Πρωτοπρεσβύτερος Ευάγγελος Παχυγιαννάκης
Πηγή : https://www.pemptousia.gr/2015/09/105383/
Πράγματι, ευθύς, ως αναχώρησαν οι μοναχοί, ο πρόξενος έσπευσε και παρέλαβε απὸ τον ηγεμόνα της Κρήτης το σεντούκι με τα κειμήλια. Εν τω μεταξύ, επειδὴ το καράβι συνάντησε στο ταξίδι του πολλὰ εμπόδια, αναγκάστηκε να επιστρέψει και πάλι στο Κάστρο της Κρήτης, όπου, καθὼς το είδαν οι επαναστατημένοι Τούρκοι «επήραν τους δύο καλογήρους και τους έδεσαν… και τους επήγαν δέρνοντάς τους εις τον πασάν…». Εκείνος, τον μεν Δωρόθεον εχάρισε ως δούλον σ᾿ έναν Τούρκο, τον δε Διονύσιον οι Τούρκοι εξεβίαζαν να γίνει μωαμεθανός. Μπροστά στη γενναία άρνησή του, οι Τούρκοι ετρύπησαν με πυρωμένη σούβλα τα μηνίγγια του. Μέχρι τέλους ο οσιομάρτυρας μοναχὸς παρέμεινε ανυποχώρητος… Το πρωί της Καθαράς Δευτέρας τον εκρέμασαν (Γ. Μαρτζέλου, Οι Άγιοι της Μονής Βατοπαιδίου, Ιερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου, ό. π., σελ. 112).
Βλέποντας ο πρόξενος, ότι οι τουρκικὲς ταραχὲς και οι διωγμοὶ συνεχίζοντο, αναγκάσθηκε και εκείνος να εγκαταλείψει την Κρήτη, παίρνοντας μαζὶ το σεντούκι με τα ιερά κειμήλια και επιπλέον την κάρα του αγίου Ανδρέα, χωρὶς τη θήκη της, που είχε παραμείνει προς φύλαξη στη Μητρόπολη με τα άλλα αφιερώματα των χριστιανών.
Όταν, λοιπόν, ο πρόξενος έφθασε στο λιμάνι της Δίας (Ντίας), βορείως του Ηρακλείου για να αποπλεύσει, το γράμμα της παραλαβής των «Αγίων» υπέγραψαν, εκτός απὸ τον ίδιο και τέσσερις ορθόδοξοι καπετάνιοι απὸ την Σκλαβουνία, δηλ. την Ανατολική Μακεδονία, εκ των οποίων ο ένας, όταν επεσκέφθη το Άγιον Όρος, εγνώρισε στοὺς μοναχοὺς της Μονής Βατοπαιδίου τα συμβάντα. Προορισμὸς του προξένου ήτο να φθάσει στὴ Μάλτα και από εκεί στη Σικελία. Όμως, στη διάρκεια του ταξιδίου έπνευσαν ισχυροί άνεμοι, το πλοίο άλλαξε πορεία και λόγῳ της καιρικής ανάγκης ελλιμενίστηκε στη Σαντορίνη. Μας είναι ακόμη άγνωστο αν ο ελλιμενισμός έγινε στον όρμο των Φηρών ή του Αθηνιού. Πιθανότερο είναι ότι έγινε στον Αθηνιό, επειδή την περίοδο εκείνη εξυπηρετούσε την οινεμπορικὴ κίνηση της νήσου, ύστερα απὸ τα βασικὰ λιμενικά του έργα (Ματθ. Ε. Μηνδρινού, Ο ταρσανάς του Αθηνιού, εφημ. «Θηραϊκά Νέα», Οκτώβριος 1994, σελ. 1).
Φέρνοντας μαζί του ο πρόξενος και τα τρία άγια λείψανα, ανέβηκε στα Φηρά, όπου ενημέρωσε το Αγγλικό Θηραϊκό προξενείο περὶ του σκοπού της αφίξεώς του. Αρχικώς προσφέρθηκαν να τον φιλοξενήσουν οι Καθολικοὶ των Φηρών. Στη συνέχεια, όμως, γνωρίσθηκε, ως άριστος ιατρός, με άλλα σημαίνοντα πρόσωπα της πόλεως, καθὼς και με Κρητικοὺς που ήταν γνωστοὶ στὴν οικογένειά του κατὰ την διαμονή του στην Κρήτη (Βασ. Σφυρόερα, Κρητικὰ επώνυμα στις Κυκλάδες. Ανάτυπο από τα πρακτικὰ Β´ Κρητολογικού Συνεδρίου (1969), σελ. 465).
Εν τω μεταξὺ τα πολεμικὰ γεγονότα της Επαναστάσεως είχαν απλωθεί και στις Κυκλάδες, όπου εδημιούργησαν κατάσταση αναρχίας, έξαψη πνευμάτων και εμφάνιση φατριών. Οι μεν υπεστήριζαν τον αγώνα, οι δε, κυρίως οι Καθολικοί, αντιδρούσαν. Η κήρυξη της Επαναστάσεως στη Σαντορίνη, στις 5 Μαΐου 1821, έδωσε στον Σανταντώνιο την ευκαιρία να κρίνει, ότι είχε συμφέρον να παραμείνει εκεῖ, αφ᾿ ενός επειδή διέθετε τον κατάλληλο χώρο να κρύψει, με περισσὴ φροντίδα, τα κειμήλια που ιεροκρυφίως είχε μεταφέρει απὸ την Κρήτη – ώστε λησμονημένα απὸ τόπο και χρόνο να σταθεί αδύνατο να επανέλθουν στα χέρια των Ορθοδόξων – και αφ᾿ ετέρου, επειδή, ως ιατρός θα ασκούσε το ιατρικό επάγγελμα, σε μια περίοδο που σ᾿ ολόκληρη την επαρχία Σαντορίνης, με πληθυσμὸ 17.000 χριστιανοὺς η επιστημονική ιατρική περίθαλψη ήταν ανύπαρκτη (Μιχ. Χουλιαράκη, Γεωγραφική, διοικητικὴ και πληθυσμιακὴ εξέλιξη της Ελλάδος (1821-1971), τόμ. Α´ (Μέρος Α´), Αθήναι 1977, σελ. 27, 32).
Μόλις μετὰ το 1833 παρουσιάζονται επ᾿ αυτῆς οι πρώτοι επιστήμονες ιατροί, ο Γεώργιος Πίντος, χειρουργός, και ο Ιωσήφ Δεκιγάλας, διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Σιέννας (Ιταλία) (Βασ. Σφυρόερα, Ιωσήφ Δεκιγάλας, Αθήναι 1960, σελ. 5. Ματθαίου Ε. Μηνδρινού, Οι ιατροί της Θήρας, εφημ. «Κυκλαδικὸν Φώς», φύλ. 383-384/1986 σελ. 3. Πρβλ. και έγγραφο Δήμου Καλλίστης αριθ. 532/10 Νοεμβρίου 1836. Σημειώνεται, ακόμη, ότι λίγα χρόνια αργότερα ο υιός του Ιωάννης Σανταντώνιος ελειτούργησε το πρώτο φαρμακείο στα Φηρά. Πρβλ. έγγραφο Επαρχείου Θήρας (23 Φεβρουαρίου 1843), όπου υπογράφει για ποσὸν 600 δρχ. ως αντιμισθία του, ένεκα χορηγήσεως «φαρμάκων προς τους ενδεείς» (Φάκελ. Λεπροκομείου).
Το γεγονὸς ότι ο Σανταντώνιος περιέθαλψε και επροστάτευσε τους ενδεείς της νήσου σε μια, όντως, κρίσιμη περίοδο, ήταν γνωστὸ όχι μόνο στο ευρύτερο κοινὸ του τόπου, αλλά και στην τότε προσωρινὴ Διοίκηση της Ελλάδος, στο Ναύπλιο, η οποία διά του υπουργού των Εσωτερικών Γρηγορίου Δικαίου (Παπαφλέσσα), του απέστειλε εγγραφο το έτος 1824, με το οποίο τον επαινούσε διά «τα φιλελληνικὰ φρονήματα και τα φιλάνθρωπα έργα του» (Ι. Δελένδα, Οι Καθολικοὶ της Σαντορίνης, Αθήναι 1949, σελ. 221).
Με το τελευταίο δεδομένο δηλ. την προσφορὰ ιατρικών υπηρεσιών προς τους κατοίκους της Σαντορίνης, ο Σανταντώνιος εθεωρείτο υπεράνω κάθε υποψίας, «τιμώμενος και αγαπώμενος παρὰ πάντων μέχρι το 1829, όταν παρουσιάσθηκε το ζήτημα των ιερών κειμηλίων», όπως αναφέρει το «Θηραϊκό» έγγραφο. Καθώς, όμως, πέρασαν τα πρώτα χρόνια απὸ την κήρυξη της Επαναστάσεως και υποχωρούσε η κοινωνικὴ αναταραχή, άρχισε να μεταδίδεται ο πρώτος ψίθυρος γύρω από το θέμα των κειμηλίων, προερχόμενος απὸ ακριτομύθιες της συζύγου του Στεφανίας, ανάμεσα στις καθολικὲς οικογένειες των Φηρών. Έγινε, δηλαδή, ό,τι συνέβη στην Αίνο με την σύζυγο του ιερέα, η οποία κρυφά από το σύζυγό της, έκοψε ένα τεμάχιο πριν την παραδώσουν στον προηγούμενο Διονύσιο, η οποία κατόπιν θείας επεμβάσεως αναγκάστηκε να μετανοήσει και με επιστολή της το 1839, να το αναφέρει στη Μονή και να παρακαλέσει να στείλουν εκπροσώπους για να παραλάβουν το τεμάχιο.
Για το περιστατικό της Σαντορίνης γνώση των πληροφοριών έλαβε και η Μονὴ Βατοπαιδίου, η οποία σε συνδυασμὸ με τα συμβάντα στο λιμάνι του Ηρακλείου, απέστειλε γράμματα στον Σανταντώνιο ζητούσα να της επιστρέψει τα ιερά κειμήλια (Τα Γράμματα αυτὰ δεν έχουν ανευρεθεί ακόμη).
Παραλλήλως, παρεκάλεσε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αγαθάγγελο (1826-1830), να παρέμβη επὶ του θέματος, καθὼς και τον Θηραίο Ρώσο πρόξενο Βασίλειο Σ. Μαρκεζίνη (Πρβλ. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Θηραϊκὰ Ανάλεκτα, έκδοση Ιδρύματος Μπελλὼ- νια, Αθήνα 1995, σελ. 52). Τότε ενημερώθηκε η Μονή από τον Επίσκοπο του νησιού, Ζαχαρία, η οποία έστειλε τον προηγούμενο Διονύσιο, το 1831 στη Σαντορίνη. Ο πρόξενος ζήτησε για την απόδοση της Αγίας Ζώνης 15.000 γρόσια, και ο λαός με συγκινητική προθυμία συγκέντρωσε το ποσό. Έτσι εξαγοράσθηκε η Αγία Ζώνη και γύρισε στη Μονή Βατοπαιδίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου