεύματος στον αέρα που θυμίζει πολλά.  Στιγμές χαράς και λύπης, Κυριακάτικα γεύματα που ίσως εξελίχτηκαν λίγο πιο μεθυσμένα, ευφορία και χορός, καπηλειά και κουτούκια στη Θεσσαλονίκη και στα Νησιά, αλλά και εξοντωτικές βραδιές σε Αγγλικές pub!  Στιγμές που όλοι λίγο πολύ έχουν ζήσει.







Αφήνω το ποδήλατο δίπλα σε ένα αρκετά θηριώδη βασιλικό, και κοιτάζω γύρω μου. Μεγάλες ανοξείδωτες δεξαμενές, στέκουν στην αυλή σαν μικροί πύργοι, διαφόρων διαστάσεων βαρέλια εδώ και εκεί, εργαλεία για την παρασκευή του οίνου, και δύο σκυλάκια να χαζεύουν την κίνηση από ένα μπαλκόνι στον 1ο όροφο.  Εδώ νιώθεις την οικογένεια, εδώ είναι "σπίτι".  Και η αλήθεια είναι πως, μέχρι πριν κάποια χρόνια, ο 1ος όροφος του κτιρίου, που πρέπει να χτίστηκε εκεί γύρω στη δεκαετία του 40, ίσως και πιο παλιά, ήταν το σπίτι της οικογένειας Κορωναίου.
  


Μπαίνουμε μέσα στο μισοσκότεινο χώρο υποδοχής, με τις δεξαμενές και πάλι κυρίαρχες στο χώρο και τη μυρωδιά να είναι πια μεθυστική, όπως το προϊόν άλλωστε.  Στο βάθος, άδεια μπουκάλια περιμένουν τους πελάτες να κοπιάσουν, ζυγαριές περιμένουν να ζυγίσουν τους ασκούς του κρασιού που εφοδιάζουν ουκ ολίγες ταβέρνες και εστιατόρια σε όλη την πρωτεύουσα και την επαρχία. Και στα αριστερά, ένα δωμάτιο γεμάτο ιστορία, να λούζεται στο μεσημεριανό ήλιο από το μικρό παράθυρο, το μικρό "κέντρο αποφάσεων" της οικογενειακής επιχείρησης.  Εκεί συναντάμε την Νατάσα Κορωναίου, αδερφή του Μιχ. Κορωναίου και δεύτερος πόλος της οινοποιίας.








Ζεστή χειραψία, πράα, ήρεμη, ζυγίζει τα λόγια της... Λογικό, δε μας ξέρει και μάλλον δεν ήξερε και για την άφιξή μας! Σιγά, σιγά, αφού λίγο αρχίζουν τα λόγια και τα μάτια να συνεννοούνται, να εμπιστεύονται, η κουβέντα "λιώνει".  Η κα. Νατάσα όπως και ο κ. Μιχάλης, μεγάλωσε εδώ, σε αυτό το κομμάτι γης, ανάμεσα σε κρασιά και σταφύλια, σε μυρωδιές και βαρέλια. Αγάπησε το επάγγελμα ειλικρινά, το Κολωνό, που όπως μας λέει, μέχρι τη δεκαετία του '80, ήταν άλλος τόπος, με φαρδιά  κτήματα, σπίτια με αυλές, μεγάλα, μικρά, με χρώματα και διακοσμητικά στους τοίχους και στα μπαλκόνια.  Μια άλλη Αθήνα.  Μετά ήρθε η πρωτεύουσα της εσωτερικής μετανάστευσης, της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή, της δημιουργίας μιας λαϊκής, εργατικής συνοικίας.  Δεν είναι άσχημα, απλά πολύ διαφορετικά, σε σχέση με την "άπλα" που υπήρχε παλιά.




Η Γιαγιά της οικογένειας από τη Σαντορίνη


Δοκιμαστικοί σωλήνες, μικρά οικογενειακά κειμήλια, ποτήρια δοκιμασίας οίνου, ένα αφημένο πανωφόρι στην ντουλάπα, ένα παλιό σκονισμένο μπουκάλι με κρασί, παλιές φωτογραφίες ορίζουν το χώρο.  Κοιτάζω μια φωτογραφία μιας νέας και μαυροφορούσας γυναίκας που δεσπόζει στον τοίχο δίπλα μου.  Η Γιαγιά τους.  Χήρα από πολύ νέα, αναγκάστηκε να βάλει τη "μαντήλα" στο νησί της Σαντορίνης, όπως όριζαν τα έθιμα και οι παραδόσεις.  Θα σταθούμε για λίγο στη λέξη "Σαντορίνη" που εμφανίζεται και στην κάρτα της επιχείρησης.  Από εκεί ξεκινά η ιστορία της οικογένειας, αφού τα κτήματά που είχαν στην κατοχή τους, έδιναν ωραίο σταφύλι και πάντα ασχολούνταν από γενιά σε γενιά, με την καλλιέργεια και παραγωγή κρασιού.   Κάποια στιγμή, ο Π. Κορωναίος πήρε την απόφαση και κατέβηκε στην Αθήνα για να επεκτείνει την οικογενειακή επιχείρηση. Και μάλλον έπραξε πολύ καλά, αν κρίνει κανείς από την επιτυχημένη πορεία τους μέχρι τώρα αλλά και τον κόσμο που έρχεται που και που κατά τη διάρκεια της κουβεντούλας μας να μας "διακόψει" και ψωνίζει είτε για την επιχείρηση του, είτε για το σπίτι του.  Φυσικά και είναι δύσκολη δουλειά, φυσικά και ο ανταγωνισμός είναι πια μεγάλος, αλλά αν έχεις καλό και τίμιο προϊόν μπορείς να πορευτείς αξιοπρεπώς.  Και εδώ η τιμιότητα και η αγάπη για αυτό που κάνουν ξεχειλίζει.  Το νιώθω σε κάθε κίνηση, σε κάθε λέξη για το κρασί, για τη ζωή της Νατάσας, του εργάτη που έξω στις δεξαμενές ζυγίζει, φροντίζει, μιλά στους πελάτες.  Από το παράθυρο χαζεύω την πίσω αυλή, όπου και το "πατητήρι", το μέρος που ξεφορτώνουν τα σταφύλια που έρχονται από τα οικογενειακά κτήματα στη Σαντορίνη και στη Νεμέα, αλλά και από άλλους γεωργούς των περιοχών αυτών, αφού η παραγωγή δεν φτάνει από τα ιδιόκτητα κτήματα.  Πάντα με προσεκτικά επιλεγμένους συνεργάτες.  Βγαίνουμε μια βόλτα έξω, να δοκιμάσουμε και το κρασάκι μας.





Το "πατητήρι"



Καθώς ένας πελάτης απασχολεί την κυρία Νατάσα, βρίσκουμε την ευκαιρία με την Κ. να περπατήσουμε στη όμορφη αυλή, μια εικόνα σαν καρτ ποστάλ από παλιά, σε αντιδιαστολή με τις καινούριες χρωματιστές πολυκατοικίες που δεσπόζουν πίσω από τους τοίχους της.  Το μάτι παρατηρεί το φορτηγό με τη μπλε πινακίδα, τα μουσκεμένα βαρέλια από τις βροχές των προηγούμενων ημερών που καθρεφτίζουν πάνω τους μια υπέροχη λεμονιά, που μοσχομυρίζει και ας ακόμα τα λεμόνια της δεν είναι έτοιμα. Μια μικρή βιοτεχνική όαση, δίπλα στη Λένορμαν!  Μου φαίνεται πολύ γλυκό και ωραίο, μια αντίθεση.  Πληροφορούμαστε μάλιστα, πως εδώ έχουν γυριστεί και 2 σκηνές από τη νέα ταινία "Μαχαιροβγάλτης" (Θεός φυλάξοι) του Γιάννη Οικονομίδη, που βγαίνει στις αίθουσες στις 4/11/2010.  Περιδιαβαίνουμε στην αυλή σαν μικρά παιδιά και κοιτάμε.  Παίζουμε με τα λιμνάζοντα νερά.  Κοιτάμε μέσα στο πατητήρι.  Παιδιά της πόλης εμείς, ανακαλύπτουμε στην καρδιά της Αθήνας το σταφύλι.

Δοκιμάζοντας τα κόκκινα... 

Νατάσα Κορωναίου και Miss Catalina

Η κυρία Νατάσα, που επιμένει να μη τη λέμε κυρία, προσφέρει το κρασί να δοκιμάσουμε.  Γεμίζει το ποτήρι κατευθείαν από τη δεξαμενή, κάτι που οποιοσδήποτε θέλει μπορεί να κάνει. Να δοκιμάσει, να γευτεί επί τόπου και να αγοράσει.  Αγιωργίτικο από τη Νεμέα, με όμορφο ανοιχτό ρουμπινί χρώμα, δυνατή γεύση, ιδιαίτερο άρωμα.  Αλλά αυτό που είναι μικρή αποκάλυψη, είναι η Ρετσίνα μεσογείων, παρεξηγημένη αρκετά πια, που όμως εδώ "βρίσκει" τον καλύτερό της ευατό, με ένα ευγενικό άρωμα και υφή.  Όχι υπερβολικά ρετσινάτη, αλλά φίνα, βελούδινη στο στόμα, ευχάριστη, γλυκόπιοτη.  Συνεχίζουμε ακάθεκτοι, γελάμε με το κίνδυνο να γίνουμε λίγο ζαλισμένοι παραπάνω μεσημεριάτικα. Περνάμε σε ένα κοκκινέλι από τη Σαντορίνη, που αποκαλύπτεται ιδιαίτερο, ζωηρό με καλές τανίνες, όχι όμως υπερβολικές, ένα μεστό κρασί για τα φαγητά της ελληνικής κουζίνας, το καθημερινό τραπέζι.  Τίμιο.  Καθάριο.  Θα πάρω φυσικά ένα μπουκαλάκι.  (Όχι, θα το άφηνα!)







Χαζεύω και πάλι το χώρο, νιώθεις μια καλή ενέργεια να κυλά, την ιστορία να βρέχει κάθε σου βήμα, να περνά σαν αέρας από τους τοίχους και τις πόρτες που αφήνουν αχνά να μπαίνει το φως.  Ξαφνικά, έρχεται και από τις δουλειές του ο Μιχάλης Κορωναίος, μας δίνει το χέρι, σφιχτή καθαρή χειραψία, καθαρό βλέμμα.  Γνωρίζει την Κ., ρωτά τα νέα μας, του δίνουμε τα συγχαρητήριά μας για τη δουλειά του, τον κόπο του.  Που προφανώς αποδίδει.  Πιο πριν μιλούσαμε με την Νατάσα για την πορεία του ελληνικού κρασιού, που σίγουρα κάνει κάποια καλά βήματα.  Αλλά όπως θα καταλήξουμε να συμφωνήσουμε, υπάρχει και πάλι διάχυτη, αυτή η ανησυχία της επιπόλαιης ενασχόλησης ορισμένων Ελλήνων με άγνωστους τομείς που τους ενδιαφέρει μόνο το εύκολο κέρδος και όχι ο κόπος.  Το σταφύλι φαίνεται να έχει γίνει μόδα, παρουσιάζει πλεονεκτήματα κέρδους, απασχόλησης και αγοραστικής, κοινωνικής αναγνώρισης.  Αλλά θέλει προσοχή.  Το σταφύλι έχει κόπο, θέλει φροντίδα, γνώση, αγάπη, κούραση.  Ελοχεύει λοιπόν και εδώ ο κίνδυνος, η "αθάνατη" ασθένεια του άσχετου, που μπαίνει στη δουλειά αυτή όχι από μεράκι, αλλά από ανάγκη για εύκολο κέρδος, να καταστρέψει την οποιαδήποτε καλή πορεία του Ελληνικού αμπελώνα.  Ας ελπίσουμε ο κλάδος να διαφυλάξει τα του οίκου του και οι καταναλωτές να επιβραβεύουν τους άξιους.



Η κουβέντα γίνεται όλο και πιο χαλαρή, η ώρα κυλά ευχάριστα, νιώθουμε με την Κ. πως ίσως τους καθυστερούμε και τους ανθρώπους.  Αλλά είναι τόσο καλή η ενέργειά τους, οι λέξεις που ανταλλάσσονται που δε σου κάνει καρδιά να φύγεις.   Κυλάει η γλώσσα σε μονοπάτια πιο προσωπικά, τα θέλω στις ζωές μας, το θέατρο, τις μουσικές, τον πολιτισμό, κουβέντες που ταιριάζουν με του οίνου τη συντροφιά. Και στο τέλος έρχεται μια μικρή αποκάλυψη.

Πριν από 18 περίπου χρόνια, ο Μιχάλης, έβαλε σε ένα βαρέλι τα πιο διαλεχτά σταφύλια, σχεδόν διαλεγμένα με το χέρι και προφανώς μαζί με αυτά έβαλε και πολύ τέχνη και αγάπη εκείνη τη στιγμή για το πιθανό αποτέλεσμα.  Και η μαγεία της "χημείας" συντελέστηκε. Μια από τις καλύτερες σοδειές λοιπόν, έβγαλε μετά από χρόνια ένα Βυσσάντο, αυτό το χαρακτηριστικό γλυκό κρασί της Σαντορίνης που ξεσηκώνει ουρανίσκους και μύτες, σε ένα αποτέλεσμα εκρηκτικό, άριστο, μοναδικό που όποιοι το έχουν δοκιμάσει έχουν μείνει αμίλητοι. Με τα μάτια ορθάνοιχτα και ένα σοκ.  Ανάμεσά τους και άνθρωποι του χώρου που ξέρουν πολύ καλά τη δουλειά τους.   Σε μικρά μπουκαλάκια των 375ml, σταδιακά χάνεται, καταναλώνεται και φεύγει.  Η Νατάσα λέει, πως όταν άνοιξαν το βαρέλι και μετά το πήγαν για το πλύσιμο, δεν έχει ξαναμυρίσει τέτοιο άρωμα στη ζωή της.  Το βλέπεις στα μάτια της που λαμπυρίζουν πως το νιώθει, το βλέπει εκείνη τη στιγμή μπροστά της, δε λέει ψέματα.  Ήταν Θείο δώρο αυτό, δικαίωση της δουλειάς τους. Κοιτάζω το Μιχάλη και γνέφει καταφατικά περήφανος.  Ευτυχία για τον παραγωγό, σκέφτομαι. Μοναδική αίσθηση. Λίγα λοιπόν, μικρά οινικά θαύματα, κλεισμένα σε μικρό γυαλί, μάλλον περιμένουν κάποιους τυχερούς... Δεν θα ξαναγίνει κάτι τέτοιο.

Έρχεται η ώρα να φύγουμε.  Καιρός ήταν σκέφτομαι, μάλλον τους ταλαιπωρούμε με τις ερωτήσεις μας τους ανθρώπους.  Χαμογελάμε όλοι, χαλαρά σώματα, χαλαρά νεύματα. Τους ευχαριστούμε θερμά που μας άνοιξαν ουσιαστικά το "σπίτι" τους.  Στεκόμαστε στην είσοδο, αναμφίβολα τα ποδήλατα τους προκαλούν την περιέργεια, τα χαίρονται.

Δύο Υπέροχοι Άνθρωποι.  Μιχάλης Κορωναίος και Νατάσα Κορωναίου.  Αδέρφια στη ζωή και στη δουλειά.

Δίνουμε υπόσχεση να τα ξαναπούμε, άλλωστε τα κρασιά τους είναι τόσο άξια που αξίζει όχι μια, αλλά πολλές ακόμα επισκέψεις.  Ένιωσα όταν έφευγα από αυτή τη μικρή όαση στο κέντρο της Αθήνας, ότι κουβαλούσα μέσα μου λίγο από την αγνότητα της υπαίθρου, της γνήσιας αυτής Ελληνικής ψυχής.  Κάτι που και εκεί δεν το βρίσκεις εύκολα πια. Καθώς χαιρετούσα το Μιχάλη και την Νατάσα Κορωναίου, ένιωσα ότι είχα γνωρίσει δύο πολύ ξεχωριστούς ανθρώπους, που εκπέμπουν πολιτισμό, δεν τον κραυγάζουν, φαίνεται άλλωστε στα πρόσωπά τους και στα μπλε μάτια τους. Και στην ταπεινότητά τους. Είναι πάρα πολύ συγκινητικό, να ανακαλύπτεις ακόμα στην εποχή μας τέτοιους ανθρώπους, που αγαπάνε τόσο αυτό που κάνουν.  Και αυτό φαίνεται σε κάθε τους κίνηση, σε κάθε τους λέξη, σε κάθε σταγόνα από το κρασί τους.  Και νιώθω πως είναι και πολύ ωραίο να έχεις και τη δυνατότητα, μέσω ενός blog, να μοιράζεσαι μια τέτοια ιστορία.  Συμφέροντα δεν έχω ούτε και με νοιάζει.  Αλλά νομίζω πως αξίζει τόσο πολύ να δείχνεις σε μια Ελλάδα που μιζεριάζει με τόσα, αυτές τις τίμιες προσπάθειες ανθρώπων, με Α κεφαλαίο.  Πήρα το ποδήλατο, έκανα πετάλι, και ένιωσα υπέροχα.  Ένιωσα αγάπη για τη ζωή. Μοναδικό!

ΥΓ:  Να ευχαριστήσω τη φίλη και ενθουσιώδη πάντα Κ. (η αλλιώς Miss Catalina) που κυκλοφορεί και αυτή επιτέλους "ελεύθερη" στην πόλη μ' ένα σπαστό, και βάζει υπέροχες ταξιδιάρικες μουσικές στο Key Bar, κάθε Σάββατο απόγευμα στην οδό Πραξιτέλους.  Χωρίς αυτήν αυτό το μικρό ποστ δε θα είχε γραφτεί.

ΥΓ2:  Το Οινοποιείο του Μιχ. Κορωναίου, θα το βρείτε στην οδό Λένορμαν 183 & Κρέοντος, τηλ 210 5123709, όπου μπορείτε να πάρετε όσο κρασάκι θέλετε, από 1/2 κιλό μέχρι ένα τόνο!  Και μούστο για μουσταλευριά και μουστοκούλουρα. Και οι τιμές, ιδιαιτέρως οικονομικές!  Προμηθεύει άλλωστε και τόσα πολλά μαγαζιά που σίγουρα, όλο και κάπου θα το έχετε γευτεί, αφού δίνει και κρασί για μπουκάλια με ονομασία μαγαζιών.

ΥΓ3: Η Γαλλική μουσική της Zaz μας ταξίδεψε μέσω Γαλλίας σε Ελληνικά κρασιά!
 
http://athenssunbiker.blogspot.com/2010/10/1.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...