Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

Ακτοπλοϊκά στις Κυκλάδες

του Γεωργίου Σίμωση. ( Αναφορές για τη Σαντορίνη από το http://androspoets.homestead.com/cycladeships.html)

Α/Π «ΚΑΔΙΩ»
Το «Καδιώ» της «Σιγάλα» –έτσι ελέγετο η πλοιοκτήτρια εκ’ Σαντορίνης– ήταν κορβέτα μετασκευασθείσα σε επιβατηγό. Ήταν πιο μεγάλο από τις συνήθεις κορβέτες. Το σκάφος ήταν γκρι σκούρο, και αρκετά ταχύ. Εξυπηρετούσε τις Κυκλάδες μέχρι το 1950, περίπου.

Α/Π «ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ»
Ήταν άνω των 100 τόννων, έως 1300 τόνους. Το στυλ του πλοίου έδειχνε ότι ήταν Αγγλικής κατασκευής, η πρύμη του πλατιά και κάθετη και η πρώρα του κάθετη (μπαλτάς). Ήταν ατμοκίνητο, με δύο παλινδρομικές μηχανές, διπλέλικο, πολύ ευσταθές. Εταξίδευε με 12 μίλια την ώρα. Εξυπηρετούσε την Παροναξία - Σαντορίνη μεταξύ 1955 και 1966, περίπου. Στο τέλος είχε παλιώσει πολύ, ελέγετο ότι το συγκρατούσαν με τσιμέντο στα ύφαλα. Είχα προσέξει στη πλωριά μάσκα επικολλημένη λαμαρίνα για ενίσχυση (Κλαιπίτσα όπως τη λένε στη ναυτική γλώσσα).
Είχε ένα πολύ καλό πλοίαρχο, τον ίδιο πάντοτε, που ήταν, όπως τον θυμάμαι, πολύ προσεκτικός και τυπικότατος στους ναυτικούς κανονισμούς. Δεν θυμάμαι πια το όνομά του. Το σκάφος ήταν μαύρο και η τσιμινιέρα του κίτρινη και λευκή στο μέσον.

Α/Π «ΜΟΣΧΑΝΘΗ»
Η εταιρεία Τόγια υπήρχε και προπολεμικά, με πολλά ακτοπλοϊκά. Το «Μοσχάνθη» εκτελούσε τις γραμμές των νοτίων Κυκλάδων κατά τις δεκαετίες του 50 και του 60 (Πειραιάς-Σύρος-Πάρος-Νάξος) και τις άγονες γραμμές των μικρών νησιών (Δονούσα – Σχοινούσα – Κουφονήσια - Ηράκλεια), Ίος Σαντορίνη. Η άλλη άγονος γραμμή ήταν Πειραιάς-Σύρος-Πάρος-Νάξος-Ίος (Σίκινος, Φολέγανδρος)-Σαντορίνη. Τα πλοία όπως το «Μοσχάνθη» με μπαστούνι ή τσιμπούκι στη γερτή πλώρη, προπολεμικής ναυπηγήσεως, τα ονόμαζαν τύπου Γιοτ. Τύπου Γιοτ ήταν και το «Κωστάκης» του Τόγια και το «Ηλιούπολις» που εξυπηρετούσαν τις Κυκλάδες την ίδια εποχή, όπως και ο «Γλάρος» και το «Λουτσίντα», που εξυπηρετούσαν κυρίως το Ιόνιον. Τα πλοία αυτά είχαν καρένα και πολλά βρεχάμενα, δηλαδή ήταν «βαθειά» καράβια. Το «Μοσχάνθη» ήταν ένα μικρό βαπόρι περίπου 500 τόνων, πολύ καλοτάξιδο και σπανιότατα πόδιζε (ή μπόδιζε) (δηλαδή παρέμενε αναγκαστικά στο λιμάνι λόγω θαλασσοταραχής). Την περίοδο που εκτελούσε τις γραμμές των νοτίων Κυκλάδων, για πολλά χρόνια είχε πλοίαρχο τον καπετάν Κώστα από το Γαλαξίδι. Αυτός είχε γίνει ένα με το πλοίο. Και το βάδισμά του ακόμη, ήταν προσαρμοσμένο στο κούνημα του πλοίου του, όπως τον είδα μία μέρα να ανεβαίνει την οδό Σταδίου πατώντας μία δεξιά και μία αριστερά σαν σε τρικυμία. Το πλοίο είχε μία έλικα, αργόστροφη, που την κινούσε μία κλασσική παλινδρομική μηχανή, νομίζω τριών διαβαθμίσεων, υψηλής, μεσαίας, και χαμηλής πιέσεως. Έκανε επτά περίπου ώρες από το Πειραιά για Σύρο και η ταχύτης του ήταν λίγο μεγαλύτερη των δέκα μιλίων. Το σκάφος ήταν φτιαγμένο, όπως έλεγαν, από λαμαρίνα γαλβανισμένη και οι νομείς του ήταν πολύ πυκνοί, ήταν δηλαδή πολύ καλοφτιαγμένο. Για να κατέβεις στη βάρκα από το κατάστρωμα (τότε στα νησιά βγαίνανε με βάρκες) χρησιμοποιούσαν μία σκαλίτσα που είχε μόνο τέσσερα σκαλοπάτια, τόσο χαμηλό ήταν. Όταν ανέβαινες στο πλοίο υπήρχαν δύο στενοί διάδρομοι δεξιά και αριστερά όπου εστοιβάζοντο οι επιβάτες της Γ΄ θέσεως με τα καλάθια τους (το 1950 με 1960 δεν είχαν βαλίτσες), και τα κοτόπουλα ή τα σφαγμένα κατσικάκια (ριφάκια) που έφερνα δώρα στους Αθηναίους συγγενείς, ή καμιά φορά σε πολιτικούς παράγοντες για κάποιο ρουσφέτι. Στο μέσον μεταξύ των διαδρόμων ήταν το καρέ της Α΄ θέσεως, εμπρός, και της Β΄ θέσεως πρύμνηθεν. Εκεί σε παρελάμβαναν οι καμαρότοι και σε οδηγούσαν στα τάρταρα του πλοίου που βρισκόντουσαν οι καμπίνες, οι οποίες δεν αερίζοντο γιατί τα φινιστρίνια (ή φιλιστρίνα) ήταν χαμηλά, και δεν τα άνοιγαν παρά σπανίως, για να μη μπαίνει η θάλασσα. Σ’ ένα ταξίδι προς Πειραιά, στο λιμάνι της Τζιας, στη Κορησσία, κάποιος από μία βάρκα έβαλε το χέρι του στο φιλιστρίνι και έκλεψε τις παντούφλες μιας γριάς που έκλαιγε και φώναζε σε νησιώτικη προφορά «μπρε πως θε νάβγω η δύστυχη αξυπόλητη στο Περαία». Οι χώροι μέσα στο πλοίο εμύριζαν τη λεγόμενη βαπορίλα, κράμα μυρωδιάς κλεισούρας, χνώτων, εμετών, κ.λπ. Η μυρωδιά αυτή προδιέθετε πολλούς σε ναυτία. Όχι μόνο στην τρίτη θέση αλλά και στη δεύτερη και στη θεωρούμενη επίσημη (πρώτη θέση), υπήρχαν καλάθια με σταλέντα. Όταν γέμιζε το καλάθι, ραβόταν με σακοράφα ένα άσπρο πανί από επάνω, στο οποίο με μελάνι ή με μολύβι ανιλίνης που έγραφε μωβ (λιλά) όταν υγραινόταν, εγράφετο με σαφήνεια η διεύθυνση ή τα αρχικά του μεταφορέα ή του παραλήπτη (όπως π.χ. «Στον κύριο πατέρα μου τον άνδρα της μητέρας μου». Στον Πειραιά γινόντουσαν και λάθη. Στη διαλογή των καλαθιών, κάποιος βιαστικός βούτηξε ένα καλάθι που έφευγε και στις διαμαρτυρίες του άλλου του λέει: Δεν βλέπεις τι γράφει μπρε; Π και Ρ, το όνομά μου, Νικόλαος Φλωράκης. Στην πλώρη βρισκόταν το αμπάρι και το βίντσι. Στο χώρο αυτό έβαζαν τα διάφορα ζωντανά, αρνιά, κατσίκια, και κανένα μοσχαράκι που επρόκειτο να μεταφερθούν στον Πειραιά. Τότε είχαμε και άλλη ευχάριστη μυρωδιά από τη πλώρη. Όμως το πλοίο αυτό ήταν πολύ αγαπητό σε όλα τα κυκλαδονήσια που επί χρόνια εξυπηρετούσε. Το όνομά του, το τόσο γνωστό, οφείλεται και σε δύο προηγούμενα «Μοσχάνθη»: Στο προπολεμικό «Μοσχάνθη» (όμοιο περίπου στην κοψιά, αλλά λίγο μεγαλύτερο), που έκανε συνήθως τη γραμμή της Μήλου και στο Μοσχάνθη του Αργοσαρωνικού, μικρότερο, με κάθετη πλώρη (μπαλτάς). Τόσο αγαπητό ήταν αυτό το πλοίο που το τραγουδούσαν στα γλέντια τους. Στη Σαντορίνη, σε ένα μεγάλο γλέντι, με χορό, νταούλια, πίπιζες, βιολιά και άφθονο μπρούσκο (υψηλόβαθμο σαντορινιό κρασί), τραγουδούσαν τον ακόλουθο στοίχο μέχρι το πρωί:

Με τη δόλια τη Μοσχάνθη
Περιμένω γράμμα ν’ άρθει

Περιμένω γράμμα ν’ άρθει
Με τη δόλια τη Μοσχάνθη.

Με τη δόλια τη Μοσχάνθη
Περιμένω… κ.ο.κ.

Όσο για τη μουσική και αυτή παρουσίαζε ανάλογη ποικιλία με το στοίχο! Ήταν πολύ όμορφο πλοίο. Με την κομψή του πλώρη, με τα γυρτά προς τα πίσω πανύψηλα άλμπουρα (κατάρτια) του, με τη γυρτή επίσης τσιμινιέρα του και με τα χρώματα του Τόγια σου θύμιζε παλαιότερη εποχή. Πράγματι, ήδη από το 1950 το στυλ του, δηλαδή η μόδα του γιοτ, ήταν ξεπερασμένη. Πολλές φορές προσπάθησα να μάθω πότε ναυπηγήθηκε, δεν το κατάφερα. Πιστεύω ότι ναυπηγήθηκε προ του 1930. Το «Μοσχάνθη» απεσύρθη από τις νότιες Κυκλάδες περί το τέλος της δεκαετίας του 60. Κατ’ αυτή την περίοδο (όταν το πλοίο ήταν πρυμνοδετημένο) του έκαναν διάφορες τροποποιήσεις, του αφαίρεσαν τα υψηλά του ωραία άλμπουρα αλλά και τις δύο τουαλέτες που σε υποδέχοντο, και έτσι, ολίγον κουτσουρεμένο, όπως το έχει η έγχρωμη φωτογραφία, το μετέφεραν στη γραμμή Ραφήνας-Καρύστου-Τήνου όπου και εκεί εργάστηκε για καιρό μέχρις ότου εστάλη για διάλυση. Ήταν χάρμα να το βλέπεις να ταξιδεύει με τρικυμία. Μία να προβάλει ψηλά πάνω στο κύμα και μία να χάνεται μέσα στους άσπρους αφρούς και να φαίνεται μόνο η τσιμινιέρα με τον καπνό. Με τον καιρό στην πάντα ταξίδευε θαυμάσια, χωρίς διατοιχισμούς (Μπότσι). Με τον καιρό στη πλώρη έσχιζε το κύμα και μόνο το επηρέαζε ο καιρός στις πρυμιές μάσκες (δευτερόπρυμνα). Τότε, όταν ο καιρός ήταν δυνατός, έκανε τόσο διατοιχισμό που έφευγαν οι καρέκλες από τη μία πλευρά του καπνιστηρίου και κτυπούσαν στην άλλη. (Το καπνιστήριο είναι το υπερκατασκεύασμα κάτω από τη γέφυρα τιμονιέρα, με τα διπλά παράθυρα).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι Σαντορινιοί του Πειραιά και τα «σαντορινέικα» του Αγ.Νείλου Β μέρος…

Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι Σαντορινιοί εφοπλιστές έχουν κυρίαρχο ρόλο στο μεγάλο λιμάνι και στη Πειραϊκή κοινωνία. Ο Λουκάς Νομικός α...