Την Μεγάλη Πέμπτη λέγανε παλαιότερα το
παρακάτω ξόδι: [1]
Η Δέσποινα εκάθουνταν μόνη κι αμοναχη τζη,
Τη μπροσευχή τζη έκανε για το
μονογενή τζη.
Γροικά βροντές, γροικά αστραπές και
ταραχή μεγάλη,
Μπροβαίνει στα κατώφλια τζη θωρεί μια
μπάντα κι άλλη,
Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ άστρι
βουρκωμένο,
Το φεγγαράκι το λαμπρό, στο αίμα
βουτημένο.
-έλα τ’ Αη Γιαννιού αδελφή και του
Λαζάρου μάνα,
Να πάρω το ροδόσταμο να παμ οι τρεις
αντάμα.
Και παίρνουν το στρατί στρατί, στρατί
το μονοπάτι
Το μονοπάτι τσιβγαλε στ ατζίγανου τη
μπόρτα.
-Άνοιξε βρε ατζίγγανε σκυλί
μαγαρισμένο,
Κι η πόρτα από το φόβο τζη, άνοιξε
μοναχή τζη.
-Για πες μου βρε ατζίγγανε, τι είναι
αυτό που κάνεις;
-Καρφιά μου παραγγείλανε, οι φίλοι
μου οι Οβραίοι.
Εκείνοι μου παν τέσσερα, κι εγώ τα
κάνω πέντε.
Τα δυο ναναι στα χέρια Ντου, και τ
άλλα δυο στα πόδια,
Το τρίτο το φαρμακερό, να ναι μες
στην πλευρά του,
Να τρέξει αίμαι και νερό να πληγωθεί
η καρδιά ντου.
-αμε και συ ατζίγγανε στάχτη να μη
μποτάξεις
Και μέσα από το σακούλι σου, λεφτό να
μην το πιάσεις.
Και παίρνουν το στρατί στρατί, στρατί
το μονοπάτι,
Το μονοπάτι τση βγαλε στ Απίλατου τη
μπόρτα,
Κι η μπόρτα από το Φόβο τζη, ήνοιξε
μοναχη τζη.
Θωρεί δεξιά, θωρεί ζερβά, θωρεί μια
μπάντα κι άλλη,
Άλλονε δεν ηγνώρισε παρά τον Αη
Γιάννη.
-Αη μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή
του γυιου μου,
Δείξε μου με το τέκνο μου κι εσέ το
βαφτιστή σου.
-Δεν έχω πόδια να σταθώ γλώσσα να σου
μιλήσω,
Δεν έχω γοργοδάχτυλα για να σου
Τονεδείξω.
-Έχεις και πόδια να σταθείς και
γλώσσα να μιλήσεις,
Έχεις και γοργοδάχτυλα για να μου
Τονε δείξεις.
-θωρείς εκείνο το βουνό, το
μαυραραχνιασμένο,
Εκεί είναι το τέκνο σου και τοχουν
σταυρωμένο.
-Ω Γυιε μου γυιε μου γυιέ μου
Κύριε και Θεε μου,
Ω Γυιε μου , γυιε μου αφέντη που
περπατείς ως φέγγει
Ω Γυιέ μου όντες σε γέννου κι όντες
σε κοιλοπόνου,
Δεν είδα τέτοιους πόνους !!!
ποια κι άλλη κακομοίρα Σαν τη δική
μου μοίρα ,
τώρα όρφανή και χήρα.
Και ακολουθούσαν σαν συνέχεια του προηγούμενου τα της
Μεγάλης Παρασκευής[2]:
Σήμερο είν Παρασκευή παράκληση του κόσμου, σήμερο βάλανε
βουλή , οι άνομοι Οβραίοι, οι άνομοι και τα σκυλιά, οι τρισκατατηραμένοι, να πιάσουν τον μονογενή να τονε μαρτυρήσουν,
να τονε βάλουν έπειτα εις το σταυρό απάνω,
και να τον στεφανώσουνε μ αγκάθινο στεφάνι.
Κι η Δέσποινα ως τα άκουσε την Προσευχή της κάνει, ω
Μάρθα κι ω Μαγδαληνη τ’ Αη Ιακώβου Μάνα, τ Αη Λαζάρου αδελφή, να πάμε οι τρεις
αντάμα. ω Γιέ μου αφέντη, που προπατείς και φέγγεις όλη την οικουμένη,
Γιε, σαν πας στον Άδη, γρήγορα να γυρίσεις, να με
παρηγορήσεις, να με παρηγορήσεις, τη μάνα την καμένη, την πολυπικραμένη, σταυρέ
μου σταυρωμένε, Σταυρέ Χαριτωμένε, σταυρέ για κλίνε μπρος μου, ν αγκαλιαστώ το
γιό μου, τα μάθια και το φως μου. ω Γιέ μου, όντας σε γέννου κι οντάς σε
κοιλοπόνου, δεν είδα τέτοιους πόνους. Περικαλώ σε Γιέ μου Κύριε και Θέε
μου,στον Άδη μην αργήσεις, γρήγορα να γυρίσεις να με παρηγορήσεις.
Να με παρηγορήσεις, τη μάνα την καμένη, την
πολυπικραμένη και στον κόσμο ξακουσμένη…..
Και ένα άλλο:
Ποιος είναι αυτός ο ξένος, ο παραπομενεμένος στο ξύλο
καρφωμένος; Και μα πας είναι ο Γιός μου, τα μάθια και το φως μου και η έλλειψη
του κόσμου;
Ω γιέ μου! Ω Γιέ μου Κύριε και Θεεμου και Πλαστουργέ
μου.
Ω Γιέ μου, Γιε μ αφέντη, που περπατείς και φέγγει όλη η
οικουμένη.
ω Γιέ μου, όντας σε γέννου κι οντάς σε κοιλοπόνου, δεν
είδα τέτοιους πόνους.Περικαλώ σε Γιέ μου Κύριε και Θέε μου,στον Άδη μην
αργήσεις, γρήγορα να γυρίσεις να με παρηγορήσεις.
να με παρηγορήσεις, τη μάνα την
καμένη, την πολυπικραμένη και στον κόσμο ξακουσμένη…..
Λυπήσου ντη τη μάνα, που σ έτρεφε το
γάλα, ωσαν τη ματζουράνα.
ο Ήλιος Βασιλεύει και το φεγγάρι
φεύγει, Γιέ μου από το καμό σου.
Σταυρέ μου σταυρωμένε , σταυρέ
χαριτωμένε,
Σταυρέ για κλίνε μπρος μου, ν
αγκαλιαστώ το γιό μου, τα μάθια και το φως μου.
Κανέλλα θα μασήσω, το Γιό μου να
φιλήσω, το γιό μου να φιλήσω,
Μαστίχα θα μασήσω, το γιό μου να
μυρίσω, το Γιό μου να μυρίσω
Γαρύφαλλα θα πιάσω, το Γιό μου να
αγκαλιάσω, για να τονε χορτάσω…
«Τη Μεγαλη Παρασκευή μετά την αποκαθήλωση δεν
ντρώαμε τίοτις μόνο πίναμε λίγο ξύδι . Την Μεγάλη Παρασκευή στο Εμπορείο δεν
κτυπούσαν οι καμπάνες, μόνου κτυπούσανε τα σήμαντρα. Άνδρες και κοπελιάρηδες
του χωριού γύριζανε τα σοκάκια, όπως και τώρα με σήμαντρα ( σίδερα και πλατιά χοντρά ξύλα) που τα χτυπούσανε
τέλεια όμορφα. Το βράδυ πααίνανε στο Πιτάφιο. Στο δεξιό ψαρτήρι ήταν οι
κοπελλιάριδες και στο αριστερό οι κοπέλες. Από μέρες πιο μπροστά κάνανε δοκιμές
για να πούνε το «Η Ζωή εν τάφω…».
Ακολουθούσε η
Αποκαθήλωση, και το στόλισμα του Επιτάφιου. Το βράδυ γίνεται η περιφορά των
Επιταφίων σε όλα τα χωριά. Ξακουστή είναι η περιφορά του Επιταφίου στον Πύργο. Τα δρομάκια φωτίζονται με ντενεκεδένια
λυχναράκια και η περιφορά γίνεται σε κατανυκτική ατμόσφαιρα. Οι
φωταψίες του Πύργου βασίζονται σε μια παλιά παράδοση των Φανών όταν τα σκάφη
έφθαναν στο λιμάνι των Φηρών. Το Μεγάλο Σάββατο σε πολλά χωριά ασχολούνται
με το στήσιμο του “Ιούδα». : Ένα είδος σκιάχτρου, γεμισμένο με βαρελότα, το
οποίο άναβαν μετά τον εσπερινό της Αγάπης και το άφηναν να λαμπαδιάσει και να
σκάσει με θόρυβο. Εκείνη τη νύχτα, την αναστάσιμη, όλοι κρατούσαν από μία
κουτσούνα και ένα κόκκινο αυγό και με ανυπομονησία περίμεναν το τέλος της
λειτουργίας αλλά και της νηστείας για να πάνε στα σπίτια και να φάνε τα σγαρδούμια.
« Είναι έθιμο της Σαντορίνης. Δεν καταλαβαίνουμε Λαμπρή χωρίς τα σγασδούμια.»
αναφέρει ο Μάρκος Ρούσσος στο βιβλίο « Σαντορίνη: Ήθη Έθιμα και Παραδόσεις».
Ξεχωριστός είναι ο Επιτάφιος του Μεγάλου Χωριού με
τα «θλιβερά» που ήταν φερμένα από τη Ρωσία. Δεξιά και αριστερά του παίρνουν τη
θέση τους τα μεγάλα και σπάνιας ομορφιάς εικονίσματα, ο ¨Αγγελος και η
Μαγδαληνή . Ενώ μετά την Ανάσταση τοποθετείται στο κέντρο ο Αναστημένος
Χριστός. Τα κειμήλια αυτά είχαν έρθει από τη Ρωσία γύρω στο 1900. Ο Επιτάφιος
θα μείνει έτσι στολισμένος μέχρι την παραμονή της Αναλήψεως.