Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Η " Μουσική Ιθαγένεια" του Γιάννη Καρνεσιώτη


Επιτέλους μετά από 1 μήνα περίπου  ένας πολύ ιδιαίτερος Φίλος και Συνοδοιπόρος, ο οποίος επισκέφτηκε 2 φορές αυτό το καλοκαίρι τη Σαντορίνη , ( γάμος, 1η κοινή συνάντηση λαικών πνευστών και νέων μουσικών), προετοίμασε το "ηλεκτρονικό " και όχι μόνο βιβλίο το οποίο είναι αφιερωμένο στο πως ένοιωσε, βιώσε φωτογραφικά την 1η Κοινή Συνάντηση λαικών πνευστών και νέων μουσικών της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου η οποία έγινε στη Σαντορίνη. Το βιβλίο του ηλεκτρονικά μπορείτε να το ξεφυλλίσετε εδώ: 
http://www.blurb.com/books/2595411

"Είναι αρχαία η γη μας. Αρχαία κι η θάλασσα, που την περιζώνει. Αρχαίοι κι εμείς, οι κάτοικοι – με βαρειά την αίσθηση και την συνείδηση πως ερχόμαστε από πολύ μακριά, πως τον κόσμο όλο τον έχουν σε μεγάλο βαθμό διαμορφώσει προπάτορες, που πολύ πριν από μας πατούσαν στο ίδιο τούτο χώμα, λούζονταν στην ίδια θάλασσα, ανάσαιναν τον ίδιον αέρα. Πάπποι και προπάπποι, που στην γλώσσα μας επεξεργάσθηκαν τα βιώματά τους και συγκρότησαν ένα μεγάλο κομμάτι της παγκόσμιας κληρονομιάς. Το πιο σημαντικό κομμάτι της, λένε πολλοί...
Εν αρχή ην το χάος, ίσως, αλλά, αμέσως μετά, ην ο άνθρωπος. Ο άνδρας, η γυναίκα, ο Έλληνας, όπως διαμορφώθηκε στο φυσικό του περιβάλλον κι όπως διαμόρφωσε βασικές αρχές και αξίες, τρόπο ζωής και τρόπο σκέψης. Όλ’ αυτά, που χρόνια τώρα παραλαμβάνουμε και παραδίδουμε, με την σειρά μας ο καθένας. Την κοινή κληρονομιά, την παράδοση την τόσο στενά κι αναπόσπαστα δεμένη με τον τόπο, που γίνεται τελικά κοινή μοίρα, κομμάτι ακέραιο του ατομικού και συλλογικού γονιδιώματος, στοιχείο ταυτότητας, απόδειξη ιθαγένειας.

Ο μεγάλος Έλληνας φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας (1910-2011), που εντρύφησε όσο κανένας άλλος ομότεχνός του στο σώμα και στο πνεύμα της Ελληνικής παράδοσης, έλεγε ότι "Είμαστε ένας λαός με βαθιά ριζωμένη παράδοση. Η παράδοση δεν είναι μια κούφια λέξη στο στόμα των φραγκοδασκάλων, είναι το καταστάλαγμα της παρατήρησης αιώνων". [1]
Την ίδια απλή σοφία απηχεί κι η Απεραθίτισα Παρασκευή Μάρκου, που ακόμα σήμερα καλλιεργεί τον πατροπαράδοτο δεκαπεντασύλλαβο σε Ναξιώτικη ντοπιολαλιά:
"... Όλα τα νοιώθαν οι παλιοί και τα παρατηρούσα
και τα μορφοσπουδάζασι γκαι μ' εουτάν εζούσα
Δικιά ντου γνώμη ο καθανείς δεν είχε να τη μπράξει
στην φύση εδιδάσκουντα γκι εμάθαινε ντη ντάξη...". [2]
Αυτό ακριβώς είν’ η παράδοσή μας. Όχι κάτι έξω από την ζωή, όχι παραγέμισμα ελεύθερου χρόνου, αλλά η ίδια η ζωή κι οι τρόποι μας, το ζύμωμα και το χώνεμα παρατηρήσεων και συμπερασμάτων στην καθημερινή πράξη, στην επιβίωση, στην έκφραση συναισθημάτων, αναγκών, φόβων, ονείρων. Με την μουσική πάντα σε ρόλο πρώτο, γιατί έκφραση ανθρώπινη δίχως μουσική, τραγούδι και χορό δεν γίνεται, δεν είν’ ολόκληρη κι ακέρια. Μουσική από όργανα πρωτόγονα, αρχέγονα, φτιαγμένα μονάχα με τα απολύτως διαθέσιμα υλικά - δέρματα, καλάμια, ξύλα, κέρατα - στίχοι αυτοσχέδιοι, αυθόρμητοι, βήματα ρυθμικά, πιασίματα των χεριών, που όλα μαζί αφηγούνται τα βασικά και θεμελιώδη του ανθρώπου. Γιορτάζουν την ζωή σ' όλες της τις εκφάνσεις ως κοινό κτήμα, κοινό βίωμα: πότε τον έρωτα και πότε τον χωρισμό, πότε την γέννα και πότε τον θάνατο, πότε την σπορά και το κρασί, την καλή σοδειά και το κυνήγι, την πλούσια ψαριά, το θαύμα του κόσμου, το μυστήριο και τον πόνο του.
Δεν υπάρχει τρόπος άλλος από την μουσική, τρόπος καλύτερος κι αμεσότερος, πιο καθολικός και πανανθρώπινος για μια τέτοιαν έκφραση, μια τέτοιαν επικοινωνία. Μονάχα με την μουσική παρασύρονται τα τρίσβαθα του ανθρώπινου είναι και της ψυχής και βγαίνουν στην επιφάνεια, γίνονται φθόγγοι, ήχοι, χειρονομίες, κινήσεις, γλώσσα του στόματος και γλώσσα του σώματος, λυτρώνουν και λυτρώνονται. Και μετά ταξιδεύουν, πάνε παντού. Με κύματα. Ναι, με κύματα ταξιδεύουν στον τόπο μας. Κύματα, που σπάνε στους βράχους, κι άλλα κύματα, που ακουμπάνε γλυκά στις αμμουδιές. Κύματα, που κουβαλούν φωνές ανθρώπινες κι ανάσες λαχανιασμένες, λυγμούς και μελωδικά ερωτόλογα. Ήχους από τσαμπούνες, ήχους από λαγούτα, ήχους από σουραύλια κι άλλους ήχους, που έρχονται από παλιά, πολύ παλιά, και ξαποσταίνουν για λίγο μαζί μας. Ήχους, που μας αγκαλιάζουν και μας αδελφώνουν, ήχους, που δεν παύουν ποτέ, μόνο συνεχίζουν το ταξίδι τους στον χρόνο, από το παρελθόν στο παρόν κι από δω στο μέλλον. Κάπως σαν τις γενιές, που διαδέχονται η μια την άλλη, σαν τα παιδιά, που στηρίζονται γερά στο ένα τους πόδι κι απλώνουν το χέρι ν' αδράξουν την σκυτάλη, για να συνεχίσουν από κει, που αφήσανε οι προηγούμενοι τον καλόν αγώνα, το τραγούδι, τις μουσικές, τους χορούς, την αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους του, τον ήλιο, το χώμα, το νερό, τον αέρα, την αλμύρα, την προαιώνια μήτρα, το Αρχιπέλαγος, που το λέγαν Αιγαίο, που πάντα θα το λένε Αιγαίο, όσοι αιώνες κι όσοι άνθρωποι κι αν περάσουν.
Δεν ζει, δεν επιβιώνει ο άνθρωπος χωρίς όλα τούτα. Χωρίς τους δεσμούς του και χωρίς να γιορτάζει τους δεσμούς του δεν μπορεί. Κι ακόμα πιο πολύ, πάνω και μέσα σε τούτο τον αρχέγονο γιορτασμό είναι που σμίγει μοιραία το προαιώνιο ζευγάρι, η γυναίκα με τον άντρα.
Εδώ λύνεται ο άντρας, λευτερώνεται, αφήνεται στο αυθόρμητο και στο αληθινό. Γιατί ο άντρας μονάχα στο τραγούδι, μιλάει για τις αγάπες του, τους πόνους και τους φόβους του. Αλλιώς σωπαίνει, γυρνάει από την δουλειά αμίλητος κι αμίλητος μένει ώς τ' άλλο πρωί, ούτε στον εαυτό του δεν μιλάει,
τ' αφήνει όλα στον αέρα, ανείπωτα, σαν να διστάζουν να βγούνε στο φως, σαν να αρκεί που υπονοούνται, αλλιώς θα χαθούν, θα διαλυθούν, θα γίνουν ένα τίποτε αυτά, που στο τραγούδι και στον χορό γίνονται το παν, το άπαν, το σύμπαν όλο σ' έναν λόγο, ένα γέλιο κι ένα δάκρυ, μια χειρονομία.
Με την μουσική, λέγονται όλα πια, όλα τα λόγια τα μεγάλα, αυτά, που θάθελε και πιο πολύ αυτά που δεν θάθελε ο καθένας να πει, οι αλήθειες της ψυχής και της καρδιάς και του κορμιού ακόμη... Με τραγούδι και χορό μονάχα βγαίνουν πηγαία η χαρά κι ο πόνος της αγάπης, ο λεβέντικος εκείνος πόνος, που όρθιος υποφέρει, όρθιος κουβαλάει την πίκρα της προδοσίας, της εγκατάλειψης, του χωρισμού του ζωντανού και του χωρισμού του άλλου, του θανάτου...

Για πολλούς λόγους είναι σπουδαία η παράδοση, θα μας πουν οι επιστήμονες, που την μελετούν. Ακόμα κι εκείνοι, όμως, θα δεχθούν πως ακόμη πιο σπουδαίο από την μελέτη της είναι το βίωμά της, γιατί αυτή η κοινότητα ηθών, εθίμων, τρόπων είναι που μας συνδέει άμεσα με την γη μας και τους γύρω μας. Αυτή διατηρεί άρρηκτους και ζωτικούς τους δεσμούς μας με τους πριν από μας και με τους μετά, με τα παιδιά μας και με τ’ άλλα παιδιά. Παιδιά, που δεν έχουν γεννηθεί ακόμη, αλλά στον ίδιο τόπο θα τους πρέπει να ζήσουν, ν’ αγαπήσουν και να τραγουδήσουν. Παιδιά, που τους χρωστάμε ακριβώς όσα λάβαμε κι εμείς – τίποτε λιγότερο!
Ο ενθουσιασμός κι η μαζικότητα της Συνάντησης παραδοσιακών μουσικών του Αιγαίου στην Σαντορίνη, το Φθινόπωρο του 2011, αλλά κι αυτή τούτη η ανταπόκριση του κοινού στις εκδηλώσεις, ανέδειξαν την ένταση, με την οποία βιώνεται ακόμα σήμερα μια πτυχή της παράδοσής μας, η πιο διαδεδομένη και δημοφιλής ίσως: η μουσική των νησιών του Αρχιπελάγους. Είναι, ευτυχώς, πολλοί όσοι με γνώση ή ένστικτο ή και με τα δύο υπερασπίζονται και κληροδοτούν μουσικούς τρόπους και δρόμους, που τους δόθηκαν. Είναι πολλοί όσοι, παράλληλα με τις καθημερινές δουλειές τους, στέκουν ορθοί, χαίρονται, πεισμώνουν και κοπιάζουν για την διατήρηση, την διάδοση και την μετάδοση μιας μουσικής με ρίζες βαθειές στον χρόνο και στον τόπο, τον κοινό τόπο όλων. Είναι μια άλλου είδους, άλλου ήθους κι άλλης ποιότητας, ιθαγένεια αυτή: η μουσική ιθαγένεια, που μπορεί να μη καταγράφεται στα στοιχεία της ταυτότητας, αλλά επιμένει ανεξίτηλη στην καρδιά του καθενός από μας."

Γιάννης Δ. Καρνεσιώτης
Αθήνα, Οκτώβριος 2011
Παραπομπές:
[1]: "Μπαλάφας, ο πρώτος του χορού", Εφημ. "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" / Τέχνες & Γράμματα, Σελ. 1,
Κυριακή, 16/10/2011
[2]: Στέφανος Ματθαίου Πολυκρέτης: "Η Απείρανθος Νάξου μέσα από τα τραγούδια του λαού της",
Σελ. 448, Αθήνα 2008



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...