Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1956. Θλιβερή απλώθηκε στην Αθήνα η είδηση ότι ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, πρώην μητροπολίτης Ιωαννίνων "απεδήμησεν εις Κύριον". Πρωτοφανές το λαϊκό προσκύνημα στην Αθήνα, πάνδημη η κηδεία του, με πρωτοπόρους τους Ηπειρώτες της πρωτεύουσας. Δεν πέρασαν όμως παρά λίγες μόνο ημέρες από την πάνδημη κηδεία του, και οι αθηναϊκές εφημερίδες άρχισαν να κατακλύζονται από οργισμένες επιστολές πιστών οι οποίοι έγραφαν τις απόψεις τους για τον εκλιπόντα ιεράρχη.
Τι είχε συμβεί και, τόσο σύντομα, άλλαξε το σκηνικό; Είχε δημοσιευτεί στις εφημερίδες η διαθήκη του Σπυρίδωνα. Σύντομη η διατύπωσή της, παράξενο για τους πιστούς το περιεχόμενό της. Ιδιόγραφος μυστική η διαθήκη, γραμμένη ήδη από το 1939, περιλάμβανε τα ακόλουθα:
"Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν.
Διά της παρούσης ιδιογράφου μυστικής μου Διαθήκης ο υποφαινόμενος Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων Δημητρίου Βλάχος, δηλώ ότι εγκαθιστώ Γενικόν κληρονόμον εις τυχόν μετά τον θάνατόν μου ευρεθυσομένη περιουσίαν μου την αδελφήν μου Παναγιώταν χήραν Βασιλείου Δαμιανόγλου, το γένος Δημητρίου Βλάχου. Αυτή είναι η τελευταία μου θέλησις".
Η δημοσιοποίηση της διαθήκης του Σπυρίδωνα έσκασε σαν βόμβα στην κοινωνία της Αθήνας. Σχεδόν κανένας δεν μπορούσε να το πιστέψει.
Ο Σπυρίδων και η διαθήκη του ήταν το κύριο θέμα της συζήτησης. Με δεδομένο ότι αυτή η διαθήκη είχε συνταχθεί το 1939, δηλαδή 17 χρόνια πριν από το θάνατό του, όλοι έκρυβαν την κρυφή ελπίδα ότι θα υπήρχε και άλλη μεταγενέστερη διαθήκη που θα ικανοποιούσε τους πιστούς και θα αποκαθιστούσε τη μνήμη του. Κάτι τέτοιο όμως δε φάνηκε στον ορίζοντα.
Έτσι, οι οργισμένες επιστολές των πιστών πλήθαιναν και κατέκλυζαν, ολοένα και περισσότερο, τον Αθηναϊκό τύπο. Όσοι ήταν ενήμεροι γύρω από τους Κανόνες της Εκκλησίας που απαγορεύουν στους μοναχούς και στους μητροπολίτες να αποκτήσουν περιουσιακά στοιχεία και επιβάλλει στους κληρικούς να διαχειρίζονται την Εκκλησιαστική Περιουσία "με φόβον Θεού", επισήμαιναν, στις επιστολές τους, αυτή την παράβαση των Ιερών Κανόνων.
Άλλοι, πάλι, φτωχοί βιοπαλαιστές οι ίδιοι, καθώς άκουγαν ότι η "ευρεθησομένη περιουσία", κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη ήταν, απορούσαν πώς αυτή η περιουσία αποκτήθηκε, ώστε να περισσεύει και να διατίθεται, μετά θάνατο, σε συγγενικά πρόσωπα. Αυτοί, προφανώς, αγνοούσαν ότι ο Σπυρίδων, εκτός από αρχιεπίσκοπος Αθηνών, είχε διατελέσει, επί δεκαετίες, μητροπολίτης Ιωαννίνων.
Είχε εκμεταλλευτεί μάλιστα τα δυο δικτατορικά καθεστώτα – του Παγκάλου και του Μεταξά, με τα οποία διατηρούσε άριστες σχέσεις – και είχε πετύχει να εκδώσει αντισυνταγματικά διατάγματα, με τα οποία διατηρούσε στα Γιάννινα – κα μόνο σ’ αυτά – το καθεστώς της Τουρκοκρατίας, κρατούσε υπό την εξουσία του πλούσια Κληροδοτήματα, όπως αυτά του Ν. Ζωσιμά, του Γ. Σταύρου και του Γ. Τούλη, τις Σχολικές Περιουσίες της πόλης των Ιωαννίνων που προέρχονται από Κληροδοτήματα, με μετοχές στην Εθνική Τράπεζα που του επέτρεπαν να ελέγχει ακόμα και τη διοίκηση του μεγάλου αυτού πιστωτικού ιδρύματος της χώρας.
Όλα αυτά, βέβαια, γίνονταν – και εξακολουθούν, δυστυχώς, να γίνονται και σήμερα στα Γιάννινα - αντίθετα με τη βούληση των Ευεργετών, με το Σύνταγμα και με τους νόμους του Κράτους। Τώρα, θα μου πείτε, ψιλαγράμματα αυτά για μια χώρα, σαν αυτή που λέγεται Ελλάδα. [...]Όσο περνούσαν οι μέρες, το θέμα με τη διαθήκη του Σπυρίδωνα έπαιρνε, ολοένα, και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Σ’ αυτό συνέβαλαν δυο χαρακτηριστικά γεγονότα:
Συνέβη, κατά σύμπτωση, μαζί με το Σπυρίδωνα, να αποδημήσουν και δυο ακόμα προσωπικότητες από το χώρο της επιστήμης, εξίσου γνωστές στην Αθηναϊκή κοινωνία: ο Νικόλαος Βλάχος, ( εκ Μεγαλοχωρίου Θήρας) καθηγητής της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και ο Αλέξανδρος Σβώλος, γνωστός νομικός και πολιτικός, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών। (
Ο Νικόλαος Βλάχος, με τη διαθήκη του όρισε:
α) "Διαθέτω την εν Αθήναις κατοικίαν εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών, διά να σπουδάζουν αποδεδειγμένως άποροι φοιτηταί της Φιλοσοφικής Σχολής, οι οποίοι θα εκλέγωνται κατόπιν διαγωνισμού μετά το πρώτον έτος των σπουδών των".
β) "Τα βιβλία μου, μετά των βιβλιοθηκών (επίπλων) να περιέλθουν εις το Ιστορικόν Σπουδαστήριον της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών".
γ) "Εάν μετά τον θάνατόν ευρεθούν χρήματα θα περιέλθουν εις το εν έξω Γωνιά της Θήρας Πτωχοκομείον εκ Θήρας".
Ο Αλέξανδρος Σβώλος, πεθαίνοντας, άφησε πίσω του την σύζυγόν του. Απ’ τις πρώτες όμως μέρες έγιναν γνωστές οι προθέσεις του, να ιδρυθεί από τη σύζυγόν του, "Ίδρυμα υποτροφιών Αλέξανδρος Σβώλος". Πράγματι, λίγα χρόνια αργότερα η σύζυγός του συνέστησε το Ίδρυμα στο οποίο κατέλιπε ολόκληρη την ακίνητη περιουσία τους "ακολουθούσα το παράδειγμα εκείνου", όπως αναφέρει στη διαθήκη της.
Χρειάστηκε πολύς καιρός για να κοπάσει ο θόρυβος από τη δημοσιοποίηση των τριών παραπάνω διαθηκών, αλλά παρέμειναν ζωηρές στη μνήμη οι εντυπώσεις, όλων εκείνων που έζησαν τα γεγονότα εκείνης της εποχής και προβληματίστηκαν πάνω στο περιεχόμενο των τριών διαθηκών.
του Σπύρου Εργολάβου
http://www.proinoslogos.gr/pn/index.php?module=pagesetter&func=viewpub&tid=13&pid=2938
Τι είχε συμβεί και, τόσο σύντομα, άλλαξε το σκηνικό; Είχε δημοσιευτεί στις εφημερίδες η διαθήκη του Σπυρίδωνα. Σύντομη η διατύπωσή της, παράξενο για τους πιστούς το περιεχόμενό της. Ιδιόγραφος μυστική η διαθήκη, γραμμένη ήδη από το 1939, περιλάμβανε τα ακόλουθα:
"Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν.
Διά της παρούσης ιδιογράφου μυστικής μου Διαθήκης ο υποφαινόμενος Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων Δημητρίου Βλάχος, δηλώ ότι εγκαθιστώ Γενικόν κληρονόμον εις τυχόν μετά τον θάνατόν μου ευρεθυσομένη περιουσίαν μου την αδελφήν μου Παναγιώταν χήραν Βασιλείου Δαμιανόγλου, το γένος Δημητρίου Βλάχου. Αυτή είναι η τελευταία μου θέλησις".
Η δημοσιοποίηση της διαθήκης του Σπυρίδωνα έσκασε σαν βόμβα στην κοινωνία της Αθήνας. Σχεδόν κανένας δεν μπορούσε να το πιστέψει.
Ο Σπυρίδων και η διαθήκη του ήταν το κύριο θέμα της συζήτησης. Με δεδομένο ότι αυτή η διαθήκη είχε συνταχθεί το 1939, δηλαδή 17 χρόνια πριν από το θάνατό του, όλοι έκρυβαν την κρυφή ελπίδα ότι θα υπήρχε και άλλη μεταγενέστερη διαθήκη που θα ικανοποιούσε τους πιστούς και θα αποκαθιστούσε τη μνήμη του. Κάτι τέτοιο όμως δε φάνηκε στον ορίζοντα.
Έτσι, οι οργισμένες επιστολές των πιστών πλήθαιναν και κατέκλυζαν, ολοένα και περισσότερο, τον Αθηναϊκό τύπο. Όσοι ήταν ενήμεροι γύρω από τους Κανόνες της Εκκλησίας που απαγορεύουν στους μοναχούς και στους μητροπολίτες να αποκτήσουν περιουσιακά στοιχεία και επιβάλλει στους κληρικούς να διαχειρίζονται την Εκκλησιαστική Περιουσία "με φόβον Θεού", επισήμαιναν, στις επιστολές τους, αυτή την παράβαση των Ιερών Κανόνων.
Άλλοι, πάλι, φτωχοί βιοπαλαιστές οι ίδιοι, καθώς άκουγαν ότι η "ευρεθησομένη περιουσία", κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη ήταν, απορούσαν πώς αυτή η περιουσία αποκτήθηκε, ώστε να περισσεύει και να διατίθεται, μετά θάνατο, σε συγγενικά πρόσωπα. Αυτοί, προφανώς, αγνοούσαν ότι ο Σπυρίδων, εκτός από αρχιεπίσκοπος Αθηνών, είχε διατελέσει, επί δεκαετίες, μητροπολίτης Ιωαννίνων.
Είχε εκμεταλλευτεί μάλιστα τα δυο δικτατορικά καθεστώτα – του Παγκάλου και του Μεταξά, με τα οποία διατηρούσε άριστες σχέσεις – και είχε πετύχει να εκδώσει αντισυνταγματικά διατάγματα, με τα οποία διατηρούσε στα Γιάννινα – κα μόνο σ’ αυτά – το καθεστώς της Τουρκοκρατίας, κρατούσε υπό την εξουσία του πλούσια Κληροδοτήματα, όπως αυτά του Ν. Ζωσιμά, του Γ. Σταύρου και του Γ. Τούλη, τις Σχολικές Περιουσίες της πόλης των Ιωαννίνων που προέρχονται από Κληροδοτήματα, με μετοχές στην Εθνική Τράπεζα που του επέτρεπαν να ελέγχει ακόμα και τη διοίκηση του μεγάλου αυτού πιστωτικού ιδρύματος της χώρας.
Όλα αυτά, βέβαια, γίνονταν – και εξακολουθούν, δυστυχώς, να γίνονται και σήμερα στα Γιάννινα - αντίθετα με τη βούληση των Ευεργετών, με το Σύνταγμα και με τους νόμους του Κράτους। Τώρα, θα μου πείτε, ψιλαγράμματα αυτά για μια χώρα, σαν αυτή που λέγεται Ελλάδα. [...]Όσο περνούσαν οι μέρες, το θέμα με τη διαθήκη του Σπυρίδωνα έπαιρνε, ολοένα, και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Σ’ αυτό συνέβαλαν δυο χαρακτηριστικά γεγονότα:
Συνέβη, κατά σύμπτωση, μαζί με το Σπυρίδωνα, να αποδημήσουν και δυο ακόμα προσωπικότητες από το χώρο της επιστήμης, εξίσου γνωστές στην Αθηναϊκή κοινωνία: ο Νικόλαος Βλάχος, ( εκ Μεγαλοχωρίου Θήρας) καθηγητής της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και ο Αλέξανδρος Σβώλος, γνωστός νομικός και πολιτικός, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών। (
Ο Νικόλαος Βλάχος, με τη διαθήκη του όρισε:
α) "Διαθέτω την εν Αθήναις κατοικίαν εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών, διά να σπουδάζουν αποδεδειγμένως άποροι φοιτηταί της Φιλοσοφικής Σχολής, οι οποίοι θα εκλέγωνται κατόπιν διαγωνισμού μετά το πρώτον έτος των σπουδών των".
β) "Τα βιβλία μου, μετά των βιβλιοθηκών (επίπλων) να περιέλθουν εις το Ιστορικόν Σπουδαστήριον της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών".
γ) "Εάν μετά τον θάνατόν ευρεθούν χρήματα θα περιέλθουν εις το εν έξω Γωνιά της Θήρας Πτωχοκομείον εκ Θήρας".
Ο Αλέξανδρος Σβώλος, πεθαίνοντας, άφησε πίσω του την σύζυγόν του. Απ’ τις πρώτες όμως μέρες έγιναν γνωστές οι προθέσεις του, να ιδρυθεί από τη σύζυγόν του, "Ίδρυμα υποτροφιών Αλέξανδρος Σβώλος". Πράγματι, λίγα χρόνια αργότερα η σύζυγός του συνέστησε το Ίδρυμα στο οποίο κατέλιπε ολόκληρη την ακίνητη περιουσία τους "ακολουθούσα το παράδειγμα εκείνου", όπως αναφέρει στη διαθήκη της.
Χρειάστηκε πολύς καιρός για να κοπάσει ο θόρυβος από τη δημοσιοποίηση των τριών παραπάνω διαθηκών, αλλά παρέμειναν ζωηρές στη μνήμη οι εντυπώσεις, όλων εκείνων που έζησαν τα γεγονότα εκείνης της εποχής και προβληματίστηκαν πάνω στο περιεχόμενο των τριών διαθηκών.
του Σπύρου Εργολάβου
http://www.proinoslogos.gr/pn/index.php?module=pagesetter&func=viewpub&tid=13&pid=2938
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου